ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;
οὐ μὲν γὰρ τί σε πεζὸν ὀίομαι ἐνθάδ᾿ ἱκέσθαι.
καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ εἰδῶ,
και ποιο είναι το καράβι που 'φτασες; οι ναύτες στην Ιθάκη
πως σ᾿ έφεραν μαθές; ποιοί πέτουνται πως είναι τάχα, πες μου'
στα μέρη ετούτα δε φαντάζουμαι πεζός φτασμένος να 'σαι!
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, καλά να καταλάβω:
175 ἠὲ νέον μεθέπεις ἦ καὶ πατρώιός ἐσσι
ξεῖνος, ἐπεὶ πολλοὶ ἴσαν ἀνέρες ἡμέτερον δῶ
ἄλλοι, ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
Τάχα πρωτόρχεσαι στον τόπο μας, για είσαι παλιάθε φίλος
του κύρη μου; πολλοί μας έρχουνταν μαθές στο σπίτι ξένοι
χρόνια παλιά, γιατί τριγύριζε πολύν κι εκείνος κόσμο.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Για τούτα τώρα που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια"
180 Μέντης Ἀγχιάλοιο δαίφρονος εὔχομαι εἶναι ̈
υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω.
νῦν δ᾿ ὧδε ξὺν νηὶ κατήλυθον ἠδ᾿ ἑτάροισιν
πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ᾿ ἀλλοθρόους
ἀνθρώπους,
ἐς Τεμέσην μετὰ χαλκόν, ἄγω δ᾿ αἴθωνα σίδηρον.
πως είμαι γιος του Αγχίαλου πέτομαι του καστροπολεμάρχου᾿
Μέντη με λεν, κι οι καραβόχαροι Ταφιώτες μ᾿ έχουν ρήγα.
Εδώ έχω φτάσει με τους συντρόφους στο πλοίο μου΄ ταξιδεύω
για τόπο αλλόγλωσσο, την Τέμεσα, στο πέλαο το κρασάτο,
στραφταλιστό να δώσω σίδερο, χαλκό να πάρω πίσω.
185 νηῦς δέ μοι ἥδ᾿ ἕστηκεν ἐπ᾿ ἀγροῦ νόσφι πόληος,
ἐν λιμένι Ῥείθρῳ ὑπὸ Νηίῳ ὑλήεντι.
ξεῖνοι δ᾿ ἀλλήλων πατρώιοι εὐχόμεθ᾿ εἶναι
ἐξ ἀρχῆς, εἴ πέρ τε γέροντ᾿ εἴρηαι ἐπελθὼν
Λαέρτην ἥρωα, τὸν οὐκέτι φασὶ πόλινδε
Μακριά απ᾿ το κάστρο το καράβι μου στα ξώμερα προσμένει,
κάτω απ᾿ το Νήιο το πολύδεντρο, στο Ρείθρο το λιμάνι.
Και φίλοι γονικοί λογιόμαστε πως είμαστε από χρόνια
παλιά᾿ για τράβα, αν θες, στο γέροντα, τον αντρειανό Λαέρτη,
και ρώτα τον ακούω, δεν έρχεται στην πολιτεία πια τώρα,
190 ἔρχεσθ᾿, ἀλλ᾿ ἀπάνευθεν ἐπ᾿ ἀγροῦ πήματα πάσχειν
γρηὶ σὺν ἀμφιπόλῳ, ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε
παρτιθεῖ, εὖτ᾿ ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν
ἑρπύζοντ᾿ ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο.
νῦν δ᾿ ἦλθον: δὴ γάρ μιν ἔφαντ᾿ ἐπιδήμιον εἶναι,
μον᾿ έξω στα χωράφια κάθεται μακριά και τυραννιέται,
και μια γερόντισσα τον γνοιάζεται μπροστά του κουβαλώντας
φαγί, κρασί, σαν πια στο χτήμα του, στων αμπελιών τους όχτους,
σουρθεί ολημέρα κι απ᾿ τον κάματο του 'χουν λυθεί τα γόνα.
Με βλέπεις τώρα εδώ, τι ακούστηκε πως είχε πια διαγείρει
195 σὸν πατέρ': ἀλλά νυ τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου.
οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀδυσσεύς,
ἀλλ᾿ ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέι πόντῳ
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν
ἄγριοι, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ᾿ ἀέκοντα.
ο κύρης σου᾿ θεοί όμως σίγουρα θα του αμπόδαν το δρόμο.
Όχι, ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος δεν πέθανεν ακόμα!
Κάπου θα ζει σε θαλασσόζωστο νησί, περιορισμένος
απ᾿ το πλατύ το πέλαο, κι άπονοι τον δυναστεύουν άντρες,
άγριοι, που αμπόδια στο ταξίδι του θα βάζουν άθελα του.
http://www.uni-leipzig.de/~organik/giannis/Philosophie/OMHROU_ODYSSEIA_OLD_NEW_OLO_20_01_2008.pdf
Θανασάκη (Σάκη) ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΣ (άλλο η φιλία και άλλο η ιστορία, εκεί κοντράρουμε λίγο αλλά καλή καρδιά πάντα).
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυτυχώς που μου το θύμισε ο Poros τσι προάλλες γιατί εγώ ξεχνάω και τη δική μου γιορτή, με τσι γιορτάδες δε τα πάω καλά, μπορεί και με την Οδύσσεια το ίδιο. Χα χα χα.
Και για δε μου λές τώρα poros άμα βάλουμε το λιμάνι του Φόρκυνα στη Σάμη πως γίνεται να είναι το λιμάνι του Ρείθρου στο Πόρο?
Αφού κατά τα λεγόμενα το καράβι της η Αθηνά (Μέντης), το άφησε μακριά από το παλάτι του Οδυσσέα όχι απουκάτουθε?
…«Μακριά απ᾿ το κάστρο το καράβι μου στα ξώμερα προσμένει,
κάτω απ᾿ το Νήιο το πολύδεντρο, στο Ρείθρο το λιμάνι»…
Και τι λέει αυτό, ότι τον Οδυσσέα τον αφήσανε οι Φαίακες κάτου από το παλάτι του.
Άρα πάμε Φόρκυνας στον Πόρο με το παλάτι στα Τζανάτα και το Ρείθρον το λιμάνι που?? Στη Σάμη?
Ίσως αν και κομμάτι δύσκολο.
Μας περισσεύει όμως η Μελισσάνη σα σπήλαιο των νυμφών.
Πρέπει να βάλουμε τον Αβραάμ να μας φτιάξει μια σπηλιά. Χα χα χα.
Έλα Αβραάμ σαν από μηχανής Θεός να σώσεις το φίλο σου γιατί μπύρες δε πίνεις το καλοκαίρι.
Και που είσαι Poros μην ανεβοτατεβάζεις τα νησιά και μας μπατάρεις όλους στη θάλασσα γιατί την έβαψες. Έχω πάρει πασέτο και μετράω κάθε μέρα τη θάλασσα να δώ μπας και αρχίνισες τσι δολιοφθορές.
Χα χα χα χα.
αν και θα τις δει τις ευχές ,,θα τον ενημερώσω κιόλας,,
Διαγραφήνα σαι καλά,,! Πάντως παρά τις κοντρες σας,,, εχεί προσφέρει
πολύ γνώση στην υπόθεση, και την έχει δουλέψει ίσως περισσότερο
από ολούς τους υπόλοιπους
που σχολιάζουμε,, μέσα από τα σχολια σας μου έχετε
προσφέρει και εμένα πολύ γνώση στην υπόθεση!
Το σενάριο όπως το φαντάζομαι στο δικό μου σενάριο
ρείθρο είναι το Ποτάμι μας,, και το κέντρο του σημερινού χωριού μας
κάτω από το πολύδεντρο νηίο (παχύ-νηιο),, όντως ξώμερα από το κάστρο
-Πόλις, στα Τζαννάτα!
Κατά την επιστροφή των μνηστήρων από την ενέδρα τους είδαν να ρχονται από τον βαθυ λιμιώνα
(το έχουν ακόμα οι παλιοι χάρτες τα τωρινά λιμένια)!
ήρθε να πάρει σίδηρο,, (μάλλον είχε πλούσια κοιτάσματα η περιοχή μας)και να φέρει χαλκό.
Στο θέμα φόρκυνα,, αναφέρει ότι έβλεπαν καταρχήν τον αυγερινό (Αφροδίτη)
οπότε λογικά η παραλία ήταν ανατολικά,, και για να φτάσει στον Ευμαιο
περπάτησε αρκετές ώρες,,! (στην κρήνη βρύση που είναι κοντά στο παλάτι= Φόρκυνας μακριά από το παλάτι= Σάμη)