Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΛΙΓΟ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΑΚΟΜΗ! ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ ΚΑΙ ΟΔΥΣΣΕΙΑ


Ο Τάλως ήταν μυθικός φύλακας της Κρήτης. Ήταν γιγάντιος, ανθρωπόμορφος και με σώμα από χαλκό. Σχετικά με την προέλευσή του, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Η πιο γνωστή, από τον Απολλόδωρο, λέει πως τον κατασκεύασε ο θεόςΉφαιστος και τον χάρισε στο βασιλιά Μίνωα για να φυλάει την Κρήτη. Ο Πλάτων τον θεωρεί υπαρκτό πρόσωπο, αδελφό του Ροδάμανθυ. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει ότι ήταν δώρο του Δία στην Ευρώπη, η οποία μετά τον χάρισε στο γιο της Μίνωα. Μεταγενέστερα ο Ι. Κακριδής, βασιζόμενος στο ότι ο Ησύχιος γράφει πως ταλῶς σήμαινε ήλιος (ενώ Ταλαιός είναι το όνομα του Δία) στην Κρήτη [1] και με βάση και άλλα στοιχεία, εκφράζει την άποψη ότι ήταν ηλιακή θεότητα που αργότερα μεταπλάστηκε σε ήρωα.
Ο Τάλως κατά τον Πλάτωνα ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να επιτηρεί την εφαρμογή των νόμων στην Κρήτη, κουβαλώντας τους μαζί του γραμμένους σε χάλκινες πλάκες. Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν ότι ήταν άγρυπνος φύλακας της Κρήτης που γύριζε τις ακτές του νησιού τρεις φορές τη μέρα.[2][3][4][5] Κατά άλλους ήταν φτερωτός και το καθήκον αυτό το εκτελούσε πετώντας. Κρατούσε σε απόσταση τα άγνωστα πλοία που πλησίαζαν την Κρήτη πετώντας τους τεράστιες πέτρες. Αν οι άγνωστοι είχαν ήδη αποβιβαστεί, τους έκαιγε με την ανάσα του ή πυράκτωνε το χάλκινο σώμα του σε κάποια φωτιά, τους αγκάλιαζε σφιχτά πάνω του κι έτσι τους έκαιγε.
Το τέλος του Τάλω ήρθε όταν συναντήθηκε με τους Αργοναύτες που γύριζαν από την Κολχίδα. Θέλοντας να δέσουν οι Αργοναύτες στο νησί αντιμετώπισαν τον γίγαντα που τους κρατούσε σε απόσταση. Τότε η Μήδεια, που ταξίδευε μαζί τους, μάγεψε με τα λόγια της τον Τάλω, υποσχόμενή του αθανασία, κι έτσι μπόρεσε ο Ιάσονας να του αφαιρέσει το καρφί στη φτέρνα του που έκλεινε τη μια και μοναδική φλέβα που διέτρεχε όλο το κορμί του και περιείχε ιχώρα, θανατώνοντάς τον. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι τον σκότωσε ο πατέρας του Φιλοκτήτη Ποίας, χτυπώντας τον με βέλος στο ίδιο μοναδικό αδύνατο σημείο του.

Στην ελληνική μυθολογία ο Αιήτης ήταν βασιλιάς της Κολχίδας, γιος του θεού Ήλιου και της Περσηίδας ή Πέρσης. Ο Αιήτης έλαβε για σύζυγό του την Εκάτη και απέκτησαν πολλά παιδιά, από τα οποία ο Αιήτης ξεχώριζε τη Μήδεια, την οποία κρατούσε κοντά του ως σύμβουλο. Κατά τον Όμηρο, η Κίρκη ήταν αδελφή του Αιήτη, ενώ κατά τον Διόδωρο κόρη του.
Αργότερα ο Αιήτης έχασε τον θρόνο του από τον αδελφό του Πέρση, αλλά ο Μήδειος, γιος της Μήδειας με τον Ιάσονα, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Κολχίδα, κατάφερε να εκδιώξει τον σφετεριστή και να επαναφέρει στην εξουσία τον παππού του. Κι έτσι, όχι μόνο δεν επαληθεύθηκε ο χρησμός για το πρόσωπο του Αιήτη, αλλά απεναντίας ο Αιήτης ευνοήθηκε από τον γάμο της κόρης του με τον Ιάσονα.
ΚΑΙ  ΛΙΓΟ  0ΔΥΣΣΣΕΙΑ   ΡΑΨΩΔΊΑ   Μ
  
55     Και το καράβι σου απ' εκεί σα σώση να περάση,
δε σου ορμηνεύω πια από που το δρόμο σου να πάρης
ατός σου κρίνε· εγώ τους δυό θα σου εξηγήσω δρόμους.
Από τη μιά είναι κρεμαστές οι πέτρες που ολοένα
60με κύματα η γλαυκόματη τις δέρνει η Αμφιτρίτη·
αυτές Πλανούμενες τις λεν οι θεοί οι μακαρισμένοι.
Κι ουδέ πουλί τις προσπερνάει, και μήτε οι περιστέρες
την αμβροσία που φέρνουνε στο Δία τον πατέρα,
μόνε κι αυτές κάθε φορά τις παίρνει η γλιστροπέτρα·
65μα στέλνει κι άλλην ο θεός, λειψές να μην τις έχη.
Θνητού καράβι εκείθενε δεν έφυγε, κι αν ήρθε,
μόνε καραβοσάνιδα και ανθρώπινά κουφάρια
κυλιούνται από τα κύματα κι απ' της φωτιάς τη λύσσα.
Ένα μονάχο διάβηκε της θάλασσας καράβι,
70η κοσμολάλητη η Αργώ, γυρνώντας απ' του Αιήτη
κι αυτή σε βράχους θά 'σπανε τρανούς, χωρίς το χέρι
της Ήρας, που λυπήθηκε τον Ιάσονα απ' αγάπη.
     Από την άλλη, οι βράχοι οι δυό, που ο ένας ανεβαίνει
στους ουρανούς, κι η σουβλερή κορφή του τους αγγίζει
75μαύρη τον ζώνει συννεφιά, που πάντα 'ναι απλωμένη,
μηδέ λαμπρύνει η ξαστεριά ποτές το μέτωπό του,
μα ας είναι θερισμού καιρός, ας είναι χινοπώρι.
Ν' ανέβη εκεί ή να κατεβή θνητός δε θα μπορούσε
ποτές κανένας, κι είκοσι χέρια και πόδια αν είχε·
γιατ' είναι ο βράχος γλιστερός, σαν πέτρα λιστρωμένη
80Και σπήλιο ανοίγει σκοτεινό μες στην καρδιά του βράχου,
στη Δύση, και προς στο Έρεβος· και κατακεί την πλώρη
του καραβιού θα στρέψετε, περίλαμπρε Οδυσσέα,
Μηδέ πιδέξιος τοξευτής μέσ' από το καράβι
ρίχνοντας τη σαγίτα του δε θά 'φτανε στο σπήλιο.
85Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει·
έχει φωνούλα σκυλακιού νιογέννητου, κι ως τόσο
είναι κακότροπο θεριό, κι ούτε θνητός κανένας,
κι ούτε θεός θα χαίρονταν θωρώντας το αντικρύ του.
Έχει και πόδια δώδεκα, που ξέκρεμα είναι όλα,
90κι έξι θεόμακρους λαιμούς, και στον καθένα απάνω
κεφάλι στέκει τρομερό με τρεις αράδες δόντια,
πυκνά και σφιχτοκάρφωτα και θάνατο γεμάτα.
Μες στο βαθύ το σπήλιο της ως τα μισά χωμένη,
από το μαύρο βάραθρο τ' άγρια κεφάλια βγάζει,
95κι εκεί ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα στο βράχο,
δελφίνια και σκυλόψαρα κι άλλα θαλασσαγρίμια,
που μύρια η κυματόβροντη τα βόσκει η Αμφιτρίτη.
Ναύτης δεν το παινέθηκε πως ξέφυγε με πλοίο
από κει πέρα απείραγος· με κάθε της κεφάλι
100αρπάει απ' το μαυρόπλωρο καράβι κι έναν άντρα.
     Τόν άλλο χαμηλότερο, Οδυσσέα, θα δης το βράχο·
κοντά 'ναι οι δυό τους, θά 'φτανε η σαγίτα σου να ρίξης.
Μεγάλος είναι ορνιός εκεί, μυριόφυλλος, και κάτου
η θεία η Χάρυβδη ρουφάει το μελανό το κύμα.
105Τη μέρα τρεις φορές ξερνάει, και τρεις φορές ρουφάει·
να μη σου τύχη και βρεθής την ώρα που ρουφήξη,
τι δε θα σε ξεγλύτωνε μηδέ του κόσμου ο σείστης.
Μόν' ζύγωνε το πλοίο ευτύς προς τη Σπηλιά της Σκύλλας,
και πέρναε, τι καλύτερο να κλαις έξι συντρόφους
110του καραβιού παρά όλοι τους μαζί ν' αφανιστούνε.»
     Είπε, κι εγώ αποκρίθηκα· «Πες μου, ώ θεά, εσύ τώρα,
τη φοβερή τη Χάρυβδη σαν πως να την ξεφύγω,
μα και της Σκύλλας της φριχτής ν' αντισταθώ, αν χουμίξη;»
115     Είπα, κι η σεβαστή θεά μου απολογιέται αμέσως·
«Πάλε, καημένε, βάσανα γυρεύεις και πολέμους·
μα μήτε τους αθάνατους θεούς πια δε φοβάσαι ;
Αυτή 'ναι αθάνατο κακό, θνητή δεν είναι η Σκύλλα·
άγρια, φριχτή κι αμάχητη, Διαφέντεψη δεν έχει
120αυτή καμιά, και κάλλιο εσύ να φεύγης απ' ομπρός της.
Τί ανίσως για ν' αρματωθής κοντοσταθής στα βράχια,
φοβούμαι μην προφτάξη αυτή, και μ' ένα χούμισμά της
όσα είναι τα κεφάλια της, τόσους σου αρπάξη ανθρώπους.
Μόνε γοργά να λάμνετε, και την Κραταιή φωνάξτε,
125τη μάνα που τη γέννησε για το κακό του κόσμου,
και θα την εμποδίση αυτή να μην ξαναχουμίξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου