Σήμα Facebook

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΙΑΦΗΣ | κινητο 6907471738


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΠΟΡΟ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΠΟΡΟ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
Συνεχή Ροή Ειδήσεων από το νησί

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

ΦΑΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΑΣΤΕΡΙΔΑ







Κι είναι στης θάλασσας εκεί τη μέση πετρονήσι,
845που πέφτει ανάμεσα Θιακιού και της ξερής της Σάμης,

όχι μεγάλο, η Αστερή, με βολικά λιμάνια,
και δυό μπασιές, που οι Αχαιοί του στήσανε καρτέρι.




  Αυτά είπε, και διαλέξανε μιά εικοσαριά λεβέντες,
και στ' ακρογιάλι κίνησαν, πρός το γοργό καράβι.
780
Απ' όλα πρώτα τράβηξαν το πλοίο κατά τα βάθια,
και το κατάρτι στήσανε και τα πανιά του απάνω,
και τα κουπιά τους στους σκαρμούς με τα λουριά τροπώσαν,
όλα σωστά· τα ολόασπρα πανιά κατόπι ανοίξαν,
και τ' άρματα τους φέρανε τα πρόθυμα κοπέλια.
785
Αράζουνε πρός το γιαλό το πλοίο, κι όξω βγαίνουν
εκεί δειπνήσανε, να ρθή προσμένοντας το βράδυ.
     Ως τόσο κοίτεται η καλή στ' ανώγι η Πηνελόπη
χωρίς θροφή, χωρίς πιοτό, και μόνη συλλογιέται
ο γιός ο παινεμένος της το χάρο άν θα ξεφύγη,

Στό πλοίο ως τόσο ανέβηκαν, και σύραν οι μνηστήρες
στα πέλαα, του Τηλέμαχου το τέλος μελετώντας.
Κι είναι στης θάλασσας εκεί τη μέση πετρονήσι,
845
που πέφτει ανάμεσα Θιακιού και της ξερής της Σάμης,
όχι μεγάλο, η Αστερή, με βολικά λιμάνια,
και δυό μπασιές, που οι Αχαιοί του στήσανε καρτέρι.

KAI   ΠΑΜΕ  ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΡΑΨΩΔΙΑ,, (Ε) ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΜΑΧΙΑ,,

ΚΑΙ  ΞΕΚΙΝΟΝΤΑΣ ΠΟΥ Η ΚΑΛΥΨΩ  ΑΦΗΝΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΝΑ ΦΥΓΕΙ

Πρώτα πελέκι του 'δωσε, καλό στις απαλάμες,
235
τρανό, χαλκένιο, δίκοπο, που μέσα του στειλιάρι
ώριο, ελατένιο του 'χανε βασταγερά μπηγμένο·
κατόπι του προμήθεψε σκεπάρνι ακονισμένο,
και πρός την άκρη πήρε τον που 'χε αψηλά τα δέντρα,
κλήθρες και λεύκες· κι έλατα που αγγίζανε τα ουράνια,
240
από καιρό κατάξερα, να 'ναι αλαφρά στο κύμα.
Ως είκοσι έρριξε δεντρά, τα πελεκάει μ' αξίνα,
245
τα ροκανίζει τεχνικά, τα σιάζει με τη στάφνη·
και με τρυπάνια που η θεά από τη σπηλιά του φέρνει,
τα τρυπανίζει, και μαζί τ' αρμολογάει αράδα,
χτυπώντας μέσα τους γερούς αρμούς και ξυλοκάρφια.
Κι όσο φαρδιά την πατωσιά σε φορτηγό καράβι
250
πιδέξιος κάνει μαραγκός, τόσο φαρδύ το σάλι
κι ο Οδυσσέας το σκάρωσε. Ορθόστησε πουντέλια
απάνω σε πυκνόβαλτα μαντάλια ταιριασμένα·
και τέλος τα συνέδεσε με μακρουλά μαδέρια,
Κατάρτι μέσα στύλωσε, το αρμάτωσε με αντένα,
255
και το τιμόνι ταίριαξε, να κυβερνάη το σάλι,
που με πλεμάτια από ιτιές το 'φραξε πέρα ως πέρα,
να μην περνούν τα κύματα· και σώριασε από μέσα
κλαριά πολλά. Και του έφερε σκουτιά η θεά φασμένα
για τα πανιά, και τα 'φτιαξε κι αυτά ο Δυσσέας με τέχνη.
260
Κατόπι σκότες έδεσε, και ξάρτια και μαντάρια,
και με λοστούς στη θάλασσα κατέβασε το σάλι.
     Όλα σε μέρες τέσσερις τα 'χε αποτελειωμένα.
Τήν πέμπτη μέρα απ' το νησί η θεά τον προβοδούσε·
τον έλουσε, τον έντυσε με ρούχα μυρισμένα,
265
του 'βαλε ασκί μαύρο κρασί, νερό σε ασκί μεγάλο,
του γέμισε σακκί θροφές και διαλεχτά προσφάγια,
και πρύμο του 'στειλε απαλό κι απείραγο, που ο μέγας
Δυσσέας αναγαλλιάζοντας απλώνει τα πανιά του.
Αρμένιζε έτσι δεκαφτά μερόνυχτα ο Δυσσέας,
στα δεκοχτώ φανήκανε τα όρη τα ισκιωμένα,
280
τώ Φαιάκων, που κοντύτερα στο δρόμο του βρισκόνταν,
και σαν ασπίδα μες στ' αχνά φαντάζανε πελάγη.
     Ως τόσο απ' τους Αιθίοπες κινάει ο Κοσμοσείστης.
και μακρινά ξανοίγει τον απ' τώ Σολύμων τα όρη,
και στ' ανοιχτά κοιτώντας τον, θυμός πολύς τον πιάνει·
285
βαριοκουνάει την κεφαλή και λέει στο νου του μέσα·
     «Γιά δές που οι θεοί βουλεύτηκαν ν' αποφασίσουν άλλα
για το Δυσσέα, σαν έλειπα στης Αιθιοπίας τα μέρη,
και να τος άξαφνα τη γής ζυγώνει τώ Φαιάκων,
και να ξεφύγη είναι γραφτό το μαύρο τέλος τώρα
της συφοράς που του 'πεσε. Μα κι άλλα ακόμα πάθια
290
θαρρώ θα του κατέβουνε, για να καλοχορτάση.»
     Λέει, και μαζώνει σύγνεφα και θάλασσες ταράζει,
κρατώντας το τρικράνι του, και κάθε ανέμου φούρια
σηκώνει· γής και πέλαγα με σύγνεφα σκεπάζει,
295
και νύχτα περιχύνεται αποπάνω απ' τα ουράνια.
Πέφτει ο Σορόκος κι ο Νοτιάς κι ο δυνατός Πονέντης
κι ο αιθερογέννητος Βοριάς που κύματα άγρια φέρνει,
Κοπήκανε τα γόνατα κι η ανάσα του Οδυσσέα,
και πικραμένος έλεγε μες στην τρανή ψυχή του·
«Αλλοίς μου, το φτωχό· και τί θα μου συβούνε ακόμα ;
Σπλαχνίσου με, και ικέτης σου παινιέμαι, βασιλιά μου.»
     Κι αυτός το ρέμα κόβει ευτύς, και σταματάει το κύμα,
κι απλώνει ομπρός του σιγαλιά, και τόνε σώζει στο έβγα
του ποταμού· και λύγισε ο Δυσσέας τα γόνατά του,
και τ' αντρειωμένα χέρια του, κομμένος απ' το κύμα.
455
Είχε πρησμένο το κορμί, κι ανάβρυζαν οι άρμες
στο στόμα, στα ρουθούνια του· χωρίς μιλιά κι ανάσα
και ναρκωμένος κοίτουνταν απ' τον πολύ τον κόπο.
Μα πάλε σαν ξανάσανε και συμμαζώχτη ο νούς του,
ξέλυσε αμέσως της θεάς το μαγικό μαγνάδι,
460
και μέσα στ' αρμυρά νερά του ποταμού τ' αφήκε.
Κύμα μεγάλο το 'συρε στης θάλασσας το ρέμα,
κι η θεά Ινώ το δέχτηκε γοργά στα δυό της χέρια·
τότες αυτός αφήνει πια τον ποταμό, και πέφτει
πάνω στα βούρλα, και ,φιλάει τη γής την καρποδότρα,
και με βαρειά 'λεγε ψυχή μες στον αντρίκιο νου του·
465
     «Αλλοίς μου, τί θα πάθω εδώ, και που θα καταντήσω ;
Τή νύχτα την ανήσυχη στον ποταμό άν περάσω,
η κακή πάχνη κι η ψιλή δροσιά μπορεί να σβήσουν
ολότελα το πνέμα μου τ' αχνό και θολωμένο,
τί αγέρι την αυγή ψυχρό φυσάει απ' το ποτάμι.
470
Στή ράχη πάλε άν ανεβώ, και στου δασιού τους ίσκιους,
και μέσα στα πυκνά δεντριά άν πλαγιάσω, να ξεκάμω
το σύγκρυο και την κούραση, κι ύπνος γλυκός με πάρη,
θεριά φοβάμαι μη με βρούν και θύμα τους με κάμουν.»
     Και αυτό να κάνη φάνηκε στο νου του πιο συφέρο·
475
σε δάσο γυροθώρητο που ηύρε σιμά στο ρέμα,
μπήκε και χώθηκε σε δυό χαμόδεντρ' αποκάτω,
που από μιά ρίζα βγαίνανε· ελιά 'τανε κι αγρίλι.
Μήτ' οι ανέμοι οι σύνυγροι εκεί πέρα αγριοφυσούσαν,
μήτε του ήλιου οι φωτερές αχτίδες κατεβαίναν,
480
μήτε βροχή τα πέρναγε· τόσο πυκνά πλεγμένα
το 'να με τ' άλλο βρίσκουνταν· εκεί ο Δυσσέας τραβήχτη,
και με τα χέρια στοίβαξε μεμιάς μεγάλη στρώση·
γιατ' είχε φύλλα περισσά τριγύρω σκορπισμένα,
που σώνανε και δυό και τρείς νομάτους να σκεπάσουν,
485
μα και χειμώνας να 'τανε με κρύο σα φαρμάκι.
Τά είδε ο άντρας ο πολύπαθος, και χάρηκε η ψυχή του,
και πλάγιασε στη μέση τους, κι έρριξε φύλλα πλήθος
απάνω του. Σάν που δαυλό στη μαύρη στάχτη κρύβεις,
μες σ' εξοχή παράμερη, που λείπουνε γειτόνοι,
490
και σώζεις σπόρο της φωτιάς, μην απ' αλλούθε ανάψης,
έτσι ο Δυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα· κι η Παλλάδα
ύπνο στα μάτια του 'σταξε για να τον αλαφρώση
απ' τη βαρειά την κούραση, τα βλέφαρα του κλειώντας.

ΚΑΙ  ΠΑΜΕ  ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΦΑΙΑΚΕΣ
200  Η
Κι άν κάποιος πάς στο δρόμο του ποτές τους ανταμώση,
205
δεν κρύβονται γιατί μ' αυτούς γενιά 'μαστε, σαν που 'ναι
και οι Κύκλωπες και τ' άγρια τα γένη τώ Γιγάντων.»
ΚΑΙ  ΣΤΗΝ
ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ  :
Είναι μακριά στα πέλαγα κάποιο νησί, Ωγυγία,
245που η μαριόλα η Καλυψώ, του Άτλαντα η θυγατέρα,
πανώρια, μα και φοβερή θεά το 'χει λημέρι·
μήτε θεοί μήτε θνητοί μ' αυτή δε συντροφιάζουν.
Μα εμένα μ' έφερε ο θεός το δύστυχο σιμά της,
τότες που ο Δίας το γοργό καράβι μου 'χε σπάσει
250μ' αστροπελέκι αστραφτερό στα μαύρα πέλαα μέσα.
Όλοι μου τότες οι καλοί χαθήκανε συντρόφοι·
κι εγώ του πλοίου αγκαλιαστά κρατώντας την καρίνα,
μέρες εννιά κυλιόμουνα· δέκατη μαύρη νύχτα,
και στο νησί οι αθάνατοι της Ωγυγίας με ρίξαν,
255της Καλυψώς της φοβερής κι ωριόμαλλης λημέρι.
Μέ πήρε αυτή, με φίλευε και μ' έθρεφε με πόνο,
και να με κάνη αθάνατο κι αγέραστο μελέτα·
ως τόσο εμένα στης καρδιάς δε μ' έπειθε τα βάθια.
θρόνους εφτά κρατιόμουνα, και τα σκουτιά που εκείνη
260μου χάριζε τ' αχάλαστα, τα πότιζα με δάκρυα·
μα σα γυρίσαν κι ήρθανε τα οχτώ τα χρόνια, τότες
με παρακίναε κι έλεγε στη γής μου να μισέψω·
για ο Δίας της το πρόσταξε, για γνώμη ήταν δική της.
Μέ βάζει σε καλόδετο σάλι, πολλές μου δίνει
265θροφές, ψωμί, γλυκό κρασί, λαμπρά σκουτιά με ντύνει,
και αγέρι πρύμο και απαλό κατόπι μου φυσάει.
Μέρες στα πέλαα δεκαφτά αρμενίζοντας πλανιόμουν,
στις δεκοχτώ φανήκανε ομπροστά μου τα ισκιωμένα
βουνά της γής σας· πήδηξε από χαρά η καρδιά μου,
270του δύστυχου· τί συφορές είχα να πάθω κι άλλες
πολλές, που μου τις τοίμαζε ο θεός ο κοσμοσείστης.
Αυτός ανέμους σήκωσε και μου 'κλεισε το δρόμο,
κι αγρίεψε τις θάλασσες, που να βαστώ το σάλι
δε μ' άφηναν, μόνε συχνά ανεστέναζα στο κύμα.
275Σκορπάει το σάλι η τρικυμιά, κι εγώ με το κολύμπι
τότ' έσκιζα τα τρίσβαθα νερά, ώσπου εδώ στη γής σας
με σπρώξανε και μ' έφεραν οι θαλασσιές κι οι ανέμοι.
Άν τότες έκανα στεριά, θα μ' έδερνε το κύμα
σε πέτρες σπώντας με χοντρές και σ' άχαρα λημέρια·
280μα πίσω αποτραβήχτηκα, και κολυμπώντας ήρθα
στον ποταμό, που πιο ήμερος μου φάνη εκεί ο τόπος,
γυμνός από χοντρόπετρες, κρυμμένος από ανέμους



6 σχόλια:

  1. Την Αστερίδα δεν τη συζητάω γιατί θα φάμε τα «μουστάκια μας», αλλά για τους Φαίακες που δε τους ήξερε ο Οδυσσέας δεν ευσταθεί σαν πατρίδα τους η Κέρκυρα, γιατί εγώ από την Έρισσο (Ασσος) έχω φωτό προ ολίγων ημερών που φαίνονται οι Αντίπαξοι και πιστεύω με καθαρότερη ατμόσφαιρα θα φαίνεται και η Κέρκυρα.
    Μία μόνο υπόθεση μπορεί να το αμφισβητήσει, αν δηλαδή οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δεν είχανε δυνατή όραση όπως εμείς!!!
    Χουά χα χα χα χα χα χα χα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ας αφήσουμε την Αστέριδα,να δούμε.μπας και βάλουμε χέρι στην Ατλαντιδα.ποια είναι ή γνώμη σου δηλαδή για την Σχέδια;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Σχέρια ήθελα να γράψω.μια τρελή θεωρεία πιστεύω ότι μπορεί να είναι και ότι ο Όμηρος κάτι ήθελε να περιγράψει για τον πολιτισμό που καταστραφηκε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Το πιθανότερο μέρος που προκύπτει σύμφωνα με τις πληροφορίες της Οδύσσειας είναι το νησιωτικό σύμπλεγμα της Μάλτας (Γκόζο, Κομίνο, Μάλτα) που πιθανότατα τότε ήταν ένα μόνο νησί, ή αν γεωγραφικά δεν έχει αλλάξει κάτι, το νησί Γκόζο.
    Τώρα άκου και τι έπαθα με τσου Αντίπαξους:
    Τσου είδα λοιπόνε για πρώτη φορά και τράβαα φωτό.
    Τί διάολο τραβάς τόση ώρα μου λέει ο Ρισσιάνος?
    Ορέ τσου Αντίπαξους τραβάω δε τσου βλέπεις του λέω, απίθανο!
    Όρσε ορέ μου λέει, το ξερονήσι Σέσουλα τση Λευκάδας τραβάς που μέσα στη καταχνιά δείχνει μακρύτερα. Να έρτεις Άνοιξη και καλή ημέρα για τέτοια φωτό.
    Αποκτάμε εμπειρίες μεγάλε, αλλά το φάσκελο μου επήρε το ένα μάτι.
    Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ΜΟΛΙς ΓΥΡΙΣΑ ΣΠΙΤΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΡΑΒΗΓΜΕΝΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΜΟΥ Η ΘΕΩΡΕΙΑ ΣΟΥ,,, ΤΟ ΛΟΓΙΚΟ ΛΟΙΠΟΝ ΟΠΩς ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΝΟΜΙΖΩ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΚΕΡΚΥΡΑ, ΤΩΡΑ ΕΠΕΙΔΗ ΕΚΕΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΙΔΕ Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΙΤΕ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΤΑ ΠΕΡΙΕΓΡΑΨΕ ΜΕ ΚΑΘΕ ΛΕΠΤΟΜΕΡΙΑ, (ΠΙΘΑΝΟΤΕΡΟ ΣΤΟΝ ΕΥΜΑΙΟ ΟΠΩς ΛΕΕΙ ΚΑΙ Ο ΦΙΛΟς ΚΑΜΠΑΝΗς) ΕΙΤΕ Ο ΟΜΗΡΟς ΒΑΖΕΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΣΕ ΑΦΗΓΗΣΗ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΤΟΥς ΦΑΙΑΚΕς, ΘΕΛΩΝΤΑς ΝΑ ΜΑς ΤΟΝΙΖΕΙ ΚΑΤΙ, ΠΟΥ ΙΣΩς ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΑΠΟΔΙΚΟΠΟΙΗΣΑΜΕ. ΙΣΩς ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΠΟΙΟΙ ΤΟ ΜΑΘΟΥΝ,, ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΟΛΩΝ ΣΤΟ ΘΕΜΑ,,ΦΟΒΑΜΑΙ ΟΤΙ ΤΕΛΙΚΑ ΕΜΕΙς ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΖΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΜΑΘΟΥΜΕ

      Διαγραφή
  5. Για να μη τσακωνόσαστε στα gmail σας υπάρχει μία έπληξη!
    Kakakakakaka.

    ΑπάντησηΔιαγραφή