«Η αρχαιολογία είναι τόσο σπουδαίο πράγμα, που είναι επικίνδυνο να την αφήσουμε στα χέρια μόνο των αρχαιολόγων»
Ερρίκος Σλήμαν, (Schliemann Heinrich, 1822-1890)
Περίληψη: Στο Νομό Πρέβεζας, στο Δημοτικό Διαμέρισμα Μεσοπόταμου του Δήμου Φαναρίου (έδρα Καναλάκι), βόρεια του ποταμού Αχέροντα και κοντά στο σημείο όπου γίνεται η συμβολή του ποταμού Κωκυτού, υπάρχει ο λόφος Ξυλόκαστρο ή λόφος του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστού όπου βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι κτισμένο στα τέλη του 17ου έως τις αρχές του 18ου αιώνα. Ακριβώς κάτω από το ναό, η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε και ανέδειξε μεταπολεμικά (1958-1964 και 1976-1977) ένα αρχαίο κτιριακό συγκρότημα που αποτελεί το ‘’Νεκρομαντείο του Αχέροντα’’, ή ‘’Νεκυομαντείο της Εφύρας’’. Αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο της Ηπείρου και βέβαια είναι το διασημότερο Μαντείο όλης της Γης λόγω των αναφορών σε αυτό του Ομήρου (750 πΧ) στη λ ραψωδία “νέκυα” της Οδύσσειας. Η αρχαία κλασσική γραμματεία είναι γεμάτη στοιχεία για τον αρχαιολογικό χώρο του νεκρομαντείου που έχει την μεγαλύτερη επισκεψιμότητα από όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της Ηπείρου (περίπου 30.000 επισκέπτες κάθε χρόνο). Το αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα (αρχαία ‘’νέκυς’’ = νεκρός) ανήκε στους Θεσπρωτούς, ένα από τα πρώτα Ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν μαζικά στην Ήπειρο γύρω στο 2000 πΧ. Υπενθυμίζεται όμως, ότι η Ήπειρος ήδη κατοικείται από το 100.000 πΧ – 10.000 πΧ όπως αποδεικνύουν τα αρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών των καθηγητών Higgs και Δάκαρη στο παλαιολιθικό Σπήλαιο Ασπροχάλικου Πρέβεζας το έτος 1965. Ακολουθεί ένα αρχαιολογικό ιστορικό κενό και τα επόμενα χρονολογικώς αρχαιολογικά στοιχεία που διαθέτουμε αφορούν Μυκηναϊκές εγκαταστάσεις στα βορειοδυτικά του Νομού Πρέβεζας, και στη συνέχεια ακολουθεί το Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Το ιερό του Νεκρομαντείου υπαγόταν στην αρχαία Θεσπρωτία. Βέβαια, το κράτος των Θεσπρωτών περιορίστηκε για πρώτη φορά τον 12ο π.Χ. αιώνα μετά την άφιξη και εγκατάσταση στην Ήπειρο των Μολοσσών, των Μυκηναΐων και των άλλων φύλων, τόσο στην περιοχή Φαναρίου και Πάργας, όσο και στην περιοχή ανάμεσα στο Λούρο, τον Καλαμά και τον Αμβρακικό κόλπο, ενώ υπέστη και δεύτερη σημαντική εδαφική μείωση μετά την απόσπαση των Κασσωπαίων το 400 π.Χ. Ωστόσο, οι Θεσπρωτοί διατήρησαν στην κατοχή τους τόσο την περιοχή του Αχέροντα όσο και το Νεκρομαντείο από την ίδρυση του και καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας του.
Στοιχεία Επίσκεψης Νεκρομαντείου Αχέροντα: Θέση: ΔΔ Μεσοπόταμος Δήμου Φαναρίου, Νομού Πρέβεζας. Ταχ. Κώδικας: 48062. Περιφέρεια Ηπείρου. Εφορεία σχετική με ευρήματα: ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων (ΙΒ ΕΠΚΑ, Διευθυντής κ. Κωνσταντίνος Ζάχος). Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Εφορεία σχετική με το χώρο: ΛΓ ΕΠΚΑ Πρέβεζας (Διευθυντής κ. Γεώργιος Ρήγινος). Ημέρες και Ώρες λειτουργίας: 8.00-15.00. Τηλέφωνο: 26840 – 41206. Αναλυτικές πληροφορίες και φωτογραφίες γιά το Νεκρομαντείο: Ίδρυμα "Μουσείο Τεχνών Επιστημών Χαράλαμπος Γκούβας". Ιστοσελίδα:http://prevezamuseum.spaces.live.com και E-mail: prevezamuseum@gmail.com.
Ελληνική Μυθολογία:
Πριν αναφερθούμε στό Νεκρομαντείο του Αχέροντα, καλό είναι να γίνει μια μικρή αναφορά στην Ελληνική Μυθολογία, σε ότι αφορά τον Κάτω Κόσμο. Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι στό Νεκρομαντείο του Αχέροντα υπάρχει μια από τις εισόδους για τον “Άδη”. Στην Ελληνική Μυθολογία, ο “Άδης” είναι ο Θεός των νεκρών, ο θεός του Κάτω Κόσμου. Η λέξη χρησιμοποιείται είτε κυριολεκτικά για να ορίσει τον ομώνυμο θεό, είτε μεταφορικά για να ορίσει αυτόν καθ’ εαυτόν τον κάτω κόσμο των νεκρών. Ο “Άδης” είναι γιος του “Κρόνου” και της “Ρέας” που είχαν συνολικά τρία παιδιά. Τα παιδιά αυτά είναι ο “Άδης”, ο “Ζευς” και ο “Ποσειδών”. Όταν έγινε η διανομή των τριών ‘’βασιλείων’’ του κόσμου ο “Ζευς” (“Δίας”, λατινικά “Zeus”,) έλαβε τον πάνω ‘’στερεό’’ κόσμο, ο “Ποσειδών” έλαβε τον επάνω ‘’θαλάσσιο κόσμο’’, και ο “Άδης” έλαβε τον ‘’κάτω κόσμο’’ των νεκρών. Ο Θεός “Άδης” (λατινικά “Pluto”) κυβερνούσε τον κάτω κόσμο μαζί με τη θεά “Περσεφόνη” (λατινικά Proserpine) την οποία είχε απαγάγει από τον πάνω κόσμο, τη μία και μοναδική φορά πού ανέβηκε σε αυτόν. Πάντα κατά τη μυθολογία, ο “Δίας” διέταξε τον Άδη να απελευθερώσει την “Περσεφόνη”, και να επιστρέψει στη μητέρα της “Δήμητρα”, η οποία πριν φύγει της έδωσε ως συμβολικό δώρο ένα ρόδι (pomegranate). Μόλις η “Περσεφόνη” έφαγε το ρόδι, μετέβη για πάντα στον Άδη. Ο θεός Άδης κάθεται σε θρόνο φτιαγμένο από ξύλο εβένου και κρατάει σκήπτρο. Επίσης φοράει στεφάνι-στέμμα, δώρο των “Κυκλώπων”, το οποίο τον καθιστά αόρατο. Ο “Άδης” χειρίζεται τα θέματα θανάτου, υποβοηθούμενος από διάφορους “δαιμόνιους” βοηθούς, όπως ο “Θάνατος”, ο “Ύπνος”, ο Βαρκάρης “Χάρων” και το τρομερό σκυλί του Άδη με τα τρία κεφάλια ο “Κέρβερος”. Ο “Χάρων” έπαιρνε τον οβολό που έβαζαν στα χείλη του νεκρού οι συγγενείς και μετέφερε τις ψυχές από το πορθμείο του στην είσοδο του “Άδη”. Η “Στύξ” στην οποία αναφέρεται ο Όμηρος, είναι η κόρη του “Ωκεανού” και της “Τηθύος”. Έδωσε το όνομά της στην ομώνυμη πηγή (“Ύδατα της Στυγός”) το νερό της οποίας σχημάτιζε ένα από τα ποτάμια του “Άδη”. (η περιγραφή ταιριάζει με τις μεγάλες πηγές του Αχέροντα στο χωριό Βουβοπόταμος Πρέβεζας). Στο “βάραθρο της Στυγός” στεκόταν ο φύλακας “Κέρβερος” που ήταν τρικέφαλος σκύλος με ουρά λιονταριού που κατέληγε σε φίδι και τα μαλλιά του και το σώμα του ήταν γεμάτα φίδια (στα νομίσματα της Ελαίας της Θεσπρωτίας βλέπουμε παραστάσεις του Κέρβερου). Ή “Τηθύς”, είναι “Τιτανίδα”, κόρη του “Ουρανού” και της “Γαίας”, σύζυγος του “Ωκεανού” και μητέρα των “Ωκεανίδων”. Πολλοί ήρωες της Ελληνικής Μυθολογίας επισκέφθηκαν τον “Άδη” είτε για να πάρουν χρησμό από τις ‘’σκιές’’ των νεκρών είτε για να τις απελευθερώσουν. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η υπόθεση “Ορφέα” και “Ευρυδίκης”, ο ημίθεος “Ηρακλής”, ο “Θησέας”, κλπ. Τέλος, η “Εκάτη” ήταν η Θεά της σελήνης, των νεκρών, των φαντασμάτων και της μαγείας. Ήταν κόρη του Δία ή του Περσέα και της “Αστερίας”.
Γεωγραφία του Αχέροντα: Στα Βορειοδυτικά του νομού Πρεβέζης και νοτίως των επιβλητικών ορέων του Σουλίου, εκτείνεται μια εύφορη πεδιάδα, γνωστή ως πεδιάδα του Φαναρίου. Σύμφωνα με μια παράδοση, ονομάστηκε έτσι γιατί οι Ενετοί είχαν τοποθετήσει στον όρμο της Σπλάντζας (σημερινή Αμμουδιά) ένα φανάρι για να καθοδηγεί τα πλοία τις σκοτεινές νύχτες. Όμως είναι βέβαιο ότι φανάρια υπήρχαν παραποταμίως καθ’ όλη την πλωτή του διαδρομή του, από την αρχαιότητα έως και την δεκαετία του 1960. Σήμερα, η όλη περιοχή της πεδιάδας του Φαναρίου είναι ένα περίπλοκο υδάτινο παζλ αποτελούμενο από τους 3 ποταμούς που τη διασχίζουν κατά μήκος της, του Αχέροντα στο κέντρο και των δυο μεγάλων παραποτάμων του Κωκυτού (Mαυροπόταμος) και του Βουβοπόταμου (Πυριφλεγέθων) ανατολικά και δυτικά αντίστοιχα. Η ονοματολογία των παραποτάμων του Αχέροντα είναι ένα πραγματικό κομφούζιο, αφ ενός μεν γιατί η γεωγραφία της περιοχής έχει αλλάξει ριζικά από την αρχαιότητα, με την αποξήρανση της λίμνης Αχερουσίας, αλλά και γιατί γίνεται σύγχυση πολλές φορές στα ονόματα των παραποτάμων. Για παράδειγμα μερικοί συγγραφείς αποκαλούν τον Βουβοπόταμο ως Πυριφλεγέθοντα, ενώ άλλοι χάρτες τοποθετούν τον Πυριφλεγέθοντα να εκβάλει στον Αχέροντα βορείως της Γλυκής Θεσπρωτίας κοντά στό Μύλο του Ντάλλα στην περιοχή “Σκάλα της Τζαβέλλαινας”, αποκαλείται δε και “Τσαγκαριώτικο ρέμα” (στην περιοχή της Χαράδρας του Αχέροντα). Οι παραπόταμοι αυτοί συνδυάζονται και με άλλους μικρότερους αλλά και πολλά τεχνητά αρδευτικά κανάλια, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο ποτάμιο δικτυωτό σύστημα στο εσωτερικό της πεδιάδας, μετατρέποντας την σε ιδιαίτερα εύφορη και κατάλληλη για καλλιέργειες. Στην αρχαιότητα ο ποταμός Αχέρων σχημάτιζε στην περιοχή αυτή την Αχερουσία λίμνη. Η λίμνη αυτή ήταν σημαντικής έκτασης και κάλυπτε όλο το νότιο τμήμα της πεδιάδας. Η Αχερουσία, αφού δεχόταν τα νερά του Αχέροντα στη βόρεια πλευρά της, στην αντίστοιχη δυτική όχθη της τα πλεονάζοντα ύδατα ξανασχημάτιζαν τον Αχέροντα. Στο σημείο εκείνο χύνονταν σε αυτόν τα νερά και του Κωκυτού και του Βουβοπόταμου (ή Πυριφλεγέθοντα κατά ορισμένους) και έτσι ορμητικός ο Αχέρων χυνόταν στον κόλπο της Αμμουδιάς, όπως συμβαίνει και σήμερα. Σταδιακά όμως με τις προσχώσεις των ποταμών και κυρίως την αλλαγή της κοίτης του Αχέροντα, η λίμνη μετατράπηκε σε έλος. Επειδή αποτέλεσε εστία μόλυνσης και πηγή ασθενειών, αποξηράνθηκε τελικά στη δεκαετία του 50 από τη Βρετανική εταιρεία Boots Ltd. Έτσι, η όλη γεωγραφία του Αχέροντα και της ευρύτερης περιοχής άλλαξε ριζικά. Ο Αχέρων χυνόταν και χύνεται και σήμερα στον όρμο της Αμμουδιάς (παλαιά Σπλάντζα), σχηματίζοντας ένα ειδυλλιακό τοπίο που αποκαλείται “Άλσος ή Δάσος της Περσεφόνης”. Όλο αυτό το τμήμα του Αχέροντα ήταν και είναι πλωτό και η πρόσβαση στo Νεκρομαντείο των Αρχαίων Ελλήνων γινόταν με πλοία από το Ιόνιο πέλαγος. Ακολούθως η πλεύση του Αχέροντα γινόταν με κωπήλατες βάρκες (πλοιάρια), και προφανώς από εκεί προέρχεται και ο μύθος του “Βαρκάρη Χάροντα” (Charon Boatman) με τον Οβολό. Σήμερα ο Αχέρων είναι πλωτός σε μήκος περίπου 5Km από τις εκβολές του και αποτελεί κατ’ εξοχήν τουριστικό αξιοθέατο του νομού Πρέβεζας.
Η Χαράδρα του Αχέροντα: Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι τα χάσματα γης, οι σπηλιές, τα βαθιά φαράγγια (χαράδρες, Canyons), ήταν είσοδοι που οδηγούσαν τις ψυχές στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο των νεκρών. Υπενθυμίζεται ότι 7-10 Km κεντρικότερα της ροής του Αχέροντα, βορειοδυτικά του χωριού Γλυκή Θεσπρωτίας και μέχρι το χωριό Σερζιανά Ιωαννίνων εκτείνεται ένα μεγαλειώδες φαράγγι, η λεγόμενη “Χαράδρα του Αχέροντα” (Χαράλαμπος Γκούβας, 1992) ή “Στενά του Αχέροντα” (Εταιρεία ΕΤΑΝΑΜ ΑΕ) μήκους 10 Κm. Η χαράδρα αυτή διασχίσθηκε, εξερευνήθηκε και φωτογραφήθηκε πλήρως, για πρώτη φορά στην ιστορία το έτος 1992-1994 από μια ομάδα του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου (ΕΟΣ) Πρέβεζας, υπό τον Χαράλαμπο Γκούβα (εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”, 1994). Έκτοτε για τουριστικούς καθαρά λόγους δόθηκε από τον Χαράλαμπο Γκούβα ο όρος “Πύλες του Άδη” στα Στενά αυτά του Αχέροντα, λόγω του φυσικού μεγαλείου και της δυσχέρειας διάβασής τους. Ο όρος αυτός υιοθετήθηκε πλέον από κρατικούς φορείς (Δήμος Λούρου, Νομαρχία Πρέβεζας, κλπ) έτσι ώστε να δημιουργεί πλέον σύγχυση με τις “Πύλες του Άδη” που σαφώς βρίσκονται εντός του Νεκρομαντείου. Έτσι, ο Αχέροντας, με την ελαφρώς διαφοροποιημένη κοίτη του συνεχίζει να δέχεται τα νερά των δυο μεγάλων παραποτάμων του, του Κωκυτού και του Πυριφλεγέθοντα και να εκβάλλει στον κόλπο της Αμμουδιάς, χωρίς όμως την παρεμβολή της Αχερουσίας λίμνης. Τέλος και ο κόλπος έχει περιοριστεί σημαντικά και κινδυνεύει να εξαφανιστεί σήμερα, εξαιτίας των προσχώσεων των ποταμών.
Αρχαίες Φιλολογικές πηγές: Παρά τις αλλαγές στη γεωγραφία της περιοχής, σήμερα αυτή μας είναι γνωστή από τα στοιχεία που υπάρχουν στις φιλολογικές πηγές, αν και είναι αβέβαιο αν αρκετοί από τους αρχαίους συγγραφείς είχαν επισκεφθεί την περιοχή. Πρώτος ο Όμηρος μας δίνει πληροφορίες για τη τοπογραφία στη ραψωδία κ (στ. 487 - 543). Πιο συγκεκριμένα, ο Οδυσσέας, κατά την εξιστόρηση των περιπετειών του στους Φαίακες, διηγείται ότι λίγο πριν φύγουν από το νησί της Κίρκης, η ίδια τον συμβούλεψε πως ήταν γραφτό του να κατέβει στον κάτω κόσμο και να ζητήσει χρησμό, από το νεκρό πλέον μάντη Τειρεσία, για το δρόμο της επιστροφής του. Ο ήρωας τρομοκρατήθηκε στην ιδέα γιατί κανείς άλλος θνητός δεν είχε πραγματοποιήσει ένα παρόμοιο ταξίδι. Έτσι, η Κίρκη του έδωσε συμβουλές τόσο για το ταξίδι όσο και για το τελετουργικό που θα έπρεπε να ακολουθήσει στον Άδη, προκειμένου να μην πάθει ο ίδιος κακό αλλά και να καταφέρει να συμβουλευτεί το μάντη. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι η “είσοδος του κάτω κόσμου βρίσκεται κοντά σε ένα μικρό ακρογιάλι κατάφυτο από λεύκες και ιτιές, το δάσος της Περσεφόνης, στο σημείο όπου ο Αχέροντας ποταμός σμίγει με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα”. Περνώντας στη ραψωδία λ (στ. 13 κ. ε.), πληροφορούμαστε ότι η συγκεκριμένη περιοχή “βρίσκεται πολύ μακριά, στα πέρατα του Ωκεανού, στη χώρα των Κιμμερινών ή Κιμμερίων”. Σχετικά, με την ομηρική περιγραφή, αξίζει να τονιστεί η ομοιότητα με τη σύγχρονη τοπογραφία. Το πιο χαρακτηριστικό σημείο είναι η αναφορά στα τρία ποτάμια, με τα ονόματα με τα οποία ήταν γνωστά καθ' όλη την αρχαιότητα.
Ωστόσο, απορία προκαλεί το γεγονός ότι ο Όμηρος δεν αναφέρει το παραμικρό σχετικά με την Αχερουσία λίμνη. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει μια γκραβούρα του 15ου αιώνα του Βενετού γεωγράφου Laurenbergio (συλλογή Νίκου Καράμπελα, Ίδρυμα “Ακτία Νικόπολις”) που δείχνει την Αχερουσία λίμνη έκτοπη, δηλαδή ψηλά στα βουνά στην περιοχή Σερζιανών Ιωαννίνων και Πολυστάφυλου Πρέβεζας. Τι ζητάει εκεί άραγε η Αχερουσία λίμνη; Τόσο άσχετος ήταν ο γεωγράφος, ή τόσο λανθασμένες πληροφορίες του δόθηκαν; Κατά την θεωρία του Χαράλαμπου Γκούβα, πιθανότατα, κάποιος σεισμός είχε κάνει κατολίσθηση και είχε αποφράξει τα στενά του Αχέροντα (χαράδρα) με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί λίμνη στα ορεινά. Αργότερα τα στενά αποφράχθηκαν πάλι, και τα λιμνάζοντα ύδατα ξεχύθηκαν πάλι προς την πεδιάδα του Φαναρίου, όπου δημιούργησαν εκεί την νέα Αχερουσία. Το φαινόμενο είναι πιθανόν να επαναλήφθηκε!
Παράλληλα, η αναφορά στη “χώρα των Κιμμερίων” οδήγησε σε σύγχυση και διχογνωμίες. Είναι γνωστό ότι οι “Κιμμέριοι” κατοικούσαν στην περιοχή της Σκυθίας (στον Εύξεινο Πόντο) και έγιναν γνωστοί στους Έλληνες μόνο μετά τον 7ο π.Χ. αιώνα, οπότε και άρχισαν να πραγματοποιούν επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας. Επομένως, φαντάζει απίθανη η υπόθεση ο Όμηρος του 8ου π.Χ. αιώνα να γνώριζε το λαό αυτό. Αντίθετα, οι “Χειμέριοι” ήταν φύλο που κατοικούσε στην περιοχή του Αχέροντα. Έτσι, αν αλλάξουμε τη λέξη “Κιμμερίων” με τη αντίστοιχη “Χειμερίων”, όπως είχε προτείνει ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα ο γραμματικός Πρωτέας ο Ζευγματίτης, ο συγκεκριμένος ομηρικός στίχος θα κάνει μεγαλύτερη την ομοιότητα της περιγραφής με την περιοχή του Νεκρομαντείου.
Περνώντας τώρα σε ένα εντελώς διαφορετικό είδος κειμένου, την ιστορία του Ηροδότου, θα συναντήσουμε το δεύτερο, πολύ σύντομο όμως αυτή τη φορά, χωρίο σχετικά με την τοπογραφία της περιοχής (ν. 92). Έτσι λοιπόν, ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος στέλνει απεσταλμένους στο Νεκρομαντείο των Θεσπρωτών, το οποίο βρίσκεται στον Αχέροντα ποταμό, να ρωτήσουν τη ψυχή της γυναίκας του Μέλισσας που είχε κρύψει κάποιον θησαυρό. Μετά τον Ηρόδοτο, ένα άλλος ιστορικός, ο Θουκυδίδης περιγράφει την τοπογραφία της περιοχής, κατά την εξιστόρηση της προσόρμισης σε αυτή του κορινθιακού και συμμαχικού στόλου την παραμονή της Ναυμαχίας στα Σύβοτα το 432 π.Χ., η οποία αποτέλεσε μια από τις κύριες αφορμές για την κήρυξη του Πελοποννησιακού πολέμου. Πιο συγκεκριμένα, πληροφορούμαστε ότι οι Κορίνθιοι μαζί με τους συμμάχους τους, το σύνολο 150 πλοία, έπλευσαν στα νερά της Κέρκυρας από την πλευρά της Λευκάδας, έτοιμοι για ναυμαχία. Στη συνέχεια όμως, αποφάσισαν να προσορμιστούν για μεγαλύτερη ασφάλεια στο λιμάνι που υπάρχει κοντά στο ακρωτήριο Χειμέριο της Θεσπρωτίας. Στην περιοχή αυτή που ονομάζεται Ελαιάτις (πεδιάδα Φαναρίου), βρίσκεται η πόλη της Εφύρας, καθώς και η Αχερουσία λίμνη η οποία εκβάλλει στη θάλασσα και παίρνει το όνομα της από τον ποταμό Αχέροντα που με τη σειρά του χύνει τα νερά του στη λίμνη. Παραμένοντας στη Θεσπρωτική γη και σε κοντινή απόσταση, συναντά κανείς έναν ακόμη ποταμό, τον Θύαμι (Καλαμά), ο οποίος αποτελεί το όριο ανάμεσα στη Θεσπρωτία και την Κεστρίνη. Στο λιμάνι λοιπόν της Ελαιάτιδας προσορμίστηκαν τα πλοία των Κορινθίων και των συμμάχων και οι ίδιοι στρατοπέδευσαν στην περιοχή, ενώ αντίθετα τα πλοία των Κερκυραίων προσορμίστηκαν στα Σύβοτα.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας “Ψευδοσκύλακας”, στον “Περίπλου” των μεσογειακών ακτών που πραγματοποίησε ύστερα από εντολή του Φιλίππου Β' της Μακεδονίας και κατά τη περιγραφή της χώρας των Θεσπρωτών, αναφέρει ότι υπάρχει λιμάνι με το όνομα “Ελαία”, στο οποίο εκβάλλει ο Αχέροντας και η Αχερουσία λίμνη. Προσθέτει ότι “ο Αχέροντας ρέει μέσα στην Αχερουσία”.
Περνώντας στην αυτοκρατορική εποχή και στα “Γεωγραφικά” του Στράβωνα συναντούμε μια ακόμη περιγραφή της περιοχής. Το λιμάνι “Ελαία” βρίσκεται στην άκρη της χώρας των “Χειμερίων”. Σε αυτό εκβάλλει ο ποταμός Αχέροντας, ο οποίος ρέει μέσα στην Αχερουσία λίμνη, μαζί με αρκετούς μικρότερους παραποτάμους του. Εξαιτίας των πολλών ποτάμιων υδάτων το νερό του κόλπου είναι γλυκό και το λιμάνι ονομάζεται “Γλυκύς λιμήν”. Σε κοντινή σχετικά απόσταση ρέει ένας ακόμη ποταμός ο Θύαμις (Καλαμάς), ενώ υπάρχει και η πόλη “Κίχυρος”, η άλλοτε Θεσπρωτική Εφύρα.
Μετά το Στράβωνα, θα ακολουθήσει ο Παυσανίας στην “Περιήγησή” του. Ο μεγάλος αυτός αρχαίος περιηγητής όχι μόνο διασώζει πληροφορίες για την τοπογραφία, αναφέροντας ότι κοντά στη Κίχυρο βρίσκεται η Αχερουσία λίμνη με τον Αχέροντα καθώς και ο Κωκυτός αλλά παρατηρώντας την ομοιότητα της τοπογραφίας της περιοχής που επισκέφτηκε με την αντίστοιχη ομηρική περιγραφή υποθέτει ότι και ο ίδιος ο Όμηρος θα είχε επισκεφτεί τη συγκεκριμένη περιοχή γιατί μόνο έτσι θα τολμούσε να δώσει τα ονόματα των Θεσπρωτικών ποταμών στους αντίστοιχους του κάτω κόσμου. Επιπλέον, στο λιμάνι της περιοχής (Γλυκύς λιμήν), το οποίο αποτέλεσε καλό και ασφαλές αγκυροβόλιο για τα πλοία διαχρονικά, έκανε μια στάση και ο Οκταβιανός ερχόμενος από την Ιταλία και λίγο πριν τη Ναυμαχία του Ακτίου (31 πΧ).
Περνώντας αρκετούς αιώνες και φτάνοντας στον 12ο μ.Χ. αιώνα, συναντάμε το στόλο του Νορμανδού δούκα της Απουλίας και Καλαβρίας “Ροβέρτου Γυισκάρδου” να προσορμίζεται στο λιμάνι της Ελαιάτιδος και να παραμένει για ολόκληρο το χειμώνα στα ασφαλή αυτά νερά, ενώ ταυτόχρονα ο στρατός του επιδίωκε να κατακτήσει τις ηπειρωτικές περιοχές της Ηπείρου. Επιπροσθέτως, η εικόνα της τοπογραφίας της περιοχής, όπως σκιαγραφείται μέσα από τα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, επιβεβαιώνεται και από τις ομοιότητες που εντοπίζονται στις μαρτυρίες των νεότερων περιηγητών, ιδίως του 19ου αιώνα.
Τέλος, η σύγχρονη εικόνα της περιοχής, παρά τις όποιες φυσιολογικές γεωλογικές μεταβολές έχει υποστεί κατά τη διάρκεια των αιώνων, και από την τεχνητή αποξήρανση της Αχερουσίας λίμνης, αποτελεί τον αψευδέστερο μάρτυρα που επιβεβαιώνει τις αρχαίες πηγές και αποδεικνύει ότι το Νεκρομαντείο στό οποίο αναφέρεται ο Όμηρος βρισκόταν χωρίς αμφιβολία στην περιοχή του Φαναρίου, η οποία εξακολουθεί να διατηρεί σε γενικές γραμμές τη χαρακτηριστική με το ποτάμιο σύστημα γεωμορφολογική κατάσταση της αρχαιότητας. Βέβαια παρ’ όλες τις ομοιότητες παρατηρούνται και κάποιες σημαντικές διαφορές. Αυτές προκλήθηκαν φυσιολογικά ύστερα από το πέρασμα τόσων αιώνων και εντοπίζονται μετά από γεωλογικές μελέτες και παρατηρήσεις αλλά και μέσω της σύγκρισης των διαφόρων πηγών μεταξύ τους και εν συνεχεία την αντιπαράθεση με τη σύγχρονη εικόνα. Κατά μία άποψη, η αρχαία κοίτη του Αχέροντα έρρεε ανατολικότερα από τη σημερινή και ο ποταμός περνούσε περίπου 4,5 Km μακριά από το ιερό για να χυθεί τελικά στην Αχερουσία λίμνη. Σήμερα όμως, σε έναν απλό μελετητή αποτελεί βέβαιη ταλαιπωρία η γεωγραφική περιγραφή των παραποτάμων και των καναλιών του Αχέροντα.
Μυκηναϊκές εγκαταστάσεις στην περιοχή: Πέραν του Νεκρομαντείου του Αχέροντα, στην περιοχή έχουν ανασκαφεί και μελετηθεί Μυκηναϊκές εγκαταστάσεις του 14ου αιώνα πΧ. Η κυριότερη είναι αρχαία πόλη Έφυρα ή Εφύρα (Ephyra) που βρίσκεται 500m βόρεια του Νεκρομαντείου στον ίδιο λόφο Ξυλόκαστρο. Η πρόσβαση γίνεται από το Μεσοπόταμο πριν την οδό προς Νεκρομαντείο αριστερά και μετά κυκλικά στο λόφο. Δεύτερος οικισμός είναι η Αρχαία Τορύνη (Toryne) που βρέθηκε σε ανασκαφές στην θέση Κίπερι ανατολικά της Πάργας. Οι πρώτες υποτυπώδεις ανασκαφές είχαν γίνει επί εποχής του Σωτήριου Δάκαρη. Ήδη γίνονται ανασκαφές στην Εφύρα από την ΛΓ Εφορεία αρχαιοτήτων Πρέβεζας και ανακοινώθηκε ήδη ανασκαφική έρευνα και στην αποικία των Ηλείων Πανδοσία στό Καστρί Φαναρίου. (Ημερίδα ΛΓ ΕΠΚΑ στη Θεοφάνειο αίθουσα Πρέβεζας, 2007).
Πως ανακαλύφθηκε το Νεκρομαντείο του Αχέροντα: Μετά την πυρπόληση του Αρχαίου Νεκρομαντείου από τους Ρωμαίους (Αιμίλιος Παύλος) το 167 πΧ, κάηκαν όλα τα ξύλινα στοιχεία του, η οροφή έπεσε και σταδιακά ο χώρος εγκαταλείφθηκε και μπαζώθηκε από τη φθορά του χρόνου. Τον 18ο αιώνα μΧ κτίσθηκε πάνω στα μπαζωμένα πλέον ερείπια ο Ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Μέχρι το έτος 1950 οι Αρχαιολόγοι ενώ είχαν άφθονο ιστορικό υλικό από την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, ΔΕΝ γνώριζαν που είναι ακριβώς το Νεκρομαντείο. Μάλιστα επικρατούσε η άποψη ότι πρόκειται για «παραμύθι» του Ομήρου και των άλλων συγγραφέων της αρχαιότητας. Κάτι ανάλογο δηλαδή με τον Ερρίκο Σλίμαν και την ανακάλυψη της Τροίας. Πίστευαν ότι η Τροία είναι παραμύθι. Βέβαια υπάρχει ασπρόμαυρη φωτογραφία του έτους 1900 που δείχνει τμήμα των πολυγωνικών τοιχών του περιβόλου του Νεκρομαντείου, αλλά προφανώς είτε λόγω Τουρκοκρατίας οι αρχαιολόγοι ήταν είδος εν ανεπαρκεία, είτε οι αρχαιολόγοι δεν ασχολήθηκαν τότε με το θέμα, είτε θεώρησαν ότι πρόκειται για συνήθη ερείπια της αρχαίας Εφύρας που βρίσκεται 500m βορειοτέρα. Τελικά οι αρχαιολογικές ανασκαφές του 1958-1964 και 1976-1977, υπό τον αείμνηστο καθηγητή αρχαιολογίας Σωτήριο Δάκαρη, έφεραν στο φως το Αρχαίο Νεκρομαντείο, το οποίο βρισκόταν ακριβώς κάτω από το Ναό του Ιωάννου Προδρόμου του Βαπτιστή στο λόφο Ξυλόκαστρο. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως μια απίστευτη χωροταξία του αρχαίου ιερού που ταιριάζει επακριβώς στις αρχαίες περιγραφές των κλασσικών κειμένων και μάλιστα βρέθηκαν αρκετά κινητά ευρήματα όπως οι καστάνιες ανάσπασης ειδώλων, τεράστιας αρχαιολογικής σημασίας.
Πρωτεργάτης της ανεύρεσης του Αρχαίου Νεκρομαντείου θεωρείται ένας απλός δάσκαλος από την Παραμυθιά, πού υπηρετούσε στην περιοχή Φαναρίου, ο αείμνηστος Κώστας Μουσελίμης, ένας ερασιτέχνης ‘’Ερρίκος Σλήμαν’’ εκείνης της εποχής. Ο Κώστας Μουσελίμης όπως γράφει στα εκδοθέντα απομνημονεύματά του, ‘’κατάφερε μετά από πολλές προσπάθειες να πείσει τον καθηγητή αρχαιολογίας Δάκαρη ότι το Νεκρομαντείο είναι πάνω στο λόφο, ενώ ο καθηγητής θεωρούσε ότι βρίσκεται στις λάσπες του ποταμού, στις όχθες της Αχερουσίας λίμνης». Τελικά ο αείμνηστος Σωτήριος Δάκαρης πείσθηκε επιτέλους να προβεί σε ανασκαφές στο βράχο του Αγίου Ιωάννη στο Μεσοπόταμο. Ανεκτίμητη θεωρείται και η βοήθεια και κατοίκου του Μεσοπόταμου γεωργού αείμνηστου Λουκά Βασιλείου ο οποίος πληροφόρησε τον Κώστα Μουσελίμη αλλά και τον Καθηγητή Σωτήριο Δάκαρη περί της τοποθεσίας των αρχαιοτήτων. Ο ίδιος ο Κώστας Μουσελίμης όπως γράφει στο βιβλίο του ‘’παρέδωσε αυτοπροσώπως από το 1958 μέχρι το 1976, τουλάχιστον 7 τεμάχια πήλινα ευρήματα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων και όχι μόνο δεν πήρε δραχμή ως εύρετρα, αλλά του υπεβλήθη και μήνυση για αρχαιοκαπηλία’’! Ευτυχώς και προς τιμήν του ο τότε εισαγγελέας Πρεβέζης τον απάλλαξε με βούλευμα και τον συνεχάρη για τις πράξεις του.
Ιστορία των ανασκαφών στο Νεκρομαντείο (1958-1964 και 1976-1977): Στο λόφο Ξυλόκαστρο του Αγίου Ιωάννη, όπου βρίσκεται το ελληνικό Νεκρομαντείο, εντοπίστηκαν προϊστορικά ευρήματα κατά τις ανασκαφές που έγιναν εκεί από τη δεκαετία του 1960 και εξής από τον Σωτήριο Ι. Δάκαρη. Οι ανασκαφές στην κορυφή του βράχου κατά τα έτη 1953-64 και 1976-1977 διεξήχθησαν από τον Σωτήριο Ι. Δάκαρη για λογαριασμό της ‘’Αρχαιολογικής Εταιρείας’’. Αναστηλωτικές εργασίες στο νεκρομαντείο πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1975, 1976, 1977 και 1978. Η ύπαρξη πολλών ευρημάτων στην περιοχή του Νεκρομαντείου και στη διπλανή Εφύρα δείχνει τη χρήση του χώρου από τους Υστεροελλαδικούς χρόνους (τέλη Εποχής του Χαλκού). Τα ευρήματα σε σχετίζονται με τη λατρεία του “Άδη” και το Νεκρομαντείο. Η εξαφάνιση των προϊστορικών λειψάνων οφείλεται στις εκτεταμένες εργασίες ισοπέδωσης της κορυφής του λόφου για την εγκατάσταση του ελληνιστικού νεκρομαντείου. Είναι πιθανόν να υπήρχε εδώ προϊστορικός οικισμός. Εάν υπήρχε και ομηρικό ή αρχαϊκό ιερό, αυτό μπορεί να ήταν μια απλή σπηλιά στο χώρο όπου λαξεύτηκε αργότερα η υπόγεια αίθουσα του Νεκρομαντείου (Ιερά Κρύπτη). Η περιοχή του Νεκρομαντείου αναφέρεται στην Οδύσσεια (κ,λ ραψωδίες) –‘’Νέκυια’’- όπου περιγράφεται κατάβαση στον Άδη ενός θνητού. Το γεγονός αυτό ενισχύει την υπόθεση χρήσης της θέσης κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Στο χώρο του ιερού βρέθηκαν επίσης κεραμικά και λίθινα ευρήματα της Νεολιθικής εποχής. Είναι λοιπόν πιθανό να υπήρχε και κατοίκηση πριν την Εποχή του Χαλκού. Εκατό μέτρα νότια του ιερού του Άδη (Νεκρομαντείο) εντοπίστηκε μυκηναϊκό εγχειρίδιο της περιόδου ΥΕ ΙΙΙ Β-Γ1. Κατά τον Σωτήριο Ι. Δάκαρη ο τύπος αυτός είναι αγαπητός στην Ήπειρο. Το εύρημα συνδυάζεται με το θολωτό τάφο στην θέση Κίπερι Πάργας όπου βρέθηκε ο οικισμός αρχαία Τορύνη και επίσης με τα προϊστορικά ευρήματα της αρχαίας Εφύρας. Φαίνεται λοιπόν ότι στο λόφο Ξυλόκαστρο υπήρχε Μυκηναϊκή αποικία. Στη θέση της Εφύρας προϋπήρχε ανοιχτός οικισμός της Πρωτοελλαδικής και Μεσοελλαδικής περιόδου (η αρχαία ‘’Κίχυρος’’), όπως δείχνουν τα όστρακα τύπου ΙΙ και ΙΙΙ που βρέθηκαν εκεί. Κατά τον 14ο αι. ή 13ο αι. π.Χ. εγκαταστάθηκαν εδώ Μυκηναίοι άποικοι, οι οποίοι τείχισαν το χώρο και δημιούργησαν την αρχαία Εφύρα. Η Μυκηναϊκή αυτή αποικία τειχίστηκε με κυκλώπειο τείχος περιμέτρου 1.120 m. και εμβαδού 4,24 εκταρίων και φαίνεται να εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 13ου - αρχές 12ου αι. π.Χ. λόγω της εισβολής βορειοδυτικών φύλων. Στο χώρο της ακρόπολης δημιουργήθηκαν τύμβοι, μετά την εγκατάλειψη του οικισμού. Οι ανασκαφές στην Εφύρα έφεραν σε φως 3 περιβόλους, αποθήκες, εργαστήρια και άλλα οικοδομικά λείψανα. Είναι βεβαιωμένη η χρήση του χώρου από τα υστερομυκηναϊκά έως και τα ελληνιστικά χρόνια, αλλά υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για εκμετάλλευση του χώρου και κατά την Μεσοελλαδική και Πρωτοελλαδική περίοδο. Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα ήταν το πιο φημισμένο νεκρομαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Τα περισσότερα ευρήματα αντιπροσωπεύουν την εποχή της μεγάλης ακμής του στο 3ο και 2ο αιώνα π.Χ. Υπάρχουν όμως και ευρήματα του τέλους του 4ου αιώνα πΧ ή των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ. Στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. σημειώθηκαν προσθήκες. Ο χώρος της αυλής κατοικήθηκε και πάλι τον 1ο αι. π.Χ. Ο Ηρόδοτος βεβαιώνει τη λειτουργία του ιερού στον 8ο αιώνα π.Χ. που επιβεβαιώνεται και από τα πήλινα ειδώλια της Περσεφόνης και τη σχετική ραψωδία της Οδύσσειας. Μερικά μυκηναϊκά όστρακα και ένα μυκηναϊκού τύπου χάλκινο ξίφος πού βρέθηκαν εκεί οδηγούν σαφώς στο 13ο αιώνα π.Χ. και δηλώνουν άμεση σχέση κάποιου προϋπάρχοντος ιερού με την Εφύρα.
Κτιριακή Περιγραφή του Νεκρομαντείου: Τα ερείπια του Νεκρομαντείου της Εφύρας, όπως προαναφέρθηκε, βρίσκονται στό χωριό Μεσοπόταμος Πρέβεζας, 150m νοτιότερα από τη συμβολή των ποταμών Αχέροντα, Κωκυτού και Βουβού. Οι ανασκαφές εδώ στην κορυφή του βράχου που βρισκόταν το παλιό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή των αρχών του 18ου αιώνα, έφεραν στο φως το αρχαίο αυτό φημισμένο Νεκρομαντείο. Σχεδόν το μισό Νεκρομαντείο του Αχέροντα βρίσκεται κάτω από το Μοναστήρι και χρειάστηκαν ειδικές στηρίξεις με σκυρόδεμα (μπετόν) για να συνεχιστούν τα έργα των ανασκαφών από τον Σωτήριο Δάκαρη. Για την κατασκευή του Νεκρομαντείου στην αρχαιότητα, χρειάστηκε να ισοπεδωθεί ο βράχος σε μεγάλη έκταση με λατόμευση. Πιθανότατα, στον ίδιο χώρο προϋπήρχε προγενέστερο Ιερό των Μυκηναϊκών χρόνων. Ίσως να ήταν μια πιο απλούστερη κατασκευή και να βασιζόταν σε κάποια προϋπάρχουσα σπηλιά. Ένας πολυγωνικός ορθογώνιος περίβολος, διαστάσεων 62,40m Χ 46,30m. με είσοδο στη βόρεια πλευρά, περιβάλλει ένα τετράγωνο κτίριο, το κυρίως ιερό, με πλευρές μήκους 22m. Οι εσωτερικοί τοίχοι του, με ωραία πολυγωνική τοιχοδομία έχουν υπερβολικό πάχος (3,30m) και σώζονται σε ύψος 3,30m. Ψηλότερα, οι τοίχοι ήταν χτισμένοι με χοντρά ψημένα τούβλα και ξυλοδεσιές και με χρήση πηλού για συνδετική ύλη. Το κτίριο αυτό χωρίζεται σε δύο παράλληλους τοίχους σε μια κεντρική αίθουσα διαστάσεων 15m Χ 4,25 m. και δύο πλάγια κλίτη, που χωρίζονται πάλι με ενδιάμεσους τοίχους σε τρία δωμάτια που επικοινωνούν μεταξύ τους και με το κεντρικό κλίτος. Κάτω από την κεντρική αίθουσα βρίσκεται μία ισομεγέθης υπόγεια αίθουσα (υπόγεια ‘’Ιερά Κρύπτη’’), λαξευμένη στο βράχο πιθανόν στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προϊστορική λατρεία.. Η λεγόμενη “Ιερά Κρύπτη” (Sacred Crypt) είναι το σκοτεινό Ανάκτορο της Περσεφόνης και του Άδη. Δεκαπέντε πώρινα τόξα (από πωρόλιθο (porous stone) στηρίζουν την οροφή αυτής της υπόγειας κρύπτης. Η τοξωτή αυτή οροφή του υπογείου της Ιεράς Κρύπτης αποτελεί και το δάπεδο της κυρίας αίθουσας του Νεκρομαντείου. Δεν αποκλείεται στο χώρο αυτό κρυμμένοι ιερείς του Νεκρομαντείου (μάντεις) να απήγγειλαν ψαλμούς ή άλλα κείμενα, οι ήχοι των οποίων να μεταδίδονταν με αντίλαλο στην άνω κύρια αίθουσα από δύο οπές, και οι ήχοι αυτοί να παρουσιάζονταν από τους άλλους Ιερείς του Ισογείου ως δήθεν φωνές των νεκρών που “ανακαλούντο” από τον “Κάτω Κόσμο” υπό μορφή μιας καλοστημένης απάτης. Δεν είναι γνωστό αν όλοι οι χρηστηριαζόμενοι επισκέπτες κατέβαιναν στην Ιερά Κρύπτη, ή αν κατέβαιναν ολίγοι και εκλεκτοί, “ευρύτατα μυημένοι”, ή αν ουδείς επισκέπτης κατέβαινε κάτω, και αν ο χώρος ήταν προσβάσιμος μόνο στους Ιερείς. Το σημερινό κτίριο του Νεκρομαντείου χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους, ειδικότερα στο τέλος του 4ου με αρχές 3ου αι. π.Χ. Στο τέλος του 3ου αι. π.Χ. προστέθηκε δυτικά του αρχικού ιερού ένα συγκρότημα με μια κεντρική αυλή γύρω από την οποία υπήρχαν δωμάτια και αποθήκες.
Αξιοπρόσεκτη είναι η τριμερής διάρθρωση του οικοδομήματος που υπέβαλλε τη ζοφερή ιδέα του Κάτω Κόσμου. Η σωματική και ψυχική δοκιμασία κατά την πολυήμερη παραμονή των επισκεπτών προσκυνητών στα σκοτεινά δωμάτια του νεκρομαντείου, η απομόνωση, οι μαγικές πράξεις, οι προσευχές και οι επικλήσεις, η περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους, η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών δημιουργούσαν στον προσκυνητή την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση. Σε αυτό συνέτεινε πολύ η ειδική δίαιτα, στην οποία υποβάλλονταν ο προσκυνητής. Στην αυλή έμπαινε κανένας από τη βόρεια είσοδο. Από εκεί ο επισκέπτης περνούσε στο βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αυτές είναι οι περίφημες “Πύλες του Άδη” (Hades Gates). Η πρώτη “Πύλη” σώζεται μόνο στη βάση της, η δεύτερη “Πύλη του Άδη” σώζεται μερικώς και η “Τρίτη Πύλη του Άδη” σώζεται και έχει αποκατασταθεί πλήρως κατά τη διάρκεια των αναστυλώσεων από τον Σωτήριο Δάκαρη. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας, που χρησίμευαν για τη φιλοξενία των προσκυνητών.
Πως λειτουργούσε το Νεκρομαντείο: Οι προσχώσεις των ποταμών Αχέροντα, Κωκυτού (Μαύρου) και Πυριφλεγέθοντος (Βωβού), συνέτειναν στον σχηματισμό έλους κι αργότερα της λίμνης Αχερουσίας που σήμερα έχει αποξηρανθεί. Η ύπαρξη του βράχου του Αγίου Ιωάννη με τη σπηλιά στα βορειοδυτικά της λίμνης, στη συμβολή των τριών ποταμών, ήταν ιδανική για το στήσιμο τού ιερού μνημείου πού σήμερα αποκαλούμε Νεκρομαντείο. Είναι βέβαιο ότι του ελληνιστικού Νεκρομαντείου προηγείται κάποιο άλλο ιερό της Μυκηναϊκής Εφύρας στό ίδιο σημείο, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία γι αυτό. Επίσης πέραν των πηγών της κλασσικής γραμματείας (Όμηρος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Λουκιανός, Στράβων, κλπ) και των απεικονίσεων αγγείων, δεν έχουμε άλλα στοιχεία πού να μας περιγράφουν ΠΩΣ ακριβώς λειτουργούσε αυτό το Νεκρομαντείο. Είναι βέβαιο ότι διέφερε σε πολλά σημεία από το Μαντείο των Δελφών και το Μαντείο της Δωδώνης, διότι εκεί σκοπός ήταν η λήψη χρησμού από τους “μαστουρωμένους” ιερείς και ιέρειες με τη χρήση ψυχοτρόπων βοτάνων.
Στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα ισχύει κάτι πρωτόγνωρο. Οι επισκέπτες πιστοί συμμετέχουν στη διαδικασία ως «χρηστηριαζόμενοι» και πιστεύουν «ότι έρχονται σε επαφή με τις ψυχές των νεκρών». Βέβαια όπως αποδείχθηκε το Νεκρομαντείο ήταν μια «καλοστημένη επιχείρηση εξαπάτησης των πιστών» προφανώς με οικονομικό όφελος (οβολός, χοές, αφιερώματα, ζώα, κλπ). Το Νεκρομαντείο ήταν πιο εύκολο προσιτό από το μέρος της θάλασσας (Ιόνιο Πέλαγος). Ο προσκυνητής που ερχόταν από τη νότια Ελλάδα, όταν περνούσε το ακρωτήριο Λευκάτας στη νότια άκρη της Λευκάδας, είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν στη χώρα των νεκρών. Όταν έφτανε στις εκβολές του Αχέροντα, στη χώρα των “Χειμερίων”, ανέπλεε, όπως και σήμερα, από τις εκβολές του Αχέροντα στη σημερινή Αμμουδιά με ένα πλοιάριο τον Αχέροντα, που τον περιστοίχιζαν καλαμιώνες, ιτιές και λεύκες, το λεγόμενο “Άλσος, ή Δάσος της Περσεφόνης”.`Υστερα αποβιβαζόταν στη βόρεια όχθη της Αχερουσίας λίμνης. Από μακριά ατένιζε με δέος τον τεφρό βράχο, στην κορυφή του οποίου υψωνόταν επιβλητικό, σκυθρωπό και περίκλειστο σαν φρούριο, το ιερό του Άδη, το Νεκρομαντείο. Τέλος, ανέβαινε με τα πόδια τον αιχμηρό λόφο του Αγίου Ιωάννη και από τη βορειοανατολική πύλη έμπαινε στην αυλή του ιερού, αναμένοντας την πολυήμερη δοκιμασία που τον περίμενε. Σε αυτό το Ιερό Νεκρομαντείο του Αχέροντα κατέφευγαν οι αρχαίοι Έλληνες, προσφέροντας χοές (σπονδές, προσφορές) στους νεκρούς για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές και να πάρουν διάφορες πληροφορίες, μετά από κατάλληλη προετοιμασία στην οποία υποβάλλονταν απ' τους ιερείς του Μαντείου. Η προσέγγιση του Νεκρομαντείου γινόταν από τη θάλασσα με πλοία (από το Ιόνιο πέλαγος, στο χωριό Αμμουδιά, και στη συνέχεια διά του πλωτού Αχέροντα και της Αχερουσίας λίμνης στό λόφο Ξυλόκαστρο). Η σωματική και ψυχική δοκιμασία κατά την πολυήμερη παραμονή στα σκοτεινά δωμάτια του νεκρομαντείου, η απομόνωση, οι μαγικές πράξεις, οι προσευχές και οι επικλήσεις, η περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους, η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών δημιουργούσαν στον προσκυνητή την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση. Σε αυτό συνέτεινε πολύ η ειδική δίαιτα, στην οποία υποβάλλονταν ο προσκυνητής. Βέβαια το κύριο στοιχείο της επιτυχίας της λειτουργίας εξαπάτησης πιστών του Νεκρομαντείου ήταν η χρήση ανάσπαστρου γραναζιών (καστάνιες) με ανερχόμενα και κατερχόμενα είδωλα πού “εμφανίζονταν από το τίποτα” στους ήδη “προϊδεασμένους” πιστούς.
Το κυρίως Ιερό του Νεκρομαντείου είναι ένα τετράγωνο κτίριο με πλευρές 22m μήκους. Περιλαμβάνει κυρίως αίθουσα, διαδρόμους, δωμάτια υποδοχής και προσωπικού, δωμάτια προετοιμασίας, αποθήκες στις οποίες διασώθηκαν πιθάρια με τις προσφορές των επισκεπτών, τον λαβύρινθο και το καθαυτό “Κυρίως Ιερό”, όπου δίνονταν οι χρησμοί. Είναι ακόμη άγνωστη η χρήση της “Ιεράς Κρύπτης”, του υπογείου δηλαδή του Νεκρομαντείου. Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την περιγραφή του Ομήρου στην 10η και 11η ραψωδία της Οδύσσειας, στό Νεκρομαντείο του Αχέροντα βρισκόταν η “Είσοδος στον Κάτω Κόσμο” και εδώ λάτρευαν την Περσεφόνη τη χθόνια θεά. Είναι άγνωστες οι πρώτες ρίζες της λατρείας της Περσεφόνης και του θεού Άδη στον Αχέροντα ποταμό, όπως και η αιτία που την δημιούργησαν. Οι ανασκαφές στό Νεκρομαντείο έδωσαν διάφορα ευρήματα της δεύτερης ή και της τρίτης χιλιετηρίδας πΧ, που αποδεικνύουν την εγκατάσταση στην περιοχή ενός ντόπιου οικισμού, της Κιχύρου, που οι κάτοικοί της λάτρευαν τη χθόνια θεά Περσεφόνη. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι τα χάσματα γης, οι σπηλιές, τα βαθιά φαράγγια (χαράδρες, Canyons), ήταν είσοδοι που οδηγούσαν τις ψυχές στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο των νεκρών. Οι ψυχές ήταν όμοιες με σκιές, με «είδωλα καμόντων» (φάσματα νεκρών). Ελευθερωμένες οι ψυχές από το φθαρτό γήινο περίβλημα είχαν υπεράνθρωπες ιδιότητες και μπορούσαν να προϊδούν το μέλλον. Τους έλειπε όμως η συνείδηση γιατί δεν είχαν ούτε αίμα, το στοιχείο της ζωής, ούτε σάρκα και ήταν συχνά εκδικητικές, ιδίως οι ψυχές των νέων και των «βιαιοθανάτων», αυτών δηλαδή που έφυγαν πρόωρα και βίαια από τον κόσμο τούτο και στερήθηκαν τη χαρά της ζωής. Η επαφή των θνητών με τους νεκρούς δεν ήταν χωρίς κίνδυνο υποτίθεται. Γι' αυτό οι “χρηστηριαζόμενοι” έπρεπε να προετοιμασθούν σωματικά και ψυχικά, να υποβληθούν σε καθιερωμένη δίαιτα, σε λουτρά και προσευχές και να εξευμενίσουν τις ψυχές των νεκρών με προσφορές (χοές), μέλι , γάλα, νερό και κρασί, και ιδίως με αίμα από τα θυσιαζόμενα ζώα. Πίνοντας από τις χοές οι ψυχές αποκτούσαν συνείδηση εξευμενίζονταν και μπορούσαν να αποκαλύψουν το μέλλον. Αλλά και αυτοί που είχαν έρθει σε επαφή με τους νεκρούς μολύνονταν από το “μίασμα του θανάτου”. Όταν πλησιάζουν τους νεκρούς σιωπούν για να μη χάσουν τη φωνή τους, και φεύγοντας υποβάλλονται σε καθαρμό, όπως η Άλκηστις στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη που χρειάζεται τριήμερο “αφαγνισμό” (καθαρμό) για να καθαρθεί από το μόλυσμα του θανάτου και να αποκτήσει συνείδηση. Στην Οδύσσεια, ο Οδυσσέας καίει θειάφι για να καθαρίσει το παλάτι από το μίασμα του θανάτου, ύστερα από το φόνο των μνηστήρων. Το έθιμο αυτό μεταφέρθηκε μέχρι τον εικοστό αιώνα. Την εποχή 1960 υπήρχε το έθιμο σε κατοίκους της Ηπείρου, όταν επέστρεφαν από κηδεία να πλένουν τα χέρια τους και το πρόσωπό τους και μετά να ρίχνουν νερό βρύσης στη ράχη τους τρεις φορές για να “διώξουν το μίασμα του θανάτου’’. Το ίδιο έθιμο υπήρχε και στην Αλβανία τόσο στην Ελληνοχριστιανική μειονότητα όσο και στόν Αλβανικό πληθυσμό με Ισλαμική παράδοση, στις πόλεις Sarande και Fier. Είναι ενδιαφέρον ότι στη Νότια Αλβανία όπου διαβιοί Ελληνική μειονότητα, αποκαλούν τα δημοτολόγια ‘’ψυχόμετρα’’ αλλά και στην Ελληνική λογοτεχνία αναφέρεται ο όρος “ψυχομέτρι” που σημαίνει πλήθος ανθρώπων (Κώστας Βάρναλης: “άρχισε να μαζεύεται από ρούγες και δημοσιές μεγάλο ψυχομέτρι”).
Πανάρχαιες λαϊκές δοξασίες, που οι ρίζες τους χάνονται στο σκοτάδι της προϊστορίας, είχαν συνδεθεί με την πίστη ότι οι λίμνες και τα ποτάμια, που συχνά εξαφανίζονται μυστηριωδώς από τα έγκατά της, ήταν ο δρόμος που οδηγούσε στον Κάτω Κόσμο και ακολουθούσαν οι ψυχές των νεκρών. Στην πίστη αυτή πρέπει να οφείλονται η συσχέτιση του Αχέροντα και της Αχερουσίας με τους νεκρούς, όπως και η τοποθέτηση της λατρείας του Άδη και του Νεκρομαντείου σε μια σπηλιά του βράχου, κοντά στη συμβολή του Κωκυτού στον Αχέροντα ποταμό, στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης. Η αρχαία παράδοση αναφέρει πολλά τέτοια ιερά και Νεκρομαντεία, όπως του Ποσειδώνα στο ακρωτήριο Ταίναρο, στην Κύμη της Ιταλίας, στην Ερμιόνη της Αργολίδας, στην Κορώνεια της Βοιωτίας, στην Ηράκλεια του Πόντου κλπ. Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική αλλά και σωματική προετοιμασία. Έτρωγε χοιρινό κρέας, κουκιά, φάβα, κριθαρένιο ψωμί, στρείδια, και άλλα θαλασσινά, δηλαδή τροφές που σχετίζονται με τα νεκρόδειπνα και τους νεκρούς, κι έπινε γάλα, μέλι και νερό. Υποβαλλόταν σε πράξεις εξαγνισμού και μαγείας, άκουγε από τον ιερέα-οδηγό θαυμαστές διηγήσεις, προσευχές και επωδούς, ακατάληπτες δεήσεις προς τους υποχθόνιους δαίμονες κι έκανε λουτρά στο παρακείμενο δωμάτιο για “να καθαρθεί” και να μείνει αλώβητος από την επικίνδυνη επαφή του με τα “φάσματα” των νεκρών. Πριν περάσει στον ανατολικό διάδρομο, έριχνε προς τα δεξιά του σ' ένα λιθοσωρό μια “πέτρα αποτρόπαια” ή “αναθηματική λίθος” (βρέθηκε και σώζεται αυτός ο λιθοσωρός από τους αρχαιολόγους), για να απομακρύνει την “κακή επήρεια”, κι έκανε μια συμβολική πράξη καθαρμού πλένοντας τα χέρια του σ' ένα μεγάλο πιθάρι γεμάτο με νερό (λουτήρ, λουτήριο) που βρισκόταν αριστερά της “Τρίτης Πύλης του Άδη”. `Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελική προετοιμασία. Άγνωστο πόσο χρόνο παρέμεινε εκεί. Οπωσδήποτε όμως η δίαιτα θα ήταν αυστηρότερη, οι μαγικές πράξεις συχνότερες, η δοκιμασία μεγαλύτερη και η ψυχική κατάσταση περισσότερο ταραγμένη, μέσα στην απόλυτη απομόνωση και στη σιγή. `Όταν τέλος έφτανε η κρίσιμη στιγμή της δήθεν επικοινωνίας με τους νεκρούς, έμπαινε ο προσκυνητής μαζί με τον ιερέα-οδηγό στον ανατολικό διάδρομο, έχοντας μαζί του τις προοριζόμενες για τις χοές και τις θυσίες προσφορές (ζώα, αρνιά, κατσίκια, απαραίτητα για … τους ιερείς). Στο διάδρομο θυσίαζε ένα πρόβατο μέσα σε λάκκους, που βρέθηκαν στις ανασκαφές με λείψανα ανθράκων και καμένα οστά ζώων. `Ύστερα περνούσε στο λαβύρινθο, ένα δαιδαλώδη διάδρομο που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της περιπλάνησης του στους σκοτεινούς δρόμους του Άδη. Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες σιδηρόφρακτες, όσες και οι “Πύλες του `Άδη”, με μεγάλα σιδερένια καρφιά, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Εκεί, στο λαβύρινθο, φαίνεται ότι προσέφερε το κριθάλευρο (τα “άλφιτα”), γιατί στο δάπεδο βρέθηκαν πλήθος από ευρύστομα αγγεία, κυρίως λεκάνες κατάλληλες για τις στερεές προσφορές, και μερικά λυχνάρια. Τέλος, περνώντας την τελευταία “Τρίτη Πύλη του Άδη”, ασφαλισμένη σήμερα με μια σύγχρονη σιδερένια πόρτα που απομιμείται τις αρχαίες Πύλες, έφτανε στην κεντρική αίθουσα. Εκεί έριχνε ακόμη ένα δεύτερο αποτρόπαιο λιθάρι, κι έχυνε στο λίθινο δάπεδο τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον “Αϊδωνέα” και την “Περσεφόνη”, που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του.
Το όνομα “Αϊδωνεύς” στα λεξικά αποδίδεται στον ίδιο τον “Άδη”, αλλά και σε μυθικό βασιλιά των Μολοσσών. Πιθανότατα ο θεός “Αϊδωνεύς” της Μυθολογίας προφανώς προέρχεται από τις πολλές αηδονοφωλιές και αηδόνια που και σήμερα υπάρχουν στα δένδρα του πλωτού Αχέροντα, και με παράφραση του όρου μετατράπηκε αργότερα σε “Αηδονεύς” και “Αηδονάτος” και τελικά σε “Άγιος Δονάτος”!!! Σήμερα στό Δήμο Φαναρίου υπάρχουν δύο χωριά με παραπλήσιο όνομα, η Αηδονιά και το Αηδόνι, αρκετοί δε κάτοικοι ονομάζονται στο μικρό τους όνομα “Δονάτος”. Ο Δονάτος ήταν Επίσκοπος Καρχηδόνας τον 4ο αιώνα μΧ, αρχηγός της αιρέσεως των Δονατιστών και το ίδιο όνομα φέρουν μεταγενέστεροι Άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Λεξικό Τεγόπουλου Φυτράκη, Αθήνα 1998). Ο Άγιος Δονάτος είναι ο Πολιούχος της Πόλης της Παραμυθιάς. Έζησε την εποχή της βασιλείας του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου και υπήρξε επίσκοπος της πόλης “Ευροίας” που ήταν μια από τις 12 πόλεις της Ηπείρου και ήταν χτισμένη στην θέση όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Χόικα.
Σ' όλη τούτη τη διαδρομή ο οδηγός ιερέας δεν έπαυε να επικαλείται, σύμφωνα με τον Λουκιανό, τις ψυχές των νεκρών, τη νυχτερινή “Εκάτη” και τη φοβερή “Περσεφόνη”, ανακατώνοντας μερικά ακατανόητα βαρβαρικά και χωρίς σημασία ονόματα και λέξεις πολυσύλλαβες. Στην αίθουσα βρισκόταν το τέλος της πορείας, εκεί όπου θα εμφανίζονταν τα είδωλα των νεκρών για να “επικοινωνήσουν” με τους χρηστηριαζόμενους. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκαν σωροί από κουκιά, (εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων) μια μικρόσπερμη ποικιλία, όμοια μι τα αιγυπτιακά φούλια και αρκετά λούπινα (λαθούρια). Τα κουκιά αυτά έχουν τοξικές ιδιότητες κι όταν τρώγονται προκαλούν αέρια, δυσπεψία, άμβλυνση αισθήσεων που φθάνει μέχρι ζάλης και παραισθήσεων με αιματολογικά σύνδρομα (πιθανώς κυαμίαση - κυάμωση δηλαδή αιμολυτική αναιμία σε ασθενείς πού τους λείπει το ένζυμο G6PD). Τις ίδιες ενέργειες προκαλούν και τα λούπινα, οι αρχαίοι θέρμοι, όταν τρώγονται χλωροί (λαθυρισμός = δηλητηρίαση από φάβα). Έτσι, με τη χαλάρωση των αισθήσεων, που έφτανε συχνά στο βαθμό της ζάλης και της ακαταληψίας, δημιουργούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επικοινωνία με τις ψυχές των νεκρών, γινόταν δηλαδή ένα είδος διατροφολογικού “μαστουρώματος”.
Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων, εκτός από πολλά άλλα ευρήματα, βρέθηκαν επίσης μια μάζα από σιδερένιους τροχούς κάποιας συσκευής (καστάνιες ανάσπαστρου), ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί τροχαλίας και καστανιέτες (Εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, στη θέση Λιθαρίτσια). Ανήκουν σ' ένα σύστημα μηχανής (τροχαλίας) που μπορούσε να ανεβάζει και να κατεβάζει ένα σημαντικό βάρος. Τούτο προκύπτει όχι μονάχα από τους δυνατούς τροχούς, αλλά κι από τα ανάσπαστρα (καστάνιες), τους τροχούς δηλαδή που σφάλιζαν την τροχαλία από την παλινδρόμηση. Ανάλογος μηχανισμός χρησιμοποιείται σήμερα από τους ψαράδες για να έλκουν τη βάρκα τους στην ξηρά. Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εμφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προορίζονταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας με τη βοήθεια του μεγάλου χάλκινου λέβητα. Για το σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν τους μυστικούς διαδρόμους, στους οποίους μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. `Όπως σημειώσαμε, οι τοίχοι ψηλότερα ήταν χτισμένοι με τούβλα, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μεταξύ των δύο εξωτερικών επιφανειών κάθε τοίχου σχηματίζονταν μέσα στο πάχος των τοίχων, διάδρομοι πλάτους 1,50 m έως 2,40 m. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή με τη βοήθεια της τροχαλίας κατέβαιναν κι ανέβαιναν τα σκηνοθετημένα είδωλα των νεκρών και “συνομιλούσαν” με τους χρηστηριαζόμενους (με τη φωνή των ιερέων φυσικά).
Φεύγοντας ο επισκέπτης φαίνεται ότι δεν ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο, για να μην συναντήσει τους άλλους επισκέπτες που διέμεναν στα δωμάτια του βόρειου διαδρόμου ή της αυλής, υπό το επίσημο πρόσχημα “να μην αποκαλύψει όσα είδε γιατί κινδυνεύει να πεθάνει”. Ανάλογη τακτική χρησιμοποιείται και σήμερα σε ορισμένους κινηματογράφους, όπου αλλού είναι η είσοδος και αλλού η έξοδος, υπό το πρόσχημα των μέτρων ασφαλείας, ενώ στην πραγματικότητα η τακτική αυτή αποσκοπεί στο να μην επηρεάσουν οι εξερχόμενοι αρνητικά τους αναμένοντες την είσοδο, όταν το κινηματογραφικό έργο δεν είναι καλό!!! Στη συνέχεια ο πιστός επισκέπτης “χρηστηριαζόμενος”, ήταν ανάγκη να καθαρισθεί από το «μίασμα των νεκρών» όπως η `Αλκηστις στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη.
Το Νεκρομαντείο έγινε γνωστό πανελληνίως απ' τον 5ο - 4ο π.Χ. αιώνα, και με πολλές πιθανότητες ίσως και πριν από το 1300 πΧ. Τελικά πυρπολήθηκε και καταστράφηκε απ' τους Ρωμαίους του στρατηγού Αιμίλιου Παύλου το 167 π.Χ. και εγκαταλείφθηκε οριστικά. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, οι Ρωμαίοι, θέλοντας να τιμωρήσουν τους Ηπειρώτες για τη συμμαχία τους με τον Περσέα, το βασιλιά της Μακεδονίας, και να εκδικηθούν για την εκστρατεία του Πύρρου κατά της Ιταλίας με ελέφαντες κλπ (“Πύρρειος Νίκη”, 280 π.Χ.) κατέστρεψαν εκ θεμελίων 70 τειχισμένες πόλεις της κεντρικής και νότιας Ηπείρου, τις περισσότερες Μολοσσικές και αποικίες των Ηλείων και αιχμαλώτισαν 150.000 ανθρώπους, τους οποίους οδήγησαν ως σκλάβους στη Νότια Ιταλία. Μεταξύ αυτών των πόλεων ήταν η Εφύρα (Νεκρομαντείο), η Κασσώπη, το Όρραον, η Ελάτρεια, το Βουχέτιον, η Πανδοσία, οι Βατίες, το Ανακτόριον, η Βερενίκη (αρχαία Πρέβεζα) κλπ. Η πυρπόληση του Νεκρομαντείου από τους Ρωμαίους είχε σαν αποτέλεσμα να καταρρεύσει η σκεπή και να καταπλακώσει πολυάριθμα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία διασώθηκαν σε άριστη κατάσταση. Αυτό απετέλεσε “θείο δώρο” για τον αρχαιολόγο Σωτήριο Δάκαρη και τους συνεργάτες του και κατ’ επέκτασιν για το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων όπου βρίσκονται σήμερα μάλλον αποθηκευμένα και λιγότερο εκτεθειμένα τα ευρήματα, κατά δε την άποψή μας σαφώς και πρέπει να μεταφερθούν προς έκθεση στό Νομό Πρέβεζας.
Μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου (31 πΧ) ίσως και νωρίτερα, με την εγκατάσταση Ρωμαίων εποίκων στην πεδιάδα του Αχέροντα και την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας Φωτικής, βόρεια της Παραμυθιάς, η δυτική πτέρυγα του Νεκρομαντείου κατοικήθηκε ξανά, όπως μαρτυρούν τα κεραμικά ευρήματα, ενίοτε με λατινικές επιγραφές, και τα δύο δωμάτια στη δυτική πλευρά της αυλής. Η σημερινή κατάσταση του Νεκρομαντείου μοιάζει με ένα μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο, όμοιο με μαυσωλείο. Πόσο συντηρητικά ήταν η παράδοση και τα νεκρικά έθιμα αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η περιγραφή της Οδύσσειας ήταν ο καλύτερος οδηγός για την ερμηνεία των δεδομένων της ανασκαφής του Σωτήριου Δάκαρη. Τα ίδια περίπου νεκρικά έθιμα εξακολούθησαν να τελούνται και στην εποχή του Λουκιανού, εννέα αιώνες αργότερα και πολλά από αυτά επιζούν μέχρι και σήμερα στις δοξασίες και τα νεκρικά έθιμα του ελληνικού λαού. Είναι αξιοπρόσεκτη η εσωτερική διάρθρωση του ιερού. Παντού υπάρχει η τριμερής διάρθρωση: Τρεις διάδρομοι, τρία τα δωμάτια της προετοιμασίας και επομένως τρεις οι φάσεις της μύησης, τρεις οι πύλες σε κάθε διάδρομο και στο λαβύρινθο, τρεις οι εσωτερικές διαιρέσεις του κυρίως ιερού και τρία τα δωμάτια στα δύο πλάγια κλίτη. Η τριμερής αυτή διαίρεση έχει σχέση με την παραμονή των χρηστηριαζομένων που υφίσταντο την προετοιμασία σε τρεις φάσεις, όπως και στα Καβείρια της Σαμοθράκης. Η όλη κατασκευή υπέβαλλε την ιδέα του Κάτω Κόσμου. Ο εισερχόμενος από το βόρειο διάδρομο, για να φτάσει στην αίθουσα των ειδώλων, στρεφόταν διαρκώς προς τα δεξιά, μέσα στο βαθύ σκοτάδι του Άδη. Η αποχώρηση, όπως σημειώσαμε, γινόταν από άλλο δρόμο, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
Τελικά, μετά τον 1ο αιώνα μΧ τα επόμενα 1600 χρόνια ο λόφος και τα ερείπια του Νεκρομαντείου σταδιακά επιχωματώθηκαν και εξαφανίσθηκαν κάτω από τη βλάστηση, όπως γίνεται συνήθως σε κάθε έρημο αρχαιολογικό χώρο. Στα τέλη του 17ου μ.Χ. προς τις αρχές του 18ου μΧ. αιώνα, πάνω στα επιχωματωθέντα ερείπια του Νεκρομαντείου κτίσθηκε η μονή του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, το καθολικό της οποίας σώζεται μέχρι σήμερα μαζί με ένα τμήμα μοναστηριού, η δε βάση του ναού έχει στηριχθεί με οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ). Το μόνο που φαινόταν το έτος 1900 ήταν κάποιοι ογκόλιθοι του εξωτερικού πολυγωνικού τοίχους, ώσπου το έτος 1950-1960 η οξυδέρκεια, η παρατηρητικότητα, η αγάπη προς τους αρχαίους συγγραφείς και η φαντασία ενός ερασιτέχνη αρχαιολόγου του δάσκαλου από τη Θεσπρωτία Κώστα Μουσελίμη, τον μετέτρεψε σε Έλληνα Ερρίκο Σλίμαν. Ήταν τέτοια η αγάπη αυτού του ανθρώπου προς την αρχαιολογία που όπως λένε “ήξερε απ’ έξω τον Όμηρο”. Αν και ο αείμνηστος Σωτήριος Δάκαρης, τον είδε αρχικά με “μισό μάτι” τελικά τον εκτίμησε βαθειά. Διατίθενται καταγραφές συνεντεύξεων κατοίκων του Ωρωπού Πρέβεζας, πού αναφέρουν ότι ο Σωτήριος Δάκαρης στις μελέτες που έκανε στην Αρχαία Ελάτρεια την εποχή 1963-1968 συνοδευόταν από τον Κώστα Μουσελίμη.
Τι έχουν γράψει και έχουν πεί για το Νεκρομαντείο και τον Αχέροντα:
1) Όμηρος: «Ενθα μεν εις Αχέροντα Πυριφλεγέθων τε ρέουσι Κώκυτος θ’, ος δή Στυγός ύδατος έστιν απορρώξ πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμών εριδούπων». (Ομήρου «Οδύσσεια» Κ 513-515)
2) Ακριβής μετάφραση: «Εκεί χύνονται στον Αχέροντα, ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός, που όπως είναι γνωστό ξεκινάει από τα νερά της Στυγός και εκεί υπάρχει βράχος και η συμβολή των δύο πολύκροτων ποταμών γίνεται εκεί»(Μετάφραση: Γεώργιος Σταματόπουλος, «Ελευθεροτυπία», 1994).
3) Ελεύθερη Μετάφραση: «Και συ στον Άδη πήγαινε τον καταραχνιασμένο, που μέσα στον Αχέροντα τρέχει ο Πυριφλογάτος, και ο Κωκυτός, απ’ τα νερά της Στύγας ξεκομμένος , κι οι βροντόλαλοι ποταμοί στον ίδιο βράχο σμίγουν».(Ομήρου Οδύσσεια: Μετάφραση, Ζήσιμος Σιδέρης, έκδοση ΟΕΔΒ, 1995 )
4) Ευριπίδης: «Ας ξέρει ο θεός του κάτω κόσμου , κι ο γέροντας νεκροπομπός, που κάνει στης βάρκας του κουμάντο το τιμόνι, και όλους τους νεκρούς ξεπροβοδίζει, μέσ’ από του Αχέροντα τη λίμνη, πως πέρασε στον Άδη μια γυναίκα, που όμοια της δεν εφάνηκε στον κόσμο». Ευριπίδη «Αλκηστις» (Ελεύθερη Μετάφραση: Λευτέρης Παπαδόπουλος»)
5) Σοφοκλής: «Από χορούς και τραγούδια, δεν ξέρει ο Χάρος». Σοφοκλής, «Αντιγόνη»
6) Λουκιανός: O κλασσικός ποιητής Λουκιανός, καταγόταν από τη Μεσοποταμία (σημερινή Συρία) και ήταν Ελληνόφων. Ένα από τα έργα του είναι το «Λουκιανού: Διάλογοι». Στο βιβλίο αυτό περιγράφεται η ιστορία του Μένιππου στον Άδη. Ο Κυνικός Φιλόσοφος Μένιππος επισκέφθηκε το Νεκρομαντείο, και αφού πήρε το πλοιάριο από τον Αχέροντα να τον μεταφέρει από τη θάλασσα στις όχθες της Αχερουσίας λίμνης στο Νεκρομαντείο, ή κατά την Μυθολογία αφού πήρε το βαρκάρη Χάροντα να τον μεταφέρει στον Άδη, αρνήθηκε να πληρώσει τον δέοντα οβολόν, και ο βαρκάρης εκνευρισμένος του λέει: Χάρων: «Απόδωσε ώ τρισκατάρατε τα Πορθμεία!». («κατέβαινε ρε καταραμένε τα ναύλα»). Μέννιπος: «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος» («τι να πάρεις απ’ αυτόν που δεν έχει;»). Χάρων: Οιδέ τις άνθρωπον οβολόν ουκ έχοντα; («ποιος δεν έχει ρε έναν οβολό σήμερα;»). Μέννιπος: «Ουκ οίδα. Αλλ’ εγώ ουκ έχω». («δεν ξέρω αλλά εγώ δεν έχω»). Ο διάλογος συνεχίζεται με απειλή ξυλοδαρμού από τον Χάροντα, και απάντηση με χιούμορ εκ μέρους του Μέννιπου ο οποίος απαντά στον Χάροντα: «Και τι θα μού κάνεις αν δεν σε πληρώσω; Θα με γυρίσεις πίσω; Αφού δεν μπορεί να πεθάνω δυο φορές!». Είναι σαφές ότι ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Σύριος στην καταγωγή αλλά με Ελληνική Παιδεία και διαμένων εν Αθήναις Λουκιανός, έβλεπαν το θάνατο με χιούμορ και μάλλον δεν πίστευαν στα περί Νεκρομαντείου, Χάροντα και Άδη.
7) Σαπφώ: «Ζητώ να πεθάνω, τις υγρές να δώ με τους λωτούς, του Αχέροντα τις όχθες. Ποίηση Σαπφούς (650-590 πΧ). (Τραγούδι της Ελευθερίας Αρβανιτάκη)
8) «Στον Άδη θα κατέβω» Καλαματιανό τραγούδι: Στον Άδη θα κατέβω (τρις) Και στον παράδεισο αμάν και στον παράδεισο. Το Χάρο ν’ ανταμώσω ,το χάρο ν’ ανταμώσω (δις), Δυο λόγια να του πω (δις). Χάρε μ’ για χάρισέ μου (τρις), Σαΐτες κοφτερές αμάν, σαΐτες κοφτερές. Να πάω να σαϊτέψω, να πάω να σαϊτέψω, Δυο τρεις μελαχρινές βρ’ αμάν δυο τρεις μελαχρινές.(Λέσχη Βερενίκη Πρέβεζας: «Στίχοι Δημοτικών Τραγουδιών», έκδοση 2004).
9) “Στις Πύλες του Αχέροντα, ζωντανή με πάς”. (τραγούδι της Χάρις Αλεξίου)
10) «Ο Χάρος βγήκε παγανιά» (νεοελληνικό ρεμπέτικο τραγούδι).
11) “Το Χάρο τον αντάμωσαν, πέντε - έξι χασικλήδες, να τον ρωτήσουν πως περνούν, στον Άδη οι μερακλήδες” (Ρεμπέτικο τραγούδι, Γρηγόρης Μπιθικώτσης)
12) “Εδώ βλέπουμε το βίντεο από την κηδεία του αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου. Βλέπετε και τον κύριο Κώστα Μητσοτάκη. Αυτός δεν είναι άνθρωπος. Είναι ο … Βαρκάρης του Αχέροντα’’. (Λάκης Λαζόπουλος, “Αλ Τσαντήρι News”, 2008).
Copyright (C), Φωτογραφίες και Πλροφορίες γιά το Νεκρομαντείο: Ιδρυμα ‘’Μουσείο Τεχνών Επιστημών Πρέβεζας Χαράλαμπος Γκούβας’’. Ιστοσελίδα: http://prevezamuseum.spaces.live.com και E-mail: prevezamuseum@gmail.com.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου