KAI ΠΑΜΕ
ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΡΑΨΩΔΙΑ,, (Ε) ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΜΑΧΙΑ,,
ΚΑΙ ΞΕΚΙΝΟΝΤΑΣ ΠΟΥ Η
ΚΑΛΥΨΩ ΑΦΗΝΕΙ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΝΑ ΦΥΓΕΙ
Πρώτα πελέκι του 'δωσε, καλό στις απαλάμες,
|
|||||||||||||||||||||
235
|
τρανό, χαλκένιο, δίκοπο, που μέσα του στειλιάρι
ώριο, ελατένιο του 'χανε βασταγερά μπηγμένο· κατόπι του προμήθεψε σκεπάρνι ακονισμένο, και πρός την άκρη πήρε τον που 'χε αψηλά τα δέντρα, κλήθρες και λεύκες· κι έλατα που αγγίζανε τα ουράνια, |
||||||||||||||||||||
240
|
από καιρό κατάξερα, να 'ναι αλαφρά στο κύμα.
|
||||||||||||||||||||
Ως είκοσι έρριξε δεντρά, τα πελεκάει μ' αξίνα,
|
|||||||||||||||||||||
245
|
τα ροκανίζει τεχνικά, τα σιάζει με τη στάφνη·
και με τρυπάνια που η θεά από τη σπηλιά του φέρνει, τα τρυπανίζει, και μαζί τ' αρμολογάει αράδα, χτυπώντας μέσα τους γερούς αρμούς και ξυλοκάρφια. Κι όσο φαρδιά την πατωσιά σε φορτηγό καράβι |
||||||||||||||||||||
250
|
πιδέξιος κάνει μαραγκός, τόσο φαρδύ το σάλι
κι ο Οδυσσέας το σκάρωσε. Ορθόστησε πουντέλια απάνω σε πυκνόβαλτα μαντάλια ταιριασμένα· και τέλος τα συνέδεσε με μακρουλά μαδέρια, Κατάρτι μέσα στύλωσε, το αρμάτωσε με αντένα, |
||||||||||||||||||||
255
|
και το τιμόνι ταίριαξε, να κυβερνάη το σάλι,
που με πλεμάτια από ιτιές το 'φραξε πέρα ως πέρα, να μην περνούν τα κύματα· και σώριασε από μέσα κλαριά πολλά. Και του έφερε σκουτιά η θεά φασμένα για τα πανιά, και τα 'φτιαξε κι αυτά ο Δυσσέας με τέχνη. |
||||||||||||||||||||
260
|
Κατόπι σκότες έδεσε, και ξάρτια και μαντάρια,
και με λοστούς στη θάλασσα κατέβασε το σάλι. |
||||||||||||||||||||
Όλα σε μέρες τέσσερις τα 'χε αποτελειωμένα.
Τήν πέμπτη μέρα απ' το νησί η θεά τον προβοδούσε· τον έλουσε, τον έντυσε με ρούχα μυρισμένα, |
|||||||||||||||||||||
265
|
του 'βαλε ασκί μαύρο κρασί, νερό σε ασκί μεγάλο,
του γέμισε σακκί θροφές και διαλεχτά προσφάγια, και πρύμο του 'στειλε απαλό κι απείραγο, που ο μέγας Δυσσέας αναγαλλιάζοντας απλώνει τα πανιά του. |
||||||||||||||||||||
Αρμένιζε έτσι δεκαφτά μερόνυχτα ο Δυσσέας,
στα δεκοχτώ φανήκανε τα όρη τα ισκιωμένα, |
|||||||||||||||||||||
280
|
τώ Φαιάκων, που κοντύτερα στο δρόμο του βρισκόνταν,
και σαν ασπίδα μες στ' αχνά φαντάζανε πελάγη. |
||||||||||||||||||||
Ως τόσο απ' τους Αιθίοπες κινάει ο
Κοσμοσείστης.
και μακρινά ξανοίγει τον απ' τώ Σολύμων τα όρη, και στ' ανοιχτά κοιτώντας τον, θυμός πολύς τον πιάνει· |
|||||||||||||||||||||
285
|
βαριοκουνάει την κεφαλή και λέει στο νου του μέσα·
|
||||||||||||||||||||
«Γιά δές που οι θεοί βουλεύτηκαν ν'
αποφασίσουν άλλα
για το Δυσσέα, σαν έλειπα στης Αιθιοπίας τα μέρη, και να τος άξαφνα τη γής ζυγώνει τώ Φαιάκων, και να ξεφύγη είναι γραφτό το μαύρο τέλος τώρα της συφοράς που του 'πεσε. Μα κι άλλα ακόμα πάθια |
|||||||||||||||||||||
290
|
θαρρώ θα του κατέβουνε, για να καλοχορτάση.»
|
||||||||||||||||||||
Λέει, και μαζώνει σύγνεφα και θάλασσες
ταράζει,
κρατώντας το τρικράνι του, και κάθε ανέμου φούρια σηκώνει· γής και πέλαγα με σύγνεφα σκεπάζει, |
|||||||||||||||||||||
295
|
και νύχτα περιχύνεται αποπάνω απ' τα ουράνια.
Πέφτει ο Σορόκος κι ο Νοτιάς κι ο δυνατός Πονέντης κι ο αιθερογέννητος Βοριάς που κύματα άγρια φέρνει, Κοπήκανε τα γόνατα κι η ανάσα του Οδυσσέα, και πικραμένος έλεγε μες στην τρανή ψυχή του· «Αλλοίς μου, το φτωχό· και τί θα μου συβούνε ακόμα ; |
||||||||||||||||||||
Σπλαχνίσου με, και ικέτης σου παινιέμαι, βασιλιά μου.»
|
|||||||||||||||||||||
Κι αυτός το ρέμα κόβει ευτύς, και σταματάει
το κύμα,
κι απλώνει ομπρός του σιγαλιά, και τόνε σώζει στο έβγα του ποταμού· και λύγισε ο Δυσσέας τα γόνατά του, και τ' αντρειωμένα χέρια του, κομμένος απ' το κύμα. |
|||||||||||||||||||||
455
|
Είχε πρησμένο το κορμί, κι ανάβρυζαν οι άρμες
στο στόμα, στα ρουθούνια του· χωρίς μιλιά κι ανάσα και ναρκωμένος κοίτουνταν απ' τον πολύ τον κόπο. Μα πάλε σαν ξανάσανε και συμμαζώχτη ο νούς του, ξέλυσε αμέσως της θεάς το μαγικό μαγνάδι, |
||||||||||||||||||||
460
|
και μέσα στ' αρμυρά νερά του ποταμού τ' αφήκε.
Κύμα μεγάλο το 'συρε στης θάλασσας το ρέμα, κι η θεά Ινώ το δέχτηκε γοργά στα δυό της χέρια· τότες αυτός αφήνει πια τον ποταμό, και πέφτει πάνω στα βούρλα, και ,φιλάει τη γής την καρποδότρα, και με βαρειά 'λεγε ψυχή μες στον αντρίκιο νου του· |
||||||||||||||||||||
465
|
«Αλλοίς μου, τί θα πάθω εδώ, και που θα
καταντήσω ;
Τή νύχτα την ανήσυχη στον ποταμό άν περάσω, η κακή πάχνη κι η ψιλή δροσιά μπορεί να σβήσουν ολότελα το πνέμα μου τ' αχνό και θολωμένο, τί αγέρι την αυγή ψυχρό φυσάει απ' το ποτάμι. |
||||||||||||||||||||
470
|
Στή ράχη πάλε άν ανεβώ, και στου δασιού τους ίσκιους,
και μέσα στα πυκνά δεντριά άν πλαγιάσω, να ξεκάμω το σύγκρυο και την κούραση, κι ύπνος γλυκός με πάρη, θεριά φοβάμαι μη με βρούν και θύμα τους με κάμουν.» |
||||||||||||||||||||
Και αυτό να κάνη φάνηκε στο νου του πιο
συφέρο·
|
|||||||||||||||||||||
475
|
σε δάσο γυροθώρητο που ηύρε σιμά στο ρέμα,
μπήκε και χώθηκε σε δυό χαμόδεντρ' αποκάτω, που από μιά ρίζα βγαίνανε· ελιά 'τανε κι αγρίλι. Μήτ' οι ανέμοι οι σύνυγροι εκεί πέρα αγριοφυσούσαν, μήτε του ήλιου οι φωτερές αχτίδες κατεβαίναν, |
||||||||||||||||||||
480
|
μήτε βροχή τα πέρναγε· τόσο πυκνά πλεγμένα
το 'να με τ' άλλο βρίσκουνταν· εκεί ο Δυσσέας τραβήχτη, και με τα χέρια στοίβαξε μεμιάς μεγάλη στρώση· γιατ' είχε φύλλα περισσά τριγύρω σκορπισμένα, που σώνανε και δυό και τρείς νομάτους να σκεπάσουν, |
||||||||||||||||||||
485
|
μα και χειμώνας να 'τανε με κρύο σα φαρμάκι.
Τά είδε ο άντρας ο πολύπαθος, και χάρηκε η ψυχή του, και πλάγιασε στη μέση τους, κι έρριξε φύλλα πλήθος απάνω του. Σάν που δαυλό στη μαύρη στάχτη κρύβεις, μες σ' εξοχή παράμερη, που λείπουνε γειτόνοι, |
||||||||||||||||||||
490
|
και σώζεις σπόρο της φωτιάς, μην απ' αλλούθε ανάψης,
έτσι ο Δυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα· κι η Παλλάδα ύπνο στα μάτια του 'σταξε για να τον αλαφρώση απ' τη βαρειά την κούραση, τα βλέφαρα του κλειώντας.
ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΦΑΙΑΚΕΣ
200 Η
|
Την Αστερίδα δεν τη συζητάω γιατί θα φάμε τα «μουστάκια μας», αλλά για τους Φαίακες που δε τους ήξερε ο Οδυσσέας δεν ευσταθεί σαν πατρίδα τους η Κέρκυρα, γιατί εγώ από την Έρισσο (Ασσος) έχω φωτό προ ολίγων ημερών που φαίνονται οι Αντίπαξοι και πιστεύω με καθαρότερη ατμόσφαιρα θα φαίνεται και η Κέρκυρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜία μόνο υπόθεση μπορεί να το αμφισβητήσει, αν δηλαδή οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δεν είχανε δυνατή όραση όπως εμείς!!!
Χουά χα χα χα χα χα χα χα.
Ας αφήσουμε την Αστέριδα,να δούμε.μπας και βάλουμε χέρι στην Ατλαντιδα.ποια είναι ή γνώμη σου δηλαδή για την Σχέδια;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣχέρια ήθελα να γράψω.μια τρελή θεωρεία πιστεύω ότι μπορεί να είναι και ότι ο Όμηρος κάτι ήθελε να περιγράψει για τον πολιτισμό που καταστραφηκε
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο πιθανότερο μέρος που προκύπτει σύμφωνα με τις πληροφορίες της Οδύσσειας είναι το νησιωτικό σύμπλεγμα της Μάλτας (Γκόζο, Κομίνο, Μάλτα) που πιθανότατα τότε ήταν ένα μόνο νησί, ή αν γεωγραφικά δεν έχει αλλάξει κάτι, το νησί Γκόζο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα άκου και τι έπαθα με τσου Αντίπαξους:
Τσου είδα λοιπόνε για πρώτη φορά και τράβαα φωτό.
Τί διάολο τραβάς τόση ώρα μου λέει ο Ρισσιάνος?
Ορέ τσου Αντίπαξους τραβάω δε τσου βλέπεις του λέω, απίθανο!
Όρσε ορέ μου λέει, το ξερονήσι Σέσουλα τση Λευκάδας τραβάς που μέσα στη καταχνιά δείχνει μακρύτερα. Να έρτεις Άνοιξη και καλή ημέρα για τέτοια φωτό.
Αποκτάμε εμπειρίες μεγάλε, αλλά το φάσκελο μου επήρε το ένα μάτι.
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα.
ΜΟΛΙς ΓΥΡΙΣΑ ΣΠΙΤΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΡΑΒΗΓΜΕΝΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΜΟΥ Η ΘΕΩΡΕΙΑ ΣΟΥ,,, ΤΟ ΛΟΓΙΚΟ ΛΟΙΠΟΝ ΟΠΩς ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΝΟΜΙΖΩ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΚΕΡΚΥΡΑ, ΤΩΡΑ ΕΠΕΙΔΗ ΕΚΕΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΙΔΕ Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΙΤΕ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΤΑ ΠΕΡΙΕΓΡΑΨΕ ΜΕ ΚΑΘΕ ΛΕΠΤΟΜΕΡΙΑ, (ΠΙΘΑΝΟΤΕΡΟ ΣΤΟΝ ΕΥΜΑΙΟ ΟΠΩς ΛΕΕΙ ΚΑΙ Ο ΦΙΛΟς ΚΑΜΠΑΝΗς) ΕΙΤΕ Ο ΟΜΗΡΟς ΒΑΖΕΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΣΕ ΑΦΗΓΗΣΗ ΟΔΥΣΣΕΑ ΣΤΟΥς ΦΑΙΑΚΕς, ΘΕΛΩΝΤΑς ΝΑ ΜΑς ΤΟΝΙΖΕΙ ΚΑΤΙ, ΠΟΥ ΙΣΩς ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΑΠΟΔΙΚΟΠΟΙΗΣΑΜΕ. ΙΣΩς ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΠΟΙΟΙ ΤΟ ΜΑΘΟΥΝ,, ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΟΛΩΝ ΣΤΟ ΘΕΜΑ,,ΦΟΒΑΜΑΙ ΟΤΙ ΤΕΛΙΚΑ ΕΜΕΙς ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΖΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΜΑΘΟΥΜΕ
ΔιαγραφήΓια να μη τσακωνόσαστε στα gmail σας υπάρχει μία έπληξη!
ΑπάντησηΔιαγραφήKakakakakaka.