• Ένα νέο εύρημα μπορεί να δώσει απαντήσεις σε πολλά αναπάντητα ιστορικά ερωτηματικά. • Βρίσκεται στο Καστέλι Γερακαρίων • Συνδέεται άμεσα με τον κρυμμένο αρχαιολογικό θησαυρό στην υποθαλάσσια περιοχή του Αλυκανά • Στην αρχαιότητα ήταν το μοναδικό φυσικό και απάνεμο λιμάνι στο νησί μας • Ο Αίνος αποτελούσε την ασφαλέστερη πυξίδα τους • Η Ζάκυνθος ευρισκόμενη στο κέντρο της Μεσογείου αποτελούσε την αφετηρία των εξορμήσεων τόσο του Οδυσσέα, όσο και των υπόλοιπων ναυτικών της εποχήςΡΕΠΟΡΤΑΖ: Σπύρος Καμπιώτης – Ντιάνα Χαϊκάλη
Το γύρο της Ελλάδας και του κόσμου έκανε η είδηση για το βυθισμένο αρχαίο οικισμό στον κόλπο του Αλυκανά, με επακόλουθο να βρεθεί το νησί μας στο επίκεντρο του παγκόσμιου επιστημονικού ενδιαφέροντος, ως σημαντικός αρχαιολογικός χώρος. Όλες οι μεγάλης κυκλοφορίας αθηναϊκές εφημερίδες και τα site στο διαδίκτυο είχαν ως κύριο θέμα τις ενάλιες αρχαιότητες, οι οποίες, σύμφωνα με τις πρώτες επιστημονικές εκτιμήσεις, πρόκειται για σημαντική ανακάλυψη, η οποία να συνδέεται, κατά πάσα πιθανότητα με το ομηρικό βασίλειο του Οδυσσέα. Όπως προκύπτει από την αυτοψία που πραγματοποίησε ομάδα της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων στον κόλπο του Αλυκανά, αποτελούμενο από την αρχαιολόγο Μάγδα Αθανασούλα και τους δύτες Μανόλη Τζεφρόνης και Γρηγόρη Οικονομόπουλο, εντοπίστηκαν ίχνη αρχαίας πόλης και μεγάλο δημόσιο κτήριο. Αμέσως μετά την σπουδαία αυτή ανακάλυψη, επανήλθαν στην επικαιρότητα και όλα τα σενάρια για το πού βρισκόταν η Ιθάκη, δηλαδή η έδρα του βασιλείου του Οδυσσέα, για την οποία ερίζουν, εδώ και πολλά χρόνια, η Κεφαλονιά, η Λευκάδα, η Ιθάκη, ακόμα και η Ακαρνανία, δηλαδή όλες οι περιοχές που βρισκόταν στην επικράτεια του πολυμήχανου Οδυσσέα. Ωστόσο, εκτός από την Ιθάκη, εγείρεται και ένα άλλο θέμα: το πού ακριβώς ήταν το αρχαίο Δουλίχιο, κράτος με βασιλιά το Μέγη, αντάξιο του Άρη, όπως αναφέρει ο Όμηρος. Μήπως τα βυθισμένα ερείπια στο βυθό της Ζακύνθου είναι η Ιθάκη, το Δουλίχιο ή ακόμα η αρχαία πόλη Αρκαδία, στα Γερακαρία, για την οποία αναφέρει ο ιστοριοδίφης και λόγιος Αντώνιος Σ. Μπισκίνης: “Ο γήλοφος ούτος καλείται Παληοχώρι, η κορυφή αυτού καλείται Κάστρον, τα κατωτέρω αυτής μέρης προς Βορρά καλούνται Ριζόκαστρον και Καστέλι. Καθ’ όλην σχεδόν την επιφάνειαν και παρά τους πρόποδας αυτού εις θέσιν «Μεγάλη Ελιά», (ένθα υπάρχει κατά την παράδοσιν μέγας θησαυρός!) ανευρέθησαν κατά καιρούς κτίρια διάφορα, οίον θεμέλια οικιών, τειχών, λουτήρων, αρχαίοι αμφορείς, τάφοι και εντός αυτών ξίφη και δακρυδόχα αγγεία, νομίσματα κτλ. Μόνον επιγραφή μέχρι τούδε ουδεμία ευρέθη ενταύθα, η δε εγχώριος παράδοσις διασώζει ότι ενταύθα υπήρχε μεγάλη πόλις. Παρά τους Βορειοαναρολικούς πρόποδας του λόφου τούτου πλησίον του ναού της Θεοτόκου Βαρκωτίσσης και παρά την άμαξιτήν οδόν Αλυκών υπάρχαι αρχαία πηγή διαυγεστάτου ποσίμου ύδατος καλουμένη νυν του Μπούρνου, εις μικράν δ’ απόστασιν ταύτης εις Τεταρτίαν υπάρχει η πηγή των θειούχων υδάτων του Καρρέρη καλουμένων. Κάτωθεν της πηγής Μπούρνου εκτείνεται η κοιλάς Βαρκά προς βόρεια της οποίας υψούται λοφοσειρά απολήγουσα προς την θάλασσαν καλουμένη Καστέλια. Eις Μυγδάλην υπήρχεν, ως εικάζομεν, ναός ειδωλολατρικός […]. Η παράδοσις διέσωσεν ότι εις Παληοχώρι υπήρχε τον παλαιόν καιρόν το Κάστρον, όπερ και το όνομα διαμένει μέχρι του νυν, και ότι οι Τούρκοι εχάλασαν αυτό. Το τοιούτον επαληθεύεται και υπό του χρονικού του Θεοδώση Γεωργιλά. Επειδή λοιπόν ούτε πλησίον της πόλεως Ζακύνθου, ούτε εις άλλο μέρος παράλιον της νήσου υπάρχουσι δείγματα τοσαύτα και τοιαύτα όσα εις το Παληοχώρι Γερακαρίων προς επιβεβαίωσιν της υπάρξεως «οχυρού χωρίου παρά θάλατταν», επειδή «έναντι του Κατασταρίου και πλησίον των Αλυκών οι Τούρκοι τω 1571 εχάλασαν ένα κτίριον παλαιόν αξιέπαινον εκ θεμελίων» αποδεικνύεται σαφέστατα ότι ενταύθα υπήρχε το οχύρωμα «Arcadia Castellum», και το τοιούτον επιβεβαιούσιν όχι μόνο τα ευρήματα και η παράδοσις, αλλά και τα διασωζόμενα ονόματα Κάστρον, Ριζόκαστρον, Καστέλι, Παληοχώρι και περαιτέρω τα Καστέλια. […] Το Παληοχώρι λοιπόν των Γερακαρίων υπήρξε το κατά το Διόδωρον «οχυρόν χωρίον Αρκαδία» και πρωτεύουσα του Δήμου Νήλλου, τούτο εσώζετο όχι μόνο μέχρι της εποχής των Ρωμαίων, αλλά και μέχρι της πρώτης εκατονταετηρίδος των Ενετών, ότε κατεστράφη εντελώς υπό των Τούρκων (τω 1571) κατά το χρονικόν Γεωργιλά και σήμερον ουδέν ίχνος υπάρχει εξ αυτού”.
Σημαντικός κόμβος η Ζάκυνθος τη μυκηναϊκή εποχή Εκτός από τη γεωγραφική φυσιογνωμία του νησιού, η ίδια η θέση του μέσα στο χώρο του Ιονίου έχει σπουδαία σημασία για την κατανόηση των θέσεων οίκησης και των επιρροών που δέχτηκε. Το θαλασσινό πέρασμα των 10 περίπου ναυτικών μιλίων, που χωρίζει τη βόρεια Ζάκυνθο από το νότιο άκρο της Κεφαλληνίας, αποτελεί μία από τις φυσικές διεξόδους του Κορινθιακού κόλπου προς τη Δύση, δηλαδή έναν από τους ναυτικούς δρόμους προς και από την Κάτω Ιταλία (κόλπο του Τάραντα) και τη Σικελία. Το ότι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί αυτό το ταξίδι της ανοικτής θάλασσας το γνωρίζουμε και από φιλολογικές πηγές. Ο Δίων ο Συρακούσιος, π.χ., στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., αφού χρησιμοποίησε τη Ζάκυνθο ως ορμητήριό του κατά του Διονυσίου του νεότερου των Συρακουσών, διέπλευσε με μικρό στόλο το ανοικτό πέλαγος από την πόλη της Ζακύνθου μέχρι τη Σικελία. Από την άλλη πλευρά, η Ζάκυνθος χωρίζεται από την Ήλιδα, στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, με ένα θαλάσσιο δίαυλο περίπου 8,5 ναυτικών μιλίων. Η στενή αυτή σχέση ίσως δικαιώνει και την παράδοση που διασώζει ο Θουκυδίδης ότι άποικοι από την Αχαΐα αποίκισαν στα παλιά χρόνια και τη Ζάκυνθο. Επιπροσθέτως, για εκείνους που περιέπλεαν την Πελοπόννησο, η Ζάκυνθος ήταν το πρώτο και νοτιότερο νησί του Ιονίου που συναντούσαν μετά τα Κύθηρα, είτε έρχονταν από το νότο, δηλαδή την Κρήτη, είτε από την ανατολή, δηλαδή το Αιγαίο. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τις επικοινωνίες, καθώς και της μεταφοράς ιδεών και των πολιτιστικών υλικών αγαθών, ιδιαίτερα κατά τη μυκηναϊκή εποχή, που η ναυσιπλοΐα δεν ήταν ακόμη τόσο ανεπτυγμένη. Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι τα πρωιμότερα μυκηναϊκά ευρήματα του Ιονίου διαπιστώνονται γενικά στη Ζάκυνθο, και ειδικότερα στο νότιο τμήμα της, γύρω από τον κόλπο του Λαγανά. Η υστεροελλαδική ή μυκηναϊκή εποχή, ως γνωστόν, καλύπτει χρονικά, στην κυρίως Ελλάδα, το δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., δηλαδή από το 1550 π.Χ. περίπου μέχρι το 1100 π.Χ., και δείγματα αυτού του πολιτισμού έχουν βρεθεί στη Ζάκυνθο.
Η Ζάκυνθος επαναστατεί κατά του Οδυσσέα Η Ζάκυνθος κυριεύθηκε από τον Αρκείσιο, απόγονο του βασιλιά της Κεφαλονιάς, Κεφάλου, η επικράτεια του οποίου περιελάμβανε την Κεφαλονιά, την Ιθάκη, τη Ζάκυνθο και ένα μέρος της Ακαρνανίας, με πρωτεύουσα την Ιθάκη. Όταν πέθανε ο Αρκείσιος, βασιλιάς έγινε ο γιος του Λαέρτης (1226 π.Χ.), ο οποίος έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία (1207 π.Χ.). Ο Λαέρτης, μετά την περιπετειώδη εκείνη εκστρατεία, επανήλθε στην Ελλάδα και, θέλοντας να επεκτείνει τα όρια της επικρατείας του, εισέβαλε στην Ακαρνανία και κυρίευσε το όρος Νήριτο, πόλη της αρχαίας Λευκάδας, η οποία συνενωνόταν τότε με την ηπειρωτική Ελλάδα, όπως αναφέρει ο Όμηρος. Αργότερα, παντρεύτηκε την Αντίκλεια, θυγατέρα του Αυτολύκου, γιου του Δαιδαλίωνος και γιος τους ήταν ο Οδυσσέας. Η Ζάκυνθος με τα άλλα νησιά περιήλθαν στην εξουσία του Οδυσσέα, υπό την ηγεσία του οποίου Κεφαλλήνες, Ζακύνθιοι, Ιθακήσιοι, Ακαρνάνες ή Επειοί, Λευκάδιοι και λοιποί από τα μικρότερα νησιά, υπό το όνομα Κεφαλλήνες, συμμετείχαν, με δώδεκα πλοία, στην εκστρατεία κατά της Τροίας, οι οποίοι επέδειξαν μεγάλη ανδρεία. Είναι άξιο, δε, παρατήρησης, ότι η συγγένεια των Ζακυνθίων με τους Τρώες, από τους οποίους έλκουν την καταγωγή τους, δεν τους εμπόδισε καθόλου να συμμαχήσουν με τους άλλους Έλληνες στον πόλεμο της Τροίας. Οι ταλαιπωρίες, όμως, και ο θάνατος των συντρόφων του Οδυσσέα, κατά την περιπλάνηση της επιστροφής από την Τροία στην Ιθάκη, η εικοσαετής απουσία του και η πεποίθηση ότι είχε πεθάνει στον πόλεμο, η επιστροφή του στην Ιθάκη και ο φόνος των μνηστήρων της συζύγου του Πηνελόπης, εκ των οποίων οι σαράντα τέσσερις ήταν από τη Ζάκυνθο, αποτέλεσε αφορμή για τις άλλα νησιά να αποχωρήσουν από το κράτος του Οδυσσέα και να επαναστατήσουν εναντίον του, εκλέγοντας Διοικητή τον Νεοπτόλεμο, ο οποίος συμβίβασε τις αντίπαλες πλευρές, υπό τον όρο ο μεν Οδυσσέας, ως δολοφόνος, να εγκαταλείψει το βασίλειό του, οι δε συγγενείς των μνηστήρων να στέλνουν, ετησίως, δώρα στον οίκο του Οδυσσέα, ο οποίος, αφού μετέβη στην Τυρρηνία, πέθανε εκεί. Διάφορα, εν τω μεταξύ, γεγονότα, και κατά την απουσία του Οδυσσέα, όπως η ανικανότητα των επιτετραμένων στη διοίκηση του κράτους του αλλά και των διαδόχων μετά το θάνατό του, καθώς η κρίση του θεσμού της βασιλείας και η βαθμιαία επικράτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, είχαν ως αποτέλεσμα να παραλύσει το κράτος του Οδυσσέα και κάθε νησί να γίνει ανεξάρτητο. Κατόπιν τούτων, η Ζάκυνθος αποσπάστηκε από το βασίλειο του Οδυσσέα, σταμάτησε να κυβερνάται δεσποτικά, έγινε ανεξάρτητη και διατήρησε το δημοκρατικό πολίτευμα για αρκετά ακόμη χρόνια.
Οι 44 Ζακύνθιοι μνηστήρες της Πηνελόπης Οι μνηστήρες της Πηνελόπης ήταν 136, εκ των οποίων οι 12 Από την Ιθάκη, 57 από το Δουλίχιο, 23 από τη Σάμη και 44 Ζακύνθιοι, οι κάτωθι: Ευρύλοχος, Λαομήδης, Μάλεβος, Φρένιος, Ίνδινος, Μίνης, Λείκριτος, Προνόμος, Νίσσας, Λαήστορας, Αρχίστρατος, Ιππόμαχος, Ευρύλαος, Περίαλλος, Ευηνορίδης, Κλύτιος, Αγήνορας, Πόλυβος, Πολύδωρος, Θαδύτιος, Στράτιος, Φρένιος, Ίνδιος, Λαισήνορας, Λαομέδων, Λαόδικος, Άλιος, Μάγνης,, Ολοίτροχος, Βάρυας, Κήθρος, Σύμης, Θεόφρονος, Αλκάροπας, Αντήνορας, Κέλτος, Όρμενος, Ανδρομήδης, Νισσαίος, Περικλύμης, Πέλλος, Περιφάς, Πολύβος, Κλείος.
Οι ανασκαφές στη Ζάκυνθο από το 1943 έως σήμερα * 1934: Η Αγγλίδα αρχαιολόγος Sylvia Benton πραγματοποιεί ανασκαφές στη θέση Καλογέρα, στο Βασιλικό, όπου ανακαλύπτει τεμάχια πήλινων αγγείων (16ος – 13ος αιώνας π.Χ). Τα ευρήματα φυλάσσονται στο προσεισμικό Μουσείο Ζακύνθου και καταστρέφονται από τη λαίλαπα του 1953. Σημειωτέον ότι στην περιοχή του Γέρακα έχει αναφερθεί ότι υπάρχει ένας μικρός μυκηναϊκός θολωτός τάφος. Την ίδια περίοδο, οι έρευνες της Sylvia Benton, στην περιοχή του Κατασταρίου, φέρνουν στο φως ένα κλειστό πηγάδι, γεμάτο με τεμάχια μυκηναϊκών αγγείων, καθώς κι ένα τμήμα μυκηναϊκού σπιτιού στο Ακρωτήρι. Επίσης, ανακαλύπτει, στον Αλυκανά, ένα κτιστό θολωτό τάφο δύο γυναικών, διαμέτρου 6 μέτρων, ασύλητο. Εκεί ανασκάπτονται μια χάλκινη πόρπη, ένα χάλκινο δακτυλίδι, ένα περιδέραιο από κεχριμπάρι, μια χάλκινη περόνη και χάντρες από ήλεκτρο, τα οποία χρονολογούνται το 13ο αιώνα π.Χ. Το ήλεκτρο μαρτυρά επαφές με χώρες της Βαλτικής, ενώ ο χαλκός εμπορικές επαφές με τις ακτές της Ιταλίας και της Αδριατικής. * 1937: Πραγματοποιούνται ανασκαφές στη σημαντική αρχαιολογική θέση, Καστέλλο, στο Βασιλικό, όπου ανακαλύπτονται ευρήματα οικισμού της πρώιμης εποχής του Χαλκού, αλλά και λίθινα εργαλεία και τμήματα προϊστορικής χειροποίητης κεραμικής, τα οποία φυλάσσονται στη συλλογή της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής. *1958: Ανασκάπτεται κιβωτόσχημος τάφος του 2ου – 3ου αι. π.Χ., στην πλαγιά του Κάστρου, και έρχονται στο φως μια μικρή πρόχους με τρίβολο στόμιο, πήλινοι λίχνοι και ατρακτοειδή αγγεία, που φυλάσσονται στο Μουσείο Ζακύνθου. Εν τω μεταξύ, δεν αποκλείεται, στα ιστορικά χρόνια, να είχαν ιδρυθεί διάφοροι μικροί οικισμοί στις περιοχές Μπόχαλη (Αρίγκος), Γαϊτάνι, Βαρρές, Κυψέλη, Καληπάδο, Γερακαρίο, Σκουλικάδο, Λιθακιά, Μαριές, Βολίμες, Ορθωνιές, Παλαιόκαστρο και Βασιλικό, οι οποίοι μαρτυρούν την ευρεία εποίκηση του νησιού μας, λόγω της εξαιρετικής γεωγραφικής του θέσης. * 1959: Ανακαλύπτεται μικρός κτιστός τάφος, στο Κερί, κατά τις εργασίες διάνοιξης αγροτικού δρόμου. Βρίσκονται δύο πήλινα αγγεία, τα οποία φυλάσσονται στο Μουσείο Ζακύνθου. Επίσης, ανασκάπτονται δύο σκελετοί – ο ένας ανήκε σε παιδί – οι οποίοι μαρτυρούν την ύπαρξη οικισμού, που σχετίζεται με την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πίσσας στην περιοχή. * 1971 – 1972: Η αρχαιολόγος Πηνελόπη Αγαλλοπούλου, διενεργεί ανασκαφές στην πλαγιά του λόφου Βίγλα, στο Καμπί, και ανακαλύπτει δεκατέσσερις λαξευτούς και κιβωτιόσχημους τάφους, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι συλημένοι. Έρχονται στο φως πήλινα αγγεία, ένα χάλκινο μαχαίρι κι ένας σφραγιδόλιθος, όπου μαρτυρούν ένα σχετικά φτωχικό οικισμό. Τα ευρήματα φυλάσσονται στο Μουσείο Ζακύνθου. Επίσης, σημαντικά θεωρούνται τα ευρήματα ανασκαφών στις περιοχές: Κάστρο, Μπόχαλη, Παλαιόκαστρο, Μουζάκι, Εξωχώρα, Μαριές, Καταστάρι και Γερακαρίο, όπου αποδεικνύουν τη συνεχή ανθρώπινη παρουσία στη Ζάκυνθο. * 1974: Ανακαλύπτεται τάφος του 15ου αιώνα π.Χ., στον Πλάνο. Ανήκει σε άνδρα και ανασκάπτονται ένα πλατύ χάλκινο ξυράφι, με τρία καρφιά στη λαβή, ένα ημισφαίριο, μία φιάλη, δύο πήλινα αγγεία και χάντρες από σάρδιο λίθο. Τα ευρήματα σώζονται στο Μουσείο Ζακύνθου. Επίσης, ιδιαίτερα σημαντικά θεωρούνται τα 171 νομίσματα, που ανασκάπτονται στην πόλη της Ζακύνθου, τα οποία χρονολογούνται μεταξύ 4ου και 3ου αιώνα π.Χ. και ανήκουν στις πόλεις των Οπουντίων Λοκρών, Ήλιδας και Αρκαδίας. Ο μικρός αυτός θησαυρός φυλάσσεται στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τη σημαντική γεωγραφική θέση της Ζακύνθου, την ανάπτυξη του εμπορίου και την ευμάρεια των κατοίκων της. 2005: Αρχίζουν οι επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες του Ολλανδικού Ινστιτούτου, υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Σωτηρίου Προϊσταμένου της ΛΕ΄ ΕΠΚΑ και του Gert Jan van Wijngaarden καθηγητή αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ στις περιοχές του Βασιλικού, του Παλαιόκαστρου, του Μουζακίου, του Κερίου και της Λιθακιάς, με σημαντικά ευρήματα, τα οποία έχει δημοσιεύσει αποκλειστικά η εφημερίδα μας. 2012: Ο Gert Jan van Wijngaarden πραγματοποιεί ανασκαφές στη Λιθακιά, όπου ανακαλύπτει μυκηναϊκό οικισμό.
Βιβλιογραφία: • Λεωνίδα Ζώη, Ιστορία της Ζακύνθου, Β΄έκδοση – Αναστατική, 2005 • Ντίνου Κονόμου, Ζάκυνθος – Πεντακόσια χρόνια, Ύπαιθρος Χώρα, 1979 • Π. Καλλιγάς, Οίκηση στην αρχαία Ζάκυνθο, Πρακτικά του συνεδρίου της εταιρείας Ζακυνθιακών Σπουδών «Οι οικισμοί της Ζακύνθου από την αρχαιότητα μέχρι το 1953», Αθήνα 1993 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου