EΣΤΆΛΗ ΑΠΌ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΛΟΡΕΤΖΑΤΟ
Γράφει η Μαρία Γώδη*
«Μην κάνεις λοιπόν χρήση βίας, στη διδασκαλία των παιδιών αλλά να
τ' ανατρέφεις με παιχνίδια, για να μπορέσεις κι εσύ να διακρίνεις ακόμα
περισσότερο αυτό για το οποίο το καθένα τους είναι γεννημένο»,
αποπειράται να μας διδάξει ο μέγας Πλάτων στην ιδανική του Πολιτεία,
εξαίροντας τη σημασία του παιχνιδιού στην ανθρώπινη ζωή και πνευματική
εξέλιξη.
Από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, έως την ύστερη εποχή του Bandura, από εποχές πολέμων και κατοχής, έως τις ύστερες σύγχρονες εποχές επαναστάσεων, βιομηχανικών, οικονομικών, τεχνολογικών, η μοναδική ίσως κοινή πορεία και αναγκαία πεποίθηση που παραμένει διαχρονική στην εξέλιξη των ανθρώπινων γενεών δεν είναι άλλη από το παίγνιον..
Κλινικά μιλώντας υπάρχουν παιδιά σωματικώς και ψυχικώς υγιή, άλλα με νοητική καθυστέρηση, υπάρχουν παιδιά με διαταραχή αυτισμού ή ανώτερης λειτουργικότητας αυτισμό και άλλα, πιο ιδιαίτερα παιδιά με διαγνωσμένη ψύχωση όπως η παιδική σχιζοφρένεια, παιδιά με καρκίνο που ζουν πια σε δωμάτια νοσοκομείων, παιδιά με καρκίνο που τον καταπολεμούν από το σπίτι, παιδιά χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, παιδιά κωφά, τυφλά, παιδιά πολέμων, παιδιά χωρών που μεσουρανούν. Παιδιά, είτε με κλινική ταμπέλα, είτε όχι, που παραμένουν παιδιά, που παίζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όχι τόσο ως προς τη συνεννόηση με τους συμπαίκτες τους, μα σε ό,τι αφορά την ατομική -πολύ δική τους- ιεροπρέπεια πάνω στη διαδικασία αυτή καθ'αυτή του παιχνιδιού. Κανένα παιδί δεν είναι ίδιο με τα υπόλοιπα, μα είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτο το γεγονός του ότι όλα τα παιδιά έχουν την ανάγκη για παιχνίδι, μία ανάγκη που ως ενήλικες τη θεωρούμε δεδομένη, άλλες φορές την επικροτούμε, άλλες την προσπερνούμε, την περιορίζουμε, άλλες την κατακρίνουμε ή ακόμη και την τιμωρούμε.
Έτσι κι εγώ πολλές φορές έχω τη δική μου ανάγκη, την ανάγκη να παρατηρώ γύρω μου τα παιδιά όταν παίζουν. Δεν μπορώ παρά να εντοπίζω ξανά και ξανά την ίδια απόλυτη σοβαρότητα, στωικότητα και αυστηρότητα που τα διέπει, καθώς μετατρέπουν κάτι το ανούσιο -σύμφωνα με την ενήλικη άποψη- σε κάτι, του οποίου η αξία και η ουσία δε δύνανται να αναμετρηθούν, μετατρέπουν το ενήλικο «τίποτα» σε παιδική ιεροτελεστία. Μέσω των παιχνιδιών όχι μόνο διδάσκονται τους κοινωνικούς ρόλους, μα ταυτόχρονα εφεύρουν τους δικούς τους καθαρά χαρακτήρες, προβαίνοντας συχνά -εάν όχι σχεδόν πάντοτε- σε μετάθεση των συναισθημάτων τους, σε ταύτιση με το αντικείμενο και κατά κύριο λόγο σε μία υγιή αποφορτιστική διαδικασία. «Fort da» (Εκεί-εδώ, μακριά-κοντά) έγραφε ο Freud, θέλοντας να επισημάνει τη διαδικασία κατά την οποία το παιδί χρησιμοποιεί το παιχνίδι προκειμένου να ελέγξει τις ενορμήσεις του ως προς ένα τραυματικό γεγονός σε ότι αφορά το φόβο εγκατάλειψης από τη μητέρα και την ανάκτηση του απόλυτου ελέγχου.
Κι έπειτα τα παιδιά, είτε έχουν κλινική ταμπέλα είτε όχι, μετατρέπονται σε ενήλικες, ενήλικες συντρόφους, ενήλικες επαγγελματίες, ενήλικες γονείς, ενήλικες συνταξιούχους, που το μόνο τους πλέον παιχνίδι καταλήγει να είναι η αναπαραγωγή του καθημερινού άγχους σχετικά με τους ατέλειωτους φόβους που διέπουν αδιάκοπα τον καθέναν από εμάς. Πότε έφυγε από μέσα μας το παιδί που είχαμε κάποτε, το παιδί που με τόσο σεβασμό άγγιζε την πεμπτουσία της χαράς με ένα μόνο του παιχνίδι και δεν το αντιληφθήκαμε; Μέσα στην κάθε ανθρώπινη ψυχή, ή προσωπικότητα, ή γνωστική εξέλιξη, ή όπως το ονομάζει ξεχωριστά η κάθε επιστήμη, δεν υπάρχει μονάχα ο ενήλικας, δυστυχώς ή ευτυχώς, υπάρχει και κάτι, που ωσάν φυλαχτό φυλούμε και φοβόμαστε να αγγίξουμε παραπάνω από όσο αντέχουμε. Κάτι, που δεν είναι άλλο από το μέσα μας παιδί, που το αφήνουμε στη γωνία, να είναι ντροπιασμένο που υπάρχει, ή ακόμη χειρότερα το μέσα μας παιδί που κακοποιούμε εγκαταλείποντάς το, χωρίς ακόμη να έχουμε την ωριμότητα να συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς υπάρχουμε γιατί αυτό υπάρχει.
«Είμαστε όλες οι ηλικίες μας συγχρόνως, δεν το πιστεύετε; Η παιδική ηλικία είναι σαν τον πυρήνα του φρούτου: το φρούτο μεγαλώνοντας δεν γίνεται κούφιο! Δεν σημαίνει ότι επειδή η σάρκα ωριμάζει, ο πυρήνας εξαφανίζεται...», γράφει η Nancy Huston στο βιβλίο της Χαμένος Βορράς.
Ως ενήλικες αναγνωρίζουμε την αξία του παιχνιδιού στα παιδιά. Γιατί λοιπόν δεν δίνουμε την άδεια να αναγνωρίσουμε την αξία του παιχνιδιού και στον ίδιο το μέσα μας; Η απώθηση ως μηχανισμός άμυνας του εγώ δεν μας εγγυάται πάντοτε την ύπαρξή της, δυστυχώς, πολλάκις αποτυγχάνει, κι έτσι η ενόρμηση και το απωθημένο επιστρέφουν. Γιατί να επιτρέψουμε σε κάτι να επιστρέψει με τη μορφή συμπτώματος και όχι με τη μορφή του παιχνιδιού, αφού ως ώριμοι, μορφωμένοι και εξελιγμένοι πλέον άνθρωποι γνωρίζουμε τη σημασία του; Μία θεωρία είναι μονάχα θεωρία ώσπου να μπει στην πράξη και εδώ είναι το ζητούμενο.
Πότε βγήκαμε τελευταία φορά να παίξουμε μπάλα, να κάνουμε σχοινάκι, πότε μαζευτήκαμε τελευταία φορά με τους φίλους μας στο σπίτι να παίξουμε επιτραπέζια και να τσακωθούμε για το ποιος παίρνει τη νίκη, πότε γελάσαμε δυνατά στο δρόμο σαν να μην υπάρχει γύρω ούτε ανάσα, πότε βγήκαμε μόνοι μας στο δρόμο να παρατηρήσουμε πάνω στο λουλούδι μία πασχαλίτσα και να μαντέψουμε αν τη λεν Μαρίκα ή Φωφώ, πότε κάτσαμε για τελευταία φορά στην άμμο χτίζοντας το αύριο; Δεν απαιτεί χρήματα, ούτε κόπο, ούτε καν τρόπο. Άδεια απαιτεί από εαυτόν εις εαυτόν, πρόθεση χαράς.
Τούτη τη στιγμή μιλώ σιγά, γράφω σιγά, για να μην ξυπνήσω το παιδί μέσα μου, που υποφέρει πίσω από την ενήλικη φιγούρα. Και το συμπέρασμά μου είναι τούτο: κάποτε πηδούσαμε με το κεφάλι από βράχους τόοοσο ψηλούς και βουτούσαμε στην παγωμένη του Αιγαίου θάλασσα. Πλέον πηδάμε από γκρεμούς δυσβάσταχτους και βουτούμε με το κεφάλι μονάχα στο καθήκον. Θυμόμαστε πάντοτε πού φτάσαμε. Aπό πού όμως ξεκινήσαμε;
*Η Μαρία Γώδη, είναι πτυχιούχος Ψυχολογίας από το Πάντειο Πανεπιστήμιο
www.logiosermis.net
Από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, έως την ύστερη εποχή του Bandura, από εποχές πολέμων και κατοχής, έως τις ύστερες σύγχρονες εποχές επαναστάσεων, βιομηχανικών, οικονομικών, τεχνολογικών, η μοναδική ίσως κοινή πορεία και αναγκαία πεποίθηση που παραμένει διαχρονική στην εξέλιξη των ανθρώπινων γενεών δεν είναι άλλη από το παίγνιον..
Κλινικά μιλώντας υπάρχουν παιδιά σωματικώς και ψυχικώς υγιή, άλλα με νοητική καθυστέρηση, υπάρχουν παιδιά με διαταραχή αυτισμού ή ανώτερης λειτουργικότητας αυτισμό και άλλα, πιο ιδιαίτερα παιδιά με διαγνωσμένη ψύχωση όπως η παιδική σχιζοφρένεια, παιδιά με καρκίνο που ζουν πια σε δωμάτια νοσοκομείων, παιδιά με καρκίνο που τον καταπολεμούν από το σπίτι, παιδιά χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, παιδιά κωφά, τυφλά, παιδιά πολέμων, παιδιά χωρών που μεσουρανούν. Παιδιά, είτε με κλινική ταμπέλα, είτε όχι, που παραμένουν παιδιά, που παίζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όχι τόσο ως προς τη συνεννόηση με τους συμπαίκτες τους, μα σε ό,τι αφορά την ατομική -πολύ δική τους- ιεροπρέπεια πάνω στη διαδικασία αυτή καθ'αυτή του παιχνιδιού. Κανένα παιδί δεν είναι ίδιο με τα υπόλοιπα, μα είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτο το γεγονός του ότι όλα τα παιδιά έχουν την ανάγκη για παιχνίδι, μία ανάγκη που ως ενήλικες τη θεωρούμε δεδομένη, άλλες φορές την επικροτούμε, άλλες την προσπερνούμε, την περιορίζουμε, άλλες την κατακρίνουμε ή ακόμη και την τιμωρούμε.
Έτσι κι εγώ πολλές φορές έχω τη δική μου ανάγκη, την ανάγκη να παρατηρώ γύρω μου τα παιδιά όταν παίζουν. Δεν μπορώ παρά να εντοπίζω ξανά και ξανά την ίδια απόλυτη σοβαρότητα, στωικότητα και αυστηρότητα που τα διέπει, καθώς μετατρέπουν κάτι το ανούσιο -σύμφωνα με την ενήλικη άποψη- σε κάτι, του οποίου η αξία και η ουσία δε δύνανται να αναμετρηθούν, μετατρέπουν το ενήλικο «τίποτα» σε παιδική ιεροτελεστία. Μέσω των παιχνιδιών όχι μόνο διδάσκονται τους κοινωνικούς ρόλους, μα ταυτόχρονα εφεύρουν τους δικούς τους καθαρά χαρακτήρες, προβαίνοντας συχνά -εάν όχι σχεδόν πάντοτε- σε μετάθεση των συναισθημάτων τους, σε ταύτιση με το αντικείμενο και κατά κύριο λόγο σε μία υγιή αποφορτιστική διαδικασία. «Fort da» (Εκεί-εδώ, μακριά-κοντά) έγραφε ο Freud, θέλοντας να επισημάνει τη διαδικασία κατά την οποία το παιδί χρησιμοποιεί το παιχνίδι προκειμένου να ελέγξει τις ενορμήσεις του ως προς ένα τραυματικό γεγονός σε ότι αφορά το φόβο εγκατάλειψης από τη μητέρα και την ανάκτηση του απόλυτου ελέγχου.
Κι έπειτα τα παιδιά, είτε έχουν κλινική ταμπέλα είτε όχι, μετατρέπονται σε ενήλικες, ενήλικες συντρόφους, ενήλικες επαγγελματίες, ενήλικες γονείς, ενήλικες συνταξιούχους, που το μόνο τους πλέον παιχνίδι καταλήγει να είναι η αναπαραγωγή του καθημερινού άγχους σχετικά με τους ατέλειωτους φόβους που διέπουν αδιάκοπα τον καθέναν από εμάς. Πότε έφυγε από μέσα μας το παιδί που είχαμε κάποτε, το παιδί που με τόσο σεβασμό άγγιζε την πεμπτουσία της χαράς με ένα μόνο του παιχνίδι και δεν το αντιληφθήκαμε; Μέσα στην κάθε ανθρώπινη ψυχή, ή προσωπικότητα, ή γνωστική εξέλιξη, ή όπως το ονομάζει ξεχωριστά η κάθε επιστήμη, δεν υπάρχει μονάχα ο ενήλικας, δυστυχώς ή ευτυχώς, υπάρχει και κάτι, που ωσάν φυλαχτό φυλούμε και φοβόμαστε να αγγίξουμε παραπάνω από όσο αντέχουμε. Κάτι, που δεν είναι άλλο από το μέσα μας παιδί, που το αφήνουμε στη γωνία, να είναι ντροπιασμένο που υπάρχει, ή ακόμη χειρότερα το μέσα μας παιδί που κακοποιούμε εγκαταλείποντάς το, χωρίς ακόμη να έχουμε την ωριμότητα να συνειδητοποιήσουμε ότι εμείς υπάρχουμε γιατί αυτό υπάρχει.
«Είμαστε όλες οι ηλικίες μας συγχρόνως, δεν το πιστεύετε; Η παιδική ηλικία είναι σαν τον πυρήνα του φρούτου: το φρούτο μεγαλώνοντας δεν γίνεται κούφιο! Δεν σημαίνει ότι επειδή η σάρκα ωριμάζει, ο πυρήνας εξαφανίζεται...», γράφει η Nancy Huston στο βιβλίο της Χαμένος Βορράς.
Ως ενήλικες αναγνωρίζουμε την αξία του παιχνιδιού στα παιδιά. Γιατί λοιπόν δεν δίνουμε την άδεια να αναγνωρίσουμε την αξία του παιχνιδιού και στον ίδιο το μέσα μας; Η απώθηση ως μηχανισμός άμυνας του εγώ δεν μας εγγυάται πάντοτε την ύπαρξή της, δυστυχώς, πολλάκις αποτυγχάνει, κι έτσι η ενόρμηση και το απωθημένο επιστρέφουν. Γιατί να επιτρέψουμε σε κάτι να επιστρέψει με τη μορφή συμπτώματος και όχι με τη μορφή του παιχνιδιού, αφού ως ώριμοι, μορφωμένοι και εξελιγμένοι πλέον άνθρωποι γνωρίζουμε τη σημασία του; Μία θεωρία είναι μονάχα θεωρία ώσπου να μπει στην πράξη και εδώ είναι το ζητούμενο.
Πότε βγήκαμε τελευταία φορά να παίξουμε μπάλα, να κάνουμε σχοινάκι, πότε μαζευτήκαμε τελευταία φορά με τους φίλους μας στο σπίτι να παίξουμε επιτραπέζια και να τσακωθούμε για το ποιος παίρνει τη νίκη, πότε γελάσαμε δυνατά στο δρόμο σαν να μην υπάρχει γύρω ούτε ανάσα, πότε βγήκαμε μόνοι μας στο δρόμο να παρατηρήσουμε πάνω στο λουλούδι μία πασχαλίτσα και να μαντέψουμε αν τη λεν Μαρίκα ή Φωφώ, πότε κάτσαμε για τελευταία φορά στην άμμο χτίζοντας το αύριο; Δεν απαιτεί χρήματα, ούτε κόπο, ούτε καν τρόπο. Άδεια απαιτεί από εαυτόν εις εαυτόν, πρόθεση χαράς.
Τούτη τη στιγμή μιλώ σιγά, γράφω σιγά, για να μην ξυπνήσω το παιδί μέσα μου, που υποφέρει πίσω από την ενήλικη φιγούρα. Και το συμπέρασμά μου είναι τούτο: κάποτε πηδούσαμε με το κεφάλι από βράχους τόοοσο ψηλούς και βουτούσαμε στην παγωμένη του Αιγαίου θάλασσα. Πλέον πηδάμε από γκρεμούς δυσβάσταχτους και βουτούμε με το κεφάλι μονάχα στο καθήκον. Θυμόμαστε πάντοτε πού φτάσαμε. Aπό πού όμως ξεκινήσαμε;
*Η Μαρία Γώδη, είναι πτυχιούχος Ψυχολογίας από το Πάντειο Πανεπιστήμιο
www.logiosermis.net
Πηγή: http://www.logiosermis.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου