Η κοινή γνώμη στην Ευρώπη, που επί χρόνια παρακολουθούσε την αιματοχυσία του ελληνικού λαού και την απάθεια των ηγετών των μεγάλων κρατών, δέχθηκε με μεγάλη χαρά το αποτέλεσμα της ναυμαχίας και το θεώρησε ως νίκη των λαών σε πείσμα των αποφάσεων των πολιτικών ηγεσιών. Ο Γάλλος ακαδημαϊκός Πιέρ Αντουάν Λεμπρίν (1785-1873) έγραψε:
Η μάχη του Ναυαρίνου ήταν κατόρθωμα των λαών...Τα πυροβόλα του Ναυαρίνου έγιναν η αρχή νέας περιόδου και ανήγγειλαν θριαμβευτικά την άνοδο της κοινής γνώμης και την ύψωσή της πάνω από τους θρόνους ...[2]
Η Γαλλική κυβέρνηση και ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Ι΄ ένιωσαν βαθιά ικανοποίηση: απευθυνόμενος ο τελευταίος στην εθνοσυνέλευση, είπε: « Η απρόοπτη ναυμαχία στο Ναβαρίνο απέβη ημέρα δόξας για το ναυτικό μας»[3] Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως καθώς η ναυμαχία αρχίζει να απεικονίζεται ευρύτατα στην Ευρώπη μέσα από ζωγραφικούς πίνακες, λιθογραφίες και χαλκογραφίες, ο κυριότερος όγκος των έργων αυτών προέρχεται από την Γαλλία που χαιρέτησε θερμά την κατάληξή της.[4]
Στη Βρετανία πολλοί κατέκριναν την απόφαση του Κόδριγκτον ως βιαστική, άχρηστη, αντι-πολιτική, και εκτίμησαν ότι επεκτείνει την ισχύ της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη. Η κυβέρνηση έστειλε τον υποναύαρχο Sir John Gore να υποβάλει στον Κόδριγκτον μια σειρά 10 ερωτημάτων για να διερευνήσει την υπόθεση. Τα ερωτήματα προέρχονται από τον Υπουργό Εξωτερικών, Λόρδο Dudley (του κόμματος των Τόρις), και διαβιβάστηκαν μέσω του Ναυαρχείου. Αυτά επιδόθηκαν στον Κόδριγκτον την 4 Δεκεμβρίου, μαζί με φιλοφρονήσεις και την ανακοίνωση ότι προήχθησαν πολλοί από τους αξιωματικούς του. Ο Κόδριγκτον απάντησε επισυνάπτοντας και διάφορα ντοκουμέντα, μεταξύ των οποίων και εμπιστευτικές επιστολές του Κάνινγκ ο οποίος του συνιστά να μην επιδιώξει την πολεμική εμπλοκή αλλά αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τα κανόνια για να εφαρμόσει τη συνθήκη ειρήνης και να εμποδίσει τον εφοδιασμό στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Ο Κόδριγκτον προσθέτει ότι ο Ιμπραήμ απειλούσε με εκδίκηση και καταστροφή όλη την Πελοπόννησο και τους άμαχους κατοίκους της. Επισυνάπτει αναφορές υφισταμένων του, όπως αυτή του Χάμιλτον, που αναφέρουν τις πράξεις του Ιμπραήμ.
Έτσι η Μεγάλη Βρετανία πήρε αποστάσεις από το γεγονός: Οι διάδοχοι του πρωθυπουργού Τζωρτζ Κάνινγκ, η κυβέρνηση Γουέλινγκτον, θεωρώντας την πολιτική του προκατόχου τους υπερβολικά αντιοθωμανική και αποσκοπώντας στην ενίσχυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως ανάχωμα σε πιθανή κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο, χαρακτήρισαν τη ναυμαχία και το αποτέλεσμά της ως απρόοπτο συμβάν, (untoward event), κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της τον Ιανουάριο του 1828.[5] Το 1828 ο Κόδριγκτον απηλλάγη από τα καθήκοντά του με το αιτιολογικό ότι επέτρεψε τη μεταφορά Ελλήνων σκλάβων από την Πελοπόννησο προς την Αλεξάνδρεια μέσα στα πλοία του Ιμπραήμ που αποχωρούσαν. Είχε προηγηθεί θόρυβος στο Κοινοβούλιο και την κοινή γνώμη όταν τους πρώτους μήνες του 1828 έφτασαν οι πληροφορίες ότι 5.500 Έλληνες, κυρίως γυναίκες και παιδιά, πωλούνταν στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας, κάτι που έφερε σε δύσκολη θέση τη βρετανική κυβέρνηση. Ο Κόδριγκτον απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε λάβει διαταγές να αναχαιτίζει πλοία και να κάνει νηοψίες.[6]
Στον αντίποδα αυτής της επίσημης στάσης της κυβέρνησης και του βρετανικού τύπου κινήθηκε το αγγλικό θέατρο το οποίο με παραστάσεις του τίμησε την νίκη των τριών συμμαχικών στόλων για μια μακρά περίοδο, από τον Νοέμβριο του 1827 και για όλη τη διάρκεια του 1828.[7] Η τουρκική κυβέρνηση αντέδρασε με οργή και απειλές χωρίς να καταφύγει σε ακρότητες. Αυτό οφειλόταν στο ότι θεωρούσε πως η ναυμαχία δεν θα είχε συνέπειες και ότι αν προέβαινε σε θηριωδίες θα ερχόταν σε σύγκρουση με τη μισή Ευρώπη.
Η αποτίμησή της
Η αποτίμησή της
Η συνδυασμένη οθωμανική και αιγυπτιακή αρμάδα καταστράφηκε από συμμαχική βρετανική, γαλλική και ρωσική ναυτική δύναμη. Είναι η τελευταία σημαντική ναυμαχία στην ιστορία που διεξήχθη εξ ολοκλήρου με ιστιοφόρα σκάφη. Επίσης ποτέ στην ιστορία του πολέμου των κανονιοφόρων ιστιοφόρων δεν βρέθηκαν τόσα πολλά πλοία,με τόσο μεγάλη δύναμη πυρός, συγκεντρωμένα σε ένα τόσο περιορισμένο χώρο.[8]
Οι συγκεντρωμένοι στόλοι των τριών μεγάλων δυνάμεων συνιστούσαν ισχυρή ναυτική δύναμη. Αν και υστερούσαν αριθμητικά του συνδυασμένου οθωμανοαιγυπτιακού στόλου, τόσο σε αριθμό πλοίων όσο και σε μεγάλα πλοία και σε αριθμό πυροβόλων, η τριμερής πλευρά υπερτερούσε σε πειθαρχία, εκπαίδευση και ιδίως σε πείρα στον θαλάσσιο πόλεμο- κυρίως από ναυμαχίες εναντίον αλλήλων, τουλάχιστον όσον αφορά τους Βρετανούς και τους Γάλλους. Επιπλέον τα πυροβόλα τους, αν και λιγότερα-1324 η τριμερής και 2240 οι Τουρκοαιγύπτιοι- ήταν μεγαλύτερα και επομένως ισχυρότερα σε δύναμη πυρός.[9]
Η καταβύθιση του οθωμανικού μεσογειακού στόλου έσωσε την Ελληνική Επανάσταση από την κατάρρευση προς την οποία έβαινε μετά από 6 και πλέον χρόνια άνισου αγώνα του ελληνικού λαού εναντίον δυνάμεων που επιστράτευε η Οθωμανική Αυτοκρατορία από τα Βαλκάνια, την Μικρά Ασία, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, ακόμα και τη Δυτική Ευρώπη (σημειώνεται ότι κατά την ναυμαχία σε πολλά Αιγυπτιακά πλοία επέβαιναν Γάλλοι αξιωματικοί). Αργότερα απαιτήθηκαν δύο πρόσθετες στρατιωτικές παρεμβάσεις, από τη Ρωσία υπό μορφή ρωσο-τουρκικού πολέμου (1828-9) και από μια γαλλική εκστρατευτική μονάδα στην Πελοπόννησο (γνωστή ως Εκστρατεία του Μωριά), προκειμένου να επιτευχθεί η απόσυρση των οθωμανικών δυνάμεων από την κεντρική και νότια Ελλάδα και να εξασφαλιστεί η Ελληνική ανεξαρτησία.
Οι Γάλλοι, μετά από μια μεγάλη περίοδο περιθωριοποίησης που ακολούθησε, την ήττα του Ναπολέοντα, έβρισκαν ξανά τη θέση τους ανάμεσα στις δυνάμεις της Ευρώπης και το Ναυαρίνο θεωρήθηκε μία από τις αποδείξεις του ενεργού ρόλου που κλήθηκαν και πάλι να αναλάβουν στη διαχείριση των ευρωπαϊκών υποθέσεων.[10] Επίσης η νίκη αυτή ήταν γι΄αυτούς μια ηθική ικανοποίηση για την αξία του πολεμικού τους ναυτικού, «που τόσο είχε ταπεινωθεί από την πανωλεθρία του Τραφάλγκαρ».[11]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου