Ένα ευαίσθητο και καθοριστικό συνάμα στοιχείο που δεν έχει αναλύσει κανείς είναι το παρακάτω:
Πως γύρισε το πλοίο το μνηστήρων πίσω στο λιμάνι της πόλης Ιθάκης μαζί με το πλοίο των συντρόφων του Τηλέμαχου και είπαν ότι δε κατάλαβαν πως πέρασε ο Τηλέμαχος?
Πως το γνώριζαν αφού οι μνηστήρες δεν είχαν προλάβει να τους ειδοποιήσουν?
Το είδαν από μακριά αφού έφεξε όταν ήδη είχε αφήσει το Τηλέμαχο?
Όλα τα πλοία ίδια περίπου ήταν τότε και από Οξειά, ή από Χλεμούτσι περίπου ήταν αδύνατο να το ξεχωρίσουν όταν αφήνοντας τον Τηλέμαχο παρέπλεε τη Κεφαλονιά για να πάει στο Πόρο, ή κάπου αλλού.
Φυσιολογικά λοιπόν η Αστερίς δεν μπορεί να βρίσκεται μακριά από την Κεφαλονιά, ή την Ιθάκη.
Θα πρέπει να υπάρχει πρόσβαση σε ένα από τα δύο νησιά αφού ένα από τα δύο ήταν σύμφωνα με τις σκέψεις μας και όχι μόνο σίγουρα η Ομηρική Ιθάκη πρίν φτάσουν τα πλοία στο λιμάνι της Ιθάκης.
Προφανώς οι μνηστήρες κάνανε «νηοψία» στο πλοίο του Τηλέμαχου και πληροφορήθηκαν ότι το «πουλάκι» είχε πετάξει και απογοητευμένοι γύρισαν στη βάση τους.
΄Επειτα το λιμάνι του Φόρκυνα πιο πιθανό ήταν να είναι το καθαυτό λιμάνι της πόλης Ιθάκη (οι πόλεις τότε δεν ήταν παράλιες για ασφάλεια), γιατί ούτε μακριά θα άφηναν οι Φαίακες τον Οδυσσέα χωρίς να τον ξυπνήσουν, ούτε θα πήαινε στου διαόλου τη μάνα για να κάνει θυσίες ο Οδυσσέας σε σπηλιές τόσο μακριά.
Γεμάτος σπηλιές είναι ο τόπος και όλες οι σπηλιές ήταν άντρα νυμφών.
Άσε που ήτανε τόσο παγαπόντες όπως λέει και κάποιος φίλος που για να μη τρέχει πέρα δόθε θα έφτιανε σπηλιά στο κήπο του και θα του χρωστάανε υποχρέωση και οι νύμφες!!!
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα χα.
Υ.Γ.
Και μη μου ανεβοτατεβάζετε τη θάλασσα τόσο πολύ απάνου κάτου γιατί ζαλίζομαι και μου εκάμετε έδεπα την Αστερίδα πενταόροφη πολυκατοικία και δε βλέπω το Φισκάρδο. Χα χα χα χα χα χα.
Ένα ευαίσθητο και καθοριστικό συνάμα στοιχείο που δεν έχει αναλύσει κανείς είναι το παρακάτω:
Πως γύρισε το πλοίο το μνηστήρων πίσω στο λιμάνι της πόλης Ιθάκης μαζί με το πλοίο των συντρόφων του Τηλέμαχου και είπαν ότι δε κατάλαβαν πως πέρασε ο Τηλέμαχος?
Πως το γνώριζαν αφού οι μνηστήρες δεν είχαν προλάβει να τους ειδοποιήσουν?
Το είδαν από μακριά αφού έφεξε όταν ήδη είχε αφήσει το Τηλέμαχο?
Όλα τα πλοία ίδια περίπου ήταν τότε και από Οξειά, ή από Χλεμούτσι περίπου ήταν αδύνατο να το ξεχωρίσουν όταν αφήνοντας τον Τηλέμαχο παρέπλεε τη Κεφαλονιά για να πάει στο Πόρο, ή κάπου αλλού.
Φυσιολογικά λοιπόν η Αστερίς δεν μπορεί να βρίσκεται μακριά από την Κεφαλονιά, ή την Ιθάκη.
Θα πρέπει να υπάρχει πρόσβαση σε ένα από τα δύο νησιά αφού ένα από τα δύο ήταν σύμφωνα με τις σκέψεις μας και όχι μόνο σίγουρα η Ομηρική Ιθάκη πρίν φτάσουν τα πλοία στο λιμάνι της Ιθάκης.
Προφανώς οι μνηστήρες κάνανε «νηοψία» στο πλοίο του Τηλέμαχου και πληροφορήθηκαν ότι το «πουλάκι» είχε πετάξει και απογοητευμένοι γύρισαν στη βάση τους.
΄Επειτα το λιμάνι του Φόρκυνα πιο πιθανό ήταν να είναι το καθαυτό λιμάνι της πόλης Ιθάκη (οι πόλεις τότε δεν ήταν παράλιες για ασφάλεια), γιατί ούτε μακριά θα άφηναν οι Φαίακες τον Οδυσσέα χωρίς να τον ξυπνήσουν, ούτε θα πήαινε στου διαόλου τη μάνα για να κάνει θυσίες ο Οδυσσέας σε σπηλιές τόσο μακριά.
Γεμάτος σπηλιές είναι ο τόπος και όλες οι σπηλιές ήταν άντρα νυμφών.
Άσε που ήτανε τόσο παγαπόντες όπως λέει και κάποιος φίλος που για να μη τρέχει πέρα δόθε θα έφτιανε σπηλιά στο κήπο του και θα του χρωστάανε υποχρέωση και οι νύμφες!!!
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα χα.
Υ.Γ.
Και μη μου ανεβοτατεβάζετε τη θάλασσα τόσο πολύ απάνου κάτου γιατί ζαλίζομαι και μου εκάμετε έδεπα την Αστερίδα πενταόροφη πολυκατοικία και δε βλέπω το Φισκάρδο. Χα χα χα χα χα χα.
ἦ ῥ᾽ ἤδη μνηστῆρες ἀγήνορες ἔνδον ἔασιν
ἐκ λόχου, ἦ ἔτι μ᾽ αὖτ᾽ εἰρύαται οἴκαδ᾽ ἰόντα;"
“Ἦρθες, καλέ μας· τί ἄκουσες στὴ χώρα νὰ δηγοῦνται ;
Ἀπ' τὸ καρτέρι γύρισαν οἱ θεότρανοι μνηστῆρες,
ἢ ἀκόμα ἐκεῖ μὲ καρτεροῦν στὸ Θιάκι νὰ γυρίσω ;”
ἄστυ καταβλώσκοντα· τάχιστά με θυμὸς ἀνώγει
ἀγγελίην εἰπόντα πάλιν δεῦρ᾽ ἀπονέεσθαι.
ὡμήρησε δέ μοι παρ᾽ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς,
κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν.
στὴ χώρα μέσα τρέχοντας· βιαζόμουνα νὰ δώσω
τὸ μήνυμά μου ὁλόταχα, καὶ πίσω νὰ ξανάρθω.
Καὶ κήρυκας μαντάτορας γοργός, ἀπ' τοὺς συντρόφους
ἔφτασε ἀντάμα, κι ἔδωσε τῆς μάνας λόγο πρῶτος.
ἤδη ὑπὲρ πόλιος, ὅθι θ᾽ Ἕρμαιος λόφος ἐστίν,
ἦα κιών, ὅτε νῆα θοὴν ἰδόμην κατιοῦσαν
ἐς λιμέν᾽ ἡμέτερον· πολλοὶ δ᾽ ἔσαν ἄνδρες ἐν αὐτῇ,
βεβρίθει δὲ σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι·
πάνω ἀπ' τὴ χώρα, στὸ βουνὸ τοῦ Ἑρμῆ σὰν εἶχα φτάσει,
καράβι ἀγνάντεψα γοργὸ νὰ μπαίνη στὸ λιμάνι,
γεμάτο μὲ ἄντρες, κι ἤτανε μὲ ἀσπίδες φορτωμένο,
καὶ μὲ κοντάρια δίστομα. Καὶ φάνηκε σὰν νά 'ταν
ἐς πατέρ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἰδών, ἀλέεινε δ᾽ ὑφορβόν.
ματιὰ πρὸς τὸν πατέρα του, κρυφὰ ἀπ' τὸ χοιροτρόφο.
δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης.
καθίσανε κι ἀπόλαψαν τοῦ τραπεζιοῦ τὰ δῶρα.
κοίτου τε μνήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.
τὴν κλίνη θυμηθήκανε, καὶ χάρηκαν τὸν ὕπνο.