Ο Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος (Ληξούρι 1813 – 1882) εκλέχθηκε για
πρώτη φορά Αντιπρόσωπος Κεφαλληνίας στην Θ΄ Ιόνιο Βουλή (1850) με την
μερίδα των ριζοσπαστών βουλευτών. Mετά την Ένωση των Επτανήσων με
την Ελλάδα (1864) συνέχισε την πολιτική του σταδιοδρομία στο ελληνικό
πλέον Κοινοβούλιο. Συγκεκριμένα,εκλέχθηκε Πληρεξούσιος της Κεφαλονιάς
στην Β΄ Εθνική Συνέλευση της Αθήνας (1864) και στη συνέχεια βουλευτής
από το 1865 έως το 1881 σε έξι συνολικά βουλευτικές περιόδους, σε κάποιες
από τις οποίες μαζί με τους αδελφούς του Νικόλαο και Χαράλαμπο.
Στη Βουλή της Αθήνας μετέφερε την εμπειρία του ως Επτανησίου,
αφού οι θέσεις του για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στο εσωτερικό
του ελληνικού κράτους ήταν σαφώς επηρεασμένες από τη διοικητική δομή και
λειτουργία του Ιονίου Κράτους. Προέβαλε την ανάγκη ενίσχυσης της τοπικής
αυτοδιοίκησης, καθώς και την υπεροχή της ιονίου νομοθεσίας έναντι της
ελληνικής και εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του στο προτεινόμενο από την
Κυβέρνηση Κουμουνδούρου σχέδιο για τη διοικητική - νομοθετική και
φορολογική αφομοίωση της Επτανήσου στο κεντρικό κράτος μετά την Ένωση
καταψηφίζοντας όλα τα σχετικά νομοσχέδια. Αναγνώριζε το Σύνταγμα ως τον
θεματοφύλακα της ελευθερίας, αλλά και της ίδιας της υπόστασης του
ελληνικού κράτους και, ακολουθώντας την ίδια τακτική που εφάρμοσε και
στην Θ΄ Ιόνιο Βουλή, ασκούσε έλεγχο στο κυβερνητικό έργο με γνώμονα την
πιστή εφαρμογή του και το σύννομο των ενεργειών της εκτελεστικής εξουσίας.
Στον πολιτικό λόγο του κυριάρχησαν οι εθνικές του ιδέες, που σε
μεγάλο βαθμό καθόρισαν και τις απόψεις του για τα εσωτερικά, κοινωνικά και
οικονομικά ζητήματα της εποχής. Συνέδεσε την οικονομική ανάπτυξη της
χώρας και την αντιμετώπιση των εσωτερικών προβλημάτων και
δυσλειτουργιών της με την δυνατότητά της να ασκήσει ενεργό εξωτερική
πολιτική.
Όσον αφορά τα εθνικά ζητήματα, ως φορέας της «ρωμαίικης» -
ορθόδοξης παράδοσης, αντιστάθηκε στον ελληνοκεντρικό εθνισμό, που ήταν
άμεσα επηρεασμένος από τα δυτικο-ευρωπαϊκά φιλοσοφικά και ιδεολογικά
ρεύματα και αποτελούσε την κυρίαρχη τάση της εποχής. Υπερασπίστηκε με
πάθος την οικουμενικότητα του ελληνισμού με επίκεντρο το Οικουμενικό
Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Θεωρώντας ότι ο συνεχώς
διογκούμενος, κατά την άποψή του, πανσλαβισμός ήταν μεγαλύτερος
κίνδυνος για τον ελληνισμό από τη διατήρηση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, ακολούθησε σταθερά αντιρωσική στάση και υποστήριξε την
πολιτική της φιλικής και ειρηνικής προσέγγισης προς την Τουρκία και την
αποφυγή οποιασδήποτε πολεμικής σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Κατά συνέπεια, επέκρινε, ουσιαστικά, κάθε αλυτρωτική προσπάθεια, παρά το
ριζοσπαστικό παρελθόν του και την εμπλοκή του στα γεγονότα της
Επανάστασης της Ηπείρου και της Θεσσαλίας το 1854 και υιοθετούσε
πολιτικές ενσωμάτωσης μέσω της πολιτιστικής κυριαρχίας των Ελλήνων στην
Ανατολή.
Φοβούμενος περισσότερο τον πανσλαβισμό από την Οθωμανική
Αυτοκρατορία υποστήριξε τις θέσεις του για τα εθνικά ζητήματα με πάθος,
αδιαλλαξία και εμμονή. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μαχητικότητα και το
εκρηκτικό του ταπεραμέντο, τον οδηγούσαν συχνά σε παραδοξολογίες, σε
ασυνέπειες και σε ακραίες, μη αποδεκτές θέσεις, που προξενούσαν τις
αρνητικότατες αντιδράσεις των υπολοίπων βουλευτών και του τύπου της
εποχής.
Οι θέσεις του για τα εθνικά ζητήματα, που συμφωνούσαν με εκείνες του
Δεληγεώργη, υπαγορεύονταν, επίσης, και από τον ρεαλισμό που διέκρινε την
πολιτική του σκέψη.
Από την αρχή της παρουσίας του στο ελληνικό Κοινοβούλιο
προσπάθησε να παρουσιαστεί ως προσωπικότητα ανεξάρτητη από
κομματικές δεσμεύσεις. Ωστόσο, παρά τις διαφωνίες και τις αντιστάσεις του,
καθώς ενσωματωνόταν σταδιακά στο κλίμα που χαρακτήριζε την πολιτική
ζωή και τη σκέψη στο ελληνικό κράτος, συνεργάστηκε με το κόμμα του
Δημητρίου Βούλγαρη, ένα σαφώς συντηρητικό κόμμα. Παρά ταύτα, οι θέσεις
του για την προσωπική ελευθερία, τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του
πολίτη και την ελευθερία του λόγου στο Κοινοβούλιο, τα νομοσχέδια του για
την αντιμετώπιση του προβλήματος της νοθείας στις εκλογές, καθώς και η
έντονη κριτική του στην πολιτική του Βασιλιά, αλλά και της κυβέρνησης και της
αντιπολίτευσης, τις οποίες ουσιαστικά δεν διαχώριζε ως προς τον θεσμικό
τους ρόλο και τις θεωρούσε εξίσου συνυπεύθυνες για τα σοβαρότατα
προβλήματα του κράτους, είναι δείγματα παρρησίας και δημοκρατικής
σκέψης.
Από το σύνολο των νομοσχεδίων και των προτάσεων που έθεσε προς
ψήφιση στο ελληνικό Κοινοβούλιο τα περισσότερα καταψηφίστηκαν. Ελάχιστα
έγιναν αποδεκτά, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει η αποδοχή από την
πλειοψηφία της συμπολίτευσης του φορολογικού του νομοσχεδίου, που
κατέληξε στην απόρριψη του κυβερνητικού νομοσχεδίου επί της αρχής, στην
παραίτηση της Κυβέρνησης Κουμουνδούρου και στην αντικατάστασή της από
την κυβέρνηση του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη το 1865.
Η συνεργασία του με το κόμμα του Βούλγαρη δεν σήμαινε και τη
σταθερή και απαρέγκλιτη προσήλωσή του σε μία συγκεκριμένη πολιτική
γραμμή, αφού υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες διαφώνησε και με το κόμμα
αυτό.
Ο Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος, τελικά, προσαρμοζόμενος πλήρως
στο κλίμα της εποχής, που χαρακτηριζόταν από χαλαρή κομματική
οργάνωση, η οποία επέτρεπε μετακινήσεις βουλευτών από κόμμα σε κόμμα,
στήριξε με τις θέσεις του συγκεκριμένα πρόσωπα και πολιτικές, που κατά
περίπτωση έκρινε ότι υπηρετούσαν το εθνικό συμφέρον, όπως ο ίδιος το
αντιλαμβανόταν με βάση την ιδεολογία του και τις αρχές του.
Στην Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη απόκειται το βιβλίο: Γεώργιος Τυπάλδος
Ιακωβάτος, «Αγορεύσεις εν τη Β΄ εν Αθήναις Εθνοσυνελεύσει και εν ταις
Βουλαίς», εν Αθήναις 1902, στο οποίο περιλαμβάνονται οι αγορεύσεις του
Ληξουριώτη πολιτικού στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.
ΘΕΟΔΩΡΑ ΖΑΦΕΙΡΑΤΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου