Προσφατος σχολιασμος:
Ο χρήστης consolas σχολίασε την ανάρτηση "Ο (SANITA )Υγειονομικός σταθμός του λιμανιού του Πόρου"
Λίγο άσχετο: «Το Τελωνοσταθμαχείο και ο Υγειονομικός σταθμός είναι οι Δημόσιες Υπηρεσίες των λιμανιών . Το πρώτο συγκεντρώνει τούς φόρους και το δεύτερο…». Το λοιπόνε και στο λιμάνι τση Άσσου το ίδιο γενότανε και η σημερινή της πλατεία λεγόταν και λέγεται από τους ντόπιους Φόρος. Λέγανε λοιπόν οι παλαιότεροι, «πάω στο Φόρο» όπου τα καφενεία και τα μαγαζιά και εμείς οι πιτσιρικάδες φυσιολογικότατα συμπεραίναμε ότι η λέξη φόρος ήταν άλλη λέξη αντί για πλατεία! Όπως παράδειγμα λέμε τον κουβά, σίκλο ! χα χα χα Αλήθεια ξέρουμε ότι η λέξη σίκλος έχει Φοινικική ρίζα, “seqlu”??
ΑΠΟ
Giannhs Solwmos κεφαλλονιτικο λεξικο με λεξεις από Α!
Αβάντι = εμπρός
Αβάκα = συνεταιρικά, μισά - μισά
Αβάντα = κέρδος όχι πάντα θεμιτό, πλεονεκτική θέση
Αβάρα = το τσιμπούρι που προσκολλάται και στο ανθρώπινο σώμα
Αβαρία = ζημιά
Αβδέλα = βδέλλα, που έκαναν αφαίμαξη
Αβδέλια = οι μεντεσέδες της πόρτας
Αβεντόρος = πελάτης
Αβέρτα = ελεύθερα, ανοιχτά, πλούσια
Αβερτοσιά = ελευθερία, ανοικτός χώρος
Αβίζο = μήνυμα, παραγγελία
Αβουκάτος = δικηγόρος
Αγάλια = σιγά, σιγά
Αγανό = πλέξιμο αραιό, γενικά αραιό ύφασμα
Αγαντάρω = η αντίσταση, ψυχολογική και σωματική
Αγγειό =δοχείο
Αγγειό = σκεύος, συνεκδοχικά κακόβουλος άνθρωπος
Αγγελόκρουξε = τρόμαξε κάποιον πολύ
Αγγελώθηκα = το τσίμπημα από το αγκάθι
Αγιάζω τσι ταβέρνες = μπαίνω στις ταβέρνες και μεθάω
Αγιούτο = βοήθεια
Αγκλέουρας = δηλητηριώδης θάμνος (κατάπιε ή βγάλε τον αγκλέουρα = σκάσε βούλωστο )
Αγκούσα = η δυσφορία που δημιουργείται από το φαγητό
Αγκωνή = γωνία, του ψωμιού η γωνία
Αγλοιά = αλίμονο
Αγραμπαλώνομαι = σκαρφαλώνω, γατζώνομαι
Αδερφοφάης = ο αδερφός που δημιουργεί προβλήματα στα αδέρφια του
Αδούρητος = κάποιος ανεπρόκοπος
Άζουλα = κόπιτσα του φορέματος
Αηπάνου = πάνω, πχ. μου πήρε την αηπάνου μεριά, το απάνου μέρος
Αϊλιακας = αναρριχώμενο φυτό με αρωματικό άνθος
Αίρτα = στα προσμεισμικά σπίτια το ανώφλι της πόρτας
Ακλερίτης = για αυτούς που δεν έχουν παιδιά
Ακοπανιά = σε μια στιγμή
Ακουρμένομαι = ακούω κάτι προσεκτικά
Άκωλη = η λίμνη Άβυθος
Αλάδωτος = αβάπτιστος
Αλαλιάζω = ζαλίζομαι, χάνω το νου μου
Αλαλιές = κουβέντες ανόητες
αλαμπρατσέτα = αγκαζέ
αλάργου = μακριά
Αλάργου = μακριά από εδώ
Αλαφιασμένος = δείχνει ανήσυχος, ξαφνιασμένος
Αλεγρία = (ιτ. allegria) κέφι
Αλιάδα = σκορδαλιά
Αλισίβα = ελλείψει σαπουνιού, έβραζαν στάχτη για μπουγάδα
Αλίτουρας = αλιτήριος
Αλιφασκιά = η φασκομηλιά
Αλλαξά = το γιορτινό κουστούμι
Αλλαξοκωλιά = γάμοι μεταξύ συγγενών
Αλλαξομουσούδιασε = κάποιος που αλλάζει όψη
Αλλαχτό = σαν ξωτικό, τελείως χαζός
Αλουποπορδή = άσπρο φυτό που βγάζει μια περίεργη σκόνη
Αλωνάρης = Ιούλιος
Αμά = κατόπιν, αργότερα
Αμάδα = παιχνίδι διαδομένο, παιζόταν με μια πέτρα
Αμάκα = αυτός που ωφελείται, σε βάρος του άλλου
Αμόλυψε = κάποιος που διέκοψε τη Σαρακοστή
Αμόντε = χαρτοπαικτικός όρος και το αρνητικό αποτέλεσμα μιας υπόθεσης
Αμορόζος = εραστής, αγαπητικός
Αμπαδάρω = κάποιον που υπολογίζω, που λογαριάζω
Αμπαντονάρω = εγκαταλείπω
Αμπενοκλάδι = θανατηφόρος ασθένεια, κατάρα
Άμπουλες = πίδακας νερού, μεγάλη ποσότητα
Αμπώνω = σπρώχνω
Αναγκαιμένος = αδύνατος
Αναδεξιμιός = το βαφτιστήρι
Ανάκαρα = πνοή, αντοχή, κουράγιο
Ανακόλι = έμπλαστρο με φυσικά βότανα
Ανάλαιμα = το φαγητό που για κάποιο λόγο διακόπηκε δυσάρεστα
Ανανοήθηκε = πήρε είδηση ότι κάτι συμβαίνει
Αναούλα = αηδία
Αναπαμός = ανάπαυση
Αναπιάζει = για το προζύμι που έχει προετοιμαστεί από το βράδυ
Αναριτσιάζω = ανατριχιάζω
Αναρίτσισμα = ανατρίχιασα
Ανάσβολος = άβολος, ανάποδος
Ανασκαμνίζομαι = χασμουριέμαι
Ανασκηρίζω = κάτι που φύλαξα
Ανασμίδα = το θηλυκό γουρούνι
Αναφουφουλιάζω = το στρώσιμο του στρώματος με τα μαλλιά
Ανεμορούφουλας = ανεμοστρόβιλος
Ανεμούρι = εξάρτημα του αργαλειού
Άντζα = οι γάμπες
Αντίγλωσσο = για αυτούς που αντιμιλούν
Αντίο μαρτσέλλο = «φέξε μου και γλίστρησα »
Αντιστελώνω = η αντίσταση με τα πόδια
Ανώι = το πρώτο πάτωμα
Ανώρως = νωρίς
Αξάγκλια = η γυναίκα που είναι αχτένιστη
Αξαίνω = μεγαλώνω
Αξετίμητο = κάτι που δεν έχει εκτιμηθεί
Απάκιο = απάνεμο μέρος
Απιδιά = αχλαδιά
Απιεντισά = αδιαφορία
Απίθωσε = ακούμπησέ το
Απίκου = (ιτ. a picco) επί τόπου, στη θέση, έτοιμος
Απίκουπα = μπρούμυτα
Απικουπίζω = γυρίζω κάτι ανάποδα
Απλάδα = μεγάλη ρηχή πιατέλα
Άπλερο = το πρόωρο παιδί
Απλύ = το ρηχό πιάτο
Από κουκί = « παρά τρίχα »
Απογέννι = μικρά αυγά που γεννούν οι παλιές κότες
Αποδιαλεούρια = αυτά που απέμειναν
Αποκάθενε = κάτω από κάτι
Αποκατάρι = τα χαμηλά κλαδιά της ελιάς, ή των δέντρων
Αποκλαμός = του χταποδιού το πλοκάμι
Αποκολλωμένη = με τα παπούτσια στο χέρι
Αποκοπή = η τελευταία μέρα του χρόνου
Απομιτίστηκε = ξεχάστηκε σκυμμένος κάπου
Απόμπηξη = κομμάτι ξερού ξύλου που περισσεύει
Απομπούκουνα = κομμάτια ξερό ψωμί
Αποπαίρνω = κατσαδιάζω
Απόπερα = διάτρητο
Απόρριξε = η πρόωρη γέννα, αποβολή
Απόστο = εγκαίρως, πάνω στην ώρα
Αποτσουτσουρωμένος = του έχουν αφαιρέσει το λόγο
Άπραη = χωρίς πείρα
Αραλίκια = οι ευκαιρίες κάπου να αράξεις
Άραχνα = κάτι πένθιμο, μαύρα κι άραχνα
Αρβάλι = το χερούλι του κουβά (σίκλου)
Αργολαβία = ερωτοδουλειές
Αρεσκιά = το προικοσύμφωνο
Αρεστάρισμα = η σύλληψη από την Αστυνομία
Αριβάρω = φτάνω
Αρίδι = τρυπάνι
Αρίλογας = κόσκινο που ξεχωρίζει την αίρα από το στάρι
Αρμάρι = το ντουλάπι της κουζίνας
Αρνοκόπι = τα μαλλιά που κουρεύουν, των προβάτων
Αρού- παρού = σκόρπια, εδώ και εκεί
Αρπάδι = αυτό με το οποίο ανασύρουν τους κουβάδες από τη στέρνα
Αρτάνα = παρτέρι για λουλούδια
Αρτύθηκε = διέκοψε τη νηστεία
Ασκολύμπρους = αγκάθια με άσπρες νόστιμες ρίζες
Ασκοπούλια = τα ασκιά που γινόταν από δέρμα ζώου κι έβαζαν το λάδι στα λειτρουβιά
Ασκουπουλιάζουμε = η ατσούμπαλη πτώση σαν το ασκί
Ασπέτα = περίμενε
Ασπροφουδιασμένα = τα άσπρα ρούχα της μπουγάδας
Αστεντούε = δια ης βίας, με το έτσι θέλω, οπωσδήποτε
Ασύφταος = κάποιος που δεν έφτασε στο προορισμό του
Ασφελαχτός = αγκαθωτός θάμνος με αρωματικά κίτρινα λουλούδια
Ατακάρω = κάνω έφοδο
Ατζάρδος = τολμηρός, επιτήδειος
Ατζιώνω = θυμώνω, αγριεύω
Ατούρες = συμπτώματα της εγκυμοσύνης, εμετοί, κακοδιαθεσία
Ατσάραντος = πουλάκι μικροσκοπικό
Ατσιντέντε = (ιτ. accidente) ατύχημα, συμβάν
Ατσούπι = ο πλαϊνός τοίχος του σπιτιού
Αυγατίζω = τα κάνω περισσότερα
Αυγουστέλες = οι συκιές που κάνουν το Μάιο και τον Αύγουστο σύκα
Αφιδεύομαι = εμπιστεύομαι
Αφόντες = αφού
Αφόρια = τα ρούχα που δεν έχουν φορεθεί
Αφράλα = το αλάτι που μένει το καλοκαίρι στις πέτρες
Αφριάστηκε = το φτέρνισμα
Άχαρος = κάποιος που δεν χάρηκε
Αχνούπας = περιλαμβάνει τους καρπούς του σταριού, βρώμης κ.τ.λ.
Αχρόνιαος = αναφέρεται και στην κατάρα, να μην ξεχρονιάσεις
Αψίληθρας = φυτό διαδεδομένο αρωματικά
αψιώνω = ανάβω από θυμό, ζεσταίνομαι
Αψώθηκε = θύμωσε, έτοιμος για καυγά
Αβάκα = συνεταιρικά, μισά - μισά
Αβάντα = κέρδος όχι πάντα θεμιτό, πλεονεκτική θέση
Αβάρα = το τσιμπούρι που προσκολλάται και στο ανθρώπινο σώμα
Αβαρία = ζημιά
Αβδέλα = βδέλλα, που έκαναν αφαίμαξη
Αβδέλια = οι μεντεσέδες της πόρτας
Αβεντόρος = πελάτης
Αβέρτα = ελεύθερα, ανοιχτά, πλούσια
Αβερτοσιά = ελευθερία, ανοικτός χώρος
Αβίζο = μήνυμα, παραγγελία
Αβουκάτος = δικηγόρος
Αγάλια = σιγά, σιγά
Αγανό = πλέξιμο αραιό, γενικά αραιό ύφασμα
Αγαντάρω = η αντίσταση, ψυχολογική και σωματική
Αγγειό =δοχείο
Αγγειό = σκεύος, συνεκδοχικά κακόβουλος άνθρωπος
Αγγελόκρουξε = τρόμαξε κάποιον πολύ
Αγγελώθηκα = το τσίμπημα από το αγκάθι
Αγιάζω τσι ταβέρνες = μπαίνω στις ταβέρνες και μεθάω
Αγιούτο = βοήθεια
Αγκλέουρας = δηλητηριώδης θάμνος (κατάπιε ή βγάλε τον αγκλέουρα = σκάσε βούλωστο )
Αγκούσα = η δυσφορία που δημιουργείται από το φαγητό
Αγκωνή = γωνία, του ψωμιού η γωνία
Αγλοιά = αλίμονο
Αγραμπαλώνομαι = σκαρφαλώνω, γατζώνομαι
Αδερφοφάης = ο αδερφός που δημιουργεί προβλήματα στα αδέρφια του
Αδούρητος = κάποιος ανεπρόκοπος
Άζουλα = κόπιτσα του φορέματος
Αηπάνου = πάνω, πχ. μου πήρε την αηπάνου μεριά, το απάνου μέρος
Αϊλιακας = αναρριχώμενο φυτό με αρωματικό άνθος
Αίρτα = στα προσμεισμικά σπίτια το ανώφλι της πόρτας
Ακλερίτης = για αυτούς που δεν έχουν παιδιά
Ακοπανιά = σε μια στιγμή
Ακουρμένομαι = ακούω κάτι προσεκτικά
Άκωλη = η λίμνη Άβυθος
Αλάδωτος = αβάπτιστος
Αλαλιάζω = ζαλίζομαι, χάνω το νου μου
Αλαλιές = κουβέντες ανόητες
αλαμπρατσέτα = αγκαζέ
αλάργου = μακριά
Αλάργου = μακριά από εδώ
Αλαφιασμένος = δείχνει ανήσυχος, ξαφνιασμένος
Αλεγρία = (ιτ. allegria) κέφι
Αλιάδα = σκορδαλιά
Αλισίβα = ελλείψει σαπουνιού, έβραζαν στάχτη για μπουγάδα
Αλίτουρας = αλιτήριος
Αλιφασκιά = η φασκομηλιά
Αλλαξά = το γιορτινό κουστούμι
Αλλαξοκωλιά = γάμοι μεταξύ συγγενών
Αλλαξομουσούδιασε = κάποιος που αλλάζει όψη
Αλλαχτό = σαν ξωτικό, τελείως χαζός
Αλουποπορδή = άσπρο φυτό που βγάζει μια περίεργη σκόνη
Αλωνάρης = Ιούλιος
Αμά = κατόπιν, αργότερα
Αμάδα = παιχνίδι διαδομένο, παιζόταν με μια πέτρα
Αμάκα = αυτός που ωφελείται, σε βάρος του άλλου
Αμόλυψε = κάποιος που διέκοψε τη Σαρακοστή
Αμόντε = χαρτοπαικτικός όρος και το αρνητικό αποτέλεσμα μιας υπόθεσης
Αμορόζος = εραστής, αγαπητικός
Αμπαδάρω = κάποιον που υπολογίζω, που λογαριάζω
Αμπαντονάρω = εγκαταλείπω
Αμπενοκλάδι = θανατηφόρος ασθένεια, κατάρα
Άμπουλες = πίδακας νερού, μεγάλη ποσότητα
Αμπώνω = σπρώχνω
Αναγκαιμένος = αδύνατος
Αναδεξιμιός = το βαφτιστήρι
Ανάκαρα = πνοή, αντοχή, κουράγιο
Ανακόλι = έμπλαστρο με φυσικά βότανα
Ανάλαιμα = το φαγητό που για κάποιο λόγο διακόπηκε δυσάρεστα
Ανανοήθηκε = πήρε είδηση ότι κάτι συμβαίνει
Αναούλα = αηδία
Αναπαμός = ανάπαυση
Αναπιάζει = για το προζύμι που έχει προετοιμαστεί από το βράδυ
Αναριτσιάζω = ανατριχιάζω
Αναρίτσισμα = ανατρίχιασα
Ανάσβολος = άβολος, ανάποδος
Ανασκαμνίζομαι = χασμουριέμαι
Ανασκηρίζω = κάτι που φύλαξα
Ανασμίδα = το θηλυκό γουρούνι
Αναφουφουλιάζω = το στρώσιμο του στρώματος με τα μαλλιά
Ανεμορούφουλας = ανεμοστρόβιλος
Ανεμούρι = εξάρτημα του αργαλειού
Άντζα = οι γάμπες
Αντίγλωσσο = για αυτούς που αντιμιλούν
Αντίο μαρτσέλλο = «φέξε μου και γλίστρησα »
Αντιστελώνω = η αντίσταση με τα πόδια
Ανώι = το πρώτο πάτωμα
Ανώρως = νωρίς
Αξάγκλια = η γυναίκα που είναι αχτένιστη
Αξαίνω = μεγαλώνω
Αξετίμητο = κάτι που δεν έχει εκτιμηθεί
Απάκιο = απάνεμο μέρος
Απιδιά = αχλαδιά
Απιεντισά = αδιαφορία
Απίθωσε = ακούμπησέ το
Απίκου = (ιτ. a picco) επί τόπου, στη θέση, έτοιμος
Απίκουπα = μπρούμυτα
Απικουπίζω = γυρίζω κάτι ανάποδα
Απλάδα = μεγάλη ρηχή πιατέλα
Άπλερο = το πρόωρο παιδί
Απλύ = το ρηχό πιάτο
Από κουκί = « παρά τρίχα »
Απογέννι = μικρά αυγά που γεννούν οι παλιές κότες
Αποδιαλεούρια = αυτά που απέμειναν
Αποκάθενε = κάτω από κάτι
Αποκατάρι = τα χαμηλά κλαδιά της ελιάς, ή των δέντρων
Αποκλαμός = του χταποδιού το πλοκάμι
Αποκολλωμένη = με τα παπούτσια στο χέρι
Αποκοπή = η τελευταία μέρα του χρόνου
Απομιτίστηκε = ξεχάστηκε σκυμμένος κάπου
Απόμπηξη = κομμάτι ξερού ξύλου που περισσεύει
Απομπούκουνα = κομμάτια ξερό ψωμί
Αποπαίρνω = κατσαδιάζω
Απόπερα = διάτρητο
Απόρριξε = η πρόωρη γέννα, αποβολή
Απόστο = εγκαίρως, πάνω στην ώρα
Αποτσουτσουρωμένος = του έχουν αφαιρέσει το λόγο
Άπραη = χωρίς πείρα
Αραλίκια = οι ευκαιρίες κάπου να αράξεις
Άραχνα = κάτι πένθιμο, μαύρα κι άραχνα
Αρβάλι = το χερούλι του κουβά (σίκλου)
Αργολαβία = ερωτοδουλειές
Αρεσκιά = το προικοσύμφωνο
Αρεστάρισμα = η σύλληψη από την Αστυνομία
Αριβάρω = φτάνω
Αρίδι = τρυπάνι
Αρίλογας = κόσκινο που ξεχωρίζει την αίρα από το στάρι
Αρμάρι = το ντουλάπι της κουζίνας
Αρνοκόπι = τα μαλλιά που κουρεύουν, των προβάτων
Αρού- παρού = σκόρπια, εδώ και εκεί
Αρπάδι = αυτό με το οποίο ανασύρουν τους κουβάδες από τη στέρνα
Αρτάνα = παρτέρι για λουλούδια
Αρτύθηκε = διέκοψε τη νηστεία
Ασκολύμπρους = αγκάθια με άσπρες νόστιμες ρίζες
Ασκοπούλια = τα ασκιά που γινόταν από δέρμα ζώου κι έβαζαν το λάδι στα λειτρουβιά
Ασκουπουλιάζουμε = η ατσούμπαλη πτώση σαν το ασκί
Ασπέτα = περίμενε
Ασπροφουδιασμένα = τα άσπρα ρούχα της μπουγάδας
Αστεντούε = δια ης βίας, με το έτσι θέλω, οπωσδήποτε
Ασύφταος = κάποιος που δεν έφτασε στο προορισμό του
Ασφελαχτός = αγκαθωτός θάμνος με αρωματικά κίτρινα λουλούδια
Ατακάρω = κάνω έφοδο
Ατζάρδος = τολμηρός, επιτήδειος
Ατζιώνω = θυμώνω, αγριεύω
Ατούρες = συμπτώματα της εγκυμοσύνης, εμετοί, κακοδιαθεσία
Ατσάραντος = πουλάκι μικροσκοπικό
Ατσιντέντε = (ιτ. accidente) ατύχημα, συμβάν
Ατσούπι = ο πλαϊνός τοίχος του σπιτιού
Αυγατίζω = τα κάνω περισσότερα
Αυγουστέλες = οι συκιές που κάνουν το Μάιο και τον Αύγουστο σύκα
Αφιδεύομαι = εμπιστεύομαι
Αφόντες = αφού
Αφόρια = τα ρούχα που δεν έχουν φορεθεί
Αφράλα = το αλάτι που μένει το καλοκαίρι στις πέτρες
Αφριάστηκε = το φτέρνισμα
Άχαρος = κάποιος που δεν χάρηκε
Αχνούπας = περιλαμβάνει τους καρπούς του σταριού, βρώμης κ.τ.λ.
Αχρόνιαος = αναφέρεται και στην κατάρα, να μην ξεχρονιάσεις
Αψίληθρας = φυτό διαδεδομένο αρωματικά
αψιώνω = ανάβω από θυμό, ζεσταίνομαι
Αψώθηκε = θύμωσε, έτοιμος για καυγά
Αγαπητά μου Ξέδρεφε,
Καλή γλυκειά σου μέρα.
Σ’ ευχαριστώ για το μπουλετί που μου ποστάρισες. Στην αρχή σπαβεντάρισσα, αλλά διαβάζοντάς το, α μομέντο, ξαλλεγράρισα και ξέχασα τα ινκόμοδά μου.
Σου απανταίνω κι’ εγώ, αλλά πολύ αμφιβάλλω αν θα βγάλεις τση γρατζαούνες μου!
Δυστυχώς δεν έχω τη δύναμη ν’ αγοράσω μια μάκινα. Δε πειράζει: «Πόβερα μα νόμπιλε!»
Εφκειό που με βούρλισε, Ψυχή μου, ήτανε τα ασασίνια που τραβάς απ’ εφκειό το κακοθάνατο τη Τζόγια. Ήπρεπε να την έχετε κι’ όλας σπιδίρει. Αυτά τα θάρρητα δε μου αρέσουνε καθόλου.
Να μου πείς, για να έχετε τη Τζόγια, έτσι η ξαδρέφη η Ιζόρδη ξαπλάρει όλη μέρα στη πολτρόνα.
Εγώ τση δικής μου τση έδωκα τα σπάτσα και νετάρισα. Όλο με κοντραστάριζε. «Πήαινε», τση είπα. «Χριστιανή μου, όθε ήρτες.» Τώρα έχω μια παραμπαστή, αλλά τρέχω διαρκώς συλίντρεχη και δε σώνω. Αφήνω τα χέρια μου, που γινήκανε γρέντζα από τση δουλειές.
Τριγυρνάω διαρκώς μεσ’ το σπίτι με μια παληά ρόμπα ντι κάμαρα και μια σαρώστρα.
Μα ό,τι και να κάνεις, μάτια μου, τα σπίτια τση Αθήνας είναι όλα κοντραφώσες.
Αλλά και μ’ εφκειό το φαΐ ξεροτηγανίζομαι, δεν ξέρει κανείς τι άλλο να φάει. Τη μάπα και το κάβολε τα βαρεθήκαμε. Τα μωρόπουλα ακριβά. Τα όσπρια κάκοψα. Η αλιάδα κουραστική, άσε που μου ράισε και η καυκιά. Η σοφιγαδούρα βαρειά. Η πεσκαρία δεν άχει σπιουδαία πράγματα, και όλα τση μαύρης λύσσας! Γι’ αυτό, αύριο, που είναι αποκρηά, θα κάμω μια μπουγάδα, να πιούμε το ζουμάκι να σταλωθούμε. Βέβαια θα κάμω και μια ριζάδα, γιατί το καλεί η μέρα, αν όμως με καλορωτήσεις προτιμώ τα σιτζίρτσουλα. Είμαι λιχούτσα, … το ξέρεις.
Τη Καθαρή Δευτέρα, αν βοηθήσει ο Άγιος και κάνει καλοκαιρία, θα πάμε για κούλουμα με μια φλαούνα, εληές, λίγο χαρβά και μια μπατανία στο χέρι.
Εσείς πως θα περάσετε τις Απόκρηες; Θα ντυθείτε μάσκαρες;
Οι αρκοντοπούλες Νινέττα και Λυδία θα ντυθούνε; Η δεσποσύνη Χαρούλα θα ντυθεί σεντζάλτρο. Έχει ακόμα μπόκολα;
Η μόνη μου διασκέδαση, Ξάδρεφε, είναι αραιά και πού, να κοτσολάρομαι και να πηαίνω μέχρι την πλατέα να κάνω μερικά πατήματα. Μόνο που έχει κι’ αυτή τα μαύρα της χάλια. Πλατέα Κολωνακίου σου λέει ο άλλος. Είναι γεμάτη μακρυμάλληδες, και όλοι τσου με μπάρμπες. Σκιάζεσαι να τσου τηράς! Αφήνω που 24 ώρες το 24ωρο στέκεται εκεί η πολιτσία σα μπάστακας.
Βλέπεις βέβαια κι’ ανθρώπους σεσταρισμένους: δεττόρους, αβοκάτους κ.λ.π., αλλά όλοι τσου είναι κουγιάμπαλα και παριστάνουνε τσου τζόβενους, και κάνουν όλο σκρεμίδια! Μόνο που η παροιμία λέει:
«Τω γερόντω τα σκρεμίδια σα νερόβραστα κρεμμύδια!»
Με ρωτάς, Ψυχή μου, για το καθαριστήριο. Πορέψου καλλίτερα μονάχος σου, και μη τσου αφιδεύεσαι εφκειούς.
Σ’ ευχαριστώ, μάτια μου, και για τα λάχανα. Ήτανε πολύ ωραία.
Αν εμπόρειες να μου στείλεις και λιγο κοφτό να το κάμω σίβραση, δεν θα μου κακοπήαινε.
Καλά κάνεις, Ξάδρεφε, και πηαίνεις για λάχανα. Εδώ το χώμα ξερό κι’ αδράπανο.
Πρόσεχε μόνο, Αφέντη μου, και να μην είσαι ξεμπουζάκωτος, να φοράς και τη γιακέττα σου, και να μη ξεχάνεις: «Μάρτης, γδάρτης, παλουκοκάφτης».
Εγώ, αν δε μπεί ο Μάης, δεν αλαφρώνω ούτε βελέσι ούτε παρτό. Και πάντα έχω κάτι α λα σπάλα.
Ερπίζω το γράμμα σου να μην είναι το τελευταίο αλούλτιμο, και να ματαγράψεις, γιατί εφκειό για μένα είναι ένα ριμφόρτσο.
Από τον Ξάδρεφό σου και άντρα μου πολλά φιλιά, καθώς και στην Ιζόρδη.
Ξέρω πως έχετε πολλές αμιτσίτσιες, ερπίζω όμως να κάμετε καμμιά βόρτα κατά δω, όποτα δυναθήτε.
Να ευχηθούμε, το λοιπό: «Καλές αντάμωσες».
Τα σεβάσματα μου στη σιόρα Μάρε τση Ιζόρδης.
Σας φιλώ, Ψυχή μου, και τσου δύο
Η ξαδρέφη σου
Ερβίρα
Το μπουλετί που τση ποστάρισε ο ξάδερφος τόχατε διαβάσει στο http://www.kefaloniatoday.com/kefalonitika/afieromata/osi-nogate-kefalonitika-diavaste-to-76210.html
( Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Δυοβουνιώτη ¨Η ΚΟΡΕΣΠΟΝΤΕΝΤΣΑ ΤΟΥ ΞΑΔΡΕΦΙΟΝΕ¨ από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Υιών Παναγή Φωκά-Κοσμετάτου, 2003 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου