Οι Λαιστρυγόνες είναι μυθικός λαός της Ελληνικής Μυθολογίας. Αναφέρονται για πρώτη φορά στην Οδύσσεια ως κάτοικοι της Τηλεπύλου, παραλιακής πόλης
Στ' ώριο λιμάνι μπήκαμε που βράχοι το τειχίζουν τετράψηλοι κι από τη μιά πλευρά κι από την άλλη, κι άκρες προβάλλουν πεταχτές αντίκρυ η μιά της άλλης | |
90 | στη θάλασσα, κι είναι στενό του λιμανιού το έμπα· κει μέσα φέρανε όλοι τους τα δίπλωρα καράβια. Κοντά κοντά τα δέσανε μες στο βαθιό λιμιώνα, τι κύμα εκεί δε φούσκωνε μικρό μήτε μεγάλο, παρά γαλήνη απλώνονταν ολόλευκη παντούθε. |
95 | Εγώ μονάχος άραξα το μαύρο πλοίο μου έξω κατά την άκρη, κι έδεσα στους βράχους τα παράγγια, κι ανέβηκα και στάθηκα στ' αψήλου ν' αγναντέψω· μα μήτε αντρώνε φαίνονταν μήτε βοδιών σημάδια, μόνε καπνό αγναντεύαμε κι ανέβαινε από χάμου. |
100 | Τότες συντρόφους έστειλα να πάνε και να μάθουν τί λογής ζουν σ' αυτή τη γης σιταροφάγοι ανθρώποι· διάλεξα δυό, και κήρυκα τους έδωσα για τρίτο. Κι αυτοί το δρόμο πήρανε τον ίσιο, που τ' αμάξια στη χώρα απ' τ' αψηλά βουνά τα ξύλα κατεβάζαν. |
105 | Κόρη ανταμώνουν που έπαιρνε νερό απ' τη χώρα απόξω, του Λαιστρυγόνα βασιλιά τη ζουλεμένη κόρη. Στην Αρτακία κατέβαινε, την κρουσταλλένια βρύση, που φέρνανε απ' εκεί νερό στη χώρα· αυτού σταθήκαν, της μίλησαν, και ρώτηξαν ποιός να 'τανε του τόπου |
110 | ο βασιλιάς, και τάχα ποιούς όριζε αυτός ανθρώπους. Κι εκείνη ευτύς τους έδειξε τα σπίτια του γονιού της. Και βρήκαν τη γυναίκα του μες στα τρανά παλάτια, σαν κορφοβούνι θεόρατη, κι η όψη της τρομάρα. Φωνάζει αυτή απ' την αγορά μεμιάς τον Αντιφάτη, |
115 | τον άντρα της, κι αυτός φριχτό ξολοθρεμό ποθώντας, αρπάζει κάνει δείπνο του τον έν' απ' τους συντρόφους. Οι άλλοι οι δυό πετάχτηκαν και δρόμο στα καράβια. Τότες εκείνος χούγιαξε στη χώρα, κι οι αντρειωμένοι οι Λαιστρυγόνες χούμιξαν ολούθε σαν ακούσαν, |
120 | αρίθμητοι, και μοιάζανε Γίγαντες, κι όχι ανθρώποι. Πέτρες, ενός αντρός φορτιό την καθεμιά, τινάζαν από τα βράχια, κι έφερναν αχό στα πλοία μεγάλο, τι οι ναύτες ξολοθρεύονταν και τα καράβια σπάζαν. Σαν ψάρια τους καμάκιζαν κι άθλιο φαγί τους κάναν. |
125 | Κι όσο αφανίζονταν αυτοί μες στο βαθιό λιμιώνα, εγώ το κοφτερό σπαθί τραβώ από το πλευρό μου, και κόβω τα πρυμόσκοινα του μαύρου καραβιού μου. Να πέσουν τότες στο κουπί προστάζω τους συντρόφους, το χάρο να ξεφύγουμε· κι αυτοί καθίζουν όλοι, |
130 | κι αναταράζουν τα νερά με φόβο και τρομάρα. Φεύγει απ' τους βράχους μιά χαρά τους κρεμαστούς, και βγαίνει στη θάλασσα το πλοίο μου· τ' άλλα χαθήκαν όλα. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου