καλό μήνα από το παγωμένο αλλά ζεστό Μόντρεαλ
Στέλνω μια δημοσίευση της εδώ ομογενειακής εφημερίδας μας ΒΗΜΑ
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ
ΜΟΝΤΡΕΑΛ
ΜΕ
ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ
ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΑΝΩΛΑΤΟ
Βραβευμένο από την
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών
Στις 8 Φεβρουαρίου
πραγματοποιήθηκε στην μεγάλη αίθουσα συνελεύσεων και εκδηλώσεων της Ελληνικής Κοινότητα Μείζονος Μόντρεαλ
εκδήλωση-διάλεξη για τους σύγχρονους έλληνες βραβευμένους ποιητές, Σεφέρη, Ελύτη και Ρίτσο. Την εκδήλωση
διοργάνωσε και παρουσίασε, ο καθηγητής Δρ.
Νίκος Μεταλληνός, Γραμματέας Πολιτιστικών Υποθέσεων της Ελληνικής
Κοινότητας Μείζονος Μόντρεαλ. Μετά τις ομιλίες του κ. Μανωλάτου ακούστηκε
μουσική από μελοποιημένα ποιήματα των τριών ποιητών και απαγγέλθηκαν ποιήματά
τους. Τις απαγγελίες των ποιημάτων έκανε
η ομάδα του Θεατρικού Τμήματος, Τάσος
Φραγκιάς (επικεφαλής της ομάδας) Μαρίνα Χατζηδάκη, Γεωργία Τζέικομπ, Νίκος Σπαθής και Μανώλης Μανωλάτος.
Η εφημερίδα μας
παρουσίασε το προηγούμενο Σάββατο την ομιλία
του κ. Μανωλάτου για τον Γιώργο Σεφέρη. Σήμερα, δημοσιεύουμε για τον Οδυσσέα Ελύτη.
Β΄ Οδυσσέας Ελύτης
Εάν
αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα
αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις Ο.Ε
(Προσθέτω εγώ, …που
σημαίνει, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει)
Οδυσσέας
Ελύτης, είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη του
Παναγιώτη. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της
λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης
και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον
Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα
προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής
ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί
μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις
ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης
και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής.
Νεανικά χρόνια:
Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας
Βρανά. Οι γονείς του κατάγονταν από τη Λέσβο. Εγκαταστάθηκαν στo Ηράκλειο της Κρήτης από το 1895, όταν
ο πατέρας Αλεπουδέλλης ίδρυσε ένα
εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας.
Το 1914, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Το 1914, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Το Νοέμβριο
του 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις,
με αποκορύφωμα τη σύλληψη του πατέρα του, εξαιτίας της προσήλωσής της στις
βενιζελικές ιδέες.
Το 1923
ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη
Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να
γνωρίσει από κοντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το φθινόπωρο του 1924 ενώ ήταν στο Γ' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα.
Το φθινόπωρο του 1924 ενώ ήταν στο Γ' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα.
Όπως
ο ίδιος ομολογεί, πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, ξοδεύοντας όλα του τα
χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη
λογοτεχνία, ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής.
Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το
απολυτήριο του γυμνασίου. Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να
σπουδάσει χημικός. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του
Κάλβου. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν
σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία.
Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από τη χημεία και το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας.
Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από τη χημεία και το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας.
Νέα Γράμματα:
Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική
πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό «Νέα Γράμματα». Το
Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή
φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν
έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του.
Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης της παρέα του περιοδικού «Νέα Γράμματα» στο σπίτι του ποιητή Γ.Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα. Τα τύπωσαν όμως κρυφά και τα παρουσίασαν αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη με το ψευδώνυμο Οδυσσέας Βρανάς, με στόχο τη δημοσίευσή τους. Ο Ελύτης αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους. Ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος επίσης το ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης. (από έλληνας, ελπίδα. Ελευθερία, Ελένη…)
Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Προσανατολισμοί». Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα.
Το Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό «Τετράδιο» μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο» για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης της παρέα του περιοδικού «Νέα Γράμματα» στο σπίτι του ποιητή Γ.Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα. Τα τύπωσαν όμως κρυφά και τα παρουσίασαν αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη με το ψευδώνυμο Οδυσσέας Βρανάς, με στόχο τη δημοσίευσή τους. Ο Ελύτης αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους. Ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος επίσης το ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης. (από έλληνας, ελπίδα. Ελευθερία, Ελένη…)
Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Προσανατολισμοί». Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα.
Το Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό «Τετράδιο» μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο» για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Ο
πόλεμος του ’40 του έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την Καλωσύνη στις
Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και την ανολοκλήρωτη Βαρβαρία.
Ο Ελύτης, υπήρξε διευθυντής
προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), συνεργάτης του BBC. Υπηρέτησε επίσης και σε πολλά άλλα
πόστα, όπου ανέδειξε την ποίηση και τη λογοτεχνία.
Ευρώπη: Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να
εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας
στη Σορβόννη.
Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, (Τεριάδη) που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους μεταξύ των οποίων και τον Πικάσο, που για το έργο του, έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του Πικασό το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό».
Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, (Τεριάδη) που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους μεταξύ των οποίων και τον Πικάσο, που για το έργο του, έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του Πικασό το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό».
Επιστροφή στην Ελλάδα: Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή
περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το Άξιον
Εστί, στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε το Μάρτιο του 1960. Λίγους
μήνες αργότερα απέσπασε για το Άξιον Εστί το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την
ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό».
Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο, ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας αρνήθηκε να το παραχωρήσει (διότι στο ορατόριο υπήρχαν τα μπουζούκια και θεωρήθηκε προσβλητικό). Ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.
To 1965 του απονεμήθηκε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος.
Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο, ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας αρνήθηκε να το παραχωρήσει (διότι στο ορατόριο υπήρχαν τα μπουζούκια και θεωρήθηκε προσβλητικό). Ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.
To 1965 του απονεμήθηκε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος.
Μετά
το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως
με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ, ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά
του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε.
Στις
3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου
ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο.
Το
1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το
"Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας" που είχε θεσπίσει η δικτατορία.
Μετά
την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του
Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού
Θεάτρου (1974 - 1977).
Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να
συμπεριληφθεί στους καταλόγους των βουλευτών επικρατείας, ο Ελύτης αρνήθηκε,
παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική
πρακτική.
Το
1977 αρνήθηκε επίσης την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκό.
Βραβείο Νομπέλ: Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το
1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του
βραβείου από την Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου. Στο σκεπτικό
της απόφασης αναφέρονται τα εξής: "για την ποίησή του, που με φόντο την
ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια
ζωντανεύει τον αγώνα τού σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία".
Ο
Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου
του 1979, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και
γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο
και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη. Την απονομή του Νομπέλ,
ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η
απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση
του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας
νεοελληνικών σπουδών με τίτλο "Έδρα Ελύτη", στο πανεπιστήμιο Rutgers
του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη
Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.
Έργο: Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: "από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος".
Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία.
Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.
Έργο: Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: "από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος".
Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία.
Η
λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του καθώς και την τεχνική
του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε και η δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος
που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης
έκφρασης». Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο
Μαρωνίτης και ο Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος
διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο
του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού.
Πλεονάκις επολέμησάν με εκ
νεότητός μου
και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι
ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'
Α'
……………………………………….
Λύνει αέρας
τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα
παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ' απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα! |
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!
Αποσπάσματα από το "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Το
επόμενο Σάββατο θα δημοσιεύσουμε την ομιλία του κ. Μανωλάτου για το Γιάννη
Ρίτσο.
Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πως έγραψε
το Άξιον Εστί !
«Οσο κι αν μπορεί να
φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή
μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα
δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω
στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο
παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να
σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ητανε κυριολεκτικά μες τα
κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα
πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες
λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την
Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοιρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο
της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα
στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα
καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ηταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την
καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα
πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με
συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ'
άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοιρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».
Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοιρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».
Οδ. Ελύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου