Τούτες οι γραμμές δεν έχουν σκοπό να «υποδυθούν» τη νεκρολογία για τον Καθηγητή Ιστορίας της Ιατρικής Γεράσιμο Πεντόγαλο, που «έφυγε» το πρωί της περασμένης Παρασκευής (2-11-2012), στο νοσοκομείο του Αργοστολίου, όπου είχε υπηρετήσει επί δεκαετίες ως Διευθυντής. Είναι απλά ένας προσωπικός αποχαιρετισμός σε μια κορυφαία πνευματική προσωπικότητα αυτού εδώ του τόπου.
Δεν σκοπεύω να αναφερθώ ούτε στα βιογραφικά του στοιχεία, ούτε στην κοινωνική του προσφορά στην Κεφαλονιά μέσα από την άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος. Δεν θέλω να μιλήσω με λεπτομέρειες για την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ούτε για το πλούσιο επιστημονικό του έργο γύρω από την Ιστορία της Ιατρικής, αλλά και την Επτανησιακή ιστορία, έργο δημοσιευμένο σε αυτοτελείς μελέτες, πρακτικά συνεδρίων, αλλά και κορυφαία επιστημονικά περιοδικά. Δεν θέλω «παρά να μιλήσω απλά», όπως θα έλεγε και ο ποιητής.
Γνώρισα τον Γεράσιμο Πεντόγαλο όταν γύρισα στην Κεφαλονιά, το 2000, κι έπιασα δουλειά στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη. Ως τότε, είχα ακούσει από τους δικούς μου ότι ήταν ένας σπουδαίος γιατρός. Από τις πρώτες μας επαφές ανακάλυψα και την άλλη του αγάπη: την ιστορική επιστήμη. Τακτικότατος αναγνώστης και της Βιβλιοθήκης και του γειτονικού ιστορικού Αρχείου, ερχόταν πάντα αναζητώντας κάτι πολύ συγκεκριμένο. Τις περισσότερες φορές ήταν κάποια λεπτομέρεια, μια «υποσημείωση της υποσημείωσης», την οποία ήθελε να ελέγξει. Από την αρχή παρατηρούσα τον τρόπο που διάβαζε κι είχα εντυπωσιαστεί από την έμφυτη ευγένεια απέναντι σε μας τους υπαλλήλους, από την (με την καλή έννοια) αρχοντιά του, αλλά κυρίως από τον ευλαβικό σχεδόν τρόπο με τον οποίο κρατούσε και μεταχειριζόταν τα βιβλία, αδιάφορο αν ήταν παλιά ή καινούρια, και από τη μεθοδικότητα με την οποία κρατούσε σημειώσεις. Στα μάτια μου φάνταζε ως άνθρωπος που ήξερε τα πάντα – και, το πιο σημαντικό, που δεν φοβόταν να τα μοιραστεί. Κάθε φορά λοιπόν που ερχόταν και ζητούσε ένα βιβλίο, κι εγώ, άπειρος ακόμα στα της Βιβλιοθήκης, αγκομαχώντας το αναζητούσα, είχε και μια σχετική ιστορία να μου πει, προσπαθώντας να με κεντρίσει, να μου κινήσει το ενδιαφέρον ώστε ν’ αρχίσω κι εγώ να ψάχνω.
Έτσι, άρχισα σιγά σιγά να βλέπω τη Βιβλιοθήκη όχι σαν ένα σύνολο από ράφια και ταξινομικούς κωδικούς, αλλά σαν ένα μυστηριώδες νησί που έκρυβε τόσα πολλά μυστικά που θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να προσπαθήσω κι εγώ ν’ ανακαλύψω κάποια. Κάθε «αποστολή» που μας ανέθετε ο Καθηγητής (εννοώ την αναζήτηση κάποιου βιβλίου στα ράφια ή κάποιας πληροφορίας από το υλικό της βιβλιοθήκης) ήταν και μια πρόκληση: Θα γνώριζα έναν καινούριο συγγραφέα, θα γνώριζα ένα καινούριο έργο, θα μάθαινα κι εγώ λίγα πράγματα απ’ αυτά που ήξερε εκείνος.
Σκέφτομαι καμιά φορά, τώρα, εκ των υστέρων, ότι αυτό μπορεί να το έκανε και επίτηδες. Ότι αυτές οι αποστολές είχαν και έναν απώτερο στόχο: Να «κολλήσω» κι εγώ, που ήμουνα μικρός και μάλλον αδιάφορος για την επτανησιακή ιστορία, το «μικρόβιο» της έρευνας. Ως γιατρός, δεν θα μπορούσε να κάνει λάθος στον τομέα αυτό. Αν και είχε θεραπεύσει τόσο κόσμο από άλλα μικρόβια, εμένα με «κόλλησε» (από κοινού με έναν άλλο «φορέα» του μικροβίου, τον Καθηγητή Γιώργο Μοσχόπουλο) την μάλλον ανίατη νόσο της έρευνας…
Και, σαν καλός γιατρός, παρακολουθούσε την εξέλιξη της νόσου. Όταν ξεκίνησα δειλά δειλά να παίρνω μέρος σε συνέδρια και να δημοσιεύω στα Κεφαλληνιακά Χρονικά ή στην Κυμοθόη, τις πρωτόλειές μου μελέτες, περίμενα τηλέφωνό του στη Βιβλιοθήκη, όπου, με κάποια άλλη, καινούρια «αποστολή», θα άκουγα και τις σχετικές (και αυστηρές) παρατηρήσεις του για την ανακοίνωση ή τη δημοσίευση. Πολλές φορές ξέφευγε η συζήτηση, είχε πάντα μια βιβλιογραφική παρατήρηση ή μια ιστορική λεπτομέρεια που άνοιγε καινούριο δρόμο στο δικό μου στενό ορίζοντα – και πάντα διαπίστωνα με πόσο μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά και με πόση σοβαρότητα, αντιμετώπιζε και διαχειριζόταν κάθε πληροφορία, κάθε βιβλιογραφική ή αρχειακή πηγή και πόσο διατεθειμένος ήταν να μοιραστεί μαζί μου την εμπειρία του, για ν’ αποφύγω κι εγώ τις όποιες κακοτοπιές. Πολλές φορές οι συμβουλές του επεκτείνονταν, πάντα με διακριτικότητα, και σ’ άλλα θέματα. Ειλικρινά δεν μπορώ να περιγράψω πόσο σημαντικό ήταν για μένα να νιώθω, σ’ εκείνη τη χρονική περίοδο, ότι κάποιος άνθρωπος μπορεί και να πιστεύει λίγο σε μένα και να με στηρίζει. Ο Γεράσιμος Πεντόγαλος δεν είχε πολλά λόγια, ούτε υπερβολικές ενθαρρύνσεις. Ωστόσο, μπορούσε κανείς να νιώσει το ενδιαφέρον και τη στήριξή του. Ήταν από κείνους που με παρακινούσαν με ζέση να ξεκινήσω την προσπάθεια για διδακτορική διατριβή. Πιστεύω ότι χωρίς αυτές τις παραινέσεις (πάλι σε «διφωνία» με τον κ. Γ. Μοσχόπουλο) δεν θα είχα ξεκινήσει καν. Και λυπάμαι τόσο που περίμενα να εγκριθεί η διατριβή για να του χαρίσω ένα αντίτυπο (και να περιμένω πάλι με αγωνία το τηλεφώνημά του). Άργησα, δεν πρόλαβα…
Όταν το 2005 ήταν Πρόεδρος του Συνεδρίου για τα Γράμματα, την Ιστορία και τη Λαογραφία της περιοχής Ελειού-Πρόννων, μου εμπιστεύθηκε μια αδημοσίευτη αρχειακή πηγή του 1628 που είχε ο ίδιος ανακαλύψει για να κάνω κι εγώ ανακοίνωση στο Συνέδριο, και μου παρείχε κάθε δυνατή βοήθεια για να το πετύχω. Ξέροντας πόσο αυστηρός Πρόεδρος ήταν στις συνεδριάσεις αναφορικά με την τήρηση του χρόνου, θυμάμαι το χτυποκάρδι μου την ώρα που εκφωνούσα την ανακοίνωση, με ταχύτητα σπορτκάστερ ποδοσφαιρικού αγώνα, για να μην περάσω το χρόνο των είκοσι λεπτών και διαψεύσω τις προσδοκίες του – καθώς και το χτυποκάρδι μέχρι να έρθει, λίγες μέρες μετά, το τηλεφώνημα με τα σχόλιά του. Κι άλλη μια φορά μου εμπιστεύθηκε πρωτότυπο αρχειακό υλικό που είχε ανακαλύψει ο ίδιος, το 2008, όταν στα Κεφαλληνιακά Χρονικά ετοιμαζόταν τιμητικός τόμος για εκείνον. Χωρίς εγώ να του ζητήσω, ποτέ, τίποτα. Κι αυτό έχει, πιστεύω, τη σημασία του, για τον τρόπο που αντιμετώπιζε τους νέους ανθρώπους, για τις ευκαιρίες που έδινε.
Αυτό που ήταν απαράμιλλο στον Γεράσιμο Πεντόγαλο δεν ήταν, για μένα, η συστηματικότητα και η μεθοδικότητά του. Δεν ήταν ότι κάθε λέξη που δημοσίευε ή ανακοίνωνε ήταν ζυγισμένη, κρισαρισμένη και διπλοτσεκαρισμένη βιβλιογραφικά και αρχειακά. Ήταν ο ενθουσιασμός του για την έρευνα, που κρατήθηκε άσβεστος μέχρι το τέλος της ζωής του. Θυμάμαι κάποια από τα τηλεφωνήματά του όταν συνέθετε το δίτομο, βραβευμένο από την Ακαδημία έργο του «Γιατροί και Ιατρική Κεφαλονιάς». Ήθελε συνήθως, να ελέγξει κάποια λεπτομέρεια από κάποιο βιβλίο. Μόλις την έβρισκα, μου περιέγραφε με ενθουσιασμό ένα σωρό άλλα ευρήματά του, ενθουσιασμό νεαρού ερευνητή που ονειρεύεται να κατακτήσει τα απάτητα κάστρα της ιστορικής επιστήμης. Όταν οι δυνάμεις του δεν επέτρεπαν πλέον να ανεβαίνει τη μεγάλη σκάλα της Βιβλιοθήκης, οι «αποστολές» συνεχίστηκαν, τηλεφωνικά – κι εγώ, όποτε μου το ζητούσε, το «έσκαγα» από τη Βιβλιοθήκη και πήγαινα στο σπίτι του, όπου πάλι με ενθουσιασμό μου μιλούσε για καινούρια ευρήματα.
Ακόμα και στην τελευταία μας συνάντηση, πριν από ένα περίπου χρόνο, όταν με κάλεσε στο σπίτι του για να μου δώσει το βιβλίο του «Γιατροί Θεσσαλονίκης», δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο σπινθηροβόλο ήταν το μυαλό του, με πόση χαρά και πόση λαχτάρα και πάθος μου μιλούσε για το βιβλίο αυτό. Ήταν τόσο ζωηρός και πάλι ο ενθουσιασμός του που ένιωθα ότι εκείνος ήταν ο νεαρός επιστήμονας που είχε κάνει μια σπουδαία ανακάλυψη κι έβλεπε τυπωμένο το προϊόν της, κι ότι εγώ, έχοντας «ξεκόψει» αρκετά τον τελευταίο καιρό από την έρευνα, ήμουν ο «παροπλισμένος» και κουρασμένος συνομιλητής του. Έτσι, πιστεύω, με τον ίδιο ενθουσιασμό, πρέπει να ασχολιόταν με την έρευνα και να παρακολουθούσε τις εξελίξεις της επιστήμης, ως τις τελευταίες του ημέρες.
Αισθάνομαι, λοιπόν, ότι μαθήτευσα κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, χωρίς να έχω ποτέ υπάρξει με την τυπική έννοια μαθητής του. Ότι με δίδαξε πως η αγάπη και ο ενθουσιασμός για την έρευνα πρέπει να συνοδεύονται από σοβαρότητα, μεθοδικότητα και ιδιαίτερη προσοχή, ιδιαίτερα όταν κανείς καταπιάνεται με την σαγηνευτική αλλά και πλανεύτρα ιστορική επιστήμη. Με δίδαξε επίσης κάτι που μάλλον οι μέρες μας υποβιβάζουν σε δευτερευούσης σημασίας ζήτημα, αλλά είναι πρωταρχικό και επιτακτικό για όποιον θέλει να ασχοληθεί με την επιστήμη: Κι αυτό είναι το επιστημονικό ήθος. Και για όλα αυτά νιώθω ειλικρινά τυχερός που είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω – είναι πλούτος αυτός που δεν αποτιμάται με καμία μονάδα μέτρησης. Γι’ αυτό είναι πλούτος αναπαλλοτρίωτος.
Αυτές οι γραμμές λοιπόν (που είναι μάλλον πολλές, κι εκείνος δεν θα μου συγχωρούσε τόση φλυαρία) δεν ξέρω αν μπορούν να κλείσουν μέσα τους αυτό που νιώθω για τον άνθρωπο αυτό που έφυγε: Ίσως να συμπυκνώνεται καλύτερα σε μια λέξη: ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ. Για όσα, ηθελημένα ή αθέλητα, μου πρόσφερε. Για όσα έμαθα απ’ αυτόν και όσα του χρωστώ.
Κι αν αισθάνομαι κάποιες τύψεις απέναντί του, επειδή μάλλον δεν τα κατάφερα όσο θα περίμενε εκείνος στην επιστήμη και στην έρευνα, παρηγοριέμαι, επειδή το μόνο σίγουρο είναι πως δεν ήμουν ο μοναδικός «μαθητής» του. Είναι πολλοί, πάρα πολλοί εκεί έξω, οι μαθητές του, και είναι επίσης πολλοί οι καλοί μαθητές του, είμαι πεπεισμένος. Είναι πολλοί αυτοί που διδάχθηκαν απ’ αυτόν και θα συνεχίσουν το έργο του. Ο ίδιος δεν είναι πια εδώ, μαζί μας, μα το έργο του είναι παρόν, είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη. Κι όποιος μπορεί όταν μελετά τα κείμενα του Γεράσιμου Πεντόγαλου να ακούει τη χαρακτηριστική φωνή του να τα διαβάζει, είναι σίγουρο ότι θα καταφέρει να συνεχίσει και να αξιοποιήσει αυτή την παρακαταθήκη…
Αργοστόλι, 4-11-2012
Ηλίας Τουμασάτος
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου