Κεφαλονιά ΕΤΟΣ 1953
Ο μήνας ήταν Αύγουστος έτος
53
Που ξέσπασε μια φοβερή φρικτή
θεομηνία
Εκεί που εβασίλευε ζωή – χαρά
– γαλήνη
Ξημέρωσε μία χαραυγή τίποτα
να μη μήνη
Ήταν ημέρα Κυριακή εννέα του
Αυγούστου
Όπου ο Χάρος άρχισε το δράμα
του χορού του
Εμείς εφοβηθήκαμε γιατί
είχαμε ακούσει
Ότι θα έκανε σεισμό που θα
χαλούσε η φύση
Πέρασε η Κυριακή και ήρθε η
Δευτέρα
Του Χάρου δεν εφάνηκε η
τρομερή φοβέρα
Ο Μήνας είχε έντεκα ημέρα
ήταν Τρίτη
Ο Ήλιος δεν εφάνηκε με μίας
εξηφανίσθη
Επέσανε τα σπίτια μας, μεγάλη
δυστυχία
Και εμείναμε στην ύπαιθρο σαν
τ’ άγρια θηρία
Σαν να μην έφθανε αυτό
ξημέρωνε Τετράδη (Τετάρτη)
Κι ο Χάρος μας ετοίμαζε όλους
μας για τον Άδει
Γκρεμίστηκαν οι Εκκλησιές
έπεσαν τα σπιτάκια
Και τα παιδιά εκλέγανε ωσάν
μικρά παιδάκια
Δεν έκλαιγαν όμως οι μικροί,
εκλέγανε και οι μεγάλοι
Γιατί ήταν τέτοια η συμφορά
που δεν ξανάδαν άλλη
Θρήνοι και γοερές κραυγές
ηχούσαν στον αέρα
Και η γη μας έτρεμε όλη πέρα
ως πέρα
Ήρθαν τα αεροπλάνα μας, έφεραν
τροφοδοσία
Για να μας ενθαρρύνουνε μέσα
στη δυστυχία
Ήρθαν και τα καράβια μας,
πήραν τους τραυματίες
Για να μας δώσουνε κι αυτά
τις πρώτες βοηθείες
Αυτά τα λίγα έγραψα εγώ ο
προγενέστερος
Για να γνωρίζει για τους
σεισμούς αυτούς, και ο μεταγενέστερός.
ΖΑΠΑΝΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Σκάλα Κεφαλληνίας
Ωραίος φίλε!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ μόνο άκουσα δεν είδα, αλλά πολλά συγκράτησα.
Καλά κάνεις και τα γράφεις και αν ξέρεις και ιστορίες γράψε τες α δε βαριέσαι γιατί θα χαθούνε και είναι κρίμα.
Μέναμε λοιπόν εσωτερικοί μετανάστες στην Αθήνα καμιά εκατοπενηνταριά μέτρα από τις γραμμές του τρένου αρκετά χρόνια μετά τους σεισμούς.
Όταν πέρναε κάνα βαρύ τρένο φορτηγό, στην ησυχία τσή νύχτας ακουότανε μια απόμακρη βουή και μάνα μου πετιότανε από το κρεβάτι και φώναζε Άη Γεράσιμε νομίζοντας ότι είναι σεισμός και μας ξύπναε όλους. Τι να τση πείς όταν είχε στρώσει το τραπέζι όξου στα χωράφια και ήρτε όλο τούμπα? Τι να τση πείς όταν πάνου στο κρεβατάκι παιδιού της είδε σπασμένη και πεσμένη τη μισή ελιά που τόχε απουκάτουθε για ίσκιο? Τι να τση πείς όταν είδε το κουνιάδο της με τη κασέλα του κάρου στη πλάτη να τρέχει για το βουνό φωνάζοντας βουλιάζουμε, πνιγόμαστε και ήταν και ένας από τους πιο ξύπνιους και περπατημένους του χωριού?
Ένα από αυτά που μου έμειναν:
Δυό τρείς φορές άκουσα σκεπές να γκρεμίζουνται από ερειπωμένα και εγκαταλειμμένα σπίτια με ένα απαίσιο θόρυβο και ένοιωθα ένα απαίσιο κενό μέσα μου λές και το σπίτι ήταν κάτι το ζωντανό που πέθαινε.
Ευτυχώς φίλε που ο Θιακοκεφαλλονίτης έχει τουλάχιστο το τσαγανό να τραβάει στα δύσκολα.
Να είσαι πάντα καλά.