Παύλος Τζήκας
Ἡ λέξη "αὐτόματον" εἶναι λέξη ὁμηρική. "Αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ/αὐτόματα, ἀπὸ μόνες τους, ἄνοιξαν οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ" γράφει ὁ Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα τοῦ (Ε 749, βλ. σχ. 4). Καὶ ὁ Ἥφαιστος, ὁ τεχνολόγος, σιδερᾶς καὶ αὐτοματοποιὸς θεὸς τῶν Ἑλλήνων, "τρίποδας εἴκοσι ἔτευχεν, χρύσεα δὲ σφ? ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν, ὄφρα οἱ αὐτόματοι θεῖον δυσαίατ? ἀγῶνα· θαῦμα ἰδέσθαι,/είκοσι τρίποδες συνολικὰ μαστόρευε καὶ ἅρμοζε ρόδες χρυσὲς κάτω ἀπ' τὴ βάση καθενός, γιὰ νὰ μποροῦν αὐτόματα, αὐτοκινούμενοι, μὲς στῶν θεῶν τὴ σύναξη νὰ μπαίνουν. Καὶ ἦταν ἀξιοθαύμαστοι, ἕνα θαῦμα νὰ τοὺς βλέπει κανεὶς" (Σ 376). Κι ἀκόμη ἔχει ὁ Ὀλύμπιος τεχνουργὸς "δύο χρυσὲς θεραπαινίδες, σκλάβες μεταλλικές, μὲ λογικό, φωνὴ καὶ δύναμη, φτιαγμένες εἰδικὰ γιὰ νὰ μποροῦν τὸν κουτσοπόδαρο θεὸ νὰ ὑποβαστάζουν" (Σ 417).
Στὸ ἄλλο ἔπος τοῦ ποιητῆ, τὸ ἔπος ποὺ ἀφορᾶ τὴν τέχνη τῆς θάλασσας, τὴν Ὀδύσσεια, ὁ Βασιλιᾶς των Φαιάκων Ἀλκίνοος ἀναφέρεται "στὰ πλοῖα του τὰ κατασκευασμένα μὲ σκέψη, στὰ πλοῖα μὲ τὴν κατασκευασμένη σκέψη, μὲ τὴν τεχνητή τους νοημοσύνη (τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες), πλοῖα ποὺ δὲν ἔχουν οὔτε κυβερνῆτες οὔτε πηδάλια σὰν ἰ' ἄλλα καράβια, ἀλλὰ μὲ ἐξαιρετικὴ ταχύτητα διανύουν τὶς θαλασσινὲς ἀποστάσεις, ἀκόμη κι ὅταν ἔχει σκοτάδι καὶ συννεφιά, καὶ ποτὲ δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ πάθουν βλάβη ἢ νὰ χαθοῦν" (θ 556).
Κι ἔτσι μοιραία ἡ συζήτηση γιὰ τὸν Τάλω, τὸν μυθολογικὸ φύλακα τῆς Κρήτης, στρέφεται στὸ ἂν ἦταν ἁπλῶς φαντασία ἢ ἂν εἶχε κάποιες δόσεις πραγματικότητας.
Πόσο ἐξελιγμένη τεχνολογία μπορεῖ νὰ εἶχαν οἱ Ἕλληνες ποὺ νὰ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ φτιάχνουν ὄχι μόνο ρομποτικοὺς στρατιῶτες, ἀλλὰ γιγάντιες πολεμικὲς μηχανὲς ποὺ λειτουργοῦσαν αὐτόνομα;
Κάτι σὰν πρώιμη τεχνητὴ νοημοσύνη...
Τί ἦταν ὁ Τάλως ;
Ἦταν πελώριος, ἀνθρωπόμορφος καὶ μὲ σῶμα καμωμένο ἀπὸ χαλκό. Οἱ ἀρχαῖες περιγραφὲς τὸν ἀπεικονίζουν μὲ ὅρους ποὺ θὰ ἀποδίδαμε σήμερα σὲ ρομπότ.
Καὶ εἶναι πράγματι στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ μυθολογία ποὺ συναντᾶμε τὶς πρῶτες περιγραφὲς γιὰ μηχανικὸ ἀνθρωποειδές. Μιὰ ἱστορία ποὺ συνδέεται μὲ τὴν Ἀργοναυτικὴ Ἐκστρατεία, ἂν καὶ κατὰ κανέναν τρόπο δὲν περιορίζεται ἐκεῖ.
Τί ἦταν αὐτὸ τὸ γιγάντιο χάλκινο αὐτόματο ποὺ συνάντησαν οἱ Ἀργοναῦτες στὴν Κρήτη καὶ ἦταν φτιαγμένο νὰ μοιάζει μὲ ἄνθρωπο; Ὁ φύλακας τοῦ νησιοῦ, ποὺ ὄργωνε τὶς παραλίες καὶ ἐκτόξευε πελώριους βράχους σὲ ἐχθρικὰ ἢ ἄγνωστα καράβια.
Σχετικὰ μὲ τὴν προέλευσή του ὑπάρχουν διαφορετικὲς ἐκδοχὲς στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία. Καὶ ὅλες τὸν περιγράφουν λεπτομερῶς καὶ παραστατικά. Ὁ Ἀπολλόδωρος μᾶς λέει στὴν τετράτομη «Βιβλιοθήκη» του πὼς ἦταν ἕνα ἔργο του Ἤφαιστου, δῶρο στὸν Μίνωα γιὰ νὰ προστατεύει τὴν Κρήτη ἀπὸ ἐπιθέσεις.
Ὁ Πλάτωνας τὸν θέλει ὑπαρκτὸ πρόσωπο καὶ ἰσχυρίζεται πὼς ἦταν ἀδερφός του Ραδάμανθυ καὶ τοῦ Μίνωα, ἄλλο ἕνα παιδὶ τοῦ Δία καὶ τῆς Εὐρώπης δηλαδή. Ὅπως καὶ τὰ ἀδέλφια του, ἀνατράφηκε ἀπὸ τὸν Ἀστερίωνα, τὸν μυθικὸ βασιλιᾶ τῆς Κρήτης, στὸν ὁποῖο ὁ Δίας ἐμπιστεύτηκε τὴν Εὐρώπη.
Λίγο διαφορετικά μας τὰ λέει ὁ Ἀπολλώνιος ὁ Ρόδιος στὰ «Ἀργοναυτικά» του. Ὁ Τάλως, σὲ αὐτὴ τὴν ἐκδοχή, ἦταν δῶρο τοῦ Δία στὴν Εὐρώπη, ἡ ὁποία τὸν χάρισε κατόπιν στὸν γιό της Μίνωα.
Ὁ Ἡσύχιος ὁ Ἀλεξανδρεὺς θεωρεῖ πὼς ὁ Τάλως πρέπει νὰ ἦταν κάποια παλιὰ ἡλιακὴ θεότητα, καθὼς τὸ «ταλῶς» σήμαινε «ἥλιος», ἐνῷ «Ταλαιὸς» ἦταν τὸ ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖο ἦταν γνωστὸς ὁ Δίας στὴν Κρήτη.
Ὅπως κι ἂν προῆλθε, ὁ Πλάτωνας μᾶς βεβαιώνει πὼς ὁ ἥρωας ἦταν ἐπιφορτισμένος μὲ τὸ καθῆκον νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου στὸ νησί. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμφανιζόταν νὰ κουβαλᾶ πάντα μαζί του γραμμένους τοὺς νόμους τῆς Κρήτης σὲ χάλκινες πλάκες.
Οἱ περισσότερες πηγὲς συμφωνοῦν πὼς ἦταν ὁ ἀκοίμητος φρουρὸς τοῦ νησιοῦ, κάνοντας τὸν κύκλο τῆς Κρήτης τρεῖς φορὲς τὴ μέρα γιὰ νὰ ἐλέγχει τὶς ἀκτές της. Ὑπάρχουν καὶ ἀρχαῖες μαρτυρίες ποὺ τὸν ἐμφανίζουν φτερωτό. Τὰ φτερὰ ἐξηγοῦν πιθανῶς τὴ μεγάλη του ταχύτητα, νὰ γυρίζεις καθημερινὰ τρεῖς φορὲς τὴν Κρήτη μὲ τὰ πόδια δὲν εἶναι εὔκολο πρᾶγμα.
Εἴτε ἀπὸ τὴ στεριὰ εἴτε ἀπὸ τὸν ἀέρα, ὁ Τάλως ἐκτόξευε βράχους στὰ ἄγνωστα πλοῖα, ὥστε νὰ παραμένουν μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀκτές.
Ἄλλοι πάλι ἰσχυρίζονται πὼς ἦταν ὁ τελευταῖος ἀπόγονος μιᾶς πανάρχαιας φυλῆς χάλκινων ἀντρῶν. Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μυθολογία μιλοῦσε γιὰ Γένη τῶν Ἀνθρώπων, στάδια τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας στὴ Γῆ.
Ὁ Ἡσίοδος καὶ ὁ Ὀβίδιος ἀναγνωρίζουν πέντε (χρυσό, ἀργυρό, χάλκινο, ἡρωικὸ καὶ γένος τοῦ σιδήρου). Ὁ Τάλως ἀνῆκε στὸ τρίτο. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Χάλκινου Γένους ἦταν σκληροτράχηλοι καὶ δυνατοί, δημιουργήματα τοῦ Δία ἀπὸ τέφρα. Ἔφεραν χάλκινη πανοπλία, χάλκινα ὅπλα καὶ ζοῦσαν σὲ σπίτια ἀπὸ χαλκό.
Ὅσοι δὲν πέθαναν ἀπὸ τὸν ἀλληλοσπαραγμό, καθὼς ἦταν πολὺ βίαιοι, χάθηκαν στὸν Κατακλυσμὸ τοῦ Δευκαλίωνα. Ὑπάρχει τέλος καὶ μία ἀκόμα ἐκδοχὴ ποὺ θέλει τον Τάλω ἔργο τοῦ Δαίδαλου.
Ὁ Τάλως κρατοῦσε σὲ ἀπόσταση τὰ ἄγνωστα πλοῖα ποὺ πλησίαζαν τὴν Κρήτη πετῶντας τους τεράστιες πέτρες. Ἂν ἔβλεπε μάλιστα ἀνθρώπους πάνω σὲ κρητικὸ ἔδαφος, εἴτε τοὺς ἔκαιγε μὲ τὴν καυτή του ἀνάσα εἴτε πυράκτωνε τὸ χάλκινο σῶμα του στὴ φωτιὰ καὶ τοὺς ἀγκάλιαζε σφιχτά.
Αὐτὴ ἡ φονικὴ ἀγκαλιά του, μᾶς λέει ὁ μῦθος, ἔκανε τοὺς εἰσβολεῖς παρανάλωμα τοῦ πυρός. Τὰ πτώματά τους τὰ ἔβρισκαν οἱ Μινωίτες μὲ τὰ στόματα ἀνοιχτά, ἔχοντας μαρτυρήσει ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ φρίκη. Ὁ Τάλως ξεσποῦσε σὲ γέλια ἔπειτα ἀπὸ κάθε θρίαμβο.
Πέρα ἀπὸ τὴν ἐπιτήρηση τῶν ἀκτῶν, περιδιάβαινε τοὺς οἰκισμοὺς τῆς Κρήτης τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο γιὰ νὰ δεῖ ἂν τηροῦνται οἱ νόμοι. Ὅσα ἔγραφαν δηλαδὴ αὐτὲς οἱ χάλκινες πλάκες ποὺ κουβαλοῦσε στὴν πλάτη του.
Ὁ Τάλως ἐμφανίστηκε σὲ σειρὰ νομισμάτων τῆς Φαιστοῦ καὶ ἀπεικονιζόταν συνήθως ὡς ἕνας νέος καὶ γυμνὸς ἄντρας μὲ φτερὰ στοὺς ὤμους. Ἔτσι τὸν θέλουν οἱ παραστάσεις τῶν νομισμάτων ποὺ ἀνασύρθηκαν ἀπὸ τὰ μινωικὰ ἀνάκτορα τοὐλάχιστον.
Ὅπως μᾶς παραδίδει ἡ ἑλληνικὴ μυθολογία, ὁ Τάλως συνάντησε τὸ τέλος του ὅταν ἀποβιβάστηκαν στὴν Κρήτη οἱ Ἀργοναῦτες, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Κολχίδα.
Ὁ Ἰάσωνας καὶ οἱ ἄντρες του ἔδεσαν στὸ νησὶ καὶ ἦρθαν ἀναγκαστικὰ ἀντιμέτωποι μὲ τὸν χάλκινο γίγαντα, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τοὺς κρατήσει σὲ ἀσφαλῆ ἀπόσταση μὲ τοὺς βράχους του.
Καὶ σίγουρα δὲν θὰ κατάφερναν νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν ἂν δὲν εἶχαν τὴ Μήδεια στὴν Ἀργῶ, ποὺ τὸν μάγεψε μὲ τὰ λόγια της. Τὴν ὥρα ποὺ τοῦ ὑποσχόταν αἰώνια ἀθανασία, ὁ Ἰάσονας κατάφερε νὰ βγάλει τὸ καρφὶ ἀπὸ τὴ φτέρνα του.
Ἦταν τὸ πῶμα γιὰ τὴ μία καὶ μοναδικὴ φλέβα τοῦ γίγαντα, ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸν αὐχένα καὶ κατέληγε στοὺς ἀστραγάλους. Τὸ ἰχώρ του, τὸ χρυσόχρωμο αἷμα τῶν θεῶν, χύθηκε ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του καὶ πέθανε.
Ὁ πανίσχυρος γίγαντας σωριάστηκε σὰν κουφάρι στὴν παραλία τῆς Κρήτης. Οἱ Ἀργοναῦτες πανηγύρισαν τὴ νίκη, ἐφοδιάστηκαν μὲ τὰ ἀπαραίτητα καὶ ἀναχωρήσουν γιὰ τὴν Ἰωλκό.
Σὲ μιὰ δεύτερη ἐκδοχὴ τὸν φόνευσε ὁ ἐπίσης Ἀργοναύτης Ποίας, γιός του Θαυμάκου της Μαγνησίας καὶ πατέρας του Φιλοκτήτη, χτυπῶντας τὸν μὲ βέλος στὸ ἴδιο καρφί. Τὸ μοναδικὸ τρωτὸ σημεῖο τοῦ σώματός του.
Στὴν τρίτη ἐκδοχὴ τῆς ἱστορίας, ὅλα τὰ ἔκανε ἡ Μήδεια χωρὶς βοήθεια. Εἴτε τὸν ἔπεισε, μὲ τὰ ξόρκια καὶ τὴν παροιμιώδη πειθώ της, νὰ βγάλει μόνος του τὸ καρφὶ ἀπὸ τὸ πόδι, εἴτε τὸν τρέλανε, κοιτῶντας τον στὰ μάτια. Ὁ Τάλως ἔτρεχε πανικόβλητος ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ καὶ χτύπησε κάποια στιγμὴ τὸ πόδι του καὶ τὸ καρφὶ πετάχτηκε ἔξω.
Τί μπορεῖ νὰ ἦταν
Ὅπως ἔχουν ὑποδείξει ἱστορικοὶ τῆς τεχνολογίας ὡστόσο, ὁ Τάλως δὲν ἦταν ἄλλη μιὰ παραδοξότητα τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας. Κάτι ἁπλῶς περίεργο μέσα στὸ ἰδιαίτερο αὐτὸ σύμπαν θεῶν καὶ ἡρώων.
Ἔχει ὑποστηριχτεῖ, γιὰ παράδειγμα, πὼς ὁ Τάλως συμβόλιζε τὴ δύναμη τοῦ χαλκοῦ κατὰ τὴν ἑλληνικὴ χάλκινη ἐποχὴ (3200-1200 π.Χ.), τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν πέτρα στὸν ὀρείχαλκο δηλαδή.
Τὸ τεράστιο μέγεθός του εἶναι ἴσως μιὰ μεταφορὰ γιὰ τὸ τί μποροῦσαν νὰ κάνουν οἱ ἐξειδικευμένοι τεχνῖτες τοῦ χαλκοῦ, πόσο μεγάλες καὶ σοφιστικὲ κατασκευὲς ποὺ ἔδειχναν τὴ στρατιωτικὴ ὑπεροχὴ τοῦ χαλκοῦ ὡς ὅπλου.
Εἴμαστε ἐξάλλου στὸ ἀποκορύφωμα τῆς χάλκινης τεχνολογίας καὶ ἡ πολεμικὴ δύναμη τῶν ἐθνῶν μετριόταν μὲ ὅρους κατεργασίας τοῦ μετάλλου.
Ὅσο γιὰ τὴν καταστροφή του, οἱ ἱστορικοὶ ἐπιμένουν πὼς ἦταν ἴσως ἄλλη μιὰ ἱστορία μετάβασης, ἀπὸ τὸν χαλκὸ στὸν σίδηρο πιά. Τὸν 12ο αἰῶνα π.Χ. ἔχουμε ἐξάλλου τὴν Κάθοδο τῶν Δωριέων καὶ τὸ τέλος της Ὕστερο-Ἑλλαδικῆς Περιόδου, μὲ τὴν παρακμὴ τοῦ μυκηναϊκοῦ κόσμου.
Δὲν ἀποκλείεται τὰ δωρικὰ φῦλα ποὺ κατέβηκαν ἀπὸ πιὸ βόρειες περιοχὲς ἀπὸ τὸν νὰ εἶχαν ὅπλα ἀπὸ σίδηρο καὶ αὐτὴ ἡ ἐναλλαγὴ ἀπὸ τὸν χαλκὸ στὸ νέο καὶ δυνατότερο μέταλλο νὰ προσυπέγραψε μυθολογικὰ τὸν χαμό του Τάλω. Ὁ θάνατός του ἦταν καὶ τὸ τέλος τῆς ἀνωτερότητας τοῦ χαλκοῦ.
Πέρα βέβαια ἀπὸ τὴ συμβολική του λειτουργία, ὁ Τάλως ἦταν κάτι ἐντελῶς μοναδικὸ καὶ ἰδιαίτερο, ἀκόμα καὶ μὲ ὅρους σύγχρονου πολιτισμοῦ. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἐνσάρκωση τῆς τεχνολογικῆς ὑπεροχῆς, τί θὰ μποροῦσε νὰ πετύχει ὁ ἄνθρωπος ἂν ἔστρεφε τὸ μυαλό του σὲ μιὰ τέτοια κατεύθυνση.
Ὅπως μᾶς λέει ὁ καθηγητὴς κλασικῆς ἱστορίας, Merlin Peris, στὴν ἐργασία του «Τάλως καὶ Δαίδαλος» (1971), ὁ Τάλως ἦταν τὸ πρῶτο ρομπὸτ τοῦ κόσμου. «Ὁ Τάλως ἦταν ἀξιοσημείωτα φουτουριστικός», συνεχίζει ὁ ἀκαδημαϊκός, «συμβολίζοντας τὶς ἐπιστημονικὲς δυνατότητες τῆς ἐποχῆς».
Ὁ Τάλως στέκει ἕνας καὶ μοναδικὸς στὴν παγκόσμια μυθολογία. Ἕνα πανίσχυρο ἀνθρωποειδὲς ρομπότ, ἕνας μηχανικὸς γίγαντας πολὺ μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἐποχή του...



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου