Ο Ερημίτης της Κεφαλονιάς
(Καλή σου σπέρα, πάτερ Νικόλαε)
7 -12 -2025
Με βήμα αργό και βαρύ περπατούσε στους δρόμους του Ληξουρίου, ο πάτερ Νικόλαος, έτσι τον λέγαμε όλοι, έτσι τον ξέραμε, ο πάτερ Νικόλαος. Μέτριος στο ανάστημα με μαλλιά ριχτά στους ώμους, ασπρισμένα εξ’ ολοκλήρου, πιγκωμένα στη ρίζα τους πάνω στην κεφαλή, μ’ ένα πλατύ σακάκι, ωσάν κοντόρασο, με δυο αθεόρατες τσέπες, ή καλύτερα έμοιαζε εφκείνο το σακάκι, ωσάν το κοντογούνι, που φορούν οι τσοπαναραίοι στο Πυργί, και, δυο –τρεις εικόνες αγίων μικρές στο στήθος του, στερεωμένες με κάτι αλυσίδες και μικρά σταυρουδάκια, όλα αυτά σχημάτιζαν μια φιγούρα που ήταν αξιοπρόσεκτη. Το σύνολο του ως ύπαρξη το συμπλήρωναν, τα πλατιά παπούτσια, δεμένα με σχοινί και στο χέρι κρατούσε ένα μεγάλο σταυρό από καλάμι, όπως εκείνον που εικονίζουν οι αγιογράφοι στον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Πολλές φορές κουβαλούσε και μια ταρκαζίτα με μικροπράγματα.
Τον σεβόμασταν στο Ληξούρι, αυτόν το τύπο, καθώς έμενε για πολλά χρόνια στο Γηροκομείο της πόλης. Πέρασαν οι μέρες και τα χρόνια, έφυγε από τη ζωή το 1976 και κανείς δεν τον αποζήτησε, ούτε να γράψει δυο γραμμές για δαύτονε, τίποτε κρουστό μέσα στην πολύβουη καθημερινότητά μας.
Αισθάνθηκα πολλές φορές τον παλιό του κτιστό ήχο, που, όταν κάτι αυτός έβλεπε στους περαστικούς, καθώς καθόταν σε μια καρέκλα, μεγάλη ψάθινη στο μαγαζί του πατέρα μου, τους έλεγε κάτι προορατικό, κάτι χριστιανικό ως συμβουλή, και αυτοί έπαιρναν το μήνυμα. Ήταν γνωστό πως, «προφήτεψε» πως θα κάνει τότενες σεισμό στην Πάτρα. Εκεί τον είχαν «κλείσει» σε φυλακή για λίγες μέρες, τον θεωρούσαν τρελό. Τους είπε την τελευταία μέρα, χτυπώντας δυνατά το μπαστούνι του κάτω στο έδαφος, «Θα κάνει σεισμό». Την ώρα εκείνη έκανε πράγματι σεισμό!
Φοβήθηκαν οι Πατρινοί φύλακες και τον άφησαν στον κόσμο του ελεύθερον. Συλλάμβανε τις μικρές σεισμικές δονήσεις, «εφκείνες τις διαολικές κεφαλονίτικες ενέργειες» και προέβλεπε πότε θα ξεσπάσουν. Στη θύμησή μου εικόνες πολλές για αυτόν, αναμνήσεις και τα τοιαύτα, χαραγμένα στους νευρώνες του εγκεφάλου μου. Αν κάτι κακό έκανες ή να τον πείραζες, σου αμολούσε μια κουβέντα, τρομακτική στην ψυχολογίας της … «Θα σε μαρμαρώσω, κάτσε καλά». Τα διαβόλια του Ληξουρίου, μέσα σ’ αυτά κι εγώ, βέβαια ήμουν το πιο ήσυχο απ’ όλα, του λέγαμε « κάμε πάτερ Νικόλαε το νερό της (δημόσιας) βρύσης, κρασί κόκκινο». Εμείς τα παιδιά θέλαμε τη θαυματοποιία του, για να εδραιώσουμε μέσα μας τη φιγούρα του. Εκείνος χαμογελούσε και σιωπηλά ψέλλιζε κάτι υμνογραφικό της εκκλησίας μας. Όχι, δεν τον πειράζαμε πέρα από τη βρύση, τον βλέπαμε σεβαστικά.
Σε μια τέτοια περίπτωση και η οποία μου έμεινε αποτυπωμένη για πάντα, μετά το μικρό λεκτικό «πείραγμα», σηκώθηκε ατάραχος «Άντε.. φώναξε, καιρός να πάω τη βόλτα μου», και πήρε το δρόμο στο πλάι του Ποταμού του Ληξουρίου, προχωρώντας με καλπασμό και χάθηκε μέσα στου Σμπάρα την περιοχή, βόρεια της πόλης . Ακολούθησα ποδαράτο με το ποδήλατό μου, στα χέρια οδηγημένο, τον βηματισμό του και τόμου έφτασε στο ερείπιο του Σαγβινάτσου, κοντοστάθηκε κι ευλόγησε το χωροερείπιο.
Αργότερα έμαθα πως, εκείνο το ερείπιο, που στέκει ακόμη, ήταν παλιό σανατόριο για τους χολεριασμένους στα 1850, ήταν νοσοκομείο παρηγοριάς και όπως μου είπαν τότενες, οι άνθρωποι της περιοχής, πως, αν έχεις καθαρή καρδιά και νου, αισθάνεσαι ακόμη τα βογγητά των αρρώστων που κατέληξαν στην ερημιά αυτή του πόνου και του θανάτου. Τον τραβούσε τον πάτερ Νικόλαο, τούτο το μέρος, Ένοιωθε πως κελαρυστές φωνάζουν οι ψυχές των πονεμένων αρρώστων, ένοιωθε πως από πηγάδι βαθύ, το βόγγημά τους έρχεται και ζητά την ανάπαυση. «Δέξου Θεέ μου, την πεθυμιά της καταπράυνσης των πονεμένων ψυχών». «Έπιασα» το στίχο του στόματός του, κι αφού έμεινε για λίγη ώρα στο χώρο αυτόν, ψαλτικά μουρμούρισε, κι έπειτα επήρε το δρόμο της επιστροφής για να πάει να κουρνιάσει στο Γηροκομείο.
Πέρασαν τα χρόνια και τον ρώτησα, μια από τις πολλές φορές που ερχόταν στο πατρικό μαγαζάκι, στη ΒΕΣ, γιατί πάτερ Νικόλαε, «Στου Σμπάρα όπου πηγαίνατε, γιατί εφεύγατε ανώρως, μπριτού μπατάρει η μέρα στα πρώτα σκοτεινά της;» Άκου, μου είπε με φωνή τρεμάμενη… «Μαζεύονται τα βράδια οι ψυχές στο ύψωμά τους, σε ένα λόφο, και λένε, και κλαίνε, και χαίρονται, ανάλογα με τις συμπεριφορές και τις θύμησες των δικών τους προς αυτούς!».
Να πλησιάζουν Χριστούγεννα του 1975, χτύπησε η πόρτα μας στην πατρική οικία. Άνοιξε η μάνα, ήταν Κυριακή, γύρω στις πέντε απόγιομα, και πρόβαλε η φιγούρα του πάτερ Νικόλαου, στακάτη και ντελικάτη με ένα πάνινο ταρκασά, και τον δίνει στη μάνα μου. «Ρηγγίνα, πάρε τούτο που σου έχω από καιρό υποσχεθεί, είναι τρεις εικόνες, θέλω να τις έχεις εκεί στο σπίτι σου. Πρόσεξε όμως, είναι ο Χριστός και οι άλλες δυο είναι η Βάπτισή του και η άλλη ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Είναι ο δικός μου εφκείνος, θέλω να τον προσέχεις».
Πέρασαν χρόνια έως του να νοήσω πως αυτός ο Ερημίτης, είχε ως πρότυπό του, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Έτσι ένιωθε και την Άκολη, ωσάν τον Ιορδάνη ποταμό…. Τις εικόνες, τις απλές χάρτινες - μεταλλικές, σε μια γωνιά εικονοστασίου, υπάρχουν ακόμη στην πατρική οικία.
Πάλεψα να μάθω κάτι για τη ζωή του, παραπάνω από τα συνηθισμένα που ξέραμε όλοι μας! Δύσκολο πολύ. Τα στοιχεία της ύπαρξής του στα χαρτιά, ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Η πιθυμιά μου, μου έφερε τη φανέρωση…! Σε δικό μου παλιό χαρτί, της νεότητάς μου γράψιμο, είχα σημειώσει κάποια στοιχεία του, και βρήκα και συμπλήρωσα το κάδρο του. Στις μέρες μας, για την επιβεβαίωση όσων ήξερα για τον πάτερ Νικόλαο, ρώτησα και τον Άγγελο τον Φλωράτο, από το Πυργί. Αυτός με τη σειρά του μου επιβεβαίωσε το χαρτί μου...!
Νικόλαος Λυμπεράτος από το Τσακαρισιάνο - Πυργί της Κεφαλονιάς. Γεννημένος στα 1895 και παντρεμένος με μια ομορφογυναίκα, στο ονοματεπώνυμο, Σουσάνα Φωκά. Δεν είχαν παιδιά. Λέγανε στο Πυργί…, ότι λόγω που ήταν σπανός, δεν έκανε παιδιά. Τον πείραζαν οι Πυργισιάνοι, τον έλεγαν Σπανονικόλα, άλλοι Τρελονικόλα. Η οικογένεια Φωκά είχε κτήματα πολλά γύρω από την Άκολη και ο Νικόλας με το τσαπί του, εφκείνα όλο και καλλιεργούσε. Έμενε σ’ ένα φωκαίικο υποστατικό που βρισκόταν κοντά στη λίμνη.
Πέθανε κάπως ενωρίς η γυναίκα του, πριν από τον ανταρτοπόλεμο και ο Νικόλας ένιωσε μια μοναξιά, μια θλίψη που κάθε μέρα φαίνεται πως φώλιαζε όλο και περισσότερο στην ψυχή του η μαγκουφιά. Ένιωσε μέσα του να θεριεύει η ανάγκη, κάπου να πιαστεί και πλεύρισε «το Θεό». Βρήκε παρηγοριά και απάγκιο στα θεία πράγματα, στο λόγο της εκκλησίας. Φοβόταν το χτύπημα στην πόρτα, που έκαναν οι αντάρτες για να τους πουν πληροφορίες και να τις μεταμορφώσουν .. εκδικητικές.
Ο πάτερ Νικόλας βρήκε τον τρόπο. Πήγαινε κι έστρωνε σχεδόν ολημερνά, στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου, στα κτήματα ,τα φωκαίικα, πιο πέρα από το υποστατικό, ένα χοντρό σκουτί για κρεβάτι μέσα στον καλαμιώνα της λίμνης Άκολης, της Άβυθους όπως τη λέμε. «Καλάμωνε την ψυχή του» προς το Ορθό της Ψυχής, για να μην προδώσει κάποιον χωριανό του, να μη δώσει πληροφορίες. Ο πάτερ Νικόλαος είχε καθαρή συνείδηση, ήταν εξαιρετικός στο χαραχτήρα των ανθρώπινων συναισθημάτων!
Τον περιγέλασαν πολλοί, τον έλεγαν περιπαικτικά « Ὁ άγιος της Άκολης», ή «ο Ερημίτης της Άκολης ». Άλλοι, λέγανε στο Πυργί, πως, όταν ήταν μικρός, κάποιος τον χτύπησε και γι’ αυτό λοξοδρόμησε το μυαλό του. «Ίσως» να ήταν διωγμένος από παιδί, από την οικογένειά του, γιατί δεν μπορούσε να τον ζήσει..! Πολλά μπορεί…; Πιθανόν να μην είχε πατρική φιγούρα μορφώσει στο είναι του, και έπεσε στη θρησκεία για να αναπληρώσει τις αναγκαίες εικόνες που είχε χάσει. Πέρασε μεγάλο πείραγμα από τους Πυργισιάνους…
Βάρυναν τα χρόνια και η μοναξιά τον έζωσε περισσότερο και πήρε των ομματίων του και βρέθηκε οριστικά στο Γηροκομείο Ληξουρίου. Έγινε μια φιγούρα, που κουβαλούσε πληγωμένες καταστάσεις, ψυχικές ενός παράξενου θυμικού και λογικού. Διατήρησε όμως μια νηφαλιότητα και μια ήσυχη καθάρια ηρεμία. Δεν ήταν επίπλαστος. Έφυγε για την αιωνιότητα το 1976, χωρίς δάκρυ να κυλήσει. Αυτό ήταν μια θεία ευλογία. Δεν δέσμευε συναίσθημα πόνου η φυγή του. Λύτρωση Θεού είναι αυτός ο θάνατος!
Και παίρνω κάθε φορά που τον θυμάμαι, το κείμενο «του Θεού».. «Το μωρό του Θεού σοφότερο των ανθρώπων εστί» προέρχεται από την Α' προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου στην Καινή Διαθήκη (1:25). Η φράση τονίζει ότι η «ανθρώπινη σοφία» (που μπορεί να θεωρεί την πίστη ως κάτι ασήμαντο) δεν είναι τόσο ισχυρή όσο η «Σοφία του Θεού». Αυτό που οι άνθρωποι θεωρούν «μωρό ή αδύναμο», η Θεϊκή δύναμη το μετατρέπει σε κάτι ισχυρό.
Μα, κι αυτό, που η γραφίδα μου αφουγκράζεται σ’ αυτές τις γράφουσες στιγμές μου, θέλει να ακολουθήσει τη νόησή μου, και μου υπαγορεύει κάτι ως ένα μνημόσυνο στον πάτερ Νικόλαο. «Το μωρό του Θεού… είναι αυτό που σου αλλοιώνει, άνθρωπε, τη δεξιά του Νου!».




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου