Κοιτώ τις πινακίδες της φωτογραφίας Μαρκάτα γράφει, εννοεί ότι μπαίνουμε στη χώρα των Μαρκάτων εκεί όπου υπάρχει το σπίτι μου, εκεί όπου γεννήθηκα, η αποκάτω με μια κόκκινη λουρίδα γράφει Μακρυώτικα, εννοεί ότι φεύγουμε από την χώρα των Μακριωτίκων. Ένα τετράγωνο πιο πάνω μια άλλη πινακίδα γράφει Βαλλιανάτα, μετά αφού περάσουμε τα Μαρκάτα μια άλλη πινακίδα γράφει Βασιλοπουλάτα. Όλα αυτά τα χωριά αποτελούσαν την κοινότητα Μακρυωτίκων, παλαιότερα δεκαετία του 1940 ήταν και τα Ποταμιανάτα μαζί με τα Πνευματικάτα, και Μαρκετάτα στην Πύλαρο.
Τον καιρό εκείνον τα Ποταμιανάτα πάσχιζαν να κάνουν δική τους κοινότητα, δεν θυμάμαι αν έγινε.
Εκτός από τις δικές μου εμπειρίες, πηγή πληροφοριών μόνο για τα χωριά «Πνευματικάτα, Μαρκετάτα,» είναι από το βιβλίο (Η Πύλαρος στο διάβα του χρόνου, σελίδα 33.)
Τον καιρό εκείνον τα Ποταμιανάτα πάσχιζαν να κάνουν δική τους κοινότητα, δεν θυμάμαι αν έγινε.
Εκτός από τις δικές μου εμπειρίες, πηγή πληροφοριών μόνο για τα χωριά «Πνευματικάτα, Μαρκετάτα,» είναι από το βιβλίο (Η Πύλαρος στο διάβα του χρόνου, σελίδα 33.)
Στα δεξιά των πινακίδων υπήρχε ένα τριώροφο σπίτι άδειο, οι ιδιοκτήτες του είχαν μεταναστεύσει πολλά χρόνια πριν στην Ρουμανία όπως και πάρα πολλοί Κεφαλονίτες.
Εποχή πολέμου πείνα και δυστυχία, το κατώι του σπιτιού το χρησιμοποιούσαν μπιστικοί για μαντρί, πήγαινα μέσα περιεργαζόμουν το πλουσιόσπιτο αυτό με έναν σίκλο και μυστρί μάζευα την κοπριά από το πάτωμα, την χρησιμοποιούσαμε για λίπασμα για το πετρο-χωμάτινο κηπάκι μας, για να γίνουν οι πατάτες. Πρόβλημα υπήρχε αν θα προλαβαίναμε να φάμε τις πατάτες, την νύχτα κλέφτες μπαίνανε τις ξέχωναν και τις έκλεβαν, ακόμα κι εσύ αν ήσουν σταματημένος και αφηρημένος υπήρχε φόβος να σε κλέψουν, αλλά δεν είχαμε άλλη εκλογή. Μου έλεγε ένα παιδάκι της τότε εποχής παρακολουθούσαν έναν που έσπερνε κουκιά τη νύχτα πήγαιναν τα ξέθαβαν και τα έτρωγαν. Το σπίτι σήμερα δεν υπάρχει πια γκρεμίστηκε με τους σεισμούς μόνο ένας ξεθωριασμένος τοίχος στέκει όρθιος γυμνός μια μαρτυρία ότι κάποτε ζούσαν άνθρωποι εκεί. (Πριν λίγα Χρόνια ήταν καλοκαίρι, ήμουνα στο χωρίο με φώναξε ο χωριανός και φίλος μου Μεμάς Βαλλιανάτος, να τον βοηθήσω σαν διερμηνέας ώστε να μεταφράσω το τι ζητούσε ο ξένος αυτός.
Είχε έρθει σπίτι του ένας νεαρός με το ίδιο επώνυμο Βαλλιανάτος από την Ρουμανία, ήταν περαστικός, πήγαινε μετανάστης στην Αυστραλία μιλούσε μόνο Ρουμανικά κι Αγγλικά, ζητούσε να βρει το σπίτι του προπάππου του, από τα λόγια του κατάλαβα ότι ήταν ο εγγονός ή δισέγγονος αυτών που είχαν το σπίτι. Πήγαμε μαζί στα ερείπια στάχτες, γεμάτο γαϊδουράγκαθα, ένας τοίχος είχε διασωθεί σαν μάρτυρας ότι κάποτε υπήρχε ζωή, μετά ζήτησε να βρει και να προσκυνήσει τον τάφο των προγόνων του, πριν γίνει κι αυτός μετανάστης στην Αυτραλία.
Πήγαμε στην εκκλησία στα Βαλλιανάτα στο προαύλιο της εκκλησίας τάφοι παλιοί χορταριασμένοι, χωρίς περίφραξη ταφόπλακες ανασηκωμένες, πεταμένες στις άκρες από δω και από εκεί, από τους εναπομείναντες νεότερους. Ψάξαμε μαζί για τον τάφο, βρήκαμε θραύσματα από κομματιασμένους πέτρινους σταυρούς, ταφόπλακες, αλλά τίποτα καμία σιγουριά, μπορεί νάταν τούτος ή εκείνος, μα και μετά από τόσα χρόνια, που να βρεις άκρη.
Τελικά ο άνθρωπος έφυγε για την Αυστραλία την καινούργια του πατρίδα …
Όταν μπήκα στην εκκλησία έψαξα να βρω κάτι τι να διαβάσω πήγα στο ψαλτήρι, τα παλιά ευαγγέλια τα είχαν σε μια κρύπτη, ήταν μισο-μουχλιασμένα με κόκκινα γράμματα Εκδοθέντα εν Κωνσταντινούπολη… αν θυμάμαι καλά τον 15ον ή 16ον, αιώνα κανένας πλέον δεν ενδιαφέρεται για τίποτα, άρα ποιος να φταίει; Ξεριζώθηκαν ονόματα οικογένειες που είχαν επί αιώνες τις ρίζες τους στα χωριά αυτά, ένα κομμάτι της Κεφαλονιάς, σήμερα τα περισσότερα έρημα ερειπωμένα, κουκουβάγιες λαλούν την νύχτα, άρα χρειαζόμαστε μια αναγέννηση,
Αυτή που ακόμα δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Υ.γ.Το αυλάκι της δεύτερης φωτογραφία χωρίζει τα Μαρκάτα από τα Μακρυώτικα, στο βάθος ο δρόμος Μακρυώτικα, Φάλαρη, Διλινάτα, Αργοστόλι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου