ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΕΝΕΓΑΤΟΥ
Άντε .... με έμφαση.
Άντε προστακτική του άγω. Άντε στο καλό άνθρωπε μου! Έλα για καφέ ! Καφέ το λέμε τώρα μα είναι κάλεσμα καρδιάς είναι σεβασμός, είναι επιλογή ,φιλοφρόνηση, είναι φιλοξενία, είναι παράδοση,είναι χίλια δυο,είναι Θερμοπύλες. - Άντε μη μου το λες! - Άντε θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει! Συνδετικός κοινωνικός κρίκος,κοινωνική επαφή και επικοινωνία αυτή η αγαπημένη ελληνική συνήθεια του καφέ. Χρειάζεται για ένα μερακλίδικο καφεδάκι χαρμάνι,μπουρίκι, νερό,ζάχαρη, ανακάτεμα,ψήσιμο, σερβίρισμα. Ένας δίσκος με το καφεδάκι, ένα ποτηράκι δροσερό νερό απαραίτητο συνοδευτικό και ένα πατρινό λουκουμάκι. Ρωτάς πως τον πίνει και δε μας δίνει; Ελαφρύ, βαρύ, μέτριο, καϊμακλί,με ολίγη, με γάλα , ζεστό, κρύο,χλιαρό. Στο δίσκο για να μην το μπερδέψεις βάζεις πιατελάκι στους με ζάχαρη και χωρίς πιατελάκι στους χωρίς. Ο καφές είναι της παρηγοριάς τον προσφέρουμε στις συγκεντρώσεις πένθους ονομάζεται το ποτό της παρηγοριάς λόγω χρώματος. Στις συναντήσεις της καθημερινότητας όταν τον απολαυάνουμε με την παρέα λέμε στην υγειά σου σηκώνοντας το ποτήρι με το νερό ποτέ του καφέ. Στα χαρμόσυνα γεγονότα δεν προσφέρουμε. Θέλει μεράκι το φλυτζάνι γι αυτό είχαν στα καφενεία τον ψήστη του καφέ ονομαζόμενο ταμπή. Αν κρατάς μυστικό θα στον πω και στην τελική εκεί λέγονται όλα, ώρα μεγάλων εξομολογήσεων. Προσοχή στο κατακάθι.Πάντα το φοβάμαι το κατακάθι αλλά το αξιοποιώ στις γλάστρες για να θεριεύουν τ'άνθη και να δίνουν θησαυρούς. Η μάνα μου τέτοιες μέρες καθόταν στο πεζούλι έβαζε και ένα μαξιλαράκι που είχε φτιάξει η θεία Γαρουφαλιά έπαιρνε μπροστά της την κατσαριόλα και έκοβε, όλο έκοβε το κυδώνι σε σπιρτόξυλα έκανε τόσο πολύ, τόσο ωραίο, τόσο χορταστικό, μοσχομύριζε το σπίτι αρμπαρόριζα, αγάπη, αφθονία. Έκανε και πολύ σταφύλι στην εποχή του,μαρμελάδα βερύκοκο η ζάχαρη στο σπιτικό της έμπαινε με το τσουβάλι 50 κιλών. Όλα ήταν στη διάθεσή μας.Ποτέ δεν τα κλείδωσε στην σερβάντα πο..τε... Μα όταν πήγαινε στην Πάτρα έφερνε ένα κουτί λουκούμια των 5 κιλών. Το κουτί είχε μέσα μικρές μπουκούλες πρασινοπές με γεύση μαστίχας, ροζουλί με άρωμα τριαντάφυλλο. Αυτό το έχωνε μέσα στην δερμάτινη βαλίτσα με τους χοντρούς γάτζους και την κλειδαριά με τα κλειδάκια. Η θέση της ήταν πάνω στο μπαούλο και κάτω από το περίτεχνο εικονοστάσι. Το κλειδάκι έμπαινε φυλαχτό να το φυλάει εκεί δίπλα στο καντήλι. Την είδα να το παραδίδει στα εικονίσματα. Μα πού να το φτάσεις, μα πού να το μαρτυρήσεις τσις αδερφάδες σου και άμα.... Τρεμόπαιζε η καντηλήθρα και στο τρεμούλιασμα τρύπωνα στον πειρασμό. Δερμάτινη η βαλίτσα δώστου....δώστου ξεχείλωσε και έπαιρνε το μικρούλι μου χεράκι, έφτανα στο θησαυρό.Πιο ζεστά, πιο φρέσκα, πιο αρωματικά λουκούμια του κόσμου λίγο - λίγο γινόντουσαν δικά μου! Με τους πρώτους επισκέπτες η μάνα μου δεν το πήρε χαμπάρι. Μα σιγά σιγά κατέβαινε το κουτί με τις αμέτρητες μπουκούλες.Ήρθε η ώρα της κρίσης ποιός έφαγε τα λουκούμια ρώταγε ξαναρώταγε η μάνα. Το βάρος έπεφτε στην πρωτότοκη. Τι κρίμα αυτή είχε βγάλει το όνομα της πιο λιχούτσας του σπιτιού. Έπρεπε να την υπερασπιστώ γιατί σκιαζώνουν το σκοτίδι και μ' είχε στο χέρι ποιός θα με συνόδευε το βράδυ στο μέρος; Για να με κουμαντάρει μου φώναζε στο σκοτάδι ότι πάντα μα πάντα με ακολουθεί η Μπαμπού! Τι ήταν τελικά αυτή η Μπαμπού ούτε που κατάλαβα γιατί ποτέ δεν συναντηθήκαμε. Τρέχω μπαίνω ανάμεσα τους να λύσω την διαμάχη μεταξύ τους. Πως να πικράνω τη μητέρα να κάνω εγώ να λυπηθεί που όλη νύχτα και όλη μέρα για το καλό μας προσπαθεί. Η γάτα τα 'φαγε μάνα η γάτα την είδα ..... Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε. Ο καφές κάποτε κρυώνει. Ή φύσα τον να μη σε κάψει. Κόκκαλα έχει ο καφές ; Όχι κούκαλα. Ένα καφεδάκι πότε θα πιούμε Ωραιοζήλη μου. Άντε ντε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου