http://www.mikrosapoplous.gr/homer/odm0m.htm
και
ραψωδία ρ
φτανωντας
245 | Γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι, Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυθο με τα δασιά τα δέντρα, κι όσοι στο βραχορίζωτο το Θιάκι εδώ αρχοντεύουν, όλοι ζητούν τη μάνα μου και μου χαλνάν το βιός μου. Κι εκείνη μήτε αρνιέται τους γάμο φριχτό, και μήτε |
||
250 | τέλος να δώση δύνεται· και δός του αυτοί το σπίτι μου καταλούνε· γλήγορα και μένα θα με φάνε.» |
||
Τότε η Παλλάδα η Αθηνά τού λέει χολοσκασμένα· «Αλλοίς, και πόσο χρειάζεσαι τον Οδυσσέα κοντά σου, ετούτους τους ξεδιάντροπους μνηστήρες να βαρέση. |
ραψωδία ρ
Πήραν το πετρωτό στρατί και ζύγωσαν τη χώρα, και σάνε φτάσανε σιμά στην κρουσταλλένια βρύση, |
|
205 | που ο κόσμος έπαιρνε νερό, κι ο Νήριτος την είχε, κι ο Ίθακος κι ο Πολύχτορας, χτισμένη, κι ήταν λεύκες δάσος εκεί νερόθρεφτες που ολούθε την κυκλώναν, και κατρακύλα κρυό νερό ψηλάθε από το βράχο, κι ήταν βωμός απάνωθε χτισμένος, που θυσιάζαν |
210 | στις Νύφες όσοι διάβαιναν· κει πέρα ο Μελανθέας τους βλέπει του Δολίου ο γιός, με δυό βοσκούς κατόπι, που φέρναν τα πιο διαλεχτά των κοπαδιώνε γίδια για τώ μνηστήρων το φαγί· κι άμα τους είδε εκείνος πειραχτικά τους μίλησε και με μεγάλη κάκια, |
Ευτύς κατόπι του έφτασε στους πύργους κι ο Οδυσσέας, όμοιος με κακορίζικο και γέρο ψωμοζήτη, ακουμπισμένος σε ραβδί, και κουρελοντυμένος. Και καθώς μπήκε, κάθισε στο φράξινο κατώφλι, |
|
340 | σε παραστάτη γέρνοντας απ' ώριο κυπαρίσσι, |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου