Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Τι είναι το SIBO και πόσο αξιόπιστα είναι τα τεστ αναπνοής;


Γράφει ο Γαστρεντερολόγος Δρ. Χρήστος Ζαβός, http://peptiko.gr 

Το σύνδρομο βακτηριακής υπερανάπτυξης του λεπτού εντέρου (small intestinal
bacterial overgrowth ή SIBO) βασίζεται στη θεωρία ότι η μικροβιακή χλωρίδα του
παχέος εντέρου αναπτύσσεται προς τα άνω και αποικίζει το λεπτό έντερο. Το παχύ
έντερο αποικίζεται από τρισεκατομμύρια φιλικά βακτήρια σταδιακά και αμέσως μετά
τη γέννηση προκειμένου να αποτραπεί η ανάπτυξη παθογόνων βακτηρίων στο λεπτό
έντερο.
Το σύνδρομο βακτηριακής υπερανάπτυξης του λεπτού εντέρου (small intestinal
bacterial overgrowth ή SIBO) αναφέρεται τα τελευταία χρόνια ότι παίζει ρόλο σε
πολλές παθήσεις, σύμφωνα με θεωρίες. Έχει αναφερθεί συσχέτιση του SIBO με
την  κοιλιοκάκη , τη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου ( νόσος του Crohn  και  ελκώδης
κολίτιδα ), καθώς και με το  σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου . Επίσης υπάρχει
βιβλιογραφία που αναφέρει συσχέτιση του SIBO με δυσαπορρόφηση/δυσθρεψία,
διαταραχές τη πήξης του αίματος, φλεβικό θρομβοεμβολισμό και εγκεφαλοπάθεια
λόγω αύξησης των επιπέδων αμμωνίας στο αίμα.
Πώς φτάσαμε στη θεωρία του SIBO;

Κάθε προσπάθεια να ορισθεί το φάσμα του συνδρόμου βακτηριακής υπερανάπτυξης
του λεπτού εντέρου (SIBO) ξεκινάει από τον ορισμό αυτής της οντότητας, κάτι που
δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Στις πρώτες αναφορές πριν από αρκετές
δεκαετίες, ο ορισμός αυτός ήταν απλός: το SIBO είναι ένα από τα αίτια
δυσαπορρόφησης στους ασθενείς με διάρροια, απώλεια βάρους, στεατόρροια και
διατροφικές διαταραχές. Το «κλασικό» SIBO οφειλόταν σε συνδυασμό διαταραχής
της ανατομίας του γαστρεντερικού συστήματος, υποχλωρυδρίας και διαταραχής της
κινητικότητας του εντέρου.
Σύμφωνα με μελέτες σε ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στο
γαστρεντερικό σωλήνα, τα διαγνωστικά κριτήρια του SIBO καθορίστηκαν με βάση την
καλλιέργεια υλικού από τη νήστιδα (το δεύτερο τμήμα του λεπτού εντέρου) και την
ανάπτυξη βακτηριακών αποικιών >10 5  cfu/mL. Και όλοι ήταν ευχαριστημένοι!
Μέχρι τη στιγμή που ανακαλύφθηκε το ενδοσκόπιο μαζί με την επίπονη και τεχνικά
δύσκολη λήψη υλικού από τη νήστιδα. Εντούτοις, το συμβατικό γαστροσκόπιο
μπορεί να προσεγγίσει το πολύ έως τη δεύτερη μοίρα του δωδεκαδακτύλου και έτσι η
λήψη υλικού για καλλιέργεια γινόταν από τους γαστρεντερολόγους-ενδοσκόπους από
το δωδεκαδάκτυλο και όχι από τη νήστιδα όπως είχε ορισθεί αρχικώς το SIBO.
Επιπλέον, ακόμη και αυτή η αναρρόφηση υγρού από το δωδεκαδάκτυλο μέσω του
γαστροσκοπίου υφίστατο επιμόλυνση με άλλα μικρόβια.
Αργότερα αναγνωρίσθηκε ότι το έντερο ήταν η μοναδική πηγή διαφόρων αερίων,
μεταξύ των οποίων το υδρογόνο, ως παραπροϊόν του βακτηριακού μεταβολισμού μη
απορροφήσιμων ή μερικώς απορροφήσιμων υδατανθράκων. Η χρήση τεστ
αναπνοής μέτρησης του υδρογόνου για τον έλεγχο δυσαπορρόφησης των
υδατανθράκων και τη μέτρηση του χρόνου διόδου από το στόμα στο τυφλό άνοιξε
νέους ορίζοντες στα μη διαγνωστικά τεστ. Πολύ σύντομα τα τεστ αναπνοής (που
συνήθως χρησιμοποιούν λακτουλόζη ως μη απορροφήσιμο υπόστρωμα

υδατανθράκων) χρησιμοποιήθηκαν για να ελέγξουν το σύνδρομο βακτηριακής
υπερανάπτυξης του λεπτού εντέρου SIBO.
Είναι αξιόπιστα τα τεστ αναπνοής στη διάγνωση του SIBO;
Τα τεστ αναπνοής έχουν τα εξής πλεονεκτήματα: είναι απλά στη διενέργεια και την
ερμηνεία, είναι αποδεκτά από τον ασθενή, και είναι φθηνά. Με τα τεστ αναπνοής
ελέγχεται όχι μόνο το SIBO αλλά και η δυσανεξία στους υδατάνθρακες. Από τα
πολλά τεστ αναπνοής που υποτίθεται ότι διαγιγνώσκουν το SIBO, μόνο δύο
χρησιμοποιούνται ευρέως: το τεστ αναπνοής έπειτα από κατάποση γλυκόζης και
λακτουλόζης. Δηλαδή η εκπνοή ελέγχεται για παρουσία υδρογόνου και μεθανίου
έπειτα από τη χορήγηση γλυκόζης ή λακτουλόζης από το στόμα.
Εντούτοις, με την ταυτόχρονη χρήση σπινθηρογραφήματος και τεστ αναπνοής,
απεδείχθη ότι η κορυφή που καταγράφεται στα τεστ αναπνοής αντιστοιχεί στην
είσοδο του υποστρώματος γλυκόζης ή λακτουλόζης στο παχύ έντερο και όχι στο
SIBO. Άλλοι ερευνητές διεξήγαγαν καλλιέργειες υλικού από τη νήστιδα και τις
αντιπαρέβαλαν με τεστ υδρογόνου αναπνοής στους ίδιους ασθενείς. Τα
αποτελέσματα είχαν ως εξής: Πρώτον, η καλλιέργεια υποεκτιμούσε σε γενικές
γραμμές τον αριθμό των βακτηρίων. Δεύτερον, τα τεστ υδρογόνου αναπνοής και ο
αριθμός των βακτηρίων από τις καλλιέργειες δεν σχετίζονταν μεταξύ τους. Τρίτον, η
βακτηριακή υπερανάπτυξη δεν παρήγαγε επίπεδα υδρογόνου αναπνοής που να
αντιστοιχούν στα διαγνωστικά όρια που είχαν θέσει τα τεστ αναπνοής. Οι ερευνητές
συμπέραναν ότι η δυσαπορρόφηση γλυκόζης και όχι το SIBO ευθύνεται για το θετικό
τεστ υδρογόνου αναπνοής.
Οι υπάρχουσες μελέτες αναδεικνύουν ένα μεγάλο κενό στις γνώσεις μας σε ό,τι
αφορά την εντερική χλωρίδα του λεπτού εντέρου. Παρά την ραγδαία αύξηση των
γνώσεών μας για τη μικροβιακή χλωρίδα του παχέος εντέρου, οι γνώσεις μας για τα
φιλικά βακτήρια που αποικίζουν το λεπτό έντερο παραμένουν πολύ περιορισμένες.
Οι μελέτες που έχουμε διαθέσιμες αφορούν τα μικρόβια του παχέος εντέρου
βασισμένες σε δείγματα κοπράνων που δεν αντιστοιχούν σε καμία περίπτωση στα
βακτήρια που αποικίζουν το λεπτό έντερο. Συνεπώς, ούτε η ανάλυση της
μικροβιακής χλωρίδας των κοπράνων μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση του SIBO.
Συμπεράσματα
Η τεχνολογία που χρησιμοποιείται σήμερα δεν είναι τόσο αξιόπιστη όσο νομίζαμε
προηγουμένως και συνεπώς τα συμπεράσματα των μελετών που δείχνουν ότι το
SIBO είναι η αιτία κάποιας πάθησης ή λειτουργικής διαταραχής είναι εσφαλμένα. Η
τεχνολογία ασφαλώς και εξελίσσεται και στο μέλλον ίσως υπάρξει τρόπος μέτρησης
του ακριβή αριθμού της φυσιολογικής βακτηριακής χλωρίδας του λεπτού εντέρου και
όλων των μεταβολιτών της (πέρα από το υδρογόνο και το μεθάνιο που ήδη
γνωρίζουμε). Πώς αλλιώς θα μπορούσε κάποιος να εξηγήσει πώς οι ηλικιωμένοι,
που θεωρείται ότι δεν διαθέτουν μεγάλη βιοποικιλότητα εντερικής χλωρίδας, είναι
περισσότερο πιθανόν να αναπτύξουν SIBO. Τέλος, η βακτηριακή λειτουργία μπορεί
να είναι πιο σημαντική από τους απόλυτους αριθμούς των βακτηρίων και έτσι στο
μέλλον ίσως η μεταβολομική να υπερισχύσει της θεωρίας του SIBO.
Βιβλιογραφία
Quigley EMM. The Spectrum of Small Intestinal Bacterial Overgrowth (SIBO). Curr
Gastroenterol Rep 2019;21:3.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου