Της Κατερίνας Παντά ΕΣΤΆΛΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΚΟΥΝΑΔΗ
Ο κυρ - Βασίλης είναι γείτονας. Ένας γείτονας καλοστεκούμενος παρά τα χρονάκια του, αφού μάλλον έχει περάσει προ πολλού τα 70.
Τα πρωινά συχνά πυκνά συναντιόμαστε και ανταλλάσσουμε πέντε κουβέντες, αφού η οξύνοια του, το χιούμορ του, η καλή του διάθεση και η λεπτότητα της συμπεριφοράς του, δίνουν περισσότερο φως στην μέρα μου.
Η γυναίκα του έχει «φύγει» εδώ και καιρό αφήνοντάς τον μόνο, αλλά ο κυρ - Βασίλης της γειτονιάς μας συνεχίζει ακούραστος το διάβα της ζωής παρά την μοναξιά του, ευθυτενής, με το χαμόγελο και μια γλυκιά κουβέντα για όλους μας.
Μέσα μου τον έλεγα «ήλιο μου».
Μαχητής ο ίδιος, μιας που από πολύ νέος ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση που την αυγάτισε με την αξιοσύνη του και δουλεύοντας περίπου 50 χρόνια. «Υπερήφανος» συνταξιούχος των 700 ευρώ με μια κόρη που δουλεύει μόνο όταν βρίσκει δουλειά και δυο εγγόνια.
Τις λίγες οικονομίες του τις είχε εμπιστευθεί στο κράτος εδώ και χρόνια, ανανεώνοντας τακτικά κάποιο ομόλογο που είχε, ενώ με τους τόκους του συμπλήρωνε το εισόδημά του, βοηθώντας τα εγγόνια του.
Πριν λίγες μέρες τον έχασα από την καθημερινότητα των πρωινών μου και τον έψαξα. Μου είπαν ότι ήταν στο νοσοκομείο. Πήγα να τον επισκεφθώ. Και εκεί συνάντησα έναν άνθρωπο άδειο, σβησμένο, ξένο, που δεν γνώριζα πια.
Δεν ήταν το χάσιμο των οικονομικών του που τον σημάδεψε ανεξίτηλα όπως έμαθα εκ των υστέρων. Ήταν η άθλια αντιμετώπιση της πολιτείας που τον τραυμάτισε.
Ο κυρ - Βασίλης είχε το κουράγιο να ταξιδέψει από την βορινή μακρινή μας πόλη 24 ώρες πάνε - έλα στην Αθήνα, για να καταθέσει και αυτός την διαμαρτυρία του στην συνάντηση των ομολογιούχων που γινόταν εκεί την περασμένη εβδομάδα.
Στα τελευταία διόδια του Σχηματαρίου και πριν στρίψουν για Κηφισιά η αστυνομία, κατόπιν διατεταγμένης υπηρεσίας σταμάτησε τα λεωφορεία, σ΄ ένα από τα οποία βρισκόταν και ο ίδιος, χωρίς να είναι σε θέση να εκφράσει ούτε κάποια δικαιολογία για την απαγόρευση προσπέλασης που τους επέβαλε.
Και όταν πολλοί κυρ – Βασίληδες σαν τον δικό μας, κατέβηκαν από τα λεωφορεία διαμαρτυρόμενοι δυναμικά, οι αστυνομικοί σαστισμένοι μπροστά στην απρόσμενη ξαφνική αντίδραση ανθρώπων μιας περασμένης ή μέσης ηλικίας, τους άφησαν να συνεχίσουν την πορεία τους προς το δημαρχείο της Κηφισιάς, συνοδεία περιπολικών, λες και επρόκειτο για καθ΄ εξιν ταραξίες.
- Πήγα κι εγώ χρυσό μου κορίτσι στο δημαρχείο μαζί με τους άλλους... Δυόμισι χιλιάδες ψυχές εκεί και παρακολουθήσαμε όρθιοι τους λόγους έξω, αφού δεν χωρούσαμε.
Πρώτη φορά στη ζωή μου συνάντησα τέτοιο θέαμα.. τέτοια αγανάκτηση, τέτοια πίκρα. Και όταν βγήκαμε σε μια ειρηνική πορεία όλοι μαζί, δεχθήκαμε την πρώτη επίθεση από τις άπειρες δυνάμεις καταστολής, που ήταν παρατεταγμένες γύρω μας.
Πρώτα μας χτύπησαν με τα κλομπς και τις ασπίδες τους και μετά μας έριξαν δακρυγόνα. Όλοι οι παράδρομοι κλειστοί από δαύτους. Καμία δυνατότητα διαφυγής, καμία δυνατότητα ανάσας. Χτύπησαν κι εμένα, όταν προσπάθησα να βοηθήσω μια ηλικιωμένη κυρία που δεχόταν επίθεση.
Δεν ήθελαν βλέπεις να πάρουν είδηση και παραπέρα τι ακριβώς γινόταν, δεν ήθελαν να ξεγυμνώσουμε έναν ήδη γυμνό πρωθυπουργό.
Εκεί ήταν που αισθάνθηκα το πρώτο ράγισμα στο στήθος, εκεί ήταν που νόμιζα ότι σάλευε το μυαλό μου, εκεί ήταν που μετάνιωσα για όλα… εγώ ο μέσος, ο συνετός, ο συνηθισμένος νοικοκύρης που έδωσα σε αυτή τη χώρα. Ό,τι μπορούσα. Που ήμουν περήφανος σε αυτό που άνηκα...
Εκεί πνίγηκαν τα λόγια του.
Σε λίγο, όταν μπόρεσε να συνεχίσει, πρόσθεσε:
Μην πιστέψεις ότι θρηνώ για το χρήμα που έχασα, γιατί βαθειά μέσα μου εδώ και καιρό ήξερα ότι ήταν οριστικά χαμένο, αφού η χώρα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έτσι πίστευα δυστυχώς.
Θρηνώ γιατί τώρα καταλαβαίνω ότι έχουμε ξεμείνει από ψυχή και πνεύμα... αυτά που μας κράτησαν ζωντανούς ανά τους αιώνες.
Θρηνώ για μια χώρα που χωρίς αυτά έχει πεθάνει και δεν το ξέρει.
Θρηνώ για τα εγγόνια μου και όλους τους νέους.
...Εκλεισε τα μάτια κουρασμένος... Δεν ξαναμίλησε.
Κάποια λίγα κανάλια την επομένη, αφιέρωσαν ελάχιστα δευτερόλεπτα στην κάλυψη αυτού του «ενοχλητικού» συμβάντος και έκαναν λόγο για λίγες εκατοντάδες ομολογιούχους. Ειχαν όμως να διαθέσουν άπλετο χρόνο στα επεισόδια του αγώνα μπάσκετ Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού.
Ο κυρ – Βασίλης, γερό κόκαλο σαν βράχος, ξεπέρασε το σωματικό πόνο πολύ γρήγορα και είναι πάλι ανάμεσά μας. Μόνο που δεν ξαναχαμογέλασε πια… Έγινε ίδιος σαν εμάς τους υπόλοιπους...
Τα σύννεφα νίκησαν τον ήλιο. Η πίκρα και η απογοήτευση, το φυσικό θέλγητρο της χαράς.
Η ιστορία του κυρ – Βασίλη είναι αληθινή. Και αποτελεί μια μικρή κατάθεση της γράφουσας στην ψυχή του Γιάννη Ντόκου. Που μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς σε χυτήρια ξένων χωρών, κατέθεσε τις πενιχρές του οικονομίες σε ομόλογα του ελληνικού κράτους. Εφυγε βαθιά απογοητευμένος σε ηλικία μόλις 49 ετών. Τον βρήκαν νεκρό κάποιοι άλλοι ομολογιούχοι μετά από δυο μέρες.
Είναι όμως επίσης και μια κατάθεση προς τους πολιτικούς μας που έγιναν αφορμή και η αιτία να αφαιρεθεί όλη αυτή η ρευστότητα από την ελληνική οικονομία.
Που αποτελεί μπούμερανγκ στην όποια πιθανή ανάκαμψη της χώρας και δώρον άδωρον καταστρέφοντας ζωές, όπως και στους πολιτικούς αυτούς που έπαιξαν με τις ελπίδες των πολιτών τους, έχοντας μόνο κατά νου το έπαθλο της καρέκλας.
Δεν πειράζει όμως... κάπως, κάπου, κάποτε, οι κυρ – Βασίληδες και οι Ντόκοι αυτής της χώρας, θα ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους μαζί τους... να ‘ναι σίγουροι.
Η οργή κοχλάζει και είναι μόνο θέμα χρόνου...
* Η κα Κατερίνα Παντά είναι επιχειρηματίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου