απο
Πήγε νύχτα να κλέψει την αγαπημένη του ... και από λάθος έκλεψε την ψυχοκόρη του πεθερού του – Μια ιστορία αγάπης
στην Κεφαλονιά, αρχές του 20ου αιώνα
Ναι, αυτό είναι το δίστιχο που είχαν σκαρώσει για τον πατέρα του Φωκίων.
Γιατί, στ’ αλήθεια, όποιος ήθελε να κλέψει την κοπέλα π’ αγαπούσε και δεν του την έδιναν οι δικοί του ή οι δικοί της, ζητούσαν τη βοήθεια του σιορ Γεράσιμου του καροτσέρη.
Ήταν ο μόνος που αναλάμβανε τέτοιες επιχειρήσεις και διασκέδαζε με την ψυχή του.
Όπως τότε, χρόνια πριν, που ένα αρχοντόπουλο, ο Σπυρονιόνιος, αγαπιόταν με μιαν αρχοντοπούλα, την Κάτε. Δεν τον ήθελαν οι δικοί της. Εκείνος ήταν από το Αργοστόλι, εκείνη από τα κατωχώρια ή αλλιώς τα καπετανοχώρια. Τα λένε έτσι διότι βρίσκονται στη νότια πλευρά της Κεφαλλονιάς και γιατί κάθε σπίτι έχει ένα ναυτικό, έναν καπετάνιο. Έτσι λοιπόν αποφάσισε ο Σπυρονιόνιος να κλέψει την Κάτε, της οποίας ο πατέρας κάτι είχε υποψιαστεί.
Στην επιχείρηση πήραν μέρος μόνο δύο φίλοι του, ο Νικόλας κι ο Παγής.Έφτασαν στο αρχοντικό περασμένα μεσάνυχτα. Καλοκαίρι. Τα παράθυρα ανοιχτά. Μπαίνουν μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο πουξέρουν πως είναι η κρεβατοκάμαρα της Κάτες.
Της κλείνουν το στόμα, την κουκουλώνουν με το σεντόνι, την κατεβάζουν από τη σκάλα, τη φορτώνουν στην άμαξα και δρόμο για το σημείο συνάντησης με τον Σπυρονιόνιο.
Στο διάστημα αυτό και σ’ όλη τη διαδρομή η κοπέλα αντιστέκεται και μουγκρίζει. Φυσικά δεν είχαν δικαίωμα να την ξεσκεπάσουν, αυτό θα το έκανε ο ίδιος ο γαμπρός σ’ ένα παλιό αρχοντικό έξω απ’ τ’ Αργοστόλι, όπου και τους περίμενε.
Σε μία περίπου ώρα έφτασαν και σαν την ξεσκέπασε το αρχοντόπουλο, έμεινε άφωνος.
Δεν ήταν η αρχοντοπούλα, δεν ήταν η αγαπημένη του Κάτε. Ήταν η Μαριολένη, η ψυχοκόρη του πεθερού του! Σάστισαν όλοι, μα ο σιορ Γεράσιμος χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, πιάνει το αρχοντόπουλο από το μπράτσο.
-Άκου ν’ ακούσεις τι θα σου ειπώ, κονιόρδε κι αμορόζο (λεβεντόπαιδο κι ερωτιάρη), Σπυρονιόνιο μου. Εγώ το νεγότσιό μου (δουλειά) το ’καμα. Όμως ο σγαρίλιος (τετραπέρατος) κι από κουκί (παρ’ ολίγο) πεθερός σου στην έκαμε τη σπαραμάδα (ζημιά)!
Είναι, μα τον Άγιο, πολύ γαλούχος! Αυτό δε σημαίνει,γιε, επειδή είν’ η Μαριολένη, η σεστάδα (νοικοκυρά) και σουλιμέντα (καλότροπη) ψυχοκόρη, νια σωστή μπελέτσα (ομορφιά), πως θαν την αμπαντονάρεις στην τύχη τση... Α δεν τήνε πάρεις εσύ, θαν τήνε πάρει ένας απ’ τσου φίλους σου. Και να σου ειπώ και κάτι;
Εκειό είναι το λάθος σας, βωρές, εσάς των παρτσινέβελων (αρχοντάδων). Αντί να πάρετε φτωχοκόριτσα που νογάνε από νοικοκυροσύνη, που εχτιμούν εκειό που τσου δίδεται γιατί το ’χουνε στερηθεί, πάτε και παίρνετε ούλοι σας άπραες αρχοντοπούλες, που οι πουλιότερες από δαύτες μηδέ την κούδα τσου (γυναικείο εσώρουχο) δε νογάνε να δέσουνε. Ντούνκουε (λοιπόν), πάω όξω να σας δώκω νιάν απερτούρα (ευκαιρία), να σας απαρατήσω ναν τα βρείτε μεταξύ σας και σε μισή ώρα θε να ματάρτω να μου ειπείτε την απόφασή σας. Α! και να ξέρεις,
Σπυρονιόνιο μου, αν τήνε πάω πίσωθε, σ’ αβιζάρω (προειδοποιώ): θε να σε κάμω ρεντίκολο. Θε να κάμω σύλογα (κουτσομπολιά), μα τον Άη! Ω ρε γέλια πο’χει να κάμει ούλη η Χώρα!
Δεν άργησε να περάσει το μισάωρο και νάτος πάλι μέσα ο σιορ Γεράσιμος, αποφασισμένος να κάνει πράξη τα λεγόμενά του. Τότε είδε κάτι που τον άφησε άφωνο. Ο Νικόλας, ο φίλος του Σπυρονιόνιου, αυτός που κουβάλησε στους ώμους του την Μαριολένη, την κρατούσε στην αγκαλιά του.
-Και τι θαρρείτε πως κάμετε εδεκεί, βωρές; Θέτε να με πιάσειτο γλυκί μου (να θυμώσω); Τι τη βαϊλεύεις, ωρέ; Θες να σ’ αρπάξω απ’ το γκελέ σου (γιλέκο) κι όρμπο κι αναθαλασσιά (κι ότι βρέξει ας κατεβάσει);
Τι εικάστηκες πως πα να κάμεις, ωρέ; Δε θαν τήνε τραβιάρεις (αποπλανήσεις) εσύ, βωρέ μούτσουνο! θύμωσε ο αμαξάς κι όρμησε κατά πάνω τους.
-Να σου ειπώ, μπαρμπα-Γεράσιμε. Μην αψώνεις. Καρτέρα και θα δεις. Τόσο οι παρόλες σου που τσι μερετάρω (σέβομαι), όσο και η ευμορφιά τση, μ’ έκαμαν να νοιώσω πως τ’ ατσιδέντε θε να μο’ βγει σε καλό. Εγώ θε να ’μαι πιο τυχερός από τον αμορόζο φίλο μου, αφόντες (αφού) εγώ θε να ’χω για γυναίκα νιάν άξια μπελετσούνα! Εδούλιασα (κουράστηκα), γιε, ναν τήνε κουβαλάω. Τσάμπα αγραμπαλώθηκα κι εκουβάλαγα θηλυκωμένο το αφεντόκορμό τση τόσο δρόμο; είπε ο Νικόλας κοιτάζοντάς την με θαυμασμό.
-Βεραμέντε (επιτέλους)! Να κι ένας πο’χει νιονιό! Θα μου δώκεις όμως νιπένιο (υπόσχεση) πως δε θα βολτετζάρεις δώθε κείθε, να λες παρόλες για την Μαριολένη, για θα σου φάω το γούργουρα (λαρύγγι)!
-Έχεις το λόγο μου.
Πράγματι, η ψυχοκόρη ήταν πανέμορφη.Μα κι επειδή από κοριτσάκι ήταν στο αρχοντόσπιτο, η μόρφωση και οι τρόποι της δε διέφεραν και πολύ απ’ αυτούς της αρχοντοπούλας. Άλλωστε είχαν μεγαλώσει σαν αδερφές κι αγαπιόνταν πολύ. Γι αυτό και κείνη υποσχέθηκε στον Σπυρονιόνιο πως θα έκανε ό,τι μπορούσε για να σμίξει με την αγαπημένη του.
-Μπαρμπα-Γεράσιμε, μπορείς να μας κάμεις όμως νιαν άλλη χάρη; ρώτησε ο Σπυρονιόνιος.
-Να σ’ αρπάξουμε την Κάτε; Μετά χαράς, αφέντη μου! Μα δε θα ήτουνα γκιούστο (σωστό) ν’ ασπετάρουμε (περιμένουμε) λιγουλάκι, μπας και πείσουμε το σιορπάρι τσι; Κι αν γδούμε πως δε βάνει νιονιό, τότε σου δίνω νιπένιο ναν του τήνε κάμουμε τη σμαρδακάγια (ζημιά) μ’ ούλο το δίκιο μας! Μ’ ατεντσιόνε! Αυτήνη τη βολά θε να ’ρτεις εσύ παρέα. Για ν’ αλλάξει και το γούρι!
-Ό,τι πεις εσύ. Εσύ νογάς καλύτερα απ’ τον καθένα, έτσι δεν είναι;
Έτσι κι έγινε. Βάλανε λυτούς και δεμένους κι έπεισαν τον πατέρα της αρχοντοπούλας να δώσει την ευχή του σ’ αυτήν τη διπλή χαρά.
Αποφάσισαν να γίνει ο γάμος του Σπυρονιόνιου με την Κάτε και του Νικόλα με την Μαριολένη την ίδια μέρα, μ’ έναν όρο όμως, που τον έβαλε ο άρχοντας: Να στεφανώσει και τα δύο ζευγάρια ο υπαίτιος, όπως τον θεωρούσε, ο καροτσέρης ο σιορ Γεράσιμος. Κι άλλο που δεν ήθελε κι εκείνος.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Ιστορία ενός μετανάστη” της Αθηνάς Μαραβέγια
Ευχαριστώ και γι' αυτή την ανάρτηση!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΜΕΙς ΣΑς ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ!!
ΑπάντησηΔιαγραφή