αναδημοσιευση από το http://koinos--nous.blogspot.gr/
Ο Όμηρος, αν και τυφλός, κατά την παράδοση, μας έχει δώσει στα δύο έπη του αριστουργηματικές περιγραφές ειδυλλιακών τοπίων, τις οποίες μόνον ένας λογοτέχνης με όραση, παρατηρητικότητα και ευαισθησία μεγάλη θα μπορούσε να περιγράψει. Με τις θαυμάσιες περιγραφές του ο ποιητής, όχι μόνο σαγηνεύει τον αναγνώστη ή τον ακροατή, αλλά ταυτόχρονα ποικίλλει και ομορφαίνει την αφήγησή του. Για τον ποιητή η Φύση άλλοτε είναι όμορφη και μαγευτική και άλλοτε φοβερή και τρομερή. Στην πρώτη περίπτωση χαροποιεί τον άνθρωπο, του στάζει δροσιά και βάλσαμο στην ψυχή, τον λυτρώνει από τις καθημερινές του έγνοιες και τον συγκινεί, ενώ στη δεύτερη, τον τρομάζει, τον προβληματίζει και τον πανικοβάλλει.
Πάντως, και οι δύο περιπτώσεις απεικονίζουν την πραγματικότητα της ζωής με τις χαρές και τις λύπες της. Γι' αυτό ο άνθρωπος πάντα θα προτιμά τις πρώτες από τις δεύτερες.
Η Φύση στη ματιά του Ομήρου είναι καθαρή, παρθενική και όμορφη. Αξίζει να ζει κανείς μέσα σ' αυτήν και να δημιουργεί, να αισθάνεται χαρούμενος και να αντιλαμβάνεται πως δεν είναι γι' αυτόν μόνον τροφός και δάσκαλος, αλλά και σημαντική πηγή ψυχικής αγαλλίασης, στοχασμού, ελευθερίας και καλλιτεχνικής έμπνευσης, ώστε να ταυτίζεται πολλές φορές μαζί της, να την αγαπά, να τη σέβεται και να τη θεοποιεί!
Αυτή τη Φύση προσπαθεί να μας γνωρίσει ο ποιητής με το χρωστήρα του λόγου του και να μας κάνει κοινωνούς της ομορφιάς της, αφού αντιλαμβάνεται ότι, ζώντας κανείς μέσα σ' αυτήν, δεν εξαγνίζει μόνο την ψυχή του αλλά ταυτόχρονα εμπνέεται από αυτήν και γίνεται υμνητής, ζωγράφος και ποιητής.
Αν, επομένως, η παράδοση θέλει τον ποιητή των δύο επών, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, τυφλό, η πραγματικότητα το διαψεύδει περίτρανα. Αποδεικνύει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο λαθεμένη την αντίληψη αυτή και την απορρίπτει, κάτι που θα φανεί και από τα κείμενα που ακολουθούν.
Οι θεοί στον Όλυμπο έχουν αποφασίσει να επιστρέψει ο Οδυσσέας στην Ιθάκη και στέλνουν τον Ερμή στην Καλυψώ, για να μεταφέρει την απόφασή τους αυτή στη θεά. Ο φτερωτός θεός, με ένα του άλμα, φτάνει στο νησί. Στέκεται μαγεμένος έξω από τη σπηλιά της Θεάς και θαυμάζει την ομορφιά της γύρω φύσης.
" Σ' αυτό το σπήλαιο μέσα η Νύμφη
κατοικούσε η λαμπροπλέξουδη και μέσα εκεί τη βρήκε.
Φωτιά μεγάλη έκαιγε στη στια και μια ευωδιά απ' αλάργα
μοσκοβολούσε στο νησί, κέδρου κι αφράτης θούγιας
που καίγονταν. Κι η Καλυψώ μ' ολόχρυση σαΐτα
στον αργαλειό της ύφαινε και γλυκοτραγουδούσε.
Φούντωνε γύρω στη σπηλιά δροσολουσμένο δάσος
με κυπαρίσσια ευωδιαστά, με λεύκες και με σκλήθρα,
όπου πλατύφτερα πουλιά φωλιάζανε εκεί πάντα,
γεράκια κι ανοιχτόφωνες κουρούνες, βαρδαλούπες,
θαλασσοπούλια που αγαπούν τα πέλαγα να σκίζουν.
Κι ολόγυρα στην κουφωτή σπηλιά ήταν απλωμένη
κληματαριά πολύβλαστη σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερες βρύσες στη σειρά γλυκό νερό αναβρύζαν,
κοντά-κοντά, κι άλλη απ' αλλού κυλούσε τα νερά της.
Κι ανθούσαν γύρω στη στεριά λιβάδια με γιοφύλια
και σέλινα, που αν τα 'βλεπε κι αθάνατος ακόμα,
θα σάστιζε και μέσα του θα ξάνοιγε η καρδιά του.
Εκεί στεκότανε ο Ερμής και θαύμαζε θωρώντας"(ε 58-75)
Η περιγραφή συναρπάζει τον αναγνώστη.
Ο ποιητής αρχίζει την αναφορά του με το κεντρικό πρόσωπο, την καλοπλέξουδη Καλυψώ, που μέσα στη λαμπρή σπηλιά της, η οποία ευωδιάζει από πεύκο και θούγια, υφαίνει ευτυχισμένη στον αργαλειό της και τραγουδά, μοτίβο γνωστό στον Όμηρο, για να ακολουθήσει η περιγραφή του ειδυλλιακού τοπίου και αμέσως μετά η δυσάρεστη είδηση, που ανατρέπει όλη εκείνη την ομορφιά. Η χαρούμενη διάθεση μετατρέπεται σε λύπη, όταν μαθαίνει πως πρέπει να αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα να φύγει για την πατρίδα του.
Το τοπίο γύρω από την σπηλιά της θεάς είναι θαυμάσιο. Μια απλωμένη κληματαριά με τα γλυκά της σταφύλια καλύπτει τη γύρω περιοχή, τέσσερες βρύσες χύνουν τα άφθονα δροσερά νερά τους και και γύρω τους ανθίζουν λιβάδια με γιοφύλια και σέλινα. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν το ειδυλλιακό τοπίο, που βλέπει και θαυμάζει όχι μόνο ο φτερωτός θεός αλλά και ο κάθε επισκέπτης. Ικανοποιούν την όραση, την ακοή, τη γεύση και την όσφρηση. Μαζί με το θεό χαίρεται και ο σύγχρονος αναγνώστης, νοερά έστω, γιατί ένα τέτοιο θαυμάσιο τοπίο τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα πιο σπάνιο και επομένως περισσότερο αναγκαίο στον άνθρωπο των μεγαλουπόλεων και του τσιμέντου.
Ο ποιητής όμως, πέρα από τη φυσική ομορφιά του τοπίου, ξέρει να βλέπει και να εκτιμά και την ομορφιά που απλώνεται μέσα σε ένα κήπο, καθαρό δημιούργημα της φιλοπονίας του ανθρώπου, που αγαπά τη Φύση. Πρόκειται για τον κήπο στο παλάτι του Αλκίνοου, που είναι προστατευμένος με φράκτη και είναι φυτεμένος με διάφορα οπωροφόρα δέντρα, που καρποφορούν δύο φορές το χρόνο, ενώ δύο βρύσες, η μια ποτίζει με τα νερά της τον κήπο, ενώ η άλλη προσφέρει τα νερά της για τις ανάγκες του κόσμου.
"έκτοσθεν δ' αυλής μέγας όρχατος άγχι θυράων
τετράγυος, περί δ' έρκος ελήλαται αμφοτέρωθεν.
ένθα δε δένδρα μακρά πεφύκασι τηλεθόωντα,
όγχναι και ροιαί και μηλέαι αγλαόκαρποι κτλ."
"Στ' απόξω μέρος της αυλής, κοντά στις πόρτες, είχε
μεγάλο κήπο, τεσσάρων στρεμμάτων, κι ένας φράχτης
γύρω τον έφραζε παντού. Κι εκεί μεγάλα δέντρα,
φύτρωναν δροσερά, αχλαδιές, ροδιές, μηλιές με μήλα,
συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές επάνω στον ανθό τους,
που δεν τους έλειπε ο καρπός χειμώνα καλοκαίρι,
μήτε ποτές τον έχαναν, μον' άπαυτα φυσώντας
ο Ζέφυρος άλλον γεννά κι άλλον τον ωριμάζει.
Μετά απ' τ' αχλάδια, αχλάδια ανθούν, μετά απ' τα μήλα, μήλα,
σύκο το σύκο γίνεται, σταφύλι το σταφύλι.
Είχε κι ένα πολύκαρπο αμπέλι φυτεμένο.
Άλλες του λιάστρες ξήραινε σε γη στρωμένη ο ήλιος
κι άλλα σταφύλια που τρυγούν κι άλλα πατούν ξοπίσω.
.......................... και στους στερνούς τους όργους,
λογής με τέχνη φύτρωναν πρασιές πάντα ανθισμένες.
Δύο βρύσες έτρεχαν, κι μια πότιζε όλο τον κήπο,
κι απ' το κατώφλι της αυλής, η άλλη απ' τ' άλλο μέρος,
προς το παλάτι πήγαινε, όθε έπαιρνε ο κόσμος.
Τέτοια χαρίσανε οι θεοί δώρα λαμπρά του Αλκίνοου"( η 112-132)
Ο ποιητής, περιγράφοντας το τοπίο γύρω από τη σπηλιά της Καλυψώς, μας παρουσιάζει ένα φυσικό τοπίο, ενώ στον κήπο του Αλκίνοου, ένα τοπίο (κήπο), καθαρό δημιούργημα της ανθρώπινης φιλοπονίας και αγάπης στη Φύση.
Στην "Κυκλώπεια" ο Όμηρος, ακολουθώντας το γνωστό του μοτίβο, πλάθει με τη φαντασία του ένα όμορφο νησάκι απέναντι από το νησί των Κυκλώπων, το οποίο φαντάζεται ως προθάλαμος, ως δόλωμα της Φύσης, για να προσελκύσει τον ταξιδιώτη σ' αυτό και από εκεί η περιέργειά του να τον ρίξει στα σαγόνια του ανθρωποφάγου τέρατος, του Κύκλωπα, που ζει στο διπλανό νησί, βόσκοντας τα γιδοπρόβατά του με τους ομοίους του.Το ευχάριστο και χαρούμενο συναίσθημα που νιώθει ο επισκέπτης αυτού του ήρεμου νησιού σε λίγο μετατρέπεται σε συμφορά, σε φόβο και σε θλίψη μεγάλη με το θάνατο των συντρόφων του Οδυσσέα, από το μονόφθαλμο Πολύφημο (Κύκλωπα), γιο του Ποσειδώνα
" Κι ένα νησάκι απλώνεται πιο πέρα απ' το λιμάνι,
ούτε κι αλάργα ούτε κοντά στη χώρα των Κυκλώπων,
πολύδεντρο, όπου αμέτρητα τα άγρια γίδια βόσκουν
γιατί πατήματα ποτές ανθρώπων δεν τα σκιάζουν,
μήτε συχνάζουν κυνηγοί, που στα πυκνά λαγκάδια
και στις ψηλές βουνοκορφές παν και τσακούν τα πόδια.
Κοπάδια απάνω στο νησί δεν έχει ούτε χωράφια,
μον' άσπαρτο κι ανόργωτο χρόνο καιρό είναι έρμο
και μόνο θρέφει στις βοσκές βελαζολάλες γίδες.
Δεν έχουν κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες καράβια
μήτε τεχνίτες καραβιών πλεούμενα να φτιάσουν
σε κάθε χρήσιμη δουλειά, να πάνε σ' άλλους τόπους,
όπως συχνά τις θάλασσες περνώντας τρέχουν άλλοι,
να φέρουν στ' αφροχώματο νησί να τους δουλέψουν.
Ξερό δεν είναι. Θα 'φερνε κάθε καρπό στην ώρα.
Γιατί από την άκρη του γιαλού αρχίζουν τα λιβάδια
δροσάτα απαλοχώματα. Τα αμπέλια αιώνια θα 'ταν.
Η γη στρωτή για όργωμα. Παντού βαθιά χωράφια,
με χώμα αφράτο, που ο καιρός σαν έρθει, θα θερίσεις.
Κι έχει λιμάνι απάνεμο, που μήτε παλαμάρια
θέλεις εκεί,μήτε άγκυρες, μήτε σχοινιά να δέσεις,
μον' αραγμένος κάθεσαι καιρό, όσο το πρίμο αγέρι πάρει.
Και μια πηγή στου λιμανιού το βάθος αναβρύζει
νεράκι, κάτω απ' τη σπηλιά και γύρω ανθίζουν λεύκες"( ι 115-141).
Ο ποιητής, απ' το ωραίο τοπίο της Καλυψώς και το θαυμάσιο κήπο του Αλκίνοου, μας μεταφέρει στο ερημικό νησί και περιγράφει όχι μόνο τις ομορφιές που έχει το νησί αλλά και τι του λείπει. Έτσι, την αρνητική διατύπωση στην περιγραφή, τη διαδέχεται η καταφατική, η θετική.
Πάντως, πρόκειται για ένα μαγευτικό παρθένο ερημονήσι, κατάλληλο για ξεκούραση στον περαστικό ναυτικό.
Μήπως με τον ίδιο τρόπο δεν παρουσιάζει ο ποιητής και το νησί της Κίρκης, όπου φτάνει ο Οδυσσέας με το καράβι του; Από μακριά προβάλλει το μαρμαροχτισμένο παλάτι της θεάς μάγισσας, που προκαλεί την επίσκεψη μιας ομάδας ανδρών του Οδυσσέα. Οι άνδρες, περίεργοι όπως είναι, φτάνουν και θαυμάζουν το παλάτι της Κίρκης. Τους βλέπει η θεά, τους υποδέχεται με ναζιάρικη προσποίηση και αμέσως με το μαγικό της ραβδί τους μεταμορφώνει σε χοίρους. Η θεά εξοντώνει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες με το ραβδί της και τους μεταμορφώνει σε ζώα. Στο παλάτι υπάρχουν και άλλοι που είχαν την τύχη των συντρόφων του Οδυσσέα και είναι αυτοί που είναι μεταμορφωμένοι σε ήρεμα λιοντάρια και άλλοι σε άκακους λύκους. Το παραμύθι καλά κρατεί.Η περιγραφή είναι εντυπωσιακή και εξυπηρετεί τους σκοπούς της θεάς μάγισσας, ενώ, ως ένα σημείο, ικανοποιεί και τον επισκέπτη ή αναγνώστη.
"Μες στο λαγκάδι βρήκανε της Κίρκης το παλάτι
σε μια κορφούλα αγναντερή, με μάρμαρα χτισμένο.
Λιοντάρια λαγκαδόθρεφτα και λύκους είχε γύρω,
που με βοτάνια μαγικά τα 'χει όλα μερωμένα
μηδ' ορμήσαν απάνω τους, μον' τις μακρές ουρές τους
κουνούσαν κι όρθια σταθήκαν...
......Κι όλοι ετρέμαν τέτοια θεριά σαν είδαν.
Κι άκουσαν μέσα με γλυκιά φωνή που τραγουδούσε,
την Κίρκη κι έφαινε άφθαρτο πανί μεγάλο, ως είναι
όλα τα έργα των θεών, ψιλά, χαριτωμένα"(κ 213-226).
Οι άνδρες του Οδυσσέα, αντί να υποψιαστούν με τα όσα είδαν, αφέθηκαν στην τύχη τους και η κακιά μάγισσα τους μεταμόρφωσε κι αυτούς σε ζώα. Τα φαινόμενα, δυστυχώς, εξαπατούν και οι άνθρωποι οφείλουν να είναι περισσότερο προσεκτικοί και δύσπιστοι, αν δε θέλουν να γίνονται θύματα σε τέτοιους διπρόσωπους ανθρώπους.
Θα κλείσουμε το σημείωμά μας με δύο χωρία από την Ιλιάδα. Το πρώτο αναφέρεται στην τρυφερή σκηνή Δία-Ήρας, ενώ το δεύτερο στην περιγραφή μιας σκηνής που φιλοτέχνησε ο Ήφαιστος στην ασπίδα του Αχιλλέα.
Η Ήρα, για να προκαλέσει ερωτικά το Δία, στολισμένη με λαμπρά φορέματα και λάμποντας από ομορφιά, επισκέφτεται το σύζυγό της με το πρόσχημα ότι πηγαίνει να δει τα πέρατα του κόσμου. Εκείνος, ξαφνιασμένος από την ομορφιά της, θέλει να την πείσει να μείνει και να κοιμηθούν μαζί, ενώ εκείνη αρνείται με την πρόφαση ότι δεν είναι κατάλληλο το μέρος και η ερωτική τους συνεύρεση θα γίνει ευχάριστο θέαμα σε όλους του θεούς. Τότε ο γυναικοκατακτητής Δίας βάζει τα δυνατά του και προσπαθεί να την πείσει ότι θα δημιουργήσει τέτοια φωλίτσα για τον έρωτά τους, ώστε και οι ακτίνες του ήλιου να μην μπορούν να τους εντοπίσουν! Η προσποίηση της Ήρας τελεσφόρησε και ο μεγάλος γυναικοκατακτητής έπεσε στα πλοκάμια της.
"Είπε, κι ο Δίας πήρε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του.
Για χάρη τους η θεία γη έβγαλε κάτωθέ τους χλωρό χορτάρι
και δροσερό αγριοτρίφυλλο και κρόκους και υακίνθους
πυκνούς και απαλούς, κρατώντας τους ψηλά απ' το χώμα.
Πλάγιασαν μέσα εκεί κρυμμένοι σε όμορφο σύννεφο
χρυσό, κι έπεφταν στη γη στιλπνές δροσοσταλίδες"( Ξ 346-361).
Το δεύτερο χωρίο αναφέρεται στην ασπίδα του Αχιλλέα, έργο της τέχνης του θεού Ήφαιστου. Ο ποιητής στο χωρίο αυτό περιγράφει μια σκηνή τρύγου, όπου, νέοι και νέες, τραγουδώντας το τραγούδι του Λίνου, τρυγούν τ' αμπέλια χαρούμενοι με τη συνοδεία του ήχου γλυκιάς κιθάρας και των τραγουδιών τους. Η σκηνή είναι γεμάτη από χρώμα, ζωντάνια, κίνηση και ήχο, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα στην Ελλάδα σε όσα, βέβαια, μέρη εξακολουθεί να γίνεται ο τρύγος..
"Σχεδίασε κι αμπέλι σταφύλια φορτωμένο,
πανέμορφο, χρυσό. Μαύριζαν πάνω τα σταφύλια του,
κι ως πέρα στήριζαν τα κλήματα διχάλες ασημένιες.
Άνοιξε πλάι χαντάκι βαθυγάλαζο υψώνοντας ολόγυρα,
φράχτη από καλάμι, μόνο ένα μονοπάτι στο αμπέλι οδηγούσε,
από εκεί περνούσαν οι κουβαλητές την εποχή του τρύγου.
Και κουβαλούσαν το γλυκό καρπό, όλο χαρά, νέες
και παλικάρια μες σε πλεχτά καλάθια.
Ανάμεσά τους ένα αγόρι 'επαιζε γλυκιά μελωδική κιθάρα
και γλυκοτραγουδούσε απαλά του Λίνου το τραγούδι,
οι άλλοι, όλοι μαζί τα πόδια τους χτυπώντας, ακολουθούσαν
χοροπηδώντας με φωνές και με τραγούδια"(Ξ 501-572).
Ασφαλως, με τα χωρία που παραθέσαμε από την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, δεν εξαντλήσαμε το θέμα, μια και υπάρχουν πολλά άλλα χωρία στα έπη του Ομήρου, μικρότερα σε έκταση ή και μεγαλύτερα, αλλά νομίζουμε πως και μ' αυτά που επιλεκτικά σας παρουσιάσαμε, όχι μόνο αποδεικνύουν την ικανότητα του ποιητή να περιγράφει με αριστουργηματικό τρόπο σκηνές μονομαχιών, τραυματισμών ή σκοτομών στα έπη του, αλλά παράλληλα και να φιλοτεχνεί με μοναδικό τρόπο σκηνές και εικόνες χαρούμενες, ζωντανές, πολύχρωμες και ανθρώπινες. Ο ποιητής περιγράφει με την ίδια ικανότητα και αυτάρκεια σκηνές φόβου αλλά και σκηνές χαρούμενες, τρυφερές ανθρώπινες. Είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος. Προκειται, ασφαλώς, για έναν μεγάλο καλλιτέχνη, ποιητή και ζωγράφο, που θαύμασε και θαυμάζει ο κόσμος όλος, για τον οποίο όμως ουδείς μπορεί πια να ισχυριστεί ότι υπήρξε τυφλός.
[Ο ΄Ομηρος δεν ήταν άνθρωπος που ετοιμολογούν πολλοί το όνομά του από το (ο+μη+ ορών), ούτε και ένας αιχμάλωτος (αιχμή+ αλίσκομαι), όπως τον θέλουν άλλοι (Όμηρος=σκλάβος πολέμου). Ο μεγάλος ποιητής ήταν ελεύθερος άνθρωπος από την Ιωνία, έβλεπε και παρατηρούσε τον κόσμο όσο λίγοι άνθρωποι. Έγραψε τα έπη του στην πατρογονική του γλώσσα, την ιωνική, γιατί αυτήν μιλούσε ο ίδιος και οι συμπατριώτες του και σ΄αυτήν ήταν γραμμένα και άλλα πριν από αυτόν κείμενα!]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
Θέματα από την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία
Πάντως, και οι δύο περιπτώσεις απεικονίζουν την πραγματικότητα της ζωής με τις χαρές και τις λύπες της. Γι' αυτό ο άνθρωπος πάντα θα προτιμά τις πρώτες από τις δεύτερες.
Η Φύση στη ματιά του Ομήρου είναι καθαρή, παρθενική και όμορφη. Αξίζει να ζει κανείς μέσα σ' αυτήν και να δημιουργεί, να αισθάνεται χαρούμενος και να αντιλαμβάνεται πως δεν είναι γι' αυτόν μόνον τροφός και δάσκαλος, αλλά και σημαντική πηγή ψυχικής αγαλλίασης, στοχασμού, ελευθερίας και καλλιτεχνικής έμπνευσης, ώστε να ταυτίζεται πολλές φορές μαζί της, να την αγαπά, να τη σέβεται και να τη θεοποιεί!
Αυτή τη Φύση προσπαθεί να μας γνωρίσει ο ποιητής με το χρωστήρα του λόγου του και να μας κάνει κοινωνούς της ομορφιάς της, αφού αντιλαμβάνεται ότι, ζώντας κανείς μέσα σ' αυτήν, δεν εξαγνίζει μόνο την ψυχή του αλλά ταυτόχρονα εμπνέεται από αυτήν και γίνεται υμνητής, ζωγράφος και ποιητής.
Αν, επομένως, η παράδοση θέλει τον ποιητή των δύο επών, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, τυφλό, η πραγματικότητα το διαψεύδει περίτρανα. Αποδεικνύει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο λαθεμένη την αντίληψη αυτή και την απορρίπτει, κάτι που θα φανεί και από τα κείμενα που ακολουθούν.
Οι θεοί στον Όλυμπο έχουν αποφασίσει να επιστρέψει ο Οδυσσέας στην Ιθάκη και στέλνουν τον Ερμή στην Καλυψώ, για να μεταφέρει την απόφασή τους αυτή στη θεά. Ο φτερωτός θεός, με ένα του άλμα, φτάνει στο νησί. Στέκεται μαγεμένος έξω από τη σπηλιά της Θεάς και θαυμάζει την ομορφιά της γύρω φύσης.
" Σ' αυτό το σπήλαιο μέσα η Νύμφη
κατοικούσε η λαμπροπλέξουδη και μέσα εκεί τη βρήκε.
Φωτιά μεγάλη έκαιγε στη στια και μια ευωδιά απ' αλάργα
μοσκοβολούσε στο νησί, κέδρου κι αφράτης θούγιας
που καίγονταν. Κι η Καλυψώ μ' ολόχρυση σαΐτα
στον αργαλειό της ύφαινε και γλυκοτραγουδούσε.
Φούντωνε γύρω στη σπηλιά δροσολουσμένο δάσος
με κυπαρίσσια ευωδιαστά, με λεύκες και με σκλήθρα,
όπου πλατύφτερα πουλιά φωλιάζανε εκεί πάντα,
γεράκια κι ανοιχτόφωνες κουρούνες, βαρδαλούπες,
θαλασσοπούλια που αγαπούν τα πέλαγα να σκίζουν.
Κι ολόγυρα στην κουφωτή σπηλιά ήταν απλωμένη
κληματαριά πολύβλαστη σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερες βρύσες στη σειρά γλυκό νερό αναβρύζαν,
κοντά-κοντά, κι άλλη απ' αλλού κυλούσε τα νερά της.
Κι ανθούσαν γύρω στη στεριά λιβάδια με γιοφύλια
και σέλινα, που αν τα 'βλεπε κι αθάνατος ακόμα,
θα σάστιζε και μέσα του θα ξάνοιγε η καρδιά του.
Εκεί στεκότανε ο Ερμής και θαύμαζε θωρώντας"(ε 58-75)
Η περιγραφή συναρπάζει τον αναγνώστη.
Ο ποιητής αρχίζει την αναφορά του με το κεντρικό πρόσωπο, την καλοπλέξουδη Καλυψώ, που μέσα στη λαμπρή σπηλιά της, η οποία ευωδιάζει από πεύκο και θούγια, υφαίνει ευτυχισμένη στον αργαλειό της και τραγουδά, μοτίβο γνωστό στον Όμηρο, για να ακολουθήσει η περιγραφή του ειδυλλιακού τοπίου και αμέσως μετά η δυσάρεστη είδηση, που ανατρέπει όλη εκείνη την ομορφιά. Η χαρούμενη διάθεση μετατρέπεται σε λύπη, όταν μαθαίνει πως πρέπει να αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα να φύγει για την πατρίδα του.
Το τοπίο γύρω από την σπηλιά της θεάς είναι θαυμάσιο. Μια απλωμένη κληματαριά με τα γλυκά της σταφύλια καλύπτει τη γύρω περιοχή, τέσσερες βρύσες χύνουν τα άφθονα δροσερά νερά τους και και γύρω τους ανθίζουν λιβάδια με γιοφύλια και σέλινα. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν το ειδυλλιακό τοπίο, που βλέπει και θαυμάζει όχι μόνο ο φτερωτός θεός αλλά και ο κάθε επισκέπτης. Ικανοποιούν την όραση, την ακοή, τη γεύση και την όσφρηση. Μαζί με το θεό χαίρεται και ο σύγχρονος αναγνώστης, νοερά έστω, γιατί ένα τέτοιο θαυμάσιο τοπίο τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα πιο σπάνιο και επομένως περισσότερο αναγκαίο στον άνθρωπο των μεγαλουπόλεων και του τσιμέντου.
Ο ποιητής όμως, πέρα από τη φυσική ομορφιά του τοπίου, ξέρει να βλέπει και να εκτιμά και την ομορφιά που απλώνεται μέσα σε ένα κήπο, καθαρό δημιούργημα της φιλοπονίας του ανθρώπου, που αγαπά τη Φύση. Πρόκειται για τον κήπο στο παλάτι του Αλκίνοου, που είναι προστατευμένος με φράκτη και είναι φυτεμένος με διάφορα οπωροφόρα δέντρα, που καρποφορούν δύο φορές το χρόνο, ενώ δύο βρύσες, η μια ποτίζει με τα νερά της τον κήπο, ενώ η άλλη προσφέρει τα νερά της για τις ανάγκες του κόσμου.
"έκτοσθεν δ' αυλής μέγας όρχατος άγχι θυράων
τετράγυος, περί δ' έρκος ελήλαται αμφοτέρωθεν.
ένθα δε δένδρα μακρά πεφύκασι τηλεθόωντα,
όγχναι και ροιαί και μηλέαι αγλαόκαρποι κτλ."
"Στ' απόξω μέρος της αυλής, κοντά στις πόρτες, είχε
μεγάλο κήπο, τεσσάρων στρεμμάτων, κι ένας φράχτης
γύρω τον έφραζε παντού. Κι εκεί μεγάλα δέντρα,
φύτρωναν δροσερά, αχλαδιές, ροδιές, μηλιές με μήλα,
συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές επάνω στον ανθό τους,
που δεν τους έλειπε ο καρπός χειμώνα καλοκαίρι,
μήτε ποτές τον έχαναν, μον' άπαυτα φυσώντας
ο Ζέφυρος άλλον γεννά κι άλλον τον ωριμάζει.
Μετά απ' τ' αχλάδια, αχλάδια ανθούν, μετά απ' τα μήλα, μήλα,
σύκο το σύκο γίνεται, σταφύλι το σταφύλι.
Είχε κι ένα πολύκαρπο αμπέλι φυτεμένο.
Άλλες του λιάστρες ξήραινε σε γη στρωμένη ο ήλιος
κι άλλα σταφύλια που τρυγούν κι άλλα πατούν ξοπίσω.
.......................... και στους στερνούς τους όργους,
λογής με τέχνη φύτρωναν πρασιές πάντα ανθισμένες.
Δύο βρύσες έτρεχαν, κι μια πότιζε όλο τον κήπο,
κι απ' το κατώφλι της αυλής, η άλλη απ' τ' άλλο μέρος,
προς το παλάτι πήγαινε, όθε έπαιρνε ο κόσμος.
Τέτοια χαρίσανε οι θεοί δώρα λαμπρά του Αλκίνοου"( η 112-132)
Ο ποιητής, περιγράφοντας το τοπίο γύρω από τη σπηλιά της Καλυψώς, μας παρουσιάζει ένα φυσικό τοπίο, ενώ στον κήπο του Αλκίνοου, ένα τοπίο (κήπο), καθαρό δημιούργημα της ανθρώπινης φιλοπονίας και αγάπης στη Φύση.
Στην "Κυκλώπεια" ο Όμηρος, ακολουθώντας το γνωστό του μοτίβο, πλάθει με τη φαντασία του ένα όμορφο νησάκι απέναντι από το νησί των Κυκλώπων, το οποίο φαντάζεται ως προθάλαμος, ως δόλωμα της Φύσης, για να προσελκύσει τον ταξιδιώτη σ' αυτό και από εκεί η περιέργειά του να τον ρίξει στα σαγόνια του ανθρωποφάγου τέρατος, του Κύκλωπα, που ζει στο διπλανό νησί, βόσκοντας τα γιδοπρόβατά του με τους ομοίους του.Το ευχάριστο και χαρούμενο συναίσθημα που νιώθει ο επισκέπτης αυτού του ήρεμου νησιού σε λίγο μετατρέπεται σε συμφορά, σε φόβο και σε θλίψη μεγάλη με το θάνατο των συντρόφων του Οδυσσέα, από το μονόφθαλμο Πολύφημο (Κύκλωπα), γιο του Ποσειδώνα
" Κι ένα νησάκι απλώνεται πιο πέρα απ' το λιμάνι,
ούτε κι αλάργα ούτε κοντά στη χώρα των Κυκλώπων,
πολύδεντρο, όπου αμέτρητα τα άγρια γίδια βόσκουν
γιατί πατήματα ποτές ανθρώπων δεν τα σκιάζουν,
μήτε συχνάζουν κυνηγοί, που στα πυκνά λαγκάδια
και στις ψηλές βουνοκορφές παν και τσακούν τα πόδια.
Κοπάδια απάνω στο νησί δεν έχει ούτε χωράφια,
μον' άσπαρτο κι ανόργωτο χρόνο καιρό είναι έρμο
και μόνο θρέφει στις βοσκές βελαζολάλες γίδες.
Δεν έχουν κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες καράβια
μήτε τεχνίτες καραβιών πλεούμενα να φτιάσουν
σε κάθε χρήσιμη δουλειά, να πάνε σ' άλλους τόπους,
όπως συχνά τις θάλασσες περνώντας τρέχουν άλλοι,
να φέρουν στ' αφροχώματο νησί να τους δουλέψουν.
Ξερό δεν είναι. Θα 'φερνε κάθε καρπό στην ώρα.
Γιατί από την άκρη του γιαλού αρχίζουν τα λιβάδια
δροσάτα απαλοχώματα. Τα αμπέλια αιώνια θα 'ταν.
Η γη στρωτή για όργωμα. Παντού βαθιά χωράφια,
με χώμα αφράτο, που ο καιρός σαν έρθει, θα θερίσεις.
Κι έχει λιμάνι απάνεμο, που μήτε παλαμάρια
θέλεις εκεί,μήτε άγκυρες, μήτε σχοινιά να δέσεις,
μον' αραγμένος κάθεσαι καιρό, όσο το πρίμο αγέρι πάρει.
Και μια πηγή στου λιμανιού το βάθος αναβρύζει
νεράκι, κάτω απ' τη σπηλιά και γύρω ανθίζουν λεύκες"( ι 115-141).
Ο ποιητής, απ' το ωραίο τοπίο της Καλυψώς και το θαυμάσιο κήπο του Αλκίνοου, μας μεταφέρει στο ερημικό νησί και περιγράφει όχι μόνο τις ομορφιές που έχει το νησί αλλά και τι του λείπει. Έτσι, την αρνητική διατύπωση στην περιγραφή, τη διαδέχεται η καταφατική, η θετική.
Μήπως με τον ίδιο τρόπο δεν παρουσιάζει ο ποιητής και το νησί της Κίρκης, όπου φτάνει ο Οδυσσέας με το καράβι του; Από μακριά προβάλλει το μαρμαροχτισμένο παλάτι της θεάς μάγισσας, που προκαλεί την επίσκεψη μιας ομάδας ανδρών του Οδυσσέα. Οι άνδρες, περίεργοι όπως είναι, φτάνουν και θαυμάζουν το παλάτι της Κίρκης. Τους βλέπει η θεά, τους υποδέχεται με ναζιάρικη προσποίηση και αμέσως με το μαγικό της ραβδί τους μεταμορφώνει σε χοίρους. Η θεά εξοντώνει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες με το ραβδί της και τους μεταμορφώνει σε ζώα. Στο παλάτι υπάρχουν και άλλοι που είχαν την τύχη των συντρόφων του Οδυσσέα και είναι αυτοί που είναι μεταμορφωμένοι σε ήρεμα λιοντάρια και άλλοι σε άκακους λύκους. Το παραμύθι καλά κρατεί.Η περιγραφή είναι εντυπωσιακή και εξυπηρετεί τους σκοπούς της θεάς μάγισσας, ενώ, ως ένα σημείο, ικανοποιεί και τον επισκέπτη ή αναγνώστη.
"Μες στο λαγκάδι βρήκανε της Κίρκης το παλάτι
σε μια κορφούλα αγναντερή, με μάρμαρα χτισμένο.
Λιοντάρια λαγκαδόθρεφτα και λύκους είχε γύρω,
που με βοτάνια μαγικά τα 'χει όλα μερωμένα
μηδ' ορμήσαν απάνω τους, μον' τις μακρές ουρές τους
κουνούσαν κι όρθια σταθήκαν...
......Κι όλοι ετρέμαν τέτοια θεριά σαν είδαν.
Κι άκουσαν μέσα με γλυκιά φωνή που τραγουδούσε,
την Κίρκη κι έφαινε άφθαρτο πανί μεγάλο, ως είναι
όλα τα έργα των θεών, ψιλά, χαριτωμένα"(κ 213-226).
Οι άνδρες του Οδυσσέα, αντί να υποψιαστούν με τα όσα είδαν, αφέθηκαν στην τύχη τους και η κακιά μάγισσα τους μεταμόρφωσε κι αυτούς σε ζώα. Τα φαινόμενα, δυστυχώς, εξαπατούν και οι άνθρωποι οφείλουν να είναι περισσότερο προσεκτικοί και δύσπιστοι, αν δε θέλουν να γίνονται θύματα σε τέτοιους διπρόσωπους ανθρώπους.
Θα κλείσουμε το σημείωμά μας με δύο χωρία από την Ιλιάδα. Το πρώτο αναφέρεται στην τρυφερή σκηνή Δία-Ήρας, ενώ το δεύτερο στην περιγραφή μιας σκηνής που φιλοτέχνησε ο Ήφαιστος στην ασπίδα του Αχιλλέα.
Η Ήρα, για να προκαλέσει ερωτικά το Δία, στολισμένη με λαμπρά φορέματα και λάμποντας από ομορφιά, επισκέφτεται το σύζυγό της με το πρόσχημα ότι πηγαίνει να δει τα πέρατα του κόσμου. Εκείνος, ξαφνιασμένος από την ομορφιά της, θέλει να την πείσει να μείνει και να κοιμηθούν μαζί, ενώ εκείνη αρνείται με την πρόφαση ότι δεν είναι κατάλληλο το μέρος και η ερωτική τους συνεύρεση θα γίνει ευχάριστο θέαμα σε όλους του θεούς. Τότε ο γυναικοκατακτητής Δίας βάζει τα δυνατά του και προσπαθεί να την πείσει ότι θα δημιουργήσει τέτοια φωλίτσα για τον έρωτά τους, ώστε και οι ακτίνες του ήλιου να μην μπορούν να τους εντοπίσουν! Η προσποίηση της Ήρας τελεσφόρησε και ο μεγάλος γυναικοκατακτητής έπεσε στα πλοκάμια της.
"Είπε, κι ο Δίας πήρε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του.
Για χάρη τους η θεία γη έβγαλε κάτωθέ τους χλωρό χορτάρι
και δροσερό αγριοτρίφυλλο και κρόκους και υακίνθους
πυκνούς και απαλούς, κρατώντας τους ψηλά απ' το χώμα.
Πλάγιασαν μέσα εκεί κρυμμένοι σε όμορφο σύννεφο
χρυσό, κι έπεφταν στη γη στιλπνές δροσοσταλίδες"( Ξ 346-361).
Το δεύτερο χωρίο αναφέρεται στην ασπίδα του Αχιλλέα, έργο της τέχνης του θεού Ήφαιστου. Ο ποιητής στο χωρίο αυτό περιγράφει μια σκηνή τρύγου, όπου, νέοι και νέες, τραγουδώντας το τραγούδι του Λίνου, τρυγούν τ' αμπέλια χαρούμενοι με τη συνοδεία του ήχου γλυκιάς κιθάρας και των τραγουδιών τους. Η σκηνή είναι γεμάτη από χρώμα, ζωντάνια, κίνηση και ήχο, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα στην Ελλάδα σε όσα, βέβαια, μέρη εξακολουθεί να γίνεται ο τρύγος..
"Σχεδίασε κι αμπέλι σταφύλια φορτωμένο,
πανέμορφο, χρυσό. Μαύριζαν πάνω τα σταφύλια του,
κι ως πέρα στήριζαν τα κλήματα διχάλες ασημένιες.
Άνοιξε πλάι χαντάκι βαθυγάλαζο υψώνοντας ολόγυρα,
φράχτη από καλάμι, μόνο ένα μονοπάτι στο αμπέλι οδηγούσε,
από εκεί περνούσαν οι κουβαλητές την εποχή του τρύγου.
Και κουβαλούσαν το γλυκό καρπό, όλο χαρά, νέες
και παλικάρια μες σε πλεχτά καλάθια.
Ανάμεσά τους ένα αγόρι 'επαιζε γλυκιά μελωδική κιθάρα
και γλυκοτραγουδούσε απαλά του Λίνου το τραγούδι,
οι άλλοι, όλοι μαζί τα πόδια τους χτυπώντας, ακολουθούσαν
χοροπηδώντας με φωνές και με τραγούδια"(Ξ 501-572).
Ασφαλως, με τα χωρία που παραθέσαμε από την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, δεν εξαντλήσαμε το θέμα, μια και υπάρχουν πολλά άλλα χωρία στα έπη του Ομήρου, μικρότερα σε έκταση ή και μεγαλύτερα, αλλά νομίζουμε πως και μ' αυτά που επιλεκτικά σας παρουσιάσαμε, όχι μόνο αποδεικνύουν την ικανότητα του ποιητή να περιγράφει με αριστουργηματικό τρόπο σκηνές μονομαχιών, τραυματισμών ή σκοτομών στα έπη του, αλλά παράλληλα και να φιλοτεχνεί με μοναδικό τρόπο σκηνές και εικόνες χαρούμενες, ζωντανές, πολύχρωμες και ανθρώπινες. Ο ποιητής περιγράφει με την ίδια ικανότητα και αυτάρκεια σκηνές φόβου αλλά και σκηνές χαρούμενες, τρυφερές ανθρώπινες. Είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος. Προκειται, ασφαλώς, για έναν μεγάλο καλλιτέχνη, ποιητή και ζωγράφο, που θαύμασε και θαυμάζει ο κόσμος όλος, για τον οποίο όμως ουδείς μπορεί πια να ισχυριστεί ότι υπήρξε τυφλός.
[Ο ΄Ομηρος δεν ήταν άνθρωπος που ετοιμολογούν πολλοί το όνομά του από το (ο+μη+ ορών), ούτε και ένας αιχμάλωτος (αιχμή+ αλίσκομαι), όπως τον θέλουν άλλοι (Όμηρος=σκλάβος πολέμου). Ο μεγάλος ποιητής ήταν ελεύθερος άνθρωπος από την Ιωνία, έβλεπε και παρατηρούσε τον κόσμο όσο λίγοι άνθρωποι. Έγραψε τα έπη του στην πατρογονική του γλώσσα, την ιωνική, γιατί αυτήν μιλούσε ο ίδιος και οι συμπατριώτες του και σ΄αυτήν ήταν γραμμένα και άλλα πριν από αυτόν κείμενα!]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
Θέματα από την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου