Τού άξιου τού Αχίαλου παινιέμαι γιος πώς είμαι,
180 ο Μέντης, τώ θαλασσινών τής Τάφος βασιλέας·
με πλοίο μου στα μέρη αυτά και με συντρόφους ήρθα
τα πέλαγ' αρμενίζοντας προς τους ξενογλωσσίτες
τής Τέμεσης, με σίδερο, χαλκό απ' αυτούς να πάρω.
185 το πλοίο μένει σε ξοχή, παράοξω από την πόλη,
κάτω απ' το Νείο το σύδεντρο, ατού Ρείθρου το λιμάνι.
Εμείς δα φίλοι γονικοί λεγόμαστε απαρχήθες
ο ένας τού άλλου· πήγαινε και ρώτηξε το γέρο
ήρωα Λαέρτη· λένε αυτός πια δεν πατάει στην πόλη,
190 παρά μακριά στην εξοχή μονάχος τυραννιέται,
και γέρικη σπιτοκυρά θροφή τού παραθέτει,
η κούραση τα σκέλια του σαν πιάση, που με κόπο
τα σέρνει στον ανήφορο τού αμπελοχώραφού του.
Ήρθα, επειδής και λέχθηκε πώς στην πατρίδα του ήταν
195 ο κύρης σου· όμως οι θεοί τού κόβουνε το δρόμο.
μόν' κάπου ακόμα ζωντανός στα πέλαγα κρατιέται,
σε κυματόζωστο νησί, που άντρες κακοί τον έχουν,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου