ΣΧΟΛΙΑΣΜΟ ΑΠΟ ΤΟΥς ΠΟΛΛΟΥς ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΦΕΙς,,ΣΥΝ ΑΝΑ-
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟς ΤΗς ΧΡΗΣΙΜΗς ΓΙΑ ΟΛΟΥς ΜΑς ΣΗΜΕΙΩΣΗΣ:
- Katerina Vagelatou Μάκη είναι πολύ όμορφη η διήγηση σου. Βλέπει κανείς την αδιαμφισβήτητη αγάπη σου για τον γενέθλιο τόπο σου και την ανθρωποιστορια του. Και αυτό είναι γνήσιο, καμιά σχέση με δήθεν συμπεριφορές και συμβάσεις. Πέρασες από την πολιτική αλλά δεν σ άγγιξαν τα κακά της στοιχεία. Τυχερός ο τόπος που σ ανέθρεψε και ευτυχησε να δει αρκετά από τα οράματα σου υλοποιημενα. Άσε που είσαι ένα ζωντανό σχολείο ιστορίας!
Αφορμή για την σύνταξη αυτής της δημοσίευσης, όσο παράξενο και αν ακούγεται, είναι η εικόνα ενός πλοίου που δεν κατάφερα να ξεχάσω ποτέ. Η αλήθεια είναι πως από μικρό παιδί η φιγούρα του πλοίου “ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ” που βρίσκεται στην προμετωπίδα αυτής της ανάρτησης με είχε κυριολεκτικά μαγέψει.
Ο ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ ήταν ένα από τα πλοία (ατμόπλοια) των αρχών του εικοστού αιώνα πλοιοκτησίας της εφοπλιστικής οικογένειας Καλημέρη, από το τα Ψαρά της Χίου, που καπετάνιος του ήταν για κάποια χρόνια στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα ο θείος μου, ο καπετάν Νικόλας Μεταξάς Μαριάτος, από την περιοχή των Κορωνών.
Τον ζωγραφικό πίνακα του πλοίου τον θυμάμαι να ήταν πάντα κρεμασμένος πάνω από την εσωτερική πόρτα του κουκλίστικου σπιτιού που είχαν φτιάξει μετά του σεισμούς του 1953 στην θέση Φλωράτο του Ασπρογέρακα οι θείοι μας Αδαμάντιος και Σοφία Μεταξά- Μαριάτου.
Στο σπίτι αυτό κάθε καλοκαίρι επέστρεφε από την Αθήνα ο μονάκριβος γιος τους, ο μικρός Λουκάς, που είχε μεταφερθεί εκεί μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953 και διέμενε μαζί με τον θείο του, τον καπετάν Νικόλα και την θεία του την Φλώρα προκειμένου να μπορεί να πηγαίνει σχολείο.
Εκεί στην αυλή και γύρω από σπίτι της θείας και του θείου μας, το θυμάμαι σαν τώρα να περνάμε εγώ μαζί με τις αδελφές μου την Νίκη την Κατερίνα και τον ξάδελφο μας τον Λουκά, αλλά αργότερα και με την μικρή μας την αδελφή την Σοφία, τον περισσότερο χρόνο μας τα καλοκαίρια παίζοντας διάφορα παιγνίδια.
Μια από τις πλέον ευχάριστες αναμνήσεις μου είναι όταν η θεία μας η Σοφία, που ήταν εξαιρετική μαγείρισσα, μας έφτιαχνε διάφορα φαγητά και γλυκά και μετά μας έπαιρνε κοντά της και μας διάβαζε ιστοριούλες και ποιηματάκια μέσα από τα τεύχη του περιοδικού “Το σπίτι του παιδιού”.
Εκδότης του περιοδικού “Η Παιδόπολις” και αργότερα “Το σπίτι του παιδιού” ήταν ο συγγενής της οικογένειάς μας Άγγελος Μεταξάς με καταγωγή από τον Ασπρογέρακα ο οποίος έστελνε ανελλιπώς κάθε δεκαπέντε μέρες με το ταχυδρομείο τα τεύχη του περιοδικού για τον μικρό Λουκά, όπως και σε μένα και τις αδελφές μου στο χωριό μας τα Αννινάτα .
Περισσότερο όμως από όλα αυτά εκείνο που κυριολεκτικά με είχε γοητεύσει ήταν εκείνος ο πίνακας που ήταν ζωγραφισμένο το πλοίο “ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ”.
Κάθε φορά που βρισκόμουν στο σπίτι των θείων μου τα μάτια μου δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από αυτόν τον πίνακα. Θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρός έφευγα από το σπίτι μου, που ήταν δίπλα στο σπίτι των θείων μας και τρύπωνα κρυφά στο σπίτι της θείας μου της Σοφίας μόνο και μόνο για να κοιτάζω τον πίνακα και να ταξιδεύω νοερά με την φαντασία μου πάνω σε αυτό το πανέμορφο βαπόρι.
Ποτέ δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που με συγκινούσε τόσο πολύ με αυτό το πλοίο. Σήμερα που το ξανασκέπτομαι εκτιμώ πως η ευανάγνωστη για τα παιδικά μάτια εικόνα του που έπλεε εύδρομο και περήφανο στα καταγάλανα νερά, τα ωραία του χρώματα, το τεράστιο φουγάρο του, οι χαρακτηριστικές Ελληνικές του σημαίες και το παράξενο όνομά του που κατά κάποιο τρόπο σε “καλημέριζε” κάθε φορά που το διάβαζες όταν τον κοίταζες, φαίνεται πως για ένα μικρό παιδί σαν και εμένα να ήταν η ιδανική εικόνα ενός πλοίου για την παιδική φαντασία.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι από τότε ο ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ είχε γίνει το αγαπημένο μου πλοίο, το πλοίο των ονείρων μου που καθόρισε ως φαίνεται υποσυνείδητα μερικές κρίσιμες επιλογές που έκανα στην μετέπειτα ζωή μου .
Σε αυτό το πλοίο έβλεπα με την παιδική μου φαντασία τον εαυτό μου καπετάνιο, με την κρυφή ελπίδα πως όταν θα μεγάλωνα θα το κυβερνούσα και εγώ, όπως το κυβερνούσε επί χρόνια ο αδελφός του θείου μας του Διαμαντή, ο καπετάν Νικόλας.
Η αλήθεια βέβαια είναι πως μέχρι να με μαγέψει αυτός ο πίνακας, την εποχή που ήμουν αρκετά μικρότερος, επηρεασμένος και εντυπωσιασμένος από τις συχνές και χαμηλού ύψους εκπαιδευτικές πτήσεις που έκανε πάνω από το χωριό μας στα Αννινάτα ο συμπατριώτης μας τότε πιλότος και αργότερα αντιπτέραρχος της πολεμικής Αεροπορίας Πανταζάτος Αθανάσιος, από το διπλανό χωριό τον Αι Γιώργη, (ήταν πιλότος στα πρώτα αεριωθούμενα αεροπλάνα εκείνης της εποχής) ήθελα να γίνω αεροπόρος ! Για να μπορέσω δε να ανταποκριθώ στα “καθήκοντά μου” είχα φτιάξει έναν ξύλινο σταυρό με καλάμια σε σχήμα αεροπλάνου που τον καβάλαγα και έτρεχα σαν τρελό πάνω στον λόφο του Μουλοταρά κάνοντας σούζες και εικονικές πτήσεις.
Αυτή μου η λόξα όπως μου πέρασε από την στιγμή που αντίκρισα την φιγούρα αυτού του πλοίου. Κάθε φορά λοιπόν που το έβλεπα έλεγα μέσα μου, “Μάκη ξέχνα τα αεροπλάνα, όταν μεγαλώσεις πρέπει να γίνεις και εσύ καπετάνιος όπως ο θείος ο Νίκος” και κάθε φορά που σκεπτόμουν ένα πλοίο ο “ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ” βρισκόταν πάντα μπροστά μου και εγώ πάνω στην γέφυρα.
Τα παιδικά χρόνια τελειώνουν όμως πάντα πολύ γρήγορα! Όταν έφτασα στην εφηβεία και τελειώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές μου έφυγα και εγώ όπως και πολλά παιδιά για την Αθήνα για να σπουδάσω ηλεκτρονικός που ήταν τότε της μόδας. Παρά τις όποιες αμφιταλαντεύσεις μου με τις σπουδές που θα έπρεπε να ακολουθήσω, αρχικά στην Αθήνα και ακολούθως στο Πανεπιστήμιο του Sacramento στην Αμερική που με είχαν τότε δεχθεί, το περίεργο ήταν πως ποτέ δεν μου βγήκε από το μυαλό μου πως στην πραγματικότητα εκείνο που έκανα τότε ήταν να αγοράζω χρόνο μέχρι την ημέρα που με την πρώτη ευκαιρία θα τα άφηνα όλα πίσω μου και θα έκανα αυτό που ήθελα στην πραγματικότητα πάντα να κάνω, να πάω στα βαπόρια και να γίνω καπετάνιος.
Η ζωή μου όμως πήρε μια αναπάντεχη τροπή την άνοιξη του 1974 με αποτέλεσμα να οδηγηθώ σε μια κατεπείγουσα και αναγκαστική εκπλήρωση των στρατιωτικών μου υποχρεώσεων. Η θητεία μου στο Στρατό δυστυχώς συνέπεσε με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, της μεταπολίτευσης και της κατάληψης της Κύπρου από τις ορδές του Αττίλα.
Μετά από μια ομολογουμένως μεγάλη περιπέτεια στον στρατό πήρα επιτέλους το απολυτήριο του στρατού και με το που απολύθηκα σαν κυνηγημένος λαγός προσπαθούσα να βρω τρόπο διαφυγής από την χώρα. Η θάλασσα φαινόταν να ήταν ο μόνος ανοικτός δρόμος που θα μου έδινε άμεση απάντηση για τα επόμενα βήματα που θα έπρεπε να ακολουθήσω .
Εκείνη την εποχή ο γαμπρός μου, ο καπετάν Μάκης (Γεράσιμος) Κουτροκόης, ήταν καπετάνιος στην εταιρεία του Λάτση. Εκτίμησα πως αυτή ήταν η καλύτερη χρονικά στιγμή για να αρπάξω την ευκαιρία που δεν θα έπρεπε να την αφήσω να πάει χαμένη.
Μέσα μου είχα ήδη πάρει τις αποφάσεις μου. Η απόφασή μου ήταν να μπαρκάρω αρχικά μαζί του και από εκεί να ξεκινούσα από μια καλή αφετηρία την ναυτική μου καριέρα.
Γρήγορα και μυστικά από την οικογένειά μου, που δεν ήθελαν ούτε καν να το ακούσουν, έβγαλα το ναυτικό φυλλάδιο και περίμενα πως και πως το φθινόπωρο για να μπαρκάρω στο πετρελαιοφόρο PETROLA 31 όταν θα έφθανε στο λιμάνι του Πειραιά για επισκευή.
Όλα τα είχα οργανώσει, εκτός από αυτά που φαίνεται πως δεν μπορείς να αποφύγεις.
Εκείνη την άνοιξη και λίγους μήνες πριν μπαρκάρω στο PETROLA 31 γνώρισα ένα κορίτσι από την Ολλανδία, την Hettie, που αργότερα έμελλε να γίνει η μελλοντική μου σύζυγος.
Η απόφασή μου όμως να πάω στα βαπόρια ήταν ήδη ειλημμένη. Δεν ήθελα να προδώσω την θάλασσα που τόσο αγαπούσα. Πήρα λοιπόν την απόφαση και μπαρκάρισα ως δόκιμος πλοίαρχος στο πετρελαιοφόρο PETROLA 31 για να κάνω επιτέλους το όνειρό μου πραγματικότητα.
Με την Hettie αλληλογραφούσα τακτικά και κάποιες φορές όταν το πλοίο έπιανε Ελλάδα ερχόταν από την Ολλανδία για να με συναντήσει. Όσο όμως ο χρόνος περνούσε τόσο πιο πολύ έβλεπα πως δεν θα μπορούσα να κρατάω για πολύ καιρό “δύο καρπούζια σε μια μασχάλη”. Έπρεπε να αποφασίσω με ποιους θα πάω και ποιους θα αφήσω
Πριν καν ολοκληρώσω ένα χρόνο μπάρκο ως δόκιμος πλοίαρχος, το όνειρό μου για να γίνω καπετάνιος το άφηνα πίσω μου οριστικά, ακολουθώντας αυτήν την φορά τον δρόμο της καρδιάς μου που μου έλεγε να αφήσω πίσω μου τα βαπόρια και να πάω να ζήσω μαζί με την Hettie στην Ολλανδία.
Ένα πρωί στα ξαφνικά παρουσιάστηκα στον καπετάν Γεράσιμο και του είπα πως παρατάω το βαπόρι και φεύγω για την Ολλανδία. Το απόγευμα της ίδιας μέρας μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα. Στις αμέσως επόμενες μέρες πήγα και έβγαλα ένα αεροπορικό εισιτήριο one way για το Άμστερνταμ της Ολλανδίας και έτσι από την μια ημέρα στην άλλη βρέθηκα μετανάστης σε μια πατρίδα που με αγκάλιασε και την αγάπησα όσο και την δική μου.
Στην Ολλανδία έζησα τα πλέον ήρεμα χρόνια της ζωής μου και την Άνοιξη του 1980 κάναμε τον πολιτικό μας γάμο με την Hettie στο Δημαρχείο του Blaricum με σκοπό να ζήσουμε για πάντα εκεί.
Το καλοκαίρι του 1981 χρειάστηκε να επιστρέψουμε προσωρινά στην Ελλάδα λόγω ενός σοβαρού προβλήματος της υγείας του πατέρα μου και αργότερα δυστυχώς ή ευτυχώς (αυτό δεν θα το μάθω πότε) μόνιμα και εξ ανάγκης λόγω της “φαεινής μου ιδέας” να εμπλακώ μαζί με μια παρέα νέων ανθρώπων από την περιοχή μου με τις αυτοδιοικητικές εκλογές που έγιναν στις 17 Οκτωβρίου του 1982 χωρίς να έχω υπολογίσει τις μετέπειτα συνέπειες τόσο για μένα όσο και για την οικογένειά μου.
Οι συμπολίτες μου ως γνωστόν κάνοντας την υπέρβαση για τα δεδομένα της τότε εποχής επέλεξαν να εμπιστευτούν τις τύχες του τόπου τους στο συνδυασμό της “Δημοκρατικής Συνεργασίας” που είχε συγκροτηθεί κυρίως από νεαρά άτομα και έτσι εκλέχθηκα σε ηλικία 28 ετών Πρόεδρος της κοινότητας Πόρου.
Από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα μετέωρος για μια ακόμη φορά να διαχειριστώ μαζί με την Hettie μια δύσκολη απόφαση που είχε να κάνει με εμάς, με τον τόπο μας και τους ανθρώπους του.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες αποφασίσαμε έστω και προσωρινά να αναβάλουμε την επιστροφή μας στην Ολλανδία και να μείνουμε για κάποια λίγα χρόνια στην Ελλάδα μέχρι να ολοκληρωθεί η τετραετής θητεία μου στην Κοινότητα Πόρου που θα συνέπιπτε με την εποχή που τα παιδιά μας θα έπρεπε να πάνε στο σχολείο στην Ολλανδία.
Η ζωή μας όμως στα χρόνια που ακολούθησαν πήρε έναν τελείως διαφορετικό δρόμο. Η εμπλοκή μου με τον θεσμό της τοπικής Αυτοδιοίκησης ήταν τελικά τόσο έντονη και τόσο μακρόχρονη που το ταξίδι της επιστροφής μας στην Ολλανδία χάθηκε εντελώς μέσα στην αχλή των χρόνων που πέρασαν.
Ένα πράγμα όμως δεν έφευγε ποτέ από το μυαλό μου και αυτό ήταν το πλοίο ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ για να μου θυμίζει τα παιδικά μου όνειρα, την θάλασσα που απαρνήθηκα, τα καράβια που ποτέ δεν κυβέρνησα, τα λιμάνια που ποτέ δεν επισκέφθηκα και έναν από τους ήρωες των παιδικών μου χρόνων, τον θείο μου τον καπετάν Νικόλα που τον είχα “γνωρίσει” κυρίως μέσα από τις γλαφυρές αφηγήσεις του θείου μου του Διαμαντή που ταξίδευε και αυτός για αρκετά χρόνια μαζί του πριν επιστρέψει για οικογενειακούς λόγους στο σπίτι τους στον Ασπρογέρακα.
Ο θείος μας ο καπετάν Νικόλας το 1964 όταν ήμουν τότε 11 χρονών έφυγε από την ζωή, λίγο αργότερα έφυγε από την ζωή και η αδελφή τους η Διονυσία και αρκετά αργότερα το 1978 είχαμε την τραγική απώλεια του θείου μας του Αδαμάντιου (Διαμαντή) για να ακολουθήσει το 2010 η θεία μας η Σοφία η οποία ζούσε μόνιμα μέχρι τότε με τον γιο της τον Λουκά στην Αθήνα.
Ευτυχώς η θεία μας η Σοφία είχε αποχωρήσει οριστικά από το νησί και δεν ήταν παρούσα για να βιώσει μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές που έπληξαν τους Πρόννους στην Ν.Α Κεφαλονιά και ειδικά το χωριό της τον Ασπρογέρακα.
Όλα τα χωριά των Κορωνών και μαζί και ο Ασπρογέρακας τον Αύγουστο του 2007 ως γνωστόν παραδόθηκαν στις φλόγες από τα χέρια των “γνωστών- άγνωστων” πυρομανών της περιοχής μας.
Τα περισσότερα σπίτια κάηκαν ολοσχερώς αλλά ως δια μαγείας το σπίτι του θείου Διαμαντή και της θείας Σοφίας σώθηκε!
Το δικό μας σπίτι που ήταν δίπλα κάηκε ολοσχερώς αλλά ο πόνος μου μετριάστηκε γιατί δεν κάηκε το σπίτι των θείων μου και γιατί μαζί με αυτό διασώθηκε και ο ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ !!!
Μέσα μου αισθανόμουν μια αγαλλίαση αφού ήξερα πως ο ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ ήταν εκεί για να αρμενίζει αγέρωχος όπως πάντα, ακόμη και όταν το σπίτι των θείων μου καλύφθηκε μέσα στην οργιώδη βλάστηση και για να μπει κανείς στο σπίτι χρειαζόταν ειδικές ικανότητες λοκατζή.
Ο ξάδελφος μου ο Λουκάς που διαμένει μόνιμα στην Αθήνα και σπάνια έρχεται στο νησί, δεν ήθελε να αποκαθηλώσει τον ΚΑΛΗΜΕΡΗ από την φυσική του θέση. Η απόφασή του ήταν να βρίσκεται εκεί και για όσο καιρό το σπίτι αυτό θα μπορούσε να αντέξει στην φθορά του χρόνου.
Πέρυσι όμως βλέποντας πως το σπίτι δεν σώζεται πλέον πήραμε την απόφαση να διασώσουμε τουλάχιστον το ΚΑΛΗΜΕΡΗ και ότι άλλο μπορούσε να σωθεί πριν το σπίτι καταρρεύσει.
Με τον ξάδελφο μου τον Λουκά και αργότερα με το γιο του, τον αγαπητό μου ανιψιό τον Αδαμάντιο (Τάκη) τον νεώτερο, επιχειρήσαμε πέρυσι να μπούμε μέσα αλλά τα δένδρα είχαν τόσο πολύ μεγαλώσει και αγκαλιάσει κυριολεκτικά το σπίτι που δεν κατέστη δυνατόν να περάσουμε στο εσωτερικό του. Το αφήσαμε για αργότερα και όταν θα ήταν εφικτό.
Εφέτος το ξανασυζητήσαμε με τον ξάδελφο μου και μου δόθηκε η εντολή να επισκεφθώ το σπίτι και να σώσω ο,τι μπορούσε να σωθεί και βεβαίως να διασώσω τον ΚΑΛΗΜΕΡΗ μαζί με το όποιο φωτογραφικό αρχείο υπήρχε ακόμη στο σπίτι.
Μαζί με τον συντοπίτη μου τον Μαρίνο Σιμωτά μια μέρα που είχε καλό καιρό πήραμε όλα τα σύνεργα με κύριο στόχο να μπούμε στο σπίτι και να εκτελέσουμε την αποστολή μας.
Όταν μπήκα στο σπίτι είχα μια αγωνία σε τι κατάσταση θα τον βρίσκαμε και εάν τελικά θα ήταν ακόμη εκεί, γιατί μόλις φτάσαμε κοντά διαπιστώσαμε πως κάποιοι είχαν παραβιάσει την πόρτα του σπιτιού.
Με το που μπήκα στο σπίτι κοίταξα αμέσως εκεί ψηλά στο σημείο που ήξερα ότι ήταν τοποθετημένος ....και ω του θαύματος ο ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ ήταν εκεί !!!
Η χαρά μου ήταν μεγάλη ! Τον βούτηξα στην αγκαλιά μου και τον πήραμε μαζί μας μαζί με όσα κρίναμε πως μπορούσαν να διασωθούν. Τα φορτώσαμε όλα στο φορτηγάκι του Μαρίνου και επιστρέψαμε στον Πόρο μαζί με ένα μικρό κουτάκι με ο,τι είχε απομείνει από το φωτογραφικό υλικό της οικογένειας.
Το βράδυ ενημέρωσα τον ξάδελφό μου τον Λουκά για όλα τα καθέκαστα και του ζήτησα την άδεια, την οποία μου έδωσε, για να ρίξω από περιέργεια μια ματιά στο φωτογραφικό υλικό που είχαμε διασώσει.
Ανοίγοντας με δυσκολία αυτό το μικρό σκουριασμένο κιβώτιο ξεπήδησαν μέσα από αυτό και ξαναείδα μπροστά μου ύστερα από εξήντα χρόνια πρόσωπα γνωστά και αγαπημένα όπως ήταν στην εποχή που ήμουν παιδί ! Του θείου Διαμαντή, της θείας της Σοφίας, του ξαδέλφου μου του Λουκά σε νεαρή ηλικία και βεβαίως του ήρωα της παιδικής μου ηλικίας, του καπετάν Νικόλα Μεταξά - Μαριάτου !
Πήρα τον ξάδελφο περιχαρής και του ανακοίνωσα τι ήταν μέσα σε αυτό το κιβώτιο και το ίδιο βράδυ έστειλα στον ανιψιό μου τον Αδαμάντιο (Τάκη) τον νεότερο μερικές φωτογραφίες για να λάβει γνώση.
Σε συνεννόηση με την οικογένεια του ξαδέλφου μου του Λουκά σκεφτήκαμε πως τώρα μας δινόταν μια μοναδική ευκαιρία να διασώσουμε αυτό το υλικό και αργότερα να το αφιερώσουμε στην μνήμη τους δημοσιοποιώντας ένα μέρος του ως μια οφειλόμενη τιμή στους ανθρώπους μας και στον γενέθλιο τόπο τους.
Έτσι λοιπόν από κοινού βάλαμε στόχο να εργαστούμε για αυτήν την υπόθεση αναζητώντας επιπρόσθετες πληροφορίες από εκείνους που ακόμη μπορούσαν να θυμούνται τα γεγονότα εκείνης της εποχής.
Από τότε χρειάστηκαν αρκετές εβδομάδες μελέτης και πολλά τηλεφωνήματα μεταξύ μας προκειμένου να μπορέσουμε να διασταυρώσουμε πληροφορίες και γεγονότα για να φτάσουμε μέχρι αυτήν την δημοσίευση.
Το συνοπτικό κείμενο που θα ακολουθήσει δυστυχώς θα έχει δυσανάλογα περισσότερες αναφορές για τους αδελφούς Αδαμάντιο και Νικόλαο και λιγότερες για τον Διονύση και σχεδόν καθόλου για την Διονυσία λόγω των λιγοστών πληροφοριών που έχουμε στην διάθεσή μας για αυτούς.
Με την άδεια του εξαδέλφου μου θα δημοσιοποιήσουμε από το αρχείο του επιλεκτικά μερικές ενδεικτικές φωτογραφίες των πλοίων που υπηρέτησαν και μερικών εγγράφων και επιστολών που έχουν ιστορικό ενδιαφέρον προκειμένου να μπορέσουμε να κατανοήσουμε από μια άλλη οπτική γωνία τα δεδομένα εκείνης της εποχής.
Ένα σύντομο ιστορικό για τα μέλη της οικογένειας του Λουκά και της Φωτεινής Μεταξά Μαριάτου από τον Ασπρογέρακα της περιοχής των Κορωνών.
Ο Διονύσης, η Διονυσία, ο Αδαμάντιος, και ο Νικόλας ήταν τα τέσσερα παιδιά που απέκτησαν ο Λουκάς Μεταξάς Μαριάτος και η Φωτεινή Σπαθή. Όλα τα παιδιά γεννήθηκαν στον Ασπρογέρακα. Τα τρία αγόρια μετά τι εγκύκλιες σπουδές τους υπηρέτησαν επί πολλά χρόνια την πατρίδα στους μακροχρόνιους Βαλκανικούς πολέμους και ακολούθως επέλεξαν ο μεν Διονύσης να γίνει δημοδιδάσκαλος, τα δε άλλα δύο αγόρια ο Αδαμάντιος και ο Νίκος να ακολουθήσουν το ναυτικό επάγγελμα και να γίνουν καπετάνιοι στο Εμπορικό Ναυτικό. Η αδελφή τους η Διονυσία παρέμεινε στον Ασπρογέρακα, δεν παντρεύτηκε και επέλεξε μια μοναχική πορεία μέχρι το τέλος της ζωής της μένοντας μαζί με τα αδέλφια της.
(ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΛΙΝΚ ΤΗς ΣΗΜΕΙΩΣΗς
Ε Δ Ω )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου