Σήμα Facebook

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΙΑΦΗΣ | κινητο 6907471738


ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΠΟΡΟ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΠΟΡΟ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
Συνεχή Ροή Ειδήσεων από το νησί

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙς

1 σχόλιο: Στο  


  1. Ένα ευαίσθητο και καθοριστικό συνάμα στοιχείο που δεν έχει αναλύσει κανείς είναι το παρακάτω:

    Πως γύρισε το πλοίο το μνηστήρων πίσω στο λιμάνι της πόλης Ιθάκης μαζί με το πλοίο των συντρόφων του Τηλέμαχου και είπαν ότι δε κατάλαβαν πως πέρασε ο Τηλέμαχος?
    Πως το γνώριζαν αφού οι μνηστήρες δεν είχαν προλάβει να τους ειδοποιήσουν?
    Το είδαν από μακριά αφού έφεξε όταν ήδη είχε αφήσει το Τηλέμαχο?
    Όλα τα πλοία ίδια περίπου ήταν τότε και από Οξειά, ή από Χλεμούτσι περίπου ήταν αδύνατο να το ξεχωρίσουν όταν αφήνοντας τον Τηλέμαχο παρέπλεε τη Κεφαλονιά για να πάει στο Πόρο, ή κάπου αλλού.
    Φυσιολογικά λοιπόν η Αστερίς δεν μπορεί να βρίσκεται μακριά από την Κεφαλονιά, ή την Ιθάκη.
    Θα πρέπει να υπάρχει πρόσβαση σε ένα από τα δύο νησιά αφού ένα από τα δύο ήταν σύμφωνα με τις σκέψεις μας και όχι μόνο σίγουρα η Ομηρική Ιθάκη πρίν φτάσουν τα πλοία στο λιμάνι της Ιθάκης.
    Προφανώς οι μνηστήρες κάνανε «νηοψία» στο πλοίο του Τηλέμαχου και πληροφορήθηκαν ότι το «πουλάκι» είχε πετάξει και απογοητευμένοι γύρισαν στη βάση τους.
    ΄Επειτα το λιμάνι του Φόρκυνα πιο πιθανό ήταν να είναι το καθαυτό λιμάνι της πόλης Ιθάκη (οι πόλεις τότε δεν ήταν παράλιες για ασφάλεια), γιατί ούτε μακριά θα άφηναν οι Φαίακες τον Οδυσσέα χωρίς να τον ξυπνήσουν, ούτε θα πήαινε στου διαόλου τη μάνα για να κάνει θυσίες ο Οδυσσέας σε σπηλιές τόσο μακριά.
    Γεμάτος σπηλιές είναι ο τόπος και όλες οι σπηλιές ήταν άντρα νυμφών.
    Άσε που ήτανε τόσο παγαπόντες όπως λέει και κάποιος φίλος που για να μη τρέχει πέρα δόθε θα έφτιανε σπηλιά στο κήπο του και θα του χρωστάανε υποχρέωση και οι νύμφες!!!

    Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα χα.

    Υ.Γ.
    Και μη μου ανεβοτατεβάζετε τη θάλασσα τόσο πολύ απάνου κάτου γιατί ζαλίζομαι και μου εκάμετε έδεπα την Αστερίδα πενταόροφη πολυκατοικία και δε βλέπω το Φισκάρδο. Χα χα χα χα χα χα.
  2. ΠΟΡΟΣΝΙΟΥΣ

  3. ἦλθες, δῖ᾽ Εὔμαιε. τί δὴ κλέος ἔστ᾽ ἀνὰ ἄστυ;
    ἦ ῥ᾽ ἤδη μνηστῆρες ἀγήνορες ἔνδον ἔασιν
    ἐκ λόχου, ἦ ἔτι μ᾽ αὖτ᾽ εἰρύαται οἴκαδ᾽ ἰόντα;"
         Καὶ πρῶτος ὁ Τηλέμαχος τοῦ μίλησε καὶ τοῦ 'πε·
    “Ἦρθες, καλέ μας· τί ἄκουσες στὴ χώρα νὰ δηγοῦνται ;
    Ἀπ' τὸ καρτέρι γύρισαν οἱ θεότρανοι μνηστῆρες,
    ἢ ἀκόμα ἐκεῖ μὲ καρτεροῦν στὸ Θιάκι νὰ γυρίσω ;”
     τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·     Κι ἐσύ, Εὔμαιε χοιροβοσκέ, τοῦ ἀπολογήθης κι εἶπες·
    465"οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι
    ἄστυ καταβλώσκοντα· τάχιστά με θυμὸς ἀνώγει
    ἀγγελίην εἰπόντα πάλιν δεῦρ᾽ ἀπονέεσθαι.
    ὡμήρησε δέ μοι παρ᾽ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς,
    κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν.
    “Δὲν ἤθελα νὰ τὰ ρωτῶ καὶ νὰ τὰ μάθω ἐτοῦτα,
    στὴ χώρα μέσα τρέχοντας· βιαζόμουνα νὰ δώσω
    τὸ μήνυμά μου ὁλόταχα, καὶ πίσω νὰ ξανάρθω.
    Καὶ κήρυκας μαντάτορας γοργός, ἀπ' τοὺς συντρόφους
    ἔφτασε ἀντάμα, κι ἔδωσε τῆς μάνας λόγο πρῶτος.
    470ἄλλο δέ τοι τό γε οἶδα· τὸ γὰρ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν.
    ἤδη ὑπὲρ πόλιος, ὅθι θ᾽ Ἕρμαιος λόφος ἐστίν,
    ἦα κιών, ὅτε νῆα θοὴν ἰδόμην κατιοῦσαν
    ἐς λιμέν᾽ ἡμέτερον· πολλοὶ δ᾽ ἔσαν ἄνδρες ἐν αὐτῇ,
    βεβρίθει δὲ σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι·
    Ξέρω κι ἕν' ἄλλο νὰ σᾶς πῶ ποὺ μὲ τὰ μάτια μου εἶδα·
    πάνω ἀπ' τὴ χώρα, στὸ βουνὸ τοῦ Ἑρμῆ σὰν εἶχα φτάσει,
    καράβι ἀγνάντεψα γοργὸ νὰ μπαίνη στὸ λιμάνι,
    γεμάτο μὲ ἄντρες, κι ἤτανε μὲ ἀσπίδες φορτωμένο,
    καὶ μὲ κοντάρια δίστομα. Καὶ φάνηκε σὰν νά 'ταν
    475καὶ σφέας ὠΐσθην τοὺς ἔμμεναι, οὐδέ τι οἶδα."μνηστῆρες ὅλοι τους αὐτοί, μὰ ἄλλο νὰ πῶ δὲν ξέρω.”
     ὣς φάτο, μείδησεν δ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο
    ἐς πατέρ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἰδών, ἀλέεινε δ᾽ ὑφορβόν.
         Αὐτὰ εἶπε, κι ὁ Τηλέμαχος χαμογελώντας ρίχτει
    ματιὰ πρὸς τὸν πατέρα του, κρυφὰ ἀπ' τὸ χοιροτρόφο.
     οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα,
    δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης.
         Καὶ τὶς δουλειὲς σὰν τέλειωσαν καὶ τοίμασαν τὸ δεῖπνο,
    καθίσανε κι ἀπόλαψαν τοῦ τραπεζιοῦ τὰ δῶρα.
    480αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
    κοίτου τε μνήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.
    Κι ἀπὸ φαῒ κι ἀπὸ πιοτὸ σὰ φράνθηκε ἡ καρδιά τους,
    τὴν κλίνη θυμηθήκανε, καὶ χάρηκαν τὸν ὕπνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου