Σε προηγούμενο σημείωμα μιλήσαμε για τα φρούτα γενικώς, οπότε τώρα ταιριάζει να περάσουμε στο ειδικό, στην εξέταση επιμέρους φρούτων. Και αφού είναι η εποχή τους, ξεκινάω από ένα φρούτο που μ’ αρέσει πολύ, το κεράσι, αν και φέτος καλά και φτηνά κεράσια δεν έχω ακόμα βρει. Όσο ήμουνα στην Ελλάδα, στο τέλος του Μάη, έβρισκα ή κάτι ωραία αλλά ακριβά ή κάτι κακομοιριασμένα (δεν θα πω από ποια περιοχή, να μην έχουμε παρεξηγήσεις) που κάναν δυόμισι το κιλό. Ίσως τώρα να έφτιαξε η κατάσταση, αλλά εδώ που βρίσκομαι τώρα τα κεράσια πάνε από εξάρι και πάνω –αν και είναι πολύ καλά, γαλλικά. Τέλος πάντων, το κεράσι ποτέ δεν ήταν πολύ φτηνό φρούτο.
Η λέξη κεράσι έχει αρχαία ελληνική προέλευση, από το ελληνιστικό κεράσιον,υποκοριστικό του κέρασος, που σήμαινε την κερασιά. Το δέντρο φαίνεται πως ήρθε από τη Μικρασία, αν σκεφτούμε και το τοπωνύμιο Κερασούς, οπότε η ελληνική λέξη θα είναι δάνειο από κάποια μικρασιατική γλώσσα, πανάρχαιο μάλιστα.
Στη Ρώμη, την καλλιεργούμενη κερασιά την έφερε από τον Πόντο ο Λούκουλλος και ονομάστηκε cerasus. Ο καρπός της κερασιάς, το κεράσι, ονομάστηκε cerasium, στα μεταγενέστερα λατινικά ceresium, και στα λαϊκά λατινικά ο τύπος του πληθυντικού ceresia θεωρήθηκε εσφαλμένα ως ενικός θηλυκού γένους. Από αυτόν παράγεται το γαλλικό cerise και το αγγλονορμανδικό cherise, και επειδή η κατάληξη θεωρήθηκε κατά λάθος ότι δηλώνει πληθυντικό, στα αγγλικά το τελικό –s εξέπεσε κι έχουμε το μεσαιωνικό αγγλικό chery, σημερινό cherry, που σημαίνει κεράσι. Μέσω των λατινικών πέρασε η λέξη στις πιο πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες (ή και όχι μέσω των λατινικών, π.χ. κιράζ στα τούρκικα,) και από τα αγγλικά επανήλθε ως αντιδάνειο το τσέρι, που είναι σύντμηση του cherry brandy. Να σημειωθεί ότι το σέρι (sherry) είναι και αυτό αγγλικής προελεύσεως και ηδύποτο, αλλά ετυμολογικά δεν έχει καμιά σχέση με το τσέρι, αφού πήρε την ονομασία του από την ισπανική πόλη Xeres απ’ όπου το προμηθεύονταν οι Άγγλοι. Αντιδάνειο και από κεράσια, αλλά λιγότερο διαδομένο είναι το γερμανικό κιρς.
Είπαμε ότι το κεράσι γεννήθηκε στη Μικρασία, αλλά και σήμερα η πρώτη κερασοπαραγωγός χώρα είναι η Τουρκία. Πάντως και η Ελλάδα έχει μεγάλη παραγωγή, ιδίως η βόρεια ή στα βουνά γιατί το κεράσι είναι φρούτο που ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές. Φημισμένα είναι τα κεράσια Βοδενών («πήρα κάτι πεντανόστιμα κεράσια, τεράστια, τα λένε βοδινά επειδή είναι πολύ μεγάλα, σαν βόδια», εξηγούσε κάποιος αποδεικνύοντας ότι με την ετυμολογία πλησιάζουμε την αλήθεια των λέξεων). Ξεχωριστή ποικιλία είναι τα πετροκέρασα, που αξιώθηκαν και τραγούδι: χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο.
Σε πολλά ορεινά χωριά καλλιεργούσαν την κερασιά, που είναι συχνότατη σε τοπωνύμια. Πέρα από την Κερασούντα που ήδη αναφέραμε (σήμερα λέγεται Giresun), υπάρχουν ένα σωρό μικρά χωριά Κερασιά, ενώ Κερασίτσα είναι το χωριό του Γρηγόρη Λαμπράκη στην Αρκαδία –πιο πέρα υπάρχει και η Βλαχοκερασιά.
Η γνωστότερη παροιμία με τα κεράσια είναι όπου ακούς πολλά κεράσια να βαστάς μικρό καλάθι, που δεν ξέρω αν υπάρχει σε άλλες γλώσσες –έχει άραγε τούρκικο ανάλογο; Μάλλον όχι, γιατί δεν βρίσκω τίποτα στον Ρεντχάουζ. Πάντως είναι παροιμία ευεξήγητη, με εικόνα εύληπτη και παραστατική.
Άλλη γνωστή φράση με το κεράσι είναι το «κερασάκι στην τούρτα», που τη λέμε για μια λεπτομέρεια που έρχεται σαν επιστέγασμα μιας κατάστασης. Αρχικά η έκφραση είχε θετική χροιά, για το επιστέγασμα μιας ευχάριστης κατάστασης, αλλά σιγά-σιγά όλο και περισσότερο τη βρίσκω να λέγεται για αρνητικές καταστάσεις, για τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι της αγανάκτησης σε μια κατάσταση που ήδη πήγαινε στραβά· για παράδειγμα, πριν από μερικές εβδομάδες, είχα διαβάσει σε ρεπορτάζ ότι τα ελληνικά ομόλογα δέχτηκαν σφυροκόπημα, τα σπρεντ εκτινάχθηκαν στα ύψη, και το κερασάκι στην τούρτα ήταν η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Καθόλου εύγευστο κερασάκι, θα συμφωνήσετε. Πάντως η φράση είναι σίγουρα δάνειο από τα γαλλικά (le cerise sur le gâteau) ή από τα αγγλικά (cherry on the cake), διότι για να γεννηθεί προϋποθέτει αστική ανάπτυξη· στην αγροτική Ελλάδα που γέννησε τις περισσότερες εκφράσεις της γλώσσας μας δεν έφτιαχναν τούρτες. Υπάρχει πάντως και η φράση «βαστάει απ’ τα κουκιά ως τα κεράσια» που τη λένε σε μερικά μέρη για κάτι που διαρκεί λίγο ή για ρούχα μικρής αντοχής.
Μια και πιάσαμε τη γαλλική έκφραση, να πω ότι σε γαλλικό φρασεολόγιο βρίσκω κάμποσες εκφράσεις με τα κεράσια, όπως κόκκινος σαν κεράσι (rouge comme une cerise, εμείς λέμε σαν παντζάρι ή σαν αστακός) ή avoir la cerise (που σημαίνει έχω γκίνια). Η μαμά μου δεν μ’ αφήνει να σας πω ότι στα αγγλικά cherry είναι η παρθενιά. Οπότε, θα εστιαστώ στο cherry-picking, που χρησιμοποιείται όταν διαλέγουμε κατά προτίμηση (και όχι αντιπροσωπευτικά) μόνο αυτά τα δείγματα που μας συμφέρουν. Π.χ. είσαι ερευνητής και μνημονεύεις μόνο τις κλινικές δοκιμές που υποστηρίζουν τη θεωρία σου και τις άλλες τις αποσιωπάς. Αυτό το είχα μεταφράσει “κορφολόγημα” κάποτε.
Σαν ήμασταν μικρά, τα κεράσια σε ζευγάρι με το κοτσάνι τους, όπως στην εικόνα, τα κρεμούσαμε στ’ αυτιά μας. Τα δυο κεράσια είναι το έμβλημα του ΚΚ Τσεχίας –μπήκαν το 1990 στη θέση του σφυροδρέπανου. Με κουκούτσια από κεράσια είχε πυροβολήσει, αν θυμάμαι καλά, ο βαρόνος Μινχάουζεν ένα ελάφι στο κεφάλι, αλλά χωρίς να το σκοτώσει –το συνάντησε ένα χρόνο αργότερα και είχε φυτρώσει μια μεγάλη κερασιά με νόστιμα φρούτα!
Το κεράσι έχει ξαδερφάκι του το βύσσινο, που συνήθως το χρησιμοποιούμε σε γλυκά και μόνο κάτι φανατικοί σαν κι εμένα το τρώνε ωμό. Ετυμολογείται από το βύσσινος δηλ. φτιαγμένος από βύσσο κι έτσι λέγονταν τα ενδύματα των βασιλιάδων που ήταν φτιαγμένα από εκλεκτό λινό· κι επειδή αυτά ήταν πορφυρά, η λέξη βύσσινος πήρε τη σημασία πορφυρός και μετά χρησιμοποιήθηκε και για το πορφυρό αυτό φρούτο. Σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, το βύσσινο ονοματίζεται σαν παραλλαγή του κερασιού. Η ελληνική λέξη έχει περάσει και στα τούρκικα, στις βαλκανικές γλώσσες –στα ρουμάνικα, visinata είναι η βυσσινάδα– αλλά και στις σλάβικες· θυμόμαστε και τον Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ. Τη βυσσινάδα, που είναι ένα κι ένα μετά την καλοκαιρινή σιέστα, τη θεωρώ πολιτισμικό επίτευγμα πρώτης γραμμής. Ίσως όμως είμαι προκατειλημμένος
Συμπλήρωση: Όπως επισήμανε ο αγαπητός Αλφρέδος, λείπει η αναφορά στην παροιμιακή φράση “να λείπει το βύσσινο” ή “να μένει το βύσσινο”, που τη λέει κάποιος όταν αρνείται πρόταση ή προσφορά που του έγινε, επειδή συνοδεύεται από υποχρεώσεις που δεν θέλει να αναδεχθεί ή επειδή τη βρίσκει ασύμφορη ή επικίνδυνη. Σύμφωνα με το ανέκδοτο (που μπορεί βέβαια να είναι μπεντροβάτο), η φράση γεννήθηκε όταν ένας ψηφοφόρος παράγγειλε γλυκό βύσσινο στο καφενείο για τον κομματάρχη του, ζητώντας του παράλληλα ένα ρουσφέτι· ο κομματάρχης, που δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να το ικανοποιήσει, είπε τη φράση αυτή στο σερβιτόρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου