ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΕΛΑΔΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
Ο Εγκέλαδος αιώνια γυροφέρνει την πανώρια κόρη Κεφαλονιά, αλλά εκείνη του αντιστέκεται. Ή μάλλον τον έχει απορρίψει. Στην αρχή, που ήτανε νέος, του έριξε δυο-τρεις ματιές. Εκείνος νόμισε πως της άρεσε. Γι' αυτό και δεν της έκανε κακό. Κι εκείνη ανταποκρίθηκε στο δικό του βλέμμα. Πάντα της άρεσαν τα δύσκολα, τα παράξενα και τα πρωτόφαντα. Και οι περιπέτειες. Τα ταξίδια. Ήθελε πολλά να βάλει στο δισάκι του μυαλού της. "Άσε", είπε, "να τονε γνωρίσω. Πολλά μπορώ να μάθω από αυτόν. Ας πούμε, πώς μπορεί να είναι τη μια εδώ και την άλλη εκεί; Τη μια στη Σαντορίνη και την άλλη στη Γιαπωνία;"
Αλλά στο πρώτο τους ραντεβού, στο Μύρτο, αιώνες προτού ο λογαγός Κορέλι συναντηθεί εκεί με την Πελαγία, εκείνος πήγε αξούριστος και άπλυτος. Η μπόχα απλώθηκε σε όλη την ατμόσφαιρα. Και τα ρούχα του; Σιδερόφραχτος ήταν. Δεν πλησιαζόταν ο Εγκέλαδος.
-Μα γιατί δεν πλένεσαι, του είπε, βρωμάς. Και σκέφτηκε: "Τι να μάθω από αυτόν τον άξεστο, τελικά. Τίποτε!"
-Έτσι είμαι, εγώ, της αποκρίθηκε, βγαίνω ολόκληρος από λίμνες με θειάφι και οξέα. Μου αρέσεις. Δεν πρόκειται ποτέ να σε πειράξω.
-Δε σε φοβάμαι, αποκρίθηκε εκείνη. "Ας το προσπεράσω", σκέφτηκε.
-Πες μου, τον ρωτάει, για τα μέρη που πας! Τι κάνεις εκεί, τι βλέπεις; γιατί ακούω φωνές, κλάματα και δυστυχίες;
-Τι να σου πω; Δεν ξέρω, τίποτε. Εγώ χτυπώ. Τ'ακούς; Εγώ χτυπώ! Κι όποιος δε με δέχεται, τηνε πληρώνει. Μονάχα χτυπώ, γκρεμίζω και χαλάω. Είμαι ο τρόμος!
-Με το μπαρντόν, είναι δυνατόν σήμερις τέτοια πράματα; αποκρίθηκε ατάραχη εκείνη, με όλη την τζετζιλιτά που είχε. Δε μ' ενδιαφέρεις, άμαθε,άξεστε και αγύρτη σιορ Εγκέλαδε!(είπαμε η τζετζιλιτά) Τίποτα να μου διδάξεις δεν έχεις! Και δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα. Εκείνος δεν καταλάβαινε από τέτοια και απομακρύνθηκε συγχυσμένος.
- Εμένα, ούρλιαξε, που δε μου αντιστάθηκε καμία, ούτε η Σικελία ούτε η Σιγκαπούρη ούτε η Μάλτα ούτε η Γιαπωνία; Θα δεις από δω και πέρα, τι θα σου κάμω. Θα σκάψω στα θεμέλιά σου, θ' άνοίξω τάφρους, σε τρεις κολώνες απάνου θα σε έχω, για να ταράζεσαι και να βουρλίζεσαι κάθε τόσο.
Εκείνη τον άκουσε και, είπαμε, με όλη την τζετζιλιτά που τη διέκρινε, του πέταξε:
-Εγκέλαδε, δε σε φοβάμαι, η ομορφιά μου θα σφραγίζει τις μέρες σου. Κι η εξυπνάδα μου θα ταξιδεύει στους αιώνες, ποιητές θα την τραγουδήσουνε, αιώνιοι ταξιδευτές θα με γνωρίζουνε σε ούλη τη γης, τα τέκνα μου θα στήσουνε σπίτια παντού. Και ξέρεις γιατί; Για να σε ακολουθούμε όπου κι αν χτυπάς. Δε θα σε αφήσουμε ήσυχο.Τα τέκνα μου παντού θα σου δίνουνε απαντήσεις. Κι όταν μας επισκέπτεσαι θα γλεντάμε. Θα σε αμπώνουμε, μέρος δε θα βρίσκεις να χτυπάς!
Χαμογέλασε εκείνος κι ένα ρυάκι υδρόθειου φορτωμένο με εκκωφαντικούς ήχους ακατέργαστων νταουλιών πετάχτηκε από τα δόντια του. Τα μάτια του κοκκίνησαν και βρουχήθηκε:
-Δε θα σε αφήσω ήσυχη ως τη συντέλεια του αιώνα, γιατί με ντρόπιασες. Θα' ρχομαι κάθε τόσο να σε ταράζω, θα ψάχνω, θα ψάχνω και κάθε φορά θα σε χτυπάω αλλού. Πάντα θα σου ξεφεύγω. Εκεί θα νομίζεις πως θα χτυπάω κι εγώ θα είμαι αλλού.
Κι εκείνη, αλαφιασμένη και παράξενα ωραία, τίναξε τα μαλλιά της που άφηναν άρωμα ελάτης κι ήταν σα να τραγούδησε:
-Καλώς να κοπιάζεις, θα σε κοιτώ κάθε φορά από την κορφή του Αίνου, εκεί που εσύ δεν μπορείς να φτάσεις. Πόλεμο θέλεις και θα τον έχεις. Σαν την άδικη κατάρα θα γυρνάς στη γη μου απάνω και δε θα βρίσκεις ησυχία. Κάθε επίσκεψή σου θα τελειώνει με μια φυγή. Δική σου φυγή. Ασύντακτη. Εκεί, δυτικά του Ληξουριού, στα άπατα κάθε φορά θα κρύβεσαι. Τα τέκνα μου, ξέρουν, έχουν τη γνώση που δεν έχεις εσύ. Σε περιμένουν και κάθε φορά βγαίνουν πιο δυνατά με εμένα σημαία τους στα σημεία του ορίζοντα.
Κι ήταν η πρώτη φορά που ένα αϊδόνι, ακούγοντας τα λόγια της Κεφαλονιάς, δε φοβήθηκε, άφησε τρίλιες μουσικές να αντηχήσουν στον αέρα. Τις πήρε ένας βοσκός στις πλαγιές του Αίνου κι έφτιαξε το πρώτο μαντολίνο και τραγούδησε την πρώτη αριέτα που με τη σειρά της ταξίδεψε όλους τους Κεφαλονίτες στα πέρατα της οικουμένης κι ακόμα παραπέρα. Όπου υπάρχει ο Εγκέλαδος. Για να τον κυνηγούν και να τον κογιονάρουν!
Κι ένας κοντυλοφόρος του παλιού καιρού, μαθαίνοντας τούτη την ιστορία που ακούστηκε, μια βροχερή μέρα σ' ένα γκρεμισμένο χάλασμα στις υπώρειες του Αυγού, δε δίστασε καθόλου ν' απαντήσει στο αιώνιο ερώτημα:
Ο Εγκέλαδος ή η Κεφαλονιά:
Η Κ Ε Φ Α Λ Ο Ν Ι Α στους αιώνες!!!
(Δ.Βλ.)
ΕΠΙΣΗς
ΔΙΚΕΛΗΣ ΒΛΙΧΟΣ
ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ 2014
Το νησί μου
Πέτρα κι ασβέστης
Στα σωθικά του βουητά
Χαράδρες πυρός και σιδήρου
Χαλασμός και γενέθλια δύναμη
Στο σύρε κι έλα του κόσμου
Κλυδωνίζεται ασπαίρον
Στην κόψη του χάους
Θα πέσει, λεν, δε θα πέσει;
Λες και υπογράφει ισόβια
Την ατέλεια του πλανήτη
Στην εντροπία του σύμπαντος.
Το νησί μου αιώνιος κύκλος
Γένεση και Πάθη, Δοξαστικό,
Πάθη και Γένεση
Και τα τέκνα του
Στα οχτώ του ορίζοντα στήθη
Σπέρνοντας μνήμη
Ζουν μετεικάσματα εικόνων
Και σε Προ Σεισμού
Και Μετά Σεισμόν εποχές
Μετράνε την ύπαρξή τους.
Το νησί μου
Τα τέκνα του
Στο πριν και στο τώρα
Στο πάντα ως τη συντέλεια
Στέκονται αντικρύ
Στο αιώνιο ερώτημα
Ποντοπόροι ελπίδων
Ζωής που μαίνεται πλήρης θριάμβου
Με μουσική και με γλώσσα
Με στεντόρειες φωνές
Και με χαίνουσες τις πληγές εσαεί
Των γκρεμών, των στιγμών, των ερώτων
Απαντούν
Δίνοντας σημασία στην ταχύτητα του φωτός :
Κεφαλονιάάά στους Αιώνες!…
ΔΙΚΕΛΗΣ ΒΛΙΧΟΣ
Ο Εγκέλαδος αιώνια γυροφέρνει την πανώρια κόρη Κεφαλονιά, αλλά εκείνη του αντιστέκεται. Ή μάλλον τον έχει απορρίψει. Στην αρχή, που ήτανε νέος, του έριξε δυο-τρεις ματιές. Εκείνος νόμισε πως της άρεσε. Γι' αυτό και δεν της έκανε κακό. Κι εκείνη ανταποκρίθηκε στο δικό του βλέμμα. Πάντα της άρεσαν τα δύσκολα, τα παράξενα και τα πρωτόφαντα. Και οι περιπέτειες. Τα ταξίδια. Ήθελε πολλά να βάλει στο δισάκι του μυαλού της. "Άσε", είπε, "να τονε γνωρίσω. Πολλά μπορώ να μάθω από αυτόν. Ας πούμε, πώς μπορεί να είναι τη μια εδώ και την άλλη εκεί; Τη μια στη Σαντορίνη και την άλλη στη Γιαπωνία;"
Αλλά στο πρώτο τους ραντεβού, στο Μύρτο, αιώνες προτού ο λογαγός Κορέλι συναντηθεί εκεί με την Πελαγία, εκείνος πήγε αξούριστος και άπλυτος. Η μπόχα απλώθηκε σε όλη την ατμόσφαιρα. Και τα ρούχα του; Σιδερόφραχτος ήταν. Δεν πλησιαζόταν ο Εγκέλαδος.
-Μα γιατί δεν πλένεσαι, του είπε, βρωμάς. Και σκέφτηκε: "Τι να μάθω από αυτόν τον άξεστο, τελικά. Τίποτε!"
-Έτσι είμαι, εγώ, της αποκρίθηκε, βγαίνω ολόκληρος από λίμνες με θειάφι και οξέα. Μου αρέσεις. Δεν πρόκειται ποτέ να σε πειράξω.
-Δε σε φοβάμαι, αποκρίθηκε εκείνη. "Ας το προσπεράσω", σκέφτηκε.
-Πες μου, τον ρωτάει, για τα μέρη που πας! Τι κάνεις εκεί, τι βλέπεις; γιατί ακούω φωνές, κλάματα και δυστυχίες;
-Τι να σου πω; Δεν ξέρω, τίποτε. Εγώ χτυπώ. Τ'ακούς; Εγώ χτυπώ! Κι όποιος δε με δέχεται, τηνε πληρώνει. Μονάχα χτυπώ, γκρεμίζω και χαλάω. Είμαι ο τρόμος!
-Με το μπαρντόν, είναι δυνατόν σήμερις τέτοια πράματα; αποκρίθηκε ατάραχη εκείνη, με όλη την τζετζιλιτά που είχε. Δε μ' ενδιαφέρεις, άμαθε,άξεστε και αγύρτη σιορ Εγκέλαδε!(είπαμε η τζετζιλιτά) Τίποτα να μου διδάξεις δεν έχεις! Και δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα. Εκείνος δεν καταλάβαινε από τέτοια και απομακρύνθηκε συγχυσμένος.
- Εμένα, ούρλιαξε, που δε μου αντιστάθηκε καμία, ούτε η Σικελία ούτε η Σιγκαπούρη ούτε η Μάλτα ούτε η Γιαπωνία; Θα δεις από δω και πέρα, τι θα σου κάμω. Θα σκάψω στα θεμέλιά σου, θ' άνοίξω τάφρους, σε τρεις κολώνες απάνου θα σε έχω, για να ταράζεσαι και να βουρλίζεσαι κάθε τόσο.
Εκείνη τον άκουσε και, είπαμε, με όλη την τζετζιλιτά που τη διέκρινε, του πέταξε:
-Εγκέλαδε, δε σε φοβάμαι, η ομορφιά μου θα σφραγίζει τις μέρες σου. Κι η εξυπνάδα μου θα ταξιδεύει στους αιώνες, ποιητές θα την τραγουδήσουνε, αιώνιοι ταξιδευτές θα με γνωρίζουνε σε ούλη τη γης, τα τέκνα μου θα στήσουνε σπίτια παντού. Και ξέρεις γιατί; Για να σε ακολουθούμε όπου κι αν χτυπάς. Δε θα σε αφήσουμε ήσυχο.Τα τέκνα μου παντού θα σου δίνουνε απαντήσεις. Κι όταν μας επισκέπτεσαι θα γλεντάμε. Θα σε αμπώνουμε, μέρος δε θα βρίσκεις να χτυπάς!
Χαμογέλασε εκείνος κι ένα ρυάκι υδρόθειου φορτωμένο με εκκωφαντικούς ήχους ακατέργαστων νταουλιών πετάχτηκε από τα δόντια του. Τα μάτια του κοκκίνησαν και βρουχήθηκε:
-Δε θα σε αφήσω ήσυχη ως τη συντέλεια του αιώνα, γιατί με ντρόπιασες. Θα' ρχομαι κάθε τόσο να σε ταράζω, θα ψάχνω, θα ψάχνω και κάθε φορά θα σε χτυπάω αλλού. Πάντα θα σου ξεφεύγω. Εκεί θα νομίζεις πως θα χτυπάω κι εγώ θα είμαι αλλού.
Κι εκείνη, αλαφιασμένη και παράξενα ωραία, τίναξε τα μαλλιά της που άφηναν άρωμα ελάτης κι ήταν σα να τραγούδησε:
-Καλώς να κοπιάζεις, θα σε κοιτώ κάθε φορά από την κορφή του Αίνου, εκεί που εσύ δεν μπορείς να φτάσεις. Πόλεμο θέλεις και θα τον έχεις. Σαν την άδικη κατάρα θα γυρνάς στη γη μου απάνω και δε θα βρίσκεις ησυχία. Κάθε επίσκεψή σου θα τελειώνει με μια φυγή. Δική σου φυγή. Ασύντακτη. Εκεί, δυτικά του Ληξουριού, στα άπατα κάθε φορά θα κρύβεσαι. Τα τέκνα μου, ξέρουν, έχουν τη γνώση που δεν έχεις εσύ. Σε περιμένουν και κάθε φορά βγαίνουν πιο δυνατά με εμένα σημαία τους στα σημεία του ορίζοντα.
Κι ήταν η πρώτη φορά που ένα αϊδόνι, ακούγοντας τα λόγια της Κεφαλονιάς, δε φοβήθηκε, άφησε τρίλιες μουσικές να αντηχήσουν στον αέρα. Τις πήρε ένας βοσκός στις πλαγιές του Αίνου κι έφτιαξε το πρώτο μαντολίνο και τραγούδησε την πρώτη αριέτα που με τη σειρά της ταξίδεψε όλους τους Κεφαλονίτες στα πέρατα της οικουμένης κι ακόμα παραπέρα. Όπου υπάρχει ο Εγκέλαδος. Για να τον κυνηγούν και να τον κογιονάρουν!
Κι ένας κοντυλοφόρος του παλιού καιρού, μαθαίνοντας τούτη την ιστορία που ακούστηκε, μια βροχερή μέρα σ' ένα γκρεμισμένο χάλασμα στις υπώρειες του Αυγού, δε δίστασε καθόλου ν' απαντήσει στο αιώνιο ερώτημα:
Ο Εγκέλαδος ή η Κεφαλονιά:
Η Κ Ε Φ Α Λ Ο Ν Ι Α στους αιώνες!!!
(Δ.Βλ.)
ΕΠΙΣΗς
ΔΙΚΕΛΗΣ ΒΛΙΧΟΣ
ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ 2014
Το νησί μου
Πέτρα κι ασβέστης
Στα σωθικά του βουητά
Χαράδρες πυρός και σιδήρου
Χαλασμός και γενέθλια δύναμη
Στο σύρε κι έλα του κόσμου
Κλυδωνίζεται ασπαίρον
Στην κόψη του χάους
Θα πέσει, λεν, δε θα πέσει;
Λες και υπογράφει ισόβια
Την ατέλεια του πλανήτη
Στην εντροπία του σύμπαντος.
Το νησί μου αιώνιος κύκλος
Γένεση και Πάθη, Δοξαστικό,
Πάθη και Γένεση
Και τα τέκνα του
Στα οχτώ του ορίζοντα στήθη
Σπέρνοντας μνήμη
Ζουν μετεικάσματα εικόνων
Και σε Προ Σεισμού
Και Μετά Σεισμόν εποχές
Μετράνε την ύπαρξή τους.
Το νησί μου
Τα τέκνα του
Στο πριν και στο τώρα
Στο πάντα ως τη συντέλεια
Στέκονται αντικρύ
Στο αιώνιο ερώτημα
Ποντοπόροι ελπίδων
Ζωής που μαίνεται πλήρης θριάμβου
Με μουσική και με γλώσσα
Με στεντόρειες φωνές
Και με χαίνουσες τις πληγές εσαεί
Των γκρεμών, των στιγμών, των ερώτων
Απαντούν
Δίνοντας σημασία στην ταχύτητα του φωτός :
Κεφαλονιάάά στους Αιώνες!…
ΔΙΚΕΛΗΣ ΒΛΙΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου