ΝHPITO
Nάω (εκ του νά-σσω= γεμίζω εντελώς, πληρώ και μετά ξεχειλίζω, γίνομαι αμέτρητος-άπειρος, υπερχειλίζω, ρέω συνεχώς αλλά και ποτίζομαι) (νάμα>ναρός>νηρός [α>η] → νήριτο).
Αίνος ( αέν [α, επιτατ.] > αιν [ε>ι] + νέω [με την έννοια του κολυμπώ και πάλι από το νάσ-σω= γεμίζω εντελώς, διότι ήταν ανάγκη λόγω της δυσκολίας των θαλασσίων μεταφορών αλλά και της μικρής χωρητικότητας των πλοίων, αυτά να γεμίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με εμπορεύματα])= αέναος, αιώνιος, συνεχής (και στον λόγο-ομιλία), ατέλειωτος, άπειρος- αμέτρητος.
ΠΗΓΗ: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
(το σύνολο της ελληνικής γλώσσας καταταγμένο σε 20 πρωταρχικές ρίζες,
έργο απαλλαγμένο από την ινδοευρωπαϊκό-σανσκριτική και φοινικική ανωμαλία)
Βασδέκης Ν. Σταύρος
Μαυροκορδάτου 31
62100 Σέρρες
vasdekis@anemologio.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου