ώρα που τέλειωσε αυτή η ψηφιακή παρέλαση του #NBAvote που του προκαλούσε αναγούλα, ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για αυτούς τους λίγους Ελληνες που έβαλαν τόσο καλά την Ελλάδα στην ψυχή του Greek Freak, τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία θα έπρεπε να έχει αναδείξει, να έχει τιμήσει, για να τους πει “ευχαριστώ”.
Θα διηγηθώ σχετικά σύντομα μια μικρή ιστορία, την οποία τρώγομαι εδώ και καιρό να μοιραστώ μαζί σας και σήμερα την αντιλαμβάνομαι ως πιο επίκαιρη από ποτέ. Πρωταγωνιστής της είναι ένας τακτικός αναγνώστης/ακροατής/τηλεθεατής της δουλειάς μου, με τον οποίο στην εξέλιξη του χρόνου γίναμε φίλοι, κι ας μη βλεπόμαστε συχνά.
Ο Μοναχογιός (χρησιμοποιώ το προσωνύμιό του και όχι το όνομά του, για λόγους που θα καταλάβεις στην πορεία) με είχε “ανακαλύψει” από τον καιρό που κάλυπτα το ρεπορτάζ της ΑΕΚ και άρχισε να επικοινωνεί τηλεφωνικά μαζί μου προκειμένου να κουβεντιάζουμε και να προβληματιζόμαστε πάνω σε ζητήματα της επικαιρότητας της αγαπημένης του ομάδας. Στην εξέλιξη του χρόνου όμως, κι ενώ εγώ στο μεταξύ άφησα το ρεπορτάζ της ΑΕΚ για να πάρω επιτελικές θέσεις στην αθλητική δημοσιογραφία, ο Μοναχογιός συνέχισε να κρατά την επαφή μαζί μου. Γίναμε φίλοι.
Περίπου 8 χρόνια πίσω, με τον αέρα που του έδινε η αλληλοεκτίμηση και η συμπάθεια μεταξύ μας, ο Μοναχογιός μου ζήτησε μια “χάρη”. “Είναι δύο παιδάκια εδώ στη γειτονιά, παιδιά μεταναστών, που τα έχουμε από κοντά και τα στηρίζουμε. Είναι μέλη μιας πολύ καλής οικογένειας, που προσπαθούμε να τη στηρίξουμε, περνούν δύσκολα εδώ. Ντρέπομαι που στο ζητάω, αλλά μου έχουν πει ότι αυτά τα παιδιά έχουν πολύ ταλέντο στο μπάσκετ και προσπαθώ να τα βοηθήσω, δεν έχουν κάποιον να τους στηρίξει. Ξέρεις κάποιον που θα μπορούσε να τα δει, να μας πει αν έχουν ταλέντο και να τα καθοδηγήσει στα πρώτα τους βήματα;”, ήταν, μέσες άκρες, με διατύπωση λόγου, του οποίου το ύφος παραμένει χαραγμένο μέσα μου, το αίτημα του φίλου μου.
Αυτού του είδους οι περιπτώσεις μου προκαλούσαν διαχρονικά ανατριχίλα και μ' έκαναν να τρέχω μακριά, διότι μακριά από μένα ήθελα πάντοτε να είναι αυτές οι υποθέσεις, όπως συμβαίνει με κάθε αθλητικό δημοσιογράφο που θέλει να τα έχει καλά με τον καθρέφτη και το μαξιλάρι του. Δεν έκανα τέτοια “χάρη” ούτε σε συγγενείς μου, διότι δεν ήθελα ποτέ να πιστέψει κανείς ότι προωθώ αθλητές ή ότι τους προβάλω για λόγους ιδιοτελείς. Γι' αυτό και η κατάληξη της κουβέντας μας με τον Μοναχογιό ήταν μόνο η υπόσχεσή μου να φροντίσω να μάθω ποιοι σύλλογοι στο κέντρο της Αθήνας είχαν εκείνη την εποχή καλή φήμη για τη δουλειά στα τμήματα υποδομών, για να του προτείνω.
Αρκετό καιρό μετά την πρώτη μας σχετική κουβέντα ο Μοναχογιός φρόντιζε στα ψηφιακά μηνύματά του να με ενημερώνει και για την εξέλιξη των παιδιών που βοηθούσε. Οχι με λεπτομέρειες. Μόνο για να μου μεταφέρει τη χαρά του για το γεγονός ότι αυτά τα παιδιά είχαν πράγματι όσο ταλέντο φανταζόταν, και για να με “πείσει” ότι δεν είχε λαθέψει όταν μου έλεγε ότι αξίζει τον κόπο να τύχουν βοήθειας και στήριξης στα πρώτα τους βήματα. Συχνά μου ανέφερε τον προβληματισμό του σχετικά με το αν θα έπρεπε να τους βρει έναν ατζέντη, και το ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός που θα μπορούσε να εμπιστευθεί μια οικογένεια που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με το ελληνικό επαγγελματικό αθλητικό οικοσύστημα. “Δεν φαντάζεσαι πόσο μεγάλο νόημα έχει αυτή η υπόθεση. Αυτή η οικογένεια δυσκολεύεται να εξασφαλίσει τα προς το ζην, και προσπαθούμε να τη στηρίξουμε. Αν δεν βοηθήσουμε εμείς αυτά τα παιδιά, ποιος να τα βοηθήσει; Αυτοί που τα προσβάλουν, τα βρίζουν, που τα κυνηγάνε;”, ήταν ο καημός του τον καιρό που και ο ίδιος ζοριζόταν για την βενζίνη προκειμένου να πάει και να φέρει τα παιδιά στην προπόνηση.
Και φτάσαμε στην άνοιξη του 2013, όταν ο Μοναχογιός έσπευσε να μου γράψει τα νέα. “Δεν φαντάζεσαι πώς νιώθω. Τα παιδιά πάνε στο ΝΒΑ, και για τον μικρό ακούω φοβερά πράγματα”. Ναι, καλά καταλαβαίνεις, ο Μοναχογιός, από τον πρώτο καιρό, μου μιλούσε για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και τον Θανάση Αντετοκούνμπο δίχως να μου έχει αναφέρει το επώνυμό τους. Ο Μοναχογιός και η οικογένειά του, μια καλή ηλικιωμένη κυρία της γειτονιάς, η Εκκλησία της γειτονιάς, ένας προπονητής στον Φιλαθλητικό, ένας δάσκαλος στο σχολείο, οι συμμαθητές και οι φίλοι που έκαναν τα παιδιά μεγαλώνοντας στο ελληνικό περιβάλλον, στα Σεπόλια, αυτοί είναι που έβαλαν την Ελλάδα καλά μέσα στην ψυχή του Γιάννη και του Θανάση. Ανθρωποι των οποίων την ταυτότητα δεν μάθαμε ποτέ, διότι δεν γύρεψαν να γίνουν γνωστοί, να προβληθούν καμαρώνοντας ότι ήταν οι ευεργέτες ή υποστηρικτές μιας οικογένειας που βρέθηκε σε μια νύχτα από την Νιγηρία στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας και έφτυνε αίμα για να εξασφαλίσει φαγητό, από τον καιρό που ο Θανάσης ήταν νεογέννητο και ο Γιάννης αγέννητος.
Ηθελα καιρό τώρα να διηγηθώ αυτή την ιστορία και μάλιστα με περισσότερες λεπτομέρειες, για έναν και μόνο λόγο: επειδή εξηγεί όλο αυτό που νιώθει και βγάζει ο Γιάννης για την Ελλάδα, εξηγεί την τρέλα του να παίζει για την Εθνική ομάδα, εξηγεί το καμάρι του όταν κρατά την ελληνική σημαία, εξηγεί την αγάπη που αναβλύζει από τον δημόσιο λόγο του κάθε φορά που αναφέρεται στην Ελλάδα. Αν δεν ξέρεις αυτή την ιστορία, παραξενεύεσαι με την δημόσια συμπεριφορά ενός παιδιού μεταναστών, κυρίως επειδή ξέρεις πώς συμπεριφέρεται η πλειονότητα ή τουλάχιστον μια πολύ μεγάλη μερίδα Ελλήνων στους μετανάστες και τα παιδιά τους. Φτάνεις να σκέφτεσαι ότι αυτό το παιδί μπορεί να παριστάνει τον Ελληνα, να υποκρίνεται, να καμώνεται ότι αγαπά την Ελλάδα. Και τις ίδιες σκέψεις κάνεις αν σου διηγηθούν την ιστορία και αμφιβάλλεις για την αυθεντικότητά της.
Ευτυχώς για όλους εμάς, και κυρίως για την Ελλάδα, η οποία αυτό τον καιρό διαφημίζεται από έναν αθλητή με προοπτικές σούπερ σταρ του ΝΒΑ, η Ελλάδα που κουβαλά μέσα του ο Γιάννης είναι η Ελλάδα που έβαλε μέσα του αυτή η χούφτα ανθρώπων που δημιούργησε το περιβάλλον στο οποίο ζούσε η οικογένειά του και μεγάλωνε ο ίδιος. Για κάθε φορά που γύριζε σπίτι νηστικός, προσβεβλημένος από κάτι που άκουσε στον δρόμο, υπήρχε μια πράξη, μια χειρονομία, μια κουβέντα, ένα στήριγμα, η αγάπη που του έδωσαν όλοι αυτοί οι Ελληνες της γειτονιάς. Υπήρχαν τα λόγια του Θανάση, που στήριζε τον μικρότερο αδερφό του χάρη στη στήριξη που εκείνος έπαιρνε από τους λιγοστούς Ελληνες που είχαν γίνει ουσιαστικά μέλη της οικογένειας των Αντετοκούνμπο. Μια στήριξη γεμάτη από πράξεις που κρύβουν το μεγαλείο της ανιδιοτέλειας στην προσφορά προς τον συνάνθρωπο που έχει ανάγκη. Μια στήριξη που δεν ερχόταν από πλούσιους και δυνατούς που έβρισκαν μια ευκαιρία να απαλλαγούν από τύψεις ή να παραστήσουν δημοσίως τους ευαίσθητους, αλλά από καθημερινούς ανθρώπους που απλώς μοιράζονταν ένα πιάτο φαΐ με τα παιδιά αυτής της οικογένειας, που έδιναν τα ρούχα των δικών τους παιδιών στα παιδιά αυτής της οικογένειας, που στήριζαν τους Αντετοκούνμπο από το – κυριολεκτικά– υστέρημά τους.
Τούτες τις μέρες, με όλη αυτή την έξαρση υποκρισίας και την δήθεν εκδήλωση αγάπης προς τον Αντετοκούνμπο, τώρα που γίνεται σούπερ σταρ του ΝΒΑ, έπιανα τον εαυτό μου να ενοχλείται πολύ από όλους αυτούς τους σελέμπριτι της ελληνικής σόου μπιζ που βρήκαν ακόμη ένα tag για να ποστάρουν την φωτογραφία τους στα social media σε αυτόν τον διαρκή αγώνα που δίνουν για να αυξάνουν τους followers τους προκειμένου να βγάζουν περισσότερα χρήματα στα πληρωμένα τους posts με την τοποθέτηση προϊόντων. Και περισσότερο με εξόργιζε και με εξοργίζει η αφέλεια ή η βλακεία ανθρώπων που δεν αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να θαμπώσουν έτσι τον Αντετοκούνμπο, δεν μπορούν να τον κολακέψουν, δεν μπορούν να τον πιάσουν ούτε φίλο ούτε κορόιδο. Την ώρα που ο Αντετοκούνμπο διαβάζει τα tweets που γράφει για αυτόν ο Μάτζικ Τζόνσον, τι να του πεις ρε ψευτο γκρικ σελέμπριτι εσύ που φοράς την μπλούζα του και ποζάρεις με πλάτη στο φακό για να κλέψεις λίγη από τη λάμψη του;
“Θα τη σιχαθεί στο τέλος την Ελλάδα μ' όλη αυτή τη βλακεία” σκεφτόμουν για τον Αντετοκούνμπο, και κυρίως για τους γονείς τους, οι οποίοι έχουν ζήσει περισσότερο από τα παιδιά την ελληνική αγριότητα σε βάρος των μεταναστών. Ευτυχώς όμως δεν είναι έτσι, αφενός επειδή οι βάσεις αυτών των παιδιών είναι ατσάλινες, και αφετέρου επειδή η αγάπη τους για την Ελλάδα, που δεν της αξίζει της σημερινής Ελλάδας, πηγάζει από την αγάπη που έχουν αυτά τα παιδιά για τους Ελληνες της γειτονιάς που βοήθησαν αυτή την οικογένεια να σταθεί στα πόδια της και αυτά τα παιδιά να μεγαλώσουν.
Εγώ κι εσύ φουσκώνουμε από περηφάνια και καμάρι για τον “Greek Freak”, ενθουσιαζόμαστε από την λαχτάρα του να συνεχίσει να παίζει στην Εθνική ομάδα και να την βοηθήσει να κάνει ξανά επιτυχίες. Και όλο αυτό το χρωστάμε σε αυτή την χούφτα ανθρώπων που έπεισε τον Γιάννη Αντετοκούνμπο ότι η Ελλάδα δεν είναι αυτή που δείχνουν οι πολλοί, αυτοί που αποστρέφονται, φοβούνται, κυνηγούν, διώχνουν, χτυπούν τους μετανάστες, αλλά αυτή που τους έδειξαν οι λίγοι που τους στήριξαν. Ο Μοναχογιός, η καλή ηλικιωμένη κυρία, ο παπάς της ενορίας, ένας δάσκαλος, οι συμμαθητές και οι φίλοι των παιδιών, αυτή είναι η Ελλάδα που αγαπούν ο Γιάννης και ο Θανάσης, αυτή είναι η Ελλάδα για χάρη της οποίας είπαν όχι στην Εθνική Νιγηρίας και επέλεξαν την Εθνική Ελλάδας, σε αυτή την Ελλάδα νιώθουν ότι χρωστούν ένα “ευχαριστώ”, απέναντι σε αυτή την Ελλάδα στέκονται σήμερα με αισθήματα σαν αυτό της ευγνωμοσύνης και της ανάγκης να ανταποδώσουν το καλό που τους έκανε.
Ο Μοναχογιός και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας θα έπρεπε να έχουν γίνει καιρό τώρα γνωστοί. Διότι ακριβώς αυτό θα έκανε μια Πολιτεία που νοιάζεται για τις κυρίαρχες αντιλήψεις στην ελληνική κοινωνία: θα τους διαφήμιζε, θα τους πρόβαλε ως εξήγηση της αγάπης του Greek Freak για την Ελλάδα, θα τους αναδείκνυε ως πρότυπα συμπεριφοράς προς τους μετανάστες και τα παιδιά των μεταναστών. Θα τους έκανε αυτό που είναι, δηλαδή θα τους τοποθετούσε εκεί που τους πρέπει. Θα τους έδειχνε ως μικρούς ήρωες, ως υποδείγματα της Ελλάδας που θέλουμε, όχι της Ελλάδας στην οποία έχουμε καταντήσει να ζούμε.
Δεν έγραφα την ιστορία διότι δεν ήθελε ποτέ να μου την διηγηθεί δημόσια ο Μοναχογιός, από σεβασμό προς μια οικογένεια που του έκανε την τιμή να του δείξει ότι τον νιώθει μέλος της οικογένειας χρόνια προτού γίνει ο Γιάννης το Greek Freak που είναι σήμερα. Και φυσικά αυτός είναι ο λόγος που κρατώ για μένα το ονοματεπώνυμό του. Αποφάσισα όμως να μην κρατώ μόνο για μένα και τους οικείους μου, στους οποίους διηγούμαι την ιστορία από καιρό σε καιρό, τον θαυμασμό μου και το καμάρι μου για τον φίλο μου. Θα ήθελα πολύ ο φίλος μου να ήταν μέλος της πλειοψηφίας, όχι της μειοψηφίας των Ελλήνων. Θα ήθελα πολύ να ζω σε μια χώρα που δεν αγαπά τους μετανάστες μόνο όταν επιλέγονται στο ΝΒΑ draft, ή που τουλάχιστον δεν τους κυνηγά στα φανάρια, στις λαϊκές, στο κέντρο, στα πάρκα, στους δρόμους, στα σχολεία. Θα ήθελα να μην έχω ζήσει όλο αυτό που τούτες τις μέρες έζησα στα social media με το #NBAvote, που ήταν για να ξερνάς λόγω της υποκρισίας όλων αυτών που σήμερα αγαπούν τον Αντετοκούνμπο και αύριο θα βρίζουν τον μετανάστη στη γειτονιά τους. Και τώρα που καταλαβαίνω ότι αυτό το παιδί πρόκειται να εξελιχθεί σε σούπερ σταρ του ΝΒΑ και σκοπεύει να δίνει στην Ελλάδα πολύ περισσότερα από όσα η Ελλάδα ως πατρίδα του προσέφερε, ένιωσα την ανάγκη να πω δημοσίως “ευχαριστώ” σε όλους αυτούς, τους λίγους, που κατάφεραν να βάλουν την Ελλάδα τόσο καλά μέσα στην ψυχή ενός παιδιού μεταναστών που πουλούσε ότι έβρισκε στα φανάρια για να επιβιώσει. Μήπως και έτσι, κουβέντα στην κουβέντα, γίνουμε περισσότεροι. Κάτι είναι κι αυτό αυτή την εποχή, έστω και αν ξέρω ότι δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ οι πολλοί. Νιώθω ότι είναι καλό να ξέρεις ότι εκτός από όλους αυτούς τους πρωτόγονους, τους αμόρφωτους, τους απολίτιστους, τους άξεστους, τους ημιμαθείς και τους βλάκες, στην σημερινή Ελλάδα κυκλοφορούν και Μοναχογιοί. Τουλάχιστον εμένα αυτό μου κάνει καλό, με ηρεμεί και μου δίνει κουράγιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου