αν μπορείς στην τρικυμία να κρατήσεις ψυχραιμία,
κι αν μπορείς και στους εχθρούς σου να σκορπίσεις το καλό,
αν μπορείς με μιας να παίξεις κάθε τι που ’χεις κερδίσει,
στην καταστροφή ν’ αντέξεις και να δώσεις κάποια λύση,
αν μπορείς να υποτάξεις πνεύμα, σώμα και καρδιά
αν μπορείς όταν σε βρίζουν να μην βγάζεις τσιμουδιά,
αν μπορείς στην καταιγίδα να μη χάνεις την ελπίδα,
κι αν μπορείς να συγχωρήσεις όταν σ’ έχουν αδικήσει,
αν μπορέσεις τ’ όνειρό σου να μη γίνει ο όλεθρός σου,
κι αν μπορέσεις ν’ αγαπήσεις όσους σ’ έχουνε μισήσει,
αν μπορείς να είσαι ο ίδιος στην χαρά και στην οδύνη,
αν η πίστη στην ψυχή σου μπρος σε τίποτα δεν σβήνει,
αν μιλώντας με τα πλήθη τη συνείδηση δεν χάνεις,
αν μπορέσεις να χωνέψεις πως μια μέρα θα πεθάνεις,
αν ποτέ δεν σε μεθύσει του θριάμβου το κρασί,
αν στα ψέματα των άλλων δεν λες ψέματα κι εσύ,
αν μπορείς να μη θυμώνεις, αλλά μήτε και να κλαις
όταν άδικα σου λένε πως εσύ μονάχα φταις.
Αν μπορείς με ηρεμία δίχως νεύρα ή δυσφορία
και τα ίδια σου τα λόγια να τ’ ακούς παραλλαγμένα,
αν μπορείς κάθε λεπτό σου να ’ναι μια δημιουργία
και ποτέ σου να μην μένεις με τα χέρια σταυρωμένα.
Αν οι φίλοι σου κι οι εχθροί σου δεν μπορούν να σε πληγώσουν
αν οι σχέσεις με μεγάλους τα μυαλά δεν σου σηκώνουν
αν τους πάντες λογαριάζεις μα… κανένα χωριστά,
αν μπορέσεις να φυλάξεις και τα ξένα μυστικά…
Έ! Παιδί μου τότε…
Θα μπορέσεις ν’ απολαύσεις όπως πρέπει τη ζωή σου…
Θα ’σαι άνθρωπος σπουδαίος κι όλη η γη θα ’ναι δική σου!
Ράντγιαρντ Κίπλινγκ: Ο εμβληματικός άγγλος μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και ποιητής, που τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1907, σε ηλικία μόλις 42 ετών.
Στο ελληνικό κοινό είναι γνωστός κυρίως για το παραινετικό ποίημά του «Αν» («If-») , τη συλλογή διηγημάτων «Το Βιβλίο της Ζούγκλας» («The Jungle Book») με ήρωα τον Μόγλη, που ενέπνευσε τον ιδρυτή του Προσκοπισμού Μπέιντεν – Πάουελ στη δημιουργία των «Λυκόπουλων» και τη νουβέλα «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» («The Man Who Would Be King»), που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Τζον Χιούστον το 1975.
Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Joseph Rudyard Kipling) γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1865 στη Βομβάη της Βρετανικής Ινδίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως έφορος του μουσείου της Λαχώρης. Ο Τζον Λόκγουντ Κίπλινγκ ήταν καλλιτέχνης και λόγιος και άσκησε αξιοσημείωτη επίδραση στο έργο του.
Πολλά από τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας ήταν δυστυχισμένα. Οι γονείς του τον πήγαν στην Αγγλία όταν ήταν έξι ετών και τον άφησαν για πέντε χρόνια σε μία «οικογενειακή εστία» στο Σάουθσι. Τις φρικτές εμπειρίες του εκεί τις περιέγραψε στην ιστορία «Μπε, μπε, το Μαύρο Πρόβατο» (1888). Στη συνέχεια μπήκε εσωτερικός σ’ ένα δεύτερης διαλογής σχολείο στο βόρειο Ντέβον, που προετοίμαζε τους μαθητές του για το Στρατό. Τη δύσκολη ζωή του στο ιδιότυπο αυτό σχολείο αποτύπωσε στη συλλογή διηγημάτων «Στόκι και Σία» (1899).
Μετά την αποφοίτησή του, ο Κίπλινγκ ξαναγύρισε στις Ινδίες (1882) και εργάστηκε επτά χρόνια ως δημοσιογράφος. Οι γονείς του, αν και δεν κατείχαν επίσημη θέση, ανήκαν στα υψηλότερα στρώματα της αγγλο-ινδικής κοινωνίας κι έτσι ο Ράντγιαρντ είχε τη δυνατότητα να εξερευνήσει αυτό τον τρόπο ζωής σε όλο του το φάσμα. Το 1886 δημοσίευσε τα «Τραγουδάκια της υπηρεσίας» (1888), τα «Απλά παραμύθια από τους λόφους» και μεταξύ 1887 και 1889 έξι τόμους διηγημάτων.
Όταν το 1889 γύρισε στην Αγγλία, η φήμη του είχε ήδη προηγηθεί και μέσα σ’ ένα χρόνο είχε αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της εποχής του. Η φήμη του μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ, όταν το 1892 δημοσιεύθηκαν οι «Μπαλάντες από το δωμάτιο ενός στρατώνα». Μετά τον Λόρδο Βύρωνα, κανένας άγγλος ποιητής δεν είχε αποκτήσει τόση φήμη με τέτοια ταχύτητα. Το 1892 νυμφεύθηκε την αμερικανίδα Καρολάιν Μπαλεστιέρ, αδελφή του αμερικανού εκδότη Γουόλκοτ Μπαλεστιέρ, με τον οποίο είχε συνεργαστεί σ’ ένα αποτυχημένο ρομάντζο. Το νεαρό ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Βερμόντ, αλλά δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στον αμερικάνικο τρόπο ζωής κι επέστρεψε στην Αγγλία το 1896.
Στα χρόνια που έζησε στην Αμερική δημοσίευσε: «Το φως που έσβησε» (1890), την ιστορία ενός ζωγράφου, ο οποίος τυφλώνεται ενώ ταυτόχρονα τον απορρίπτει η γυναίκα που αγαπά, το περιπετειώδες «Γενναίοι καπετάνιοι» (1897) και το αριστούργημά του για πολλούς «Κιμ» (1901), ένα κατά βάση παιδικό βιβλίο με ήρωα ένα ορφανό και τα δύο «Βιβλία της ζούγκλας», με ήρωα τον Μόγλη, το αγόρι που μεγάλωσε στη ζούγκλα και ανατράφηκε από μία οικογένεια λύκων, με σύντροφο μια αρκούδα, τον Μπαλού κι φίλο ένα βόα, τον Κάα. Και τα δυο αυτά βιβλία είναι έξοχα από άποψη ύφους και μία ακόμη απόδειξη ότι ο Κίπλινγκ έδινε τον καλύτερο εαυτό του, όταν αφηγούνταν μία σύντομη ιστορία, ενώ δεν μπορούσε με την ίδια συνέπεια και συνοχή να γράψει μεγάλα μυθιστορήματα.
Το 1902 ο Κίπλινγκ αγόρασε ένα σπίτι στο Μπέργουος του Σάσεξ, το οποίο έγινε η κατοικία του μέχρι το θάνατό του. Το Σάσεξ έδωσε το φόντο σε πολλά μεταγενέστερα κείμενά του, ιδιαίτερα στα: «Ο Πακ από τον λόφο Πουκ» (1906), το «Ανταμοιβές και Νεράιδες» (1910), δύο βιβλία τα οποία παρουσιάζουν δραματοποιημένα με απλό τρόπο γεγονότα της αγγλικής ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα εκφράζουν μερικούς από τους βαθύτερους στοχασμούς του.
Το 1907 τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας σε ηλικία 42 ετών και μέχρι σήμερα παραμένει ο νεώτερος κάτοχος του βραβείου. Τρία χρόνια αργότερα δημοσίευσε το ποίημα του «Αν» («If-»), με τις παραινέσεις ενός πατέρα προς τον γιο του, που αποτελεί μέχρι σήμερα το σήμα κατατεθέν της ποίησής του. Το 1915 έχασε τον μοναχογιό του Τζον (1897-1915), στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο αργότερα του αφιέρωσε το ποίημα «My Boy Jack». Νωρίτερα είχε χάσει και την πρωτότοκη κόρη του Τζόζεφιν σε ηλικία επτά ετών (1892-1899), ενώ η Τζέσι (1896-1976) ήταν το μόνο παιδί του που επέζησε του θανάτου του, που επισυνέβη στις 18 Ιανουαρίου 1936.
Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ περνούσε μεγάλα διαστήματα της ζωής του στη Νότιο Αφρική, όπου ανέπτυξε ιδιαίτερη φιλία με τον μεγιστάνα των διαμαντιών και πολιτικό Σέσιλ Ρόουντς (1853-1902). Η σχέση αυτή καλλιέργησε τις ιμπεριαλιστικές πεποιθήσεις του Κίπλινγκ, οι οποίες μεγάλωναν με το πέρασμα του χρόνου.
«Προφήτη του Βρετανικού Ιμπεριαλισμού» τον αποκάλεσε ένας άλλος σπουδαίος άγγλος συγγραφέας, ο Τζορτζ Όργουελ, που ήταν θαυμαστής του έργου του. «Λάτρευα τον Κίπλινγκ στα 13, τον μισούσα στα 17, τον απολάμβανα στα 20, τον περιφρονούσα στα 25 και τώρα μάλλον τον θαυμάζω πάλι». Η αμφίθυμη αυτή στάση για το έργο και την προσωπικότητα του Κίπλινγκ, τον ακολουθεί μέχρι της μέρες μας.
Αρκετοί μελετητές του έργου του επισημαίνουν ότι δεν θα πρέπει να απορρίψει κανείς τις πεποιθήσεις του αυτές με ευκολία. Ήταν συνδεδεμένες με μία πραγματική πίστη στην αποστολή του πολιτισμού στην εποχή της ακμής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία απαιτούσε από κάθε Άγγλο και γενικότερα κάθε Λευκό να μεταφέρει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στους άγριους ιθαγενείς του μη πολιτισμένου κόσμου.
Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ πέθανε στις 18 Γενάρη 1936.
Εκείο που δε μπορώ να καταλάβω από τα γραφόμενα, είναι αν ήταν ευτυχισμένος γιατί γεννήθηκε χωρίς μάτι να γλέπει πίσω από τη πλάτη, ή δυστυχισμένος γιατί είχε και έκανε το κορόιδο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚουά κα κα κα κα κα κα κα κα κα κα κα κα