Ο Οδυσσέας φτάνει στο κτήμα του πατέρα του Λαέρτη.
Συνάντηση του Οδυσσέα με τον πατέρα του Λαέρτη και η συμφιλίωση του με τους συγγενείς των μνηστήρων
ΥΠΟΘΕΣΗ
Την άλλη μέρα το πρωί ο Οδυσσέας μαζί με τον Τηλέμαχο και το χοιροβοσκό πηγαίνει να δει τον πατέρα του Λαέρτη που ζει σ’ ένα κτήμα, έξω από την πόλη. Εκεί τον βρίσκουν να σκαλίζει ένα φυτό και ο Οδυσσέας του φανερώνεται. Ο Λαέρτης ζητά μια χειροπιαστή απόδειξη που θα μπορούσε να τον βεβαιώσει και ο Οδυσσέας του δείχνει την ουλή που είχε από το χανλιόδοντα ενός κάπρου. Του δείχνει ακόμη τα δέντρα του κήπου που του χάρισε, όταν ήταν παιδί. Τότε ο Λαέρτης καταλαβαίνει πως ο γιος του γύρισε όλοι μαζί πηγαίνουν στο σπίτι του και γιορτάζουν. Στο μεταξύ τα νέα για τη σφαγή των μνηστήρων έχουν διαδοθεί και οι φίλοι τους εξοπλίζονται για να πάρουν εκδίκηση από τον Οδυσσέα. Η Αθηνά μιλάει στον πατέρα της Δία κι εκείνη του προτείνει να μείνει ο Οδυσσέας βασιλιάς σ’ όλη του τη ζωή και να πέσει λήθη στους εκδικητές για να ξεχάσουν τον εξολοθρεμό των παιδιών τους και των αδελφών τους. ‘Ετσι οι εκδικητές ενώ ξεκινούν εναντίον του Οδυσσέα, για να έρθουν στο σπίτι του Λαέρτη, η θεά Αθηνά ενισχύει με δύναμη το Λαέρτη και τον ξανανιώνει. ‘Ετσι για μια ακόμη φορά νέος, πιάνοντας ένα ακόντιο το εκσφενδονίζει στον Ευπείθη και τον σκοτώνει. Και τότε έρχεται η λήθη να τους σκεπάσει όλους.
|
«Για κοίτα πρώτα το σημάδι μου στο πόδι εδώ, που ο κάπρος
στον Παρνασό μια μέρα μου άνοιξε με τ 'άσπρο του το δόντι.
Εσύ στα μέρη εκείνα μ᾿ έστελνες κι η σεβαστή μου η μάνα,
να πάρω δώρα απ᾿ τον Αυτόλυκο, της μάνας μου τον κύρη'
μου τα 'χε τάξει ατός του κάποτε, φτασμένος εδώ πέρα.
Κι ακόμα να σου πω τα δέντρα μου στο πάγκαλο μας χτήμα'
ήμουν παιδί και μου τα χάρισες᾿ μια μέρα σε ακλουθούσα
μέσα στον κήπο και σου γύρευα δικό μου κάθε δέντρο.
Και συ ένα ένα τα λογάριαζες ποια θα γενούν δικά μου'
απ᾿ τις μηλιές σου δέκα, δεκατρείς απ᾿ τις αχλαδιές σου
κι απ᾿ τις συκιές σαράντα μου 'δωκες, και μου 'ταζες κι αμπέλι
πενήντα αράδες᾿ κι ούτε που 'πεφτε μαζί της κάθε αράδας
ο τρύγος, τι είχες μες στο αμπέλι σου λογής λογής σταφύλι,
κάθε χρονιά που ο Δίας θα χάριζε καλή σοδιά ψηλάθε.»
ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΚΑΤΩ
ολούθε τα Κεφαλωνίτικα να ξεσηκώσουν κάστρα.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Κάνε κουράγιο και μη γνοιάζεσαι στα φρένα σου για τούτα!
Στην κατοικία μας τώρα ας στρέψουμε, που 'ναι στο χτήμα δίπλα'
μπροστά έχω στείλει τον Τηλέμαχο με τον χοιροβοσκό μας
Κι ο μυαλωμένος του αποκρίθηκε Λαέρτης μ᾿ έτοια λόγια:
«Να᾿ μα-τον πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, σαν τότε
που πήρα το καστρί τ᾿ ωριόχτιστο του Νήρικου απαντίκρυ,
στη γλώσσα της στεριάς, κι αφέντευα Κεφαλωνίτες — τέτοιος
να᾿ μουν μαθές και χτες στο σπίτι μας, και να φορώ στους ώμους
TZANNATA HTAN ΓEMATO ME ΛΕΜΟΝΟΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕς,, ΕΝΩ ΕΓΩ ΠΡΟΛΑΒΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΜΟΥ ΣΕ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ,, ΦΥΤΕΙΕς ΜΕ ΚΕΡΑΣΙΕΣ,ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΕΡΑΣΙΩΝ,
ΜΗΛΙΕΣ ,ΑΧΛΑΔΙΕΣ -ΒΥΣΙΝΙΕς ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΕΧΟΥΝ ΛΟΓΓΕΨΕΙ ΠΑΝΤΟΥ
ΣΤΑ ΤΖΑΝΝΑΤΑ ΑΛΑΞΕ ΤΕΛΕΙΩς ΤΟ ΚΛΙΜΑ ,ΛΟΓΟ ΟΠΩς ΚΑΝΑΜΕ ΤΟΤΕ
ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΟΠΩΝΟ ΑΝΖΟΥΛΑΤΟ,, ΜΕΙΩΘΗΚΑΝ ΠΟΛΥ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ,
ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΥΣΕΙς ΑΠΟ ΤΖΑΚΙΑ, ΠΟΥ ΕΣΠΑΓΑΝ ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΟΝ ΠΑΓΕΤΟ,
ΚΑΙ ΓΙ ΑΥΤΟ ΞΕΡΑΘΗΚΑΝ ΟΛΑ!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου