ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821.
ΔΕΝ ΛΗΣΜΟΝΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΕΧΥΣΑΝ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΤΟ 1830. ΣΥΝΕΧΙΣΤΗΚΕ ΤΟ 12 το 40 ΚΑΙ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ ........Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΓΙΑΤΙ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ...... ΜΑΤΡΩΖΟΙ ....
ΑΧ ΕΛΛΑΔΑ Σ`ΑΓΑΠΩ...... και βαθιά σε ευχαριστώ γιατί μ` έμαθες να ξέρω, να `νασαίνω όπου βρεθώ να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω .........
ΜΑΤΡΟΖΟΣ ΚΑΙ ΚΑΝΑΡΗΣ
Ο Μπουρλοτιέρης Ματρόζος, Σπετσιώτης άγωνιστής, που χάρισε αφειδώλευτα τα πάντα στην πατρίδα, έφθασε στα γεράματά του να είναι φτωχός και άγνοημένος, όταν οι πρώην ναύτες του είχαν γίνει καπεταναίοι στα βασιλικά καράβια και ο παλιός συμπολεμιστής του Κωνσταντίνος Κανάρης ήταν Υπουργός των Ναυτικών. Αυτόν, λοιπόν, τον Κανάρη, του οποίου τη ζωή είχε γλυτώσει κοντά στην Τένεδο, πήγε να συναντήσει στην Αθήνα ο ήρωας γερο-Ματρόζος, που ζούσε σεμνός και αφανής όλα τα χρόνια της ζωής του, μέχρι που η πείνα τον ανάγκασε να καταπιεί την υπερηφάνειά του και να ζητήσει βοήθεια. Στο Υπουργείο, δυστυχώς, του έκλεισε το δρόμο ένας άνθρωπος, που ευεργετημένος ασκούσε τη μικρή εξουσία του με υπεροψία. Κατά καλή του, όμως, τύχη, άκουσε τη συνομιλία τους ο Υπουργός, ο μεγαλόψυχος Κανάρης, και ο γερο-Ματρόζος δεν έφυγε άπρακτος και πικραμένος.
Το περιστατικό πολύ συγκινητικά αφηγείται στο υπέροχο ποίημά του ο μελίρρυτος Σπετσιώτης ποιητής Γεώργιος Στρατήγης.
Μπαίνοντας στο Υπουργείο ο γέρο-Ματρόζος, που είχε την όψη ζητιάνου, είπε στον υπασπιστή, που ήταν ντυμένος στα χρυσά.
– Θέλω να δω τον Κωνσταντή!
– Ποιόν Κωνσταντή; Τον ρώτησε εκείνος.
– Αυτόν… τον Ψαριανό!
Ο υπασπιστής εκνευρισμένος του απαντά:
– Δε λεν κανένα Ψαριανό,
εδώ είν΄ Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μεσ΄ στο φτωχοκομείο.
Ο Ματρόζος τότε παλληκαρίσια του απάντησε:
Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!».
Ο Κανάρης άκουσε τη φιλονικία και ζήτησε να δει τον γέροντα, που από τα χρόνια δεν τον αναγνώρισε. Τότε ο Ματρόζος του θύμισε την περιπέτειά του απ΄ έξω από την Τένεδο πριν 55 χρόνια, όπου όρμησε και τον έσωσε, ενώ τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Άργησε να καταλάβει ο Κανάρης, αλλά φέρνοντας στη μνήμη του το ιστορικό του παρελθόν δάκρυσε και ανοίγοντας πλατιά την αγκαλιά του τον κράτησε δακρύβρεχτος σφιχτά στα στήθη του, όπως ο ποιητής λέγει:
«Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου