Σήμα Facebook

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΙΑΦΗΣ | κινητο 6907471738


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΠΟΡΟ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΠΟΡΟ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
Συνεχή Ροή Ειδήσεων από το νησί

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΑ



ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ    ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΕΝΑ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ,,ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΑΛΙΟΥΣ ΝΕΡΟΜΥΛΟΥΣ
ΜΕΧΡΙ ΤΟΤΕ,, ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ  ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ

αναδημοσίευση  από  http://www.tinosisland.gr/gr_version/asv_kam.htm
Σήμερα, τα ασβεστοκάμινα στο σύνολό τους είναι εγκαταλελειμμένα. Παρόλα αυτά, για την Τήνο αποτελούν ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παρελθόντος. Φτιάχνονταν πάντα στις απάνεμες και επικλινείς πλευρές των ρεματιών, έχοντας στραμμένη την πόρτα τους στο βοριά. Το σχήμα τους ήταν στρογγυλό, με διάμετρο 2,5 μέτρα και ύψος 1,5 μέτρο.
Το κτίσιμό τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτούσε γνώσεις, δεξιοτεχνία και εμπειρία που ελάχιστοι τεχνίτες διέθεταν. Το ψήσιμο του ασβέστη γίνονταν κατά τη διάρκεια του Ιουλίου ή του Αυγούστου, όταν δεν υπήρχαν βροχές και οι δουλείες των ντόπιων περιορίζονταν. Για καύσιμη ύλη χρησιμοποιούνταν τεράστιες ποσότητες φρύγανων, τις οποίες μετρούσαν με αγκαλιές. Ενδεικτικά αναφέρεται πως απαιτούνταν 1.500 - 2.000 αγκαλιές ανά ψήσιμο.
Το άναμμα γίνονταν τις ημέρες που δεν φύσαγε καθόλου, πάντα απόγευμα, ενώ το ψήσιμο διαρκούσε μέχρι τα ξημερώματα. Μόλις φούντωνε η φωτιά έριχναν με γρήγορο ρυθμό στο καμίνι τα φρύγανα, ώστε να δημιουργηθεί μεγάλη θερμοκρασία. Για να το επιτύχουν αυτό, έφτιαχναν μία ανθρώπινη αλυσίδα. Με τα σκάλεθρα έσπρωχναν ο ένας στον άλλο την καύσιμη ύλη. Η κλίση του εδάφους διευκόλυνε στην ταχύτερη μετακίνηση των φρύγανων, ενώ οι συμμετέχοντες άλλαζαν συνεχώς θέση μεταξύ τους, καθώς η ζέστη κοντά στο σημείο της φωτιάς ήταν αφόρητη. Όταν γέμιζε το καμίνι, τοποθετούσαν δύο σταβάρια (μακριά ξύλα), το ένα οριζόντια και το άλλο κάθετα, με τα οποία ανακινούσαν τα φρύγανα για να κατακαθίσουν και να χωρέσουν τα υπόλοιπα. Στη μέση περίπου των αποθεμάτων, ο ρυθμός έπεφτε και γίνονταν ολοένα και πιο αργός. Θεωρητικά, το ψήσιμο του μαρμάρου τελείωνε όταν, από τη ζέστη, έσκαγε η λάσπη που συγκρατούσε εξωτερικά τις πλάκες του καμινιού. Το σημάδι αυτό δεν ήταν πάντα σωστό και έτσι οι ντόπιοι συνέχιζαν την κοπιαστική εργασία τους για περισσότερο χρόνο από ό,τι πραγματικά χρειάζονταν. Επίσης, υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαδικασία διαρκούσε ολόκληρη την επόμενη μέρα, χωρίς να επιτευχθεί το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Άλλες πάλι φορές, το ψήσιμο ολοκληρώνονταν χωρίς καν να τελειώσουν οι προμήθειες της καύσιμης ύλης.
Αμέσως μόλις τελείωνε το ψήσιμο, ο ασβέστης έπρεπε να βγει από το καμίνι, καθώς υπήρχε πιθανότητα το τελευταίο να καταρρεύσει, παρασύροντας μέσα στα κάρβουνα το οικοδομικό υλικό και καταστρέφοντάς το. Για την εξαγωγή του, πρώτα κατέβαζαν το κομμάτι του μαρμάρου που είχε τοποθετηθεί πάνω - πάνω και συνέχιζαν με τον ίδιο αντίστροφο τρόπο. Έτσι εξασφάλιζαν την ισορροπία του κτίσματος, αποτρέποντας ένα πιθανό γκρέμισμα.
Στη συνέχεια έρχονταν η ώρα της μοιρασιάς, η οποία γίνονταν με τη χρήση ενός μικρού κοφινιού, που ονομάζονταν χαλκολόγος. Με αυτό μετρούσαν τη μερίδα του κάθε συμμετέχοντα. Η παραγόμενη ποσότητα μετριόνταν σε γκαντάρια, τα οποία συνήθως έφταναν τα 150 έως 250, ανάλογα με το μέγεθος του καμινιού. Σημειώνεται πως 1 γκαντάρι αντιστοιχούσε σε 44 οκάδες (1 οκά ισούται με 1.200 γραμμάρια). Μερικές φορές το μάρμαρο που ήταν κτισμένο πάνω από την πόρτα δεν ψήνονταν καλά. Έτσι, το διαχώριζαν από την αρχική μοιρασιά και το διαιρούσαν σε ξεχωριστές μερίδες.
Ο ασβέστης έπρεπε να φυλαχτεί σε στεγανό μέρος για να μη βραχεί. Το καταλληλότερο σημείο ήταν τα κατώγια των σπιτιών. Στην περίπτωση που ήδη είχαν εξασφαλίσει τους πελάτες, οι εργάτες το παρέδιναν απευθείας για να αποφύγουν τις άσκοπες μεταφορές.
συνέχεια  από Ζάκυνθο
του Γιάννη Δεμέτη
Αφ’ ότου ο άνθρωπος κυνηγός, έγινε καλλιεργητής της γης και εγκαταστάθηκε σ’ έναν τόπο, αναζήτησε τρόπους περαιτέρω βελτίωσης της ζωής του. Στράφηκε στο περιβάλλον του από το οποίο πήρε ό,τι βρήκε μπροστά του. Ημέρεψε ζώα, ξεχώρισε και επέλεξε καρπούς, οριοθέτησε και καλλιέργησε τη γη, έσπειρε σπόρους, έχτισε καταλύματα για να προστατευθεί από τα άγρια ζώα και τα καιρικά φαινόμενα.
Η επιλογή της κατοικίας του, τού έδωσε τη δυνατότητα να βγει έξω από τη σπηλιά, (αρχική κατοίκηση), και να γνωρίσει τη διαβίωση κοντά στις λίμνες (λιμναίοι οικισμοί), και στη συνέχεια να εγκατασταθεί σε λόφους και οροπέδια. Κάνοντας ένα μεγάλο άλμα στο χρόνο, επιλέγω να αναφερθώ στην κατοίκησή του και στο νησί μας, σε μια εποχή, που οργανωμένα πλέον, κατασκεύαζε τα καταλύματά του από πέτρα, αρχικά τοποθετώντας τη μια πάνω στην άλλη, και στη συνέχεια κάνοντας χρήση και άλλων φυσικών υλικών (δέρματος, οστών, ξυλείας, χώματος, πέτρας και ασβέστη), που μπόρεσε να επεξεργαστεί, για να ριζώσει… Ας σταθούμε λοιπόν στον ασβέστη.
Ένα υλικό με ιδιαίτερη αξία, που ίσως τυχαία να το συνάντησε μπροστά του, ύστερα από κάποια φωτιά, που στη διάρκειά της πυρώθηκε και ψήθηκε ένας ασβεστόλιθος, που στη συνέχεια από τη βροχή πολτοποιήθηκε… Είναι προφανές ότι ο ασβέστης έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της κοινωνίας, αφού αποτέλεσε πολύτιμο υλικό για το χτίσιμο ενός σπιτιού.
Με δεδομένο δε, ότι πολλοί ήταν εκείνοι, που προκειμένου να δημιουργήσουν οικογένεια, προέβαιναν στην κατασκευή του σπιτιού τους από μόνοι τους, είναι φανερό ότι κατέληγαν και στην παραγωγή του ασβέστη επίσης από μόνοι τους, και δεν τον αγόραζαν. Με τον ασβέστη εξασφάλιζαν το χτίσιμο, το σοβάτισμα και το άσπρισμα του σπιτιού. Προκειμένου λοιπόν να αρχίσουν την παραγωγή του και με δεδομένο την κοπιαστική και δύσκολης εργασία που απαιτείτο, συνεταιρίζονταν κάμποσα άτομα. Ας παρακολουθήσουμε το στήσιμο ενός ασβεστοκάμινου σ’ ένα από τα ορεινά χωριά του νησιού.
Τα ασβεστοκάμινα τα φτιάχνανε αφού είχανε ξοφλήσει από τις εργασίες του θερισμού και του αλωνίσματος, του τρύγου των σταφυλιών και της συγκομιδής της σταφίδας από τα αλώνια.
Κατακαλόκαιρο δηλαδή. Για να μπει σε λειτουργία το καμίνι χρειαζόντουσαν πολλές φορές περισσότεροι από δέκα νοματαίοι, που δουλεύανε στις διάφορες φάσεις της κατασκευής του, αρχικά κόβοντας κλαδιά και ξύλα από τους μήνες Φλεβάρη ή Μάρτη, προτού ακόμα δηλαδή φουντώσουν τα κλαδιά. Τα φυτά που χρησιμοποιούσαν ήταν: σκίνοι, μυρτιές, κουμαριές, ρείκια, φιλίκια, πεύκα και προπαντός πουρνάρια, τα οποία δίνανε δυνατή και καλή φωτιά. Τα κλαδιά τα δένανε σε δεμάτια τόσο μεγάλα, που να μπορούνε να τα κουβαλάνε στους ώμους τους.Για να τα σηκώνουνε από κάτω τα καρφώνανε με μια διχάλα.
Αφού κόβανε τα κλαδιά και τα δένανε, τα πλακώνανε με μεγάλες πέτρες για να συμπιέζονται και έτσι να μεταφέρονται με ευκολία. Ανάλογα με το μέγεθος του καμινιού χρειαζόντουσαν και ανάλογο αριθμό δεματιών, από 300 έως 700 δέματα ή και παραπάνω. Ακολούθως οι χωρικοί, αναζητούσανε την κατάλληλη τοποθεσία, που απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να είναι προφυλαγμένη από τους αέρηδες και να έχει όσο το δυνατό ευκολότερη πρόσβαση. Εκεί κοντά έπρεπε να βρίσκεται και η τοποθεσία από την οποία θα αποσπούσανε τους ασβεστόλιθους που τους εξόριζαν με τη βοήθεια λοστών και βαριών, ενώ αν χρειαζότανε τις σπάζανε και σε μικρότερα κομμάτια. Βρίσκανε λοιπόν μια ρεματιά με ομαλή κλίση, που να έχει στη βάση της χώμα ώστε να μπορεί να σκαφτεί και να αφαιρεθεί, για να δημιουργηθεί το πηγάδι του καμινιού.
Η κατηφορική πλαγιά βοηθούσε και στη μεταφορά των δεματιών.Κατάλληλο μέρος το σημείο που συγκλίνανε οι δύο πλαγιές της ρεματιάς.Εκεί ανοίγανε ένα στρογγυλό άνοιγμα σαν πηγάδι.
Είχανε όπως προαναφέραμε αποψιλώσει την περιοχή, κόβοντας περιμετρικά όλα τα φυτά. Επειδή όμως χρειαζόντουσαν πάρα πολλά ξύλα, προκειμένου να καλύψουνε τις όποιες ανάγκες τους, ξύλα μεταφέρανε και από πιο μακριά, χρησιμοποιώντας πολλές φορές και μουλάρια. Επίσης πολλές φορές κουβαλούσανε από πιο μακριά και τις ασβεστόπετρες και τις λιθιάζανε κοντά στο άνοιγμα που είχανε κατασκευάσει.
Σ’ ένα κοντάρι, εφαρμόζανε μια σιδερένια διχάλα, και φτιάχνανε το κόντι, ή χαχάλι, ή τσατάλι, με το οποίο θα σπρώχνανε τα δεμάτια με τα κλαδιά στο καμίνι.Το καμίνι είχε συνήθως βάθος 2 μέτρων και διάμετρο 3,50 μέτρων περίπου.Ο λάκκος του καμινιού λεγότανε βοθρί.Αφού ολοκληρώνανε τις απαραίτητες προετοιμασίες ξεκινάγανε τη δουλειά. Ποστιάζανε αρχίζοντας από τη βάση του πηγαδιού, περιμετρικά, μια σειρά από τις πέτρες, μέχρι του ύψους του εδάφους.Ακολουθούσε η τοποθέτηση προς το εσωτερικό, μιας δεύτερης σειράς και στη συνέχεια μιας τρίτης σειράς. Ανάμεσα από τις πέτρες βάζανε χώμα, ενώ στη μέση αφήνανε αρκετό χώρο κενό για τη φωτιά. Το πάχος του τοίχου από πέτρες, περιμετρικά, ήτανε 1 έως 1,20 εκατοστά του μέτρου περίπου.Από εκεί και πάνω αρχίζανε να σχηματίζουνε με τις πέτρες τρούλο, που στο τελείωμά του τον κλειδώνανε με την πέτρα, που αποτελούσε την κλείδα ή τον παπά. Η κλείδα σφήνωνε και έτσι στερεωνότανε η όλη κατασκευή. Και στην κατασκευή του πάνω τμήματος, του τρούλου, επίσης βάζανε χώμα ανάμεσα και πάνω στις πέτρες. Χτίζανε δηλαδή και σ’ αυτό το τμήμα του καμινιού διπλό τοίχο, με χώμα ανάμεσά του, για να κρατάει τη θερμότητα. Οι πέτρες βέβαια ποστιάζονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να κυκλοφορεί από τα μεταξύ τους κενά η θερμότητα της φωτιάς. Στην πιο ομαλή πλευρά και λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους αφήνανε ένα άνοιγμα, την πόρτα ή το πορί, από το οποίο ρίχνανε τα δεμάτια με τα κλαδιά. Το άνοιγμα που το οριοθετούσανε δεξιά και αριστερά μεγάλες όρθιες πέτρες, οι πορτοσές, και από πάνω οι οριζόντιες πέτρες, οι σκεπαστές, είχε τέτοιες διαστάσεις, ώστε με σχετική ευκολία να περνάνε τα δεμάτια τα ξύλα. Χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη αρχιτεκτονική γνώση, για να κατασκευαστεί το καμίνι απαιτείτο μαστοριά και κοπιαστική δουλειά. Την εσωτερική πλευρά για καλλίτερη θερμομόνωση την επικαλύπτανε με λάσπη. Αφού γεμίζανε το εσωτερικό του καμινιού με τα κλαδιά βάζανε φωτιά. Για να κρατηθεί η φωτιά σε λειτουργία, κουβαλούσανε και ταΐζανε για έξι ή και περισσότερες ημέρες και νύχτες το καμίνι μέχρι δηλαδή, που οι πέτρες να ψηθούνε και να ασπρίσουνε. Χωρίς διακοπή συμπήζανε (σπρώχνανε), τα δεμάτια από ξύλα στο καμίνι. Η θερμοκρασία που αναπτυσσότανε ξεπερνούσε τους 1000 βαθμούς Κελσίου. Για να έχει επιτυχία η παραγωγή, οι πέτρες έπρεπε να ψηθούνε καλά ώστε να μη μένουν κομμάτια πέτρας όταν θα σβήνανε τον ασβέστη στον ασβεστόλακο. Με την ολοκλήρωση του ψησίματος άλλαξε και το χρώμα της φλόγας, αλλά και το πάνω μέρος του καμινιού χαμήλωνε, καθότανε. Δύσκολη και βασανιστική δουλειά, που απαιτούσε ιδιαίτερο κόπο και για αυτό χρειαζόντουσαν πολλά χέρια. Οι ασχολούμενοι με το καμίνι ήτανε υποχρεωμένοι να δουλεύουνε αλλάζοντας συνεχώς βάρδιες, αλλά και δουλειές.
Ενώ δηλαδή ταΐζανε τη φωτιά, αλλάζανε, διαλύανε και κουβαλούσανε τα δεμάτια με τα κλαδιά. Η ζέστη αφόρητη και ο ιδρώτας να τρέχει από πάνω τους ποτάμι. Η λάβρα του καμινιού να τσουρουφλάει χέρια και πρόσωπα δίνοντάς τους όψη αγριωπή. Κόπος πραγματικά μεγάλος. Αφού τελειώνανε με το ψήσιμο, την ασβεστοποίηση της πέτρας, αφήνανε το καμίνι για λίγες ημέρες να κρυώσει. Ακολουθούσε το ξεκαμίνιασμα και η μεταφορά του ασβέστη μέσα σε μαλαθούνια, που τα φόρτωναν σε μουλάρια, στα μέρη από όπου θα μπορούσανε να τον πάρουνε για να χρησιμοποιηθεί.Όσο υπήρχαν ακόμα υλικά έστω και σε σχετικά κοντινή απόσταση με το καμίνι, το χρησιμοποιούσανε ξανά. Μεγαλύτερο βέβαια πρόβλημα ήτανε να εξασφαλίσουνε ξύλα και λιγότερο πέτρες, γιατί κάθε φορά που ανάβανε το καμίνι καίγανε μεγάλες ποσότητες. Έτσι η ξαναχρησιμοποίηση του καμινιού απαιτούσε την παρέλευση τουλάχιστο δύο ή τριών ετών. Οι ασβεστοποιημένες πέτρες για να πολτοποιηθούνε έπρεπε να βραχούνε με νερό. Ανοίγανε λάκκους, τους ασβεστόλακκους, όπου βάζανε νερό και ρίχνανε μέσα τους σβώλους του ασβέστη, για να τον σβήσουνε, να τον πουργάρουνε, όπως λέγανε. Και στο σβήσιμο χρειαζότανε προφύλαξη, γιατί στη διαδικασία του πουργαρίσματος, ο χυλός κόχλαζε τινάζοντας κομμάτια καυτού πολτού, ιδιαίτερα επικίνδυνου για το δέρμα και τα μάτια. Ο ασβέστης, πολύτιμο υλικό στις οικοδομικές εργασίες (χτίσιμο, σοβάτισμα και άσπρισμα), είναι απαραίτητος και στην απολύμανση των σπιτιών, στην απολύμανση του νερού στις στέρνες και τα πηγάδια, στην απολύμανση των στάβλων, στη βυρσοδεψία για την απομάκρυνση των τριχών από τα δέρματα, στο ράντισμα των αμπελιών για την καταπολέμηση του ανθρακίτη, στο εμπλουτισμό της γης με ασβέστιο, στο άσπρισμα των δέντρων για απολύμανση τους από μύκητες. Κατά τον προπερασμένο αιώνα, σημαντικές ποσότητες ασβέστη εξαγότανε από το νησί στην Πελοπόννησο, συμβάλλοντας έτσι στην τόνωση της οικονομίας. Η χρήση του τσιμέντου μείωσε αισθητά τη χρήση του ασβέστη στις οικοδομικές δραστηριότητες. Ασβεστοκάμινα δεν φτιάχνονται πια στα ορεινά χωριά του νησιού. Ασβέστης πολτοποιημένος εισάγεται πλέον μέσα σε πλαστικές σακούλες από άλλες περιοχές. Αξίζει να αναφερθεί ότι όταν οι χωρικοί μας δραστηριοποιούνταν στην ύπαιθρο, τόσο φτιάχνοντας ασβεστοκάμινα, όσο και καμίνια για ξυλοκάρβουνα, καίτοι αυτά τα στήνανε μέσα στα ρουμάνια και στους λόγγους, σπάνια εκδηλωνότανε φωτιές.
Οι χωρικοί αγαπούσανε και σεβόντουσαν το περιβάλλον, ζούσανε μέσα στο δάσος και από το δάσος, και δεν το βλέπανε σαν ένα κομμάτι γης, που θα το πουλούσανε για να γίνει παραθεριστική κατοικία. Το δάσος αποτελούσε αναπόσπαστο και ζωτικό μέρος της ζωής τους, πηγή άντλησης δύναμης και ασφάλειας.

3 σχόλια:

  1. Αχαά! Τώρα με την οικονομική κρίση λες να αρχίσουμε να βγάζουμε και ασβέστη?
    Από καρβουνοκάμινα έχω αρκετή εμπειρία άμα με χρειαστείς να ανάψουμε κανένα.


    Στη Κεφαλονιά έχει ένα μεγάλο ασβεστοκάμινο έτοιμο για κάψιμο.
    Όμως δεν είναι κοντά στο Πόρο και ελπίζω να μη το έχουνε καταστρέψει.
    Πριν από λίγα χρόνια επισκέφτηκα κάτι κτίσματα και σαν έμπειρος το «τσίμπισα».
    Φαινόταν αρκετά καλοφτιαγμένο και ανθεκτικό για να έχει πάθει από μόνο του ζημιά.
    Δυστυχώς δε τράβηξα φωτογραφίες.
    Πρέπει να είναι συμπερασματικά πάντα προσεισμική κατασκευή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. εχει πάρα πολά ,,και ένα φάτσα στο περιφειακό,, που θα γράψω και την διαδικασία που δουλευαν!,,
    στο δρόμο από μοναστηράκι έχει πολλά, και απο την μεριά του ποταμιου,, πολλους νερόμυλους για αλεύρι!
    εινα
    ειναι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. κριμα να μην τα γνωριζει η νεα γενια! αξιζουν μια παρουσιαση

    ΑπάντησηΔιαγραφή