Ημερομηνία | Οκτώβριος 1853 – Φεβρουάριος 1856 |
---|---|
Τόπος | Κριμαία, Ανατολία, Καύκασος, Βαλτική Θάλασσα,Λευκή Θάλασσα, Ειρηνικός Ωκεανός |
Έκβαση | Νίκη των συμμάχων (Γάλλων, Βρετανών, Οθωμανών, Σαρδηνών) Συνθήκη Παρισίων (1856) |
Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (Οκτώβριος 1853 - Φεβρουάριος 1856) υπήρξε η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τη μία πλευρά και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας της Γαλλίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Σαρδηνίας από την άλλη πλευρά. Η σύρραξη, στην οποία έλαβαν μέρος οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, υπήρξε το αποτέλεσμα ενός μακρόχρονου ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, για επιρροή και εκμετάλλευσ
- δειτε και την ενξμερωτική ανάρτηση με υποσυνδέσμους
- ΥΠΕΡΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΦΥΡΑ ΘΑ ΕΝΩΣΕΙ ΤΗΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΗΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ...
Ο πόλεμος έμεινε γνωστός στη ρωσική ιστοριογραφία ως Ανατολικός Πόλεμος (ρωσικά: Восточная война, βαστότσναγια βαϊνά), ενώ στη Βρετανία τον καιρό εκείνο αναφερόταν ως Ρωσικός Πόλεμος.
Έχει μείνει στην ιστορία ως πόλεμος σφαλμάτων εφοδιαστικής και στρατηγικής φύσεως καθώς και για το περίφημα ποίημα Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας του Τένισον. Από άποψη τεχνολογίας ήταν ο πρώτος που εισήγαγε μεγάλο αριθμό τεχνολογικών καινοτομιών. Χαρακτηριστικώς, ήταν η πρώτη σύρραξη που οι αντιμαχόμενοι έκαναν εκτεταμένη χρήση σε τακτικό επίπεδο του σιδηροδρόμου και του τηλέγραφου. Είναι επίσης διάσημος από την εργασία των Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ και Μέρι Σίκολ, οι οποίες εφήρμοσαν νεωτερικές νοσηλευτικές πρακτικές που έσωσαν πολλούς βρετανούς τραυματίες. Τέλος, ήταν η πρώτη φορά που ένας πόλεμος καταγράφηκε λεπτομερώς από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής.
Ευρυδίκη Λειβαδά: Έλληνες στην Ουκρανία – Κεφαλλονίτες και Θιακοί τον 19ο και 20ο αι.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Στη μακρόχρονη ιστορία τόσο της Ελλάδας, όσο και της Ρωσίας –στην προκειμένη περίπτωση Παρευξείνιας Ρωσίας–Ουκρανίας-, οι δυο λαοί παραδοσιακά ήταν σύμμαχοι στους κοινούς αγώνες, και διατηρούσαν –και διατηρούν- φιλικές σχέσεις. Σημαντικό ρόλο στις επαφές τους έπαιξε –και παίζει- η Ορθοδοξία, η θρησκεία που τους δένει άρρηκτα. Στα αρχαία χρόνια οι Έλληνες ήταν αυτοί που ίδρυσαν αποικίες στις ακτές του Εύξεινου Πόντου καθώς προείδαν την εμπορική και οικονομική σημασία των περιοχών αυτών. Η γεροκτισμένη πορεία τους σε αυτούς τους Κιμμέριους τόπους έχει τόσο βαθιά θεμέλια ώστε φθάνει με συνέχεια, ενεργό παρουσία και διατήρηση συνοχής μέχρι σήμερα όπου οι καταγεγραμμένοι -σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του Ουκρανικού Κράτους- Έλληνες ομογενείς στην Ουκρανία υπερβαίνουν τις 93.000. Όμως στην πραγματικότητα ανέρχονται περίπου στις 150.000 γιατί αναγκάστηκαν κατά την περίοδο των σταλινικών διωγμών να δηλώσουν ότι είναι Ουκρανοί ή Ρώσοι – περί δε τους 25.000 Έλληνες εκτόπισαν οι σταλινικές αρχές το 1944 στο Ουζμπεκιστάν. Αργότερα δε πολλοί από αυτούς ακολούθησαν τον δρόμο της επιστροφής-.
Τρία σημεία στην σημερινή Ουκρανία των 158 εθνοτήτων συγκεντρώνουν –και όχι τυχαία- το περισσότερο ελληνικό στοιχείο: η χερσόνησος της Κριμαίας, η Μαριούπολη κι η περιοχή πέριξ αυτής, και η Οδησσός. Στα τρία αυτά σημεία είναι άγνωστη στους πολλούς και ταυτόχρονα εντυπωσιακή και απόλυτα συγκινητική η παρουσία των Ελλήνων και η επιμονή τους να κρατούν αναμμένη την ελληνική φλόγα παρόλες τις διαχρονικές πολιτικο –οικονομικές και κοινωνικο-πολιτισμικές αντιξοότητες που έζησαν.
Η κεντρική εξουσία της Ρωσίας ιστορικά εφήρμοζε –και φθάνει μέχρι σήμερα- μακροπρόθεσμη πολιτική στο νότo, όχι με λόγια, αλλά με άμεσα έργα, λόγω των συμφερόντων της εξόδου στις νότιες παραθαλάσσιες περιοχές σε Αζοφική-Εύξεινο. Στα στρατηγικά της σχέδια ενετάσσετο η ιδιαίτερη προσοχή στους πληθυσμούς αυτών των περιοχών, τους οποίους φρόντιζε ευεργετώντας τους και οι οποίοι αποτελούσαν πεδίο ανάπτυξης και στήριξης των σχεδίων της. Οι Έλληνες στους εν λόγω χώρους ήταν από την αρχή απαλλαγμένοι από σχέσεις δουλοπαροικίας που επικρατούσαν στη Ρωσία και ο μεγαλύτερος αριθμός τους συνεδέετο με τη ναυτιλία και το εξωτερικό εμπόριο. Πολλές διευκολύνσεις, ευεργετήματα και οικονομικά προνόμια παραχωρήθηκαν στους Έλληνες επί Αικατερίνης Β΄ (1729-1796).
Οι συνθήκες ειρήνης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, το 1791 αυτή του Ιασίου, και εν συνεχεία του Άκκερμαν το 1827 και 1828 ήταν αυτές που οδήγησαν στη μεγάλη ανάπτυξη της ελληνικής επιχειρηματικής και ναυτιλιακής δραστηριότητας. Ειδικά μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζί οι Έλληνες σήκωσαν στα καράβια τους Ρωσική σημαία, μπορούσαν να περνούν χωρίς ιδιαίτερες διαδικασίες από τα Δαρδανέλλια και εμπορεύονταν σιτηρά στην Κριμαία και στην Οδησσό με τους εκεί εγκατεστημένους συμπατριώτες τους. Ο πόλεμος που εξερράγη το 1853 μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, γνωστός και ως «Κριμαϊκός» ή «πόλεμος του σταριού» καθώς και η καταστροφή των Σουλτανικών Ναυπηγείων της Σινώπης (18 Νοεμβρίου 1853), έδωσε στους Έλληνες της νότιας Ρωσίας ακόμη μεγαλύτερη ώθηση. Ήλεγχαν ήδη τα εμπορικά κομβικά σημεία και αδιαφορώντας για τις πολεμικές απαγορεύσεις, έσπασαν τον αγγλογαλλικό αποκλεισμό και κατόρθωσαν να εξάγουν μεγάλες ποσότητες τις οποίες αγόραζαν σε ευτελείς τιμές. Όμως, και πριν ακόμη υπογραφεί η ειρήνη, αγόραζαν σημαντικές ποσότητες έναντι πάντα χαμηλού τιμήματος, τις οποίες, μετά την άρση της απαγόρευσης, μοσχοπούλησαν αποκομίζοντας τεράστια οφέλη.
Οι Έλληνες της νότια Ρωσίας, κατά τα χρόνια της ακμής τους, εξεδήλωναν ποικιλοτρόπως την φιλοπατρία τους στέλνοντας τεράστια χρηματικά ποσά στην Ελλάδα, καλύπτοντας με κάθε τρόπο τις κατεπείγουσες ανάγκες του ελληνικού κράτους και ανορθώνοντας την ελληνική οικονομία. Ουδέποτε έδειξαν αδιαφορία, ουδέποτε κωλυσιέργησαν στα προβλήματα που ταλάνιζαν τότε το ελληνικό κράτος, ουδέποτε αρνήθηκαν βοήθεια προς τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό και πάντοτε εξεπλήρωναν το πατριωτικό τους χρέος με πλήρη ευσυνειδησία.
Οι Κεφαλλήνες και οι Θιακοί που έχουν σχέση με την Ουκρανία –παρευξείνια Ρωσία, και τις ιστορικά εκτατικές αυξομειώσεις της, είναι πολλοί. Θα περιοριστούμε μόνον σε αυτούς που έχουν συνδεθεί με τους τρεις ελληνικούς πόλους (Χερσόνησος της Κριμαίας, Μαριούπολη και Οδησσός). Τα περισσότερα από τα στοιχεία που παραθέτω προέρχονται από προσωπικό αρχείο εφημερίδων εποχής και λοιπών εντύπων Κεφαλλήνων –και όχι μόνον- εκδοτών του Εύξεινου Πόντου.
Ευχαριστώ θερμά την αγαπημένη μου φίλη Εύα Παπαδάτου, Προϊσταμένη της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού για τις πληροφορίες που μου έδωσε, για την αγάπη με την οποία αγκαλιάζει το ελληνικό στοιχείο της περιοχής, για την μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει με στόχο τη διατήρηση του Προγράμματος Διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού στη Μαριούπολη και γιατί με οδήγησε σε αυτά τα συγκλονιστικά μονοπάτια του Ελληνισμού.
Χερσόνησος της Κριμαίας
Μέρος του ελληνικού πληθυσμού -25.000 υπολογίζεται σήμερα- διαβιεί στην Κριμαία, στην χώρα των Ταύρων και των Σκυθών των αρχαίων Ελλήνων. Ένας αυχένας φάρδους 10 και μήκους 18 χιλ. ενώνει το σχεδόν νησί της Κριμαίας έκτασης 25.500 τ.χιλ. με τη στεριά. Πρώτοι οικιστές ήταν οι Μιλήσιοι, οι οποίοι τελικά εγκατέλειψαν το θαυμάσιο αυτό λιμάνι και εγκαταστάθηκαν ανατολικότερα ιδρύοντας τον 6ο π.Χ. αι. τη Θεοδοσία (Θεοδοσιούπολη για τους Βυζαντινούς και μετέπειτα Καφφά). Η αρχαιότερη ελληνική –ιωνική περί τα τέλη του 7ου π.Χ αι.- αποικία ήταν το Παντικάπαιον (σημερινή πόλη Κερτς), στον πορθμό από την πλευρά της Κριμαίας.
Στη Σεβαστούπολη τις αρχές του 20ου αι. η ελληνική παροικία αριθμούσε 1.000 ψυχές. Τον προηγούμενο όμως αιώνα το ελληνικό στοιχείο ανθούσε. Οι περισσότεροι προέρχονταν από την Κεφαλλονιά και τη Μύκονο. Στα γύρω χωριά η πληθώρα των κατοίκων ήταν από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τη Θράκη. Λειτουργούσαν είκοσι καφενεία από Έλληνες. Κυριότερο ήταν η «Κεφαλληνία» που διευθυνόταν από τον Χαρ. Λοβέρδο. Στον εμπορικό της κόσμο άλλοι Κεφαλλονίτες που έχαιραν ονόματος ήταν ο Διον. Νεόφυτος -διατηρούσε εργοστάσιο αλαντοποιίας-, ο Νικ. Σταθάτος, ο Αναστάσιος Πιεράτος και ο Γεράσιμος Φλαμπουργιάρης. Ελληνική εκκλησία ήταν των Τριών Ιεραρχών και υπήρχε ελληνική πεντατάξιος Σχολή Αρρένων και Θηλέων όπου φοιτούσαν 150 μαθητές και μαθήτριες.
Στη Γιάλτα, στο «Σαν Ρέμο» της Ρωσίας όπως οι εφημερίδες του 19ου και 20ου αι. αποκαλούσαν την πόλη με τα μεγαλοπρεπέστατα ξενοδοχεία και τα φημισμένα λουτρά, διαβιούσαν αρκετοί Έλληνες παρόλο που δεν «παρέχει ενδιαφέρον (εμπορικόν) διότι άλλος είναι ο προορισμός της». Υπήρχε η ελληνική εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη και λειτουργούσε η «Ελληνική Αγαθοεργός Αδελφότης» τα μέλη της οποίας ανέπτυσσαν φιλανθρωπικό έργο. Στον εμπορικό κόσμο γνωστά ήταν δυο ονόματα: του Ηλία Νεόφυτου και του Ζαχαράτου που διατηρούσαν «μεγάλα αλαντοπωλεία».
Στην παραθαλάσσια Θεοδοσία στον Κιμμέριο Βόσπορο κινείτο αρκετό ελληνικό στοιχείο. 300 ήταν αυτοί που ανήκαν στην Ελληνική Παροικία κατά τις αρχές του 20ου αι. και ήταν πολύ λιγότεροι από αυτούς του 19ου. Παρόλα αυτά, δεν φαίνεται να είχε συνταχθεί κοινότητα, αν και πυρήνας υπήρχε: το ελληνικό σχολείο και ο ελληνικός ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου ο οποίος είχε κτισθεί το 1600 περίπου. Και τα δυο αυτά σημεία παρείχαν κάθε είδους αρωγή «προς τους ενδεείς ομογενείς». Ο Αντ. Σολωμός, ο οποίος είχε «εμπορικόν γραφείον μετά του κ. Χ. Κουντούρη» και εκπροσωπούσε τον οίκο των αδελφών Βαλλιάνου, αντιπροσώπευε και το «έθνος ημών εν τη πόλει ταύτη λίαν επαξίως, προς σύμπηξιν Ελληνικής Κοινότητος και ανόρθωσιν του εθνικού φρονήματος», ήταν δηλαδή άμισθος Πρόξενος. Ιδιαίτερο σεβασμό κι εκτίμηση έτρεφαν οι εκεί Έλληνες προς την ιστορική οικογένεια Νοταρά, λόγω της σχέσης της με τον Άγιο Γεράσιμο.
Στο Κερτς που κατοικείτο τον 20ο αι. από 50.000 Ρώσους διαβιούσαν 500 περίπου ελληνικές οικογένειες και 40 «εκ της ελευθέρας Ελλάδος». Η πόλη είχε μεγάλη εμπορική κίνηση, ανεπτυγμένη βιομηχανία και σειρά μεγάλων αποθηκών. Η ελληνική εκκλησία που υπήρχε εις μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Αποκεφαλιστή ήταν αρχαιότατη. Είχε κτισθεί τον 8ο αι. και σε αυτήν υπήρχαν ανεκτίμητα ιερά κειμήλια. Ιερουργούσε ο Κεφαλλονίτης Σάββας Παρίσης. Στην πόλη λειτουργούσε και ελληνικό σχολείο. Εστιατόριο διατηρούσε ο Αναστάσιος Κόμης, διερμηνείς ήταν ο Βρ. Πανάς, ο Γεώργιος Αβλάμης και ο Σπυρ. Κεφαλάς. Ο Κων. Σβορώνος συντηρούσε κι εκεί ναυτιλιακό γραφείο, καθώς κι ο Γεράσιμος Παναγιωτάτος στην κατοχή του οποίου ήταν τα: «Όθων» «ελικοφόρον 65 ίππων», «Ελίζα», «Κεφαλληνία» και επτά σλέπια.
Στο Γενιτσέσκ η ελληνική κοινότητα δεν ήταν ιδιαίτερα πολυάριθμη καθώς ο συνολικός πληθυσμός τότε μετρούσε λίγες χιλιάδες και αποτελείτο από ιθαγενείς. Επικοινωνούσαν σε καθημερινή βάση με το Κερτς και τα κυριότερα καταστήματα βρίσκονταν σε χέρια Ελλήνων ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Κων. Ιγγλέσης, ο Νικ. Μουσούρης που ήταν και άμισθος Πρόξενος, ο Ευστάθιος Ματιάτος, ο Δημ. Σολωμός, ο Γεράσιμος Μεταξάς. Διερμηνέας στην αγγλική ήταν ο Γεράσιμος Ροσόλυμος, ενώ ο Ν. Μουσούρης ήταν ιδιοκτήτης τριών ρυμουλκών και 18 φορτηγίδων (λότκες).
Στη Βερδιάνσκα τα τέλη του 19ου – αρχές 20ου κατοικούσαν συνολικά 12.000 ανάμεσα στους οποίους 200 Έλληνες. Στο μεγαλοπρεπές ελληνικό γυμνάσιο υπήρχε εκκλησία και μουσικοδιδασκαλείο. Στον εμπορικό κόσμο διακρίθηκαν οι Γερ. Κούπας («πανθομολογουμένης εμπορικής ιδιοφυίας»), ο Ευστρ. Ορτεντζάτος και οι οίκοι Κουρή και Οράτιου Κούπα. Επίσης και οι Κων. Χοϊδας, Μιχ. Φραγκόπουλος, Σιλβέστρος Κούπας, Αλεξ. Κουρής, Σπύρ. Ροσόλυμος, Ιωάν. Δρακάτος, Ηλίας Φωκάς, Αντ. Ροσόλυμος, Γεράσιμος Σβορώνος, Μαρίνος Πινιατόρος, Νικ. Δακόρος, Γεώργιος Μαράτος. Εμπορευματομεσίτες ήταν οι Δημ. Μεταξάς, Παύλος Κούπας, Διον. Κουντούρης, ενώ ξενοδοχείο διατηρούσε ο Ανδρ. Μεταξάς Λασκαράτος.
Στην Ευπατόρια που αποτελούσε την αποθήκη του εσωτερικού εμπορίου της Κριμαίας, υπήρχε πολύ μεγάλη και σημαντική ελληνική παροικία. Όμως οι επιγαμίες Ελλήνων με Τατάρους εξεφύλισαν την ελληνική γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα. Υπήρχε ελληνική εκκλησία εις μνήμη Αγίου Κωνσταντίνου που είχε κτισθεί το 1800 περίπου. Λειτουργούσε ελληνικό σχολείο όπου φοιτούσαν ελληνόπαιδα, αλλά και ιθαγενείς. Οι εκεί Έλληνες καταγίνονταν στο εμπόριο των σιτηρών και του αλατιού, πολλοί ήταν λεμβούχοι και ορισμένοι ιχθυέμποροι. Δεν κατέστη δυνατόν όμως να συναντήσω στην έρευνα αυτή κάποιον Κεφαλλονίτη ή Ιθακήσιο.
Στο πολυπληθές Νικολάιεφ γινόταν εξαγωγή κυρίως δημητριακών. Το εμπόριο βρισκόταν στα χέρια Ελλήνων. Σημαντικό εμποροκατάστημα διατηρούσε ο Επαμ. Κούπας. Εξαγωγικά γραφεία ήταν των αδελφών Ορτεντζάτου, του Ζήσιμου Φραγκόπουλου -που εργαζόταν εκπροσωπώντας τον οίκο Μ. Βαλλιάνου- και του Σ. Καρούσου. Έλληνες που εμπορεύονταν δημητριακά ήταν οι Σπυρ. Ραζής, Αδελφοί Βουτσινά και Α. Τρωϊάνος, ενώ γνωστός εμπορομεσίτης ήταν ο Στέφανος Καλογηράς. Υπήρχε το 1900 ένα μόνον ξενοδοχείο, το «Hotel Central» της Ιγγλέση. Το 1819 κτίσθηκε η ελληνική εκκλησία του Αγίου Νικολάου και την φρόντιζαν οι Έλληνες αξιωματικοί που υπηρετούσαν στον ρωσικό στρατό. Τελικά οι στρατιωτικοί Θεοδωράτος, Καλογεράς, Ραυτόπουλος εξερωσίσθηκαν και ο ναός περιήλθε στη ρωσική Εκκλησία. Δεν υπήρχε τότε ούτε σχολείο, ούτε οργανωμένη κοινότητα, αλλά λειτουργούσε άμισθο ελληνικό υποπροξενείο που διευθυνόταν για πολλά χρόνια από τον Αιγαιοπελαγίτη Γεώργιο Ζυγομαλά. Το λιμάνι προσέγγιζαν κατ’ έτος άνω των 50 ελληνικών ατμόπλοιων και οι πλοιοφροντιστές (σπεντιδόροι) που ήταν εγκατεστημένοι εκεί ήταν οι Χαράλαμπος Κυπριώτης και Ανδρέας Βανδώρος.
Στην Κριμαία από άλλη πηγή προκύπτει πως έδρασαν οι Άννινοι και Δρακούλη, όμως δεν κατέστη δυνατόν να εντοπίσω περισσότερα στοιχεία για αυτούς, ούτε και σε ποια πόλη διαβιούσαν.
Στη Συμφερούπολη, πρωτεύουσα της Κριμαίας, Έλληνες είχαν υφαντουργίες και ασχολούνταν με το εμπόριο νωπών φρούτων, κρασιών και καπνού. Το 1919 πρωτολειτούργησε πανεπιστήμιο. Στις μέρες μας από τον Μάϊο του 1992 στο πλαίσιο της Σχολής Ξένης Φιλολογίας του Ταυρικού Εθνικού Πανεπιστημίου Β.Ι. Βερνάντσι λειτουργεί έδρα Ελληνικής Φιλολογίας συμβάλλοντας στην διάδοση της ελληνικής γλώσσας. Η διάρκεια των σπουδών είναι πέντε έτη. Το ίδρυμα έχει αναπτύξει συνεργασία με ελληνικά πανεπιστήμια (ΕΚΠΑ, ΑΠΘ και Παν. Ιωαννίνων), και το Ουκρανικό κράτος κάθε χρόνο παρέχει δέκα υποτροφίες για την έδρα αυτή. Το διδακτικό προσωπικό είναι ανάμικτο και τα μαθήματα παρακολουθούν Ουκρανοί και Έλληνες.
Σημαντικότατη στην ελληνομάθεια είναι και η συμβολή του Ταυρικού Κέντρου Ελληνικών Σπουδών «Ελπίδα» που έχει Πρόεδρο τον καθηγ. Ελληνικής Φιλολογίας κ. Σωκράτη Λαζαρίδη. Διοργανώνει παιδικές κατασκηνώσεις και μαθητικές «Ολυμπιάδες», ενώ παράλληλα προσφέρει μαθήματα χορών ελληνικών, νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, λαογραφίας και ιστορίας των Ελλήνων της Ουκρανίας. Ανάλογες δραστηριότητες κάνει και η Ομοσπονδία των Ελλήνων της Κριμαίας καθώς και το Πολιτιστικό Λαογραφικό Κέντρο Καρατσόλ.
Στα προάστια της Συμφερούπολης τα ελληνικά ομιλούνται από όλο και περισσότερο πληθυσμό, οι συνοικίες «Ακρόπολις» και «Πόντος» διευρύνονται και στον οικοδομικό οργασμό κατά μήκος της γραμμής Συμφερούπολης-Γιάλτας αυξάνεται το ελληνικό στοιχείο.
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Ευρυδίκη Λειβαδά
http://www.odusseia.gr/newspaper/index.php?option=com_content&view=article&id=11525:----------19--20-&catid=49&Itemid=41
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Στη μακρόχρονη ιστορία τόσο της Ελλάδας, όσο και της Ρωσίας –στην προκειμένη περίπτωση Παρευξείνιας Ρωσίας–Ουκρανίας-, οι δυο λαοί παραδοσιακά ήταν σύμμαχοι στους κοινούς αγώνες, και διατηρούσαν –και διατηρούν- φιλικές σχέσεις. Σημαντικό ρόλο στις επαφές τους έπαιξε –και παίζει- η Ορθοδοξία, η θρησκεία που τους δένει άρρηκτα. Στα αρχαία χρόνια οι Έλληνες ήταν αυτοί που ίδρυσαν αποικίες στις ακτές του Εύξεινου Πόντου καθώς προείδαν την εμπορική και οικονομική σημασία των περιοχών αυτών. Η γεροκτισμένη πορεία τους σε αυτούς τους Κιμμέριους τόπους έχει τόσο βαθιά θεμέλια ώστε φθάνει με συνέχεια, ενεργό παρουσία και διατήρηση συνοχής μέχρι σήμερα όπου οι καταγεγραμμένοι -σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του Ουκρανικού Κράτους- Έλληνες ομογενείς στην Ουκρανία υπερβαίνουν τις 93.000. Όμως στην πραγματικότητα ανέρχονται περίπου στις 150.000 γιατί αναγκάστηκαν κατά την περίοδο των σταλινικών διωγμών να δηλώσουν ότι είναι Ουκρανοί ή Ρώσοι – περί δε τους 25.000 Έλληνες εκτόπισαν οι σταλινικές αρχές το 1944 στο Ουζμπεκιστάν. Αργότερα δε πολλοί από αυτούς ακολούθησαν τον δρόμο της επιστροφής-.
Τρία σημεία στην σημερινή Ουκρανία των 158 εθνοτήτων συγκεντρώνουν –και όχι τυχαία- το περισσότερο ελληνικό στοιχείο: η χερσόνησος της Κριμαίας, η Μαριούπολη κι η περιοχή πέριξ αυτής, και η Οδησσός. Στα τρία αυτά σημεία είναι άγνωστη στους πολλούς και ταυτόχρονα εντυπωσιακή και απόλυτα συγκινητική η παρουσία των Ελλήνων και η επιμονή τους να κρατούν αναμμένη την ελληνική φλόγα παρόλες τις διαχρονικές πολιτικο –οικονομικές και κοινωνικο-πολιτισμικές αντιξοότητες που έζησαν.
Η κεντρική εξουσία της Ρωσίας ιστορικά εφήρμοζε –και φθάνει μέχρι σήμερα- μακροπρόθεσμη πολιτική στο νότo, όχι με λόγια, αλλά με άμεσα έργα, λόγω των συμφερόντων της εξόδου στις νότιες παραθαλάσσιες περιοχές σε Αζοφική-Εύξεινο. Στα στρατηγικά της σχέδια ενετάσσετο η ιδιαίτερη προσοχή στους πληθυσμούς αυτών των περιοχών, τους οποίους φρόντιζε ευεργετώντας τους και οι οποίοι αποτελούσαν πεδίο ανάπτυξης και στήριξης των σχεδίων της. Οι Έλληνες στους εν λόγω χώρους ήταν από την αρχή απαλλαγμένοι από σχέσεις δουλοπαροικίας που επικρατούσαν στη Ρωσία και ο μεγαλύτερος αριθμός τους συνεδέετο με τη ναυτιλία και το εξωτερικό εμπόριο. Πολλές διευκολύνσεις, ευεργετήματα και οικονομικά προνόμια παραχωρήθηκαν στους Έλληνες επί Αικατερίνης Β΄ (1729-1796).
Οι συνθήκες ειρήνης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, το 1791 αυτή του Ιασίου, και εν συνεχεία του Άκκερμαν το 1827 και 1828 ήταν αυτές που οδήγησαν στη μεγάλη ανάπτυξη της ελληνικής επιχειρηματικής και ναυτιλιακής δραστηριότητας. Ειδικά μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζί οι Έλληνες σήκωσαν στα καράβια τους Ρωσική σημαία, μπορούσαν να περνούν χωρίς ιδιαίτερες διαδικασίες από τα Δαρδανέλλια και εμπορεύονταν σιτηρά στην Κριμαία και στην Οδησσό με τους εκεί εγκατεστημένους συμπατριώτες τους. Ο πόλεμος που εξερράγη το 1853 μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, γνωστός και ως «Κριμαϊκός» ή «πόλεμος του σταριού» καθώς και η καταστροφή των Σουλτανικών Ναυπηγείων της Σινώπης (18 Νοεμβρίου 1853), έδωσε στους Έλληνες της νότιας Ρωσίας ακόμη μεγαλύτερη ώθηση. Ήλεγχαν ήδη τα εμπορικά κομβικά σημεία και αδιαφορώντας για τις πολεμικές απαγορεύσεις, έσπασαν τον αγγλογαλλικό αποκλεισμό και κατόρθωσαν να εξάγουν μεγάλες ποσότητες τις οποίες αγόραζαν σε ευτελείς τιμές. Όμως, και πριν ακόμη υπογραφεί η ειρήνη, αγόραζαν σημαντικές ποσότητες έναντι πάντα χαμηλού τιμήματος, τις οποίες, μετά την άρση της απαγόρευσης, μοσχοπούλησαν αποκομίζοντας τεράστια οφέλη.
Οι Έλληνες της νότια Ρωσίας, κατά τα χρόνια της ακμής τους, εξεδήλωναν ποικιλοτρόπως την φιλοπατρία τους στέλνοντας τεράστια χρηματικά ποσά στην Ελλάδα, καλύπτοντας με κάθε τρόπο τις κατεπείγουσες ανάγκες του ελληνικού κράτους και ανορθώνοντας την ελληνική οικονομία. Ουδέποτε έδειξαν αδιαφορία, ουδέποτε κωλυσιέργησαν στα προβλήματα που ταλάνιζαν τότε το ελληνικό κράτος, ουδέποτε αρνήθηκαν βοήθεια προς τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό και πάντοτε εξεπλήρωναν το πατριωτικό τους χρέος με πλήρη ευσυνειδησία.
Οι Κεφαλλήνες και οι Θιακοί που έχουν σχέση με την Ουκρανία –παρευξείνια Ρωσία, και τις ιστορικά εκτατικές αυξομειώσεις της, είναι πολλοί. Θα περιοριστούμε μόνον σε αυτούς που έχουν συνδεθεί με τους τρεις ελληνικούς πόλους (Χερσόνησος της Κριμαίας, Μαριούπολη και Οδησσός). Τα περισσότερα από τα στοιχεία που παραθέτω προέρχονται από προσωπικό αρχείο εφημερίδων εποχής και λοιπών εντύπων Κεφαλλήνων –και όχι μόνον- εκδοτών του Εύξεινου Πόντου.
Ευχαριστώ θερμά την αγαπημένη μου φίλη Εύα Παπαδάτου, Προϊσταμένη της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού για τις πληροφορίες που μου έδωσε, για την αγάπη με την οποία αγκαλιάζει το ελληνικό στοιχείο της περιοχής, για την μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει με στόχο τη διατήρηση του Προγράμματος Διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού στη Μαριούπολη και γιατί με οδήγησε σε αυτά τα συγκλονιστικά μονοπάτια του Ελληνισμού.
Χερσόνησος της Κριμαίας
Μέρος του ελληνικού πληθυσμού -25.000 υπολογίζεται σήμερα- διαβιεί στην Κριμαία, στην χώρα των Ταύρων και των Σκυθών των αρχαίων Ελλήνων. Ένας αυχένας φάρδους 10 και μήκους 18 χιλ. ενώνει το σχεδόν νησί της Κριμαίας έκτασης 25.500 τ.χιλ. με τη στεριά. Πρώτοι οικιστές ήταν οι Μιλήσιοι, οι οποίοι τελικά εγκατέλειψαν το θαυμάσιο αυτό λιμάνι και εγκαταστάθηκαν ανατολικότερα ιδρύοντας τον 6ο π.Χ. αι. τη Θεοδοσία (Θεοδοσιούπολη για τους Βυζαντινούς και μετέπειτα Καφφά). Η αρχαιότερη ελληνική –ιωνική περί τα τέλη του 7ου π.Χ αι.- αποικία ήταν το Παντικάπαιον (σημερινή πόλη Κερτς), στον πορθμό από την πλευρά της Κριμαίας.
Στη Σεβαστούπολη τις αρχές του 20ου αι. η ελληνική παροικία αριθμούσε 1.000 ψυχές. Τον προηγούμενο όμως αιώνα το ελληνικό στοιχείο ανθούσε. Οι περισσότεροι προέρχονταν από την Κεφαλλονιά και τη Μύκονο. Στα γύρω χωριά η πληθώρα των κατοίκων ήταν από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τη Θράκη. Λειτουργούσαν είκοσι καφενεία από Έλληνες. Κυριότερο ήταν η «Κεφαλληνία» που διευθυνόταν από τον Χαρ. Λοβέρδο. Στον εμπορικό της κόσμο άλλοι Κεφαλλονίτες που έχαιραν ονόματος ήταν ο Διον. Νεόφυτος -διατηρούσε εργοστάσιο αλαντοποιίας-, ο Νικ. Σταθάτος, ο Αναστάσιος Πιεράτος και ο Γεράσιμος Φλαμπουργιάρης. Ελληνική εκκλησία ήταν των Τριών Ιεραρχών και υπήρχε ελληνική πεντατάξιος Σχολή Αρρένων και Θηλέων όπου φοιτούσαν 150 μαθητές και μαθήτριες.
Στη Γιάλτα, στο «Σαν Ρέμο» της Ρωσίας όπως οι εφημερίδες του 19ου και 20ου αι. αποκαλούσαν την πόλη με τα μεγαλοπρεπέστατα ξενοδοχεία και τα φημισμένα λουτρά, διαβιούσαν αρκετοί Έλληνες παρόλο που δεν «παρέχει ενδιαφέρον (εμπορικόν) διότι άλλος είναι ο προορισμός της». Υπήρχε η ελληνική εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη και λειτουργούσε η «Ελληνική Αγαθοεργός Αδελφότης» τα μέλη της οποίας ανέπτυσσαν φιλανθρωπικό έργο. Στον εμπορικό κόσμο γνωστά ήταν δυο ονόματα: του Ηλία Νεόφυτου και του Ζαχαράτου που διατηρούσαν «μεγάλα αλαντοπωλεία».
Στην παραθαλάσσια Θεοδοσία στον Κιμμέριο Βόσπορο κινείτο αρκετό ελληνικό στοιχείο. 300 ήταν αυτοί που ανήκαν στην Ελληνική Παροικία κατά τις αρχές του 20ου αι. και ήταν πολύ λιγότεροι από αυτούς του 19ου. Παρόλα αυτά, δεν φαίνεται να είχε συνταχθεί κοινότητα, αν και πυρήνας υπήρχε: το ελληνικό σχολείο και ο ελληνικός ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου ο οποίος είχε κτισθεί το 1600 περίπου. Και τα δυο αυτά σημεία παρείχαν κάθε είδους αρωγή «προς τους ενδεείς ομογενείς». Ο Αντ. Σολωμός, ο οποίος είχε «εμπορικόν γραφείον μετά του κ. Χ. Κουντούρη» και εκπροσωπούσε τον οίκο των αδελφών Βαλλιάνου, αντιπροσώπευε και το «έθνος ημών εν τη πόλει ταύτη λίαν επαξίως, προς σύμπηξιν Ελληνικής Κοινότητος και ανόρθωσιν του εθνικού φρονήματος», ήταν δηλαδή άμισθος Πρόξενος. Ιδιαίτερο σεβασμό κι εκτίμηση έτρεφαν οι εκεί Έλληνες προς την ιστορική οικογένεια Νοταρά, λόγω της σχέσης της με τον Άγιο Γεράσιμο.
Στο Κερτς που κατοικείτο τον 20ο αι. από 50.000 Ρώσους διαβιούσαν 500 περίπου ελληνικές οικογένειες και 40 «εκ της ελευθέρας Ελλάδος». Η πόλη είχε μεγάλη εμπορική κίνηση, ανεπτυγμένη βιομηχανία και σειρά μεγάλων αποθηκών. Η ελληνική εκκλησία που υπήρχε εις μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Αποκεφαλιστή ήταν αρχαιότατη. Είχε κτισθεί τον 8ο αι. και σε αυτήν υπήρχαν ανεκτίμητα ιερά κειμήλια. Ιερουργούσε ο Κεφαλλονίτης Σάββας Παρίσης. Στην πόλη λειτουργούσε και ελληνικό σχολείο. Εστιατόριο διατηρούσε ο Αναστάσιος Κόμης, διερμηνείς ήταν ο Βρ. Πανάς, ο Γεώργιος Αβλάμης και ο Σπυρ. Κεφαλάς. Ο Κων. Σβορώνος συντηρούσε κι εκεί ναυτιλιακό γραφείο, καθώς κι ο Γεράσιμος Παναγιωτάτος στην κατοχή του οποίου ήταν τα: «Όθων» «ελικοφόρον 65 ίππων», «Ελίζα», «Κεφαλληνία» και επτά σλέπια.
Στο Γενιτσέσκ η ελληνική κοινότητα δεν ήταν ιδιαίτερα πολυάριθμη καθώς ο συνολικός πληθυσμός τότε μετρούσε λίγες χιλιάδες και αποτελείτο από ιθαγενείς. Επικοινωνούσαν σε καθημερινή βάση με το Κερτς και τα κυριότερα καταστήματα βρίσκονταν σε χέρια Ελλήνων ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Κων. Ιγγλέσης, ο Νικ. Μουσούρης που ήταν και άμισθος Πρόξενος, ο Ευστάθιος Ματιάτος, ο Δημ. Σολωμός, ο Γεράσιμος Μεταξάς. Διερμηνέας στην αγγλική ήταν ο Γεράσιμος Ροσόλυμος, ενώ ο Ν. Μουσούρης ήταν ιδιοκτήτης τριών ρυμουλκών και 18 φορτηγίδων (λότκες).
Στη Βερδιάνσκα τα τέλη του 19ου – αρχές 20ου κατοικούσαν συνολικά 12.000 ανάμεσα στους οποίους 200 Έλληνες. Στο μεγαλοπρεπές ελληνικό γυμνάσιο υπήρχε εκκλησία και μουσικοδιδασκαλείο. Στον εμπορικό κόσμο διακρίθηκαν οι Γερ. Κούπας («πανθομολογουμένης εμπορικής ιδιοφυίας»), ο Ευστρ. Ορτεντζάτος και οι οίκοι Κουρή και Οράτιου Κούπα. Επίσης και οι Κων. Χοϊδας, Μιχ. Φραγκόπουλος, Σιλβέστρος Κούπας, Αλεξ. Κουρής, Σπύρ. Ροσόλυμος, Ιωάν. Δρακάτος, Ηλίας Φωκάς, Αντ. Ροσόλυμος, Γεράσιμος Σβορώνος, Μαρίνος Πινιατόρος, Νικ. Δακόρος, Γεώργιος Μαράτος. Εμπορευματομεσίτες ήταν οι Δημ. Μεταξάς, Παύλος Κούπας, Διον. Κουντούρης, ενώ ξενοδοχείο διατηρούσε ο Ανδρ. Μεταξάς Λασκαράτος.
Στην Ευπατόρια που αποτελούσε την αποθήκη του εσωτερικού εμπορίου της Κριμαίας, υπήρχε πολύ μεγάλη και σημαντική ελληνική παροικία. Όμως οι επιγαμίες Ελλήνων με Τατάρους εξεφύλισαν την ελληνική γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα. Υπήρχε ελληνική εκκλησία εις μνήμη Αγίου Κωνσταντίνου που είχε κτισθεί το 1800 περίπου. Λειτουργούσε ελληνικό σχολείο όπου φοιτούσαν ελληνόπαιδα, αλλά και ιθαγενείς. Οι εκεί Έλληνες καταγίνονταν στο εμπόριο των σιτηρών και του αλατιού, πολλοί ήταν λεμβούχοι και ορισμένοι ιχθυέμποροι. Δεν κατέστη δυνατόν όμως να συναντήσω στην έρευνα αυτή κάποιον Κεφαλλονίτη ή Ιθακήσιο.
Στο πολυπληθές Νικολάιεφ γινόταν εξαγωγή κυρίως δημητριακών. Το εμπόριο βρισκόταν στα χέρια Ελλήνων. Σημαντικό εμποροκατάστημα διατηρούσε ο Επαμ. Κούπας. Εξαγωγικά γραφεία ήταν των αδελφών Ορτεντζάτου, του Ζήσιμου Φραγκόπουλου -που εργαζόταν εκπροσωπώντας τον οίκο Μ. Βαλλιάνου- και του Σ. Καρούσου. Έλληνες που εμπορεύονταν δημητριακά ήταν οι Σπυρ. Ραζής, Αδελφοί Βουτσινά και Α. Τρωϊάνος, ενώ γνωστός εμπορομεσίτης ήταν ο Στέφανος Καλογηράς. Υπήρχε το 1900 ένα μόνον ξενοδοχείο, το «Hotel Central» της Ιγγλέση. Το 1819 κτίσθηκε η ελληνική εκκλησία του Αγίου Νικολάου και την φρόντιζαν οι Έλληνες αξιωματικοί που υπηρετούσαν στον ρωσικό στρατό. Τελικά οι στρατιωτικοί Θεοδωράτος, Καλογεράς, Ραυτόπουλος εξερωσίσθηκαν και ο ναός περιήλθε στη ρωσική Εκκλησία. Δεν υπήρχε τότε ούτε σχολείο, ούτε οργανωμένη κοινότητα, αλλά λειτουργούσε άμισθο ελληνικό υποπροξενείο που διευθυνόταν για πολλά χρόνια από τον Αιγαιοπελαγίτη Γεώργιο Ζυγομαλά. Το λιμάνι προσέγγιζαν κατ’ έτος άνω των 50 ελληνικών ατμόπλοιων και οι πλοιοφροντιστές (σπεντιδόροι) που ήταν εγκατεστημένοι εκεί ήταν οι Χαράλαμπος Κυπριώτης και Ανδρέας Βανδώρος.
Στην Κριμαία από άλλη πηγή προκύπτει πως έδρασαν οι Άννινοι και Δρακούλη, όμως δεν κατέστη δυνατόν να εντοπίσω περισσότερα στοιχεία για αυτούς, ούτε και σε ποια πόλη διαβιούσαν.
Στη Συμφερούπολη, πρωτεύουσα της Κριμαίας, Έλληνες είχαν υφαντουργίες και ασχολούνταν με το εμπόριο νωπών φρούτων, κρασιών και καπνού. Το 1919 πρωτολειτούργησε πανεπιστήμιο. Στις μέρες μας από τον Μάϊο του 1992 στο πλαίσιο της Σχολής Ξένης Φιλολογίας του Ταυρικού Εθνικού Πανεπιστημίου Β.Ι. Βερνάντσι λειτουργεί έδρα Ελληνικής Φιλολογίας συμβάλλοντας στην διάδοση της ελληνικής γλώσσας. Η διάρκεια των σπουδών είναι πέντε έτη. Το ίδρυμα έχει αναπτύξει συνεργασία με ελληνικά πανεπιστήμια (ΕΚΠΑ, ΑΠΘ και Παν. Ιωαννίνων), και το Ουκρανικό κράτος κάθε χρόνο παρέχει δέκα υποτροφίες για την έδρα αυτή. Το διδακτικό προσωπικό είναι ανάμικτο και τα μαθήματα παρακολουθούν Ουκρανοί και Έλληνες.
Σημαντικότατη στην ελληνομάθεια είναι και η συμβολή του Ταυρικού Κέντρου Ελληνικών Σπουδών «Ελπίδα» που έχει Πρόεδρο τον καθηγ. Ελληνικής Φιλολογίας κ. Σωκράτη Λαζαρίδη. Διοργανώνει παιδικές κατασκηνώσεις και μαθητικές «Ολυμπιάδες», ενώ παράλληλα προσφέρει μαθήματα χορών ελληνικών, νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, λαογραφίας και ιστορίας των Ελλήνων της Ουκρανίας. Ανάλογες δραστηριότητες κάνει και η Ομοσπονδία των Ελλήνων της Κριμαίας καθώς και το Πολιτιστικό Λαογραφικό Κέντρο Καρατσόλ.
Στα προάστια της Συμφερούπολης τα ελληνικά ομιλούνται από όλο και περισσότερο πληθυσμό, οι συνοικίες «Ακρόπολις» και «Πόντος» διευρύνονται και στον οικοδομικό οργασμό κατά μήκος της γραμμής Συμφερούπολης-Γιάλτας αυξάνεται το ελληνικό στοιχείο.
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Ευρυδίκη Λειβαδά
http://www.odusseia.gr/newspaper/index.php?option=com_content&view=article&id=11525:----------19--20-&catid=49&Itemid=41
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου