Αρχικά βλέπεις μια σουσουράδα, μετά άλλη μία. Ένα τόσο όμορφο μικροσκοπικό πτηνό, το οποίο οι παλαιότεροι είχαν συνδέσει με τον ερχομό δριμύτατου ψύχους.
Κι ολόγυρά σου πρόσωπα βουβά, παγωμένα όχι από το κρύο, αλλά από την απόγνωση και την ψυχική κόπωση. Σε κάποιο φούρνο της γειτονιάς μια ώριμη κυρία, που σέρνει μαζί της το καροτσάκι της λαϊκής, καλοντυμένη, έχει βγάλει διακριτικά το πορτοφόλι της, στέκεται μπροστά στον υπάλληλο και τον ρωτά – σχεδόν – ψιθυριστά τι μπορεί να αγοράσει με αυτά τα κέρματα που της απέμειναν. Βγαίνοντας από το φούρνο, νοιώθεις την ανάγκη να την πλησιάσεις, αλλά δεν ξέρεις με ποια αιτιολογία.
Το πρόσωπό της έχει μια σοβαρή και σκληρή έκφραση, που δε σου αφήνει πολλά περιθώρια συζήτησης. Παρατηρώντας την, σκέφτεσαι ότι πρέπει κάποτε να υπήρξε πολύ ωραία γυναίκα. Τελικά, αποφασίζεις να την πλησιάσεις και την ρωτάς ευγενικά, εάν χρειάζεται κάποια βοήθεια με το καροτσάκι της λαϊκής. Εκείνη, αρνείται με μια κίνηση του κεφαλιού της. Χωρίς καν να απαντήσει, ρίχνοντας μόνο ένα φευγαλέο βλέμμα σε σένα και μετά φεύγει, χαμηλώνοντας το βλέμμα.
Αυτά τα χαμηλωμένα βλέμματα που συναντάς ολοένα συχνότερα. Τόσο πολλά, τόσο συχνά. Μία μόνο λέξη έρχεται στο μυαλό, ταπείνωση...
Ανθρώπινες ψυχές, που κάποιοι δίκασαν και καταδίκασαν σε μια άνευ τέλους εξαθλίωση. Που δεν τους επέτρεψαν καν να δώσουν τη μάχη για την επιβίωση με αξιοπρέπεια. Για εκείνους, οι ψυχές αυτές είναι αναλώσιμες, όπως η ίδια η ανθρώπινη ζωή. Αμελητέες ποσότητες που δεν έλαβαν ποτέ κάποιο χρίσμα από ένα κόμμα, που δεν ανήκουν στους επιφανείς λαμπερούς κοσμικούς, που δεν είχαν ποτέ σχέση με συμφωνίες κάτω απ’ το τραπέζι και, που το ίδιο το σύστημα δεν κατάφερε να τούς αφομοιώσει.
Γι’ αυτές τις ανόθευτες ψυχές, δεν υπήρξε ποτέ μια πολιτική υγιούς αντιμετώπισης των αποφάσεων της τρόικας. Καμία μέριμνα, κανένα ενδιαφέρον. Μόνο μια εγκληματική σιωπή να πλανάται στον αέρα κι ένας επίπλαστος προβληματισμός, τόσο επιφανειακός που εξατμίζεται την αμέσως επόμενη στιγμή. Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Οι σουσουράδες συνεχίζουν τα φτερουγίσματά τους, αυτήν τη φορά πετώντας χαμηλά, πάνω από τα κεφάλια αυτών των ψυχών. Θαρρείς και συμπάσχουν μαζί τους, κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό που ενώνει τα δάκρυά του, μαζί με τα δικά τους.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου