Γιό τσι τόπα που καθότανε έδεκει στην Λιθιά και δεν έβγαζε λαλιά για να βοηθήσει την Νόνα μας που ήτανε μελήδια άπο την αλησίβα που έκανε μοναχή τσι και αυτή αντί να ανταποκριθεί με κογιονάριζε...... κογιονάριζε και σύ μωρή Κατίγκο.... ασε, αμα σε τσακώσω θα σε κάνω μπουκούνια με το φουντραδόρο. Αυτή πολύ εσκιάχτικε και πήγε στο κατώγι και άνοιξε το πορτέλο με τό σαγιαδόπο και μετά έκλεισε το πορτέλο με το καδινάτσο έβαλε και τον φουντραδόρο για διπλή ασφάλεια, και εγώ η μαγκούφα τι αποκάμω πήγα και βοήθησα την Νόνα μας την ψημένη......Αυτά για σήμερα, αύριο θα πάρω την σάκκα μου που έχω μέσα τήν πλάκα με το κοντίλι και θα σας γραψω έδεπα πολλά μπερκέτια, αλλά θανε γιόμα..............Καλό βράδυ Πατριώτες, εμείς είμαστε κουρλοί και κουρλοφέρνουμε !!!!!! Τι να κάνουμε.....Αυτοί είμασθε !!!!!!!!!!!!!
Λάου - λάου = κρυφά, σιγά-σιγά Λαουρέντες = (ιτ. laureando) βοηθός εργάτης Λάπατο = λάχανο σαν σπανάκι Λάτα = τενεκές Λεβιθόχορτο = το έδιναν βραστό στα παιδιά για την καταπολέμηση των σκουληκιών και τους πόνους της κοιλιάς Λειτουργιά = το πρόσφορο Λειψανέβατο = λειψός, μικρός, σιγά το λειψανέβατο Λείψεμε = άσε με ήσυχο Λετράτο = υποκείμενο, άχρηστος και κακόβουλος άνθρωπος Λεττόνι = ψηλός με ωραίο σώμα Λεφατσάδα = η κατσάδα Λιανό = λιγνό Λιγκόνι = μυρμήγκι Λιθιά = τοίχος με πέτρες Λιθόστρατο = κεντρικός δρόμος του Αργοστολίου Λικόμισμα = η σύνθλιψη της ελιάς για να βγει το ελαιόλαδο Λιμασμένος = πολύ πεινασμένος Λιμοψείρι = μικρόβιο που προσβάλει τις κότες Λιμπρετάρω = ανοίγω λίγο τα παραθυρόφυλλα Λινοκόκι = σπόροι του λιναριού και κατάπλασμα Λιοβίρι = ζεστός αέρας, προσβάλει τις ελιές Λιοκόκκια = τα απομεινάρια από τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου Λιόκρουση = ίκτερος, χρυσή Λιόντας = ψευτοπαλικαράς, λιοντάρι Λισβός = λειψός, μικρός Λιχούτσα = λιχουδιάρα Λογάτε = π.χ, όπως, σα να λέμε Λοζός = ένας χώρος βρώμικος Λοϊδες = μαλλιά αχτένιστα Λοϊδια = μαλλιά Λόντρα = πολύ ωραία γυναίκα,(θαυμασμός) Λοξάρι = το δοξάρι Λότζα = (ιτ. loggia) η σκεπαστή προεξοχή, το υπόστεγο, θεωρείο Λουμάκι = το βλαστάρι Λούρα = η βέργα Λύμπα = πέτρινη γούρνα Λυσαντέρια = η δυσεντερία Μoυσκλωμένος = μουτρωμένος, κατσουφιασμένος Μαγάρα = βρωμογυναίκα Μαγάρα = κατεργάρα Μαγαρίζω = νοθεύω, λερώνω Μαγαρισιά = πονηριά, κακοψυχία Μαγαρισμένος = βρώμικος, κακόψυχος Μάγιο = εργαλείο πελεκίσματος Μαγιόλια = πλακάκια πατώματος Μαγκλαούρι = μεγάλο ξύλο με το οποίο τινάζαν τα δέντρα Μάγκος = ξύλινο, βαρύ τραπέζι Μαγκούφης = μόνος, χωρίς κανέναν, ανεπρόκοπος Μάζωξη = συγκέντρωση Μαΐστρα = ο κεντρικός ξύλινος δοκός που στήριζε το πάτωμα του ισογείου Μαϊτζέβελος = άξιος, πολύ ικανός, εύχρηστος, βολικός Μακελάρης = (ιτ. macellare) σφαγέας Μαλάθα = μεγάλο καλάθι, κοφίνι Μαλαουδιάζω = μουδιάζω Μαλαουδιασμένος = μαζεμένος, κακοδιάθετος Μαλαφράντζα = (ιτ. mal di Francia) η γαλλική αρρώστεια, σύφιλη Μαλεβράσι = αναστάτωση Μάλινο = ασθένεια, γρίπη, κακιά αρρώστεια Μαλιοκάουρας = άτομο με μακριά μαλλιά, λίγο μαζεμένο Μαλιοστούπισε = μαλλιοτράβηξε Μαλιφίτσι = (ιτ. maleficio) καυγάς, μεγάλη φασαρία Μαμούρια = υπηρέτες, δούλοι Μανέστρα = σούπα με ζυμαρικά ή ρύζι Μανοθυατέρα = μάνα και κόρη μάντα = άκρη Μάντα = η άκρη, το παραμέρισμα Μάνταλος = είδος σύρτη Μαντενούτα = ερωμένη Μάντολα = παραδοσιακό κεφαλονίτικο ζαχαρωτό Μαντραούρα = (αρχ. μανδραγόρας) μανιτάρι Μαξούρι = το εισόδημα από την ενοικίαση των προβάτων Μάρα = μαράζι Μαραγκιασμένο = μαραμένο Μαργέλι = (ιτ. margine) η ενίσχυση του στριφώματος Μαργιόλα = γυναίκα που κάνει καμώματα, ναζιάρα Μαργώνω = κρυώνω Μαρινάροι = (ιτ. marinaio) οι ναύτες Μαρμάγκα = αράχνη Μαροκιές = πετριές Μαρόκος = βράχος, κοτρώνα Μαρτιάκος = λουλούδι άγριο κίτρινο που ανθίζει την άνοιξη Μαρτουρεύω = βασανίζω Μάρτσια φούνεμπρε = (ιτ. marcia funebre) πένθιμο εμβατήριο Μάρτσια = (ιτ. marcia) εμβατήριο Μαστέλο = (ιτ. mastello) μικρός ξύλινος κάδος Ματίζω = ενώνω Ματοχυλισμένος = γεμάτος αίματα Μαυρόγιο = τα χωράφια με μαύρα χώματα Μαυροτσούκαλο = κάποιος πολύ μαύρος Μεγάρι = μακάρι Μεδά = μήπως Μελίδια = κομμάτια Μελιδιάζομαι = τσακίζομαι Μέλιορα = (ιτ. migliore) καλύτερα Μεμάς = ο ’γιος να είναι μ� εμάς Mαϊνάρω = (ιτ. mainare) κατεβάζω τα πανιά, φέρνω βόλτα, καταφέρνω Μέντε = (ιτ. mente) νους Μεντέρι = καναπές, ντιβάνι Μερεμέτι = μικρή δουλειά, βαρετή Μερετάρω = (ιτ. meritare) σέβομαι, εκφράζω τις ευχαριστίες μου Μέρετο = (ιτ. merito) αξιοσύνη, σεβασμός Μέρμηγκας = Κεφαλονίτικος χορός Μεροστράτη = ο δρόμος μιας ημέρας Μεσάλι = το τραπεζομάντιλο Μέσπολα = μούσμουλο Μέτελας = παραφθορά του Μεϊτλανδ, ’γγλου αρμοστή Μικιάρισμα = σκοποβολή, σημάδι Μικιάρισμα = σημάδι, στόχος σκοποβολής Μιλιταριό = πολυλογία Μινούτο = (ιτ. minuto) το λεπτό της ώρας Μιόβολο = πεντάρα, οβολός μικρής αξίας Μιράκολο = (ιτ. miracolo) θαύμα Μιρακολόζο = (ιτ. miracoloso) θαυμάσιο, αξιοθαύμαστο Μισακά = μισά-μισά Μισοβέτσικο = μισότρελο Μισοφαστιδιασμένονε = ζαλισμένο, μισολιπόθυμο Μισοψιχαλισμένος = μισομεθυσμένος Μογδόνι = πέτρα μεγάλη, σκληρή που δεν κόβεται Μολαΐμησε = ηρέμησε Μολημέρι = να βρέχει όλη μέρα (σιρόκος) Μόλτο ονοράτο = (ιτ. molto onorato) μεγάλη του τιμή Μομέντο = στιγμή Μομέντο = (ιτ. momento) σε μια στιγμή Μόμολο = γελοίος, κοροϊδευτικά μαϊμού Μόμπιλε = (ιτ. mobile) η διακόσμηση, τα έπιπλα Μόνε = μονάχα, παρά Μονήρονο = η σκεπή να έχει κλίση στη μια πλευρά Μονητάρως = ολωσδιόλου Μονιά = εκεί που λουφάζουν τα άγρια ζώα Μονομερίδα = φαρμακερό φίδι Μονομηνήτικα = έχουν γεννηθεί τον ίδιο μήνα Μονόπαντο = γέρνει από τη μια πλευρά Μονοτσέμπερο = χωρίς βοήθεια, μόνος Μορογάρω = αργοπορώ Μορόπουλο = κολοκυθάκι Μόρος = (ιτ. moro) αμίλητος, σκυθρωπός, μαύρος Μοροφίντο = μεσοτοιχία, πρόχειρο εσωτερικό χώρισμα σπιτιού Μόρσα = (ιτ. morsa) μέγγενη Μοσκιά = αναρριχώμενη τριανταφυλλιά, ροζ, άσπρη Μοτάρι = πληγή, αλλά και καημός, το έχω μοτάρι στη ψυχή μου Μουζεντούρης = θύμωσε, κατέβασε τα μούτρα του Μουλιάτικο = ορφανοτροφείο για νόθα Μουλώνω = πεισματώνω, κάνω μούτρα Μουμούδι = μεδούλι, ψύχα ξηρών καρπών Μουντί = η βούρτσα του ασπρίσματος Μουντίζω = ασβεστώνω Μουρέλο = μεσαίο ξύλο για φωτιά Μούρλα = τρέλα (μουρλός = τρελός) Μουρλοκομείο = τρελοκομείο Μουρτάρι = το γουδί το μπρούτζινο μουρτόριο = κηδεία Μουρτόριο = (ιτ. mortorio) η κηδεία Μουσκετάρω = πυροβολώ Μουσκλωμένος = κατσουφιασμένος, μουτρωμένος Μουσούδια = το σαγόνι του ζώου Μούσουλα = μύδια (επήε για μούσουλα = πνίγηκε) Μούτελι = σκόνη, τα έκανε μούτελι Μούτος = (ιτ. muto) αμίλητος Μουτρούνα = αγκάθια με φαρδιά φύλλα Μουτσούνα = προσωπείο Μπαζίνα = ο χυλός που έπηξε πολύ Μπαίγνιο = κορόιδο Μπακαλέρω = (Παναγία), εκκλησία στα Μπακαλεράτα της Πυλάρου Μπακατέλες = κακοφτιαγμένες δουλειές, αλλά και γυναίκες περαρμένης ηλικίας Μπαλιγάρω = προσπαθώ να ηρεμήσω κάποιον Μπάλλος = (ιτ. ballo) γνωστός κεφαλονίτικος χορός Μπάλος = (ιτ. palo di ferro) λοστός Μπαμπάι = μικρό έντομο Μπαμπακάς = βάτραχος Μπαμπαφίοι = κάτι χωρίς γούστο μπαμπόνι = καρούμπαλο Μπαμπόνι = καρούμπαλο Μπαμπουλωμένος = το ντύσιμό του να σκεπάζει και το πρόσωπο Μπαόρδα = το πολύ φαγητό Μπαραφούζα = αταξία, ζημιά Μπαρμπαρόσυκα = φραγκόσυκα Μπαρμπουλές = τοπικό παραδοσιακό ζαχαρωτό Μπαρμπούτα = (ιτ. barbuta) το προσωπείο, η μάσκα Μπαρμπούτσι = κακόφημο στέκι Μπάρτσα = γίδα με κέρατα Μπαρτσινέβελος = αφεντικό, επιστάτης Μπαρτσολέτες = κωμικά αστεία Μπασιά = επισκέψεις, έχω μπασιά Μπαστελάμενος = γερός, δυνατός Μπατανία = κουβέρτα αργαλειού μπατάρω = πέφτω Μπατάρω = γέρνω Μπατίδο = (ιτ. battuto) χαλασμένο, παλιό Μπατικιές = πετροβόλισμα Μπάτινα = το βερνίκι παπουτσιών Μπατούτα = (ιτ. battuta) μουσικό μέτρο Μπάχαλο = φασαρία μπεβερίνος = μπεκρής Μπεβερίνος = μπεκρής, αλκοολικός Μπεζεστένι = μεζέδες μπελέτσα = ομορφιά Μπελέτσα = (ιτ. bellezza) ομορφιά Μπελτές = ντομάτα, αλλά και το ζουμί του κυδωνιού Μπεμπεούρι = το αρνάκι, αλλά και παιχνίδι παιδί Μπερδελό = με χρώματα ζωηρά, παρδαλό Μπερετόνι = κασκέτο Μπερτόδος = (ιτ. bertoldo) ο βλάκας Μπέστιας = (ιτ. bestia) παλιάνθρωπος, παλιοτόμαρο Μπιβαδόρος = μεθύστακας, μπεκρής Μπίδι = ολόγυμνος μπικερίνι = ποτηράκι για λικέρ Μπικερίνι = (ιτ. bicchierino) ποτηράκι του λικέρ Μπιλιέτο = (ιτ. biglietto) εισιτήριο θεάτρου κυρίως Μπιομπός = γελοίος μπιρτσιλίρω = ξεκουτιαίνομαι Μπιστικός = τσοπάνης Μπιστιού = βερεσέ Μποδιακό = ποδαρικό Μποκές = μπουκέτο, ανθοδέσμη Μπόλια = πετσέτα Μπομπή = ντροπή μπόμπολας = σαλίγκαρος Μπόμπολας = σαλιγκάρι Μπομπόνι = διάσονας Μπόνα και μπόνε = (ιτ. buona) δεν είμαι καλά, πχ. δεν είμαι στα μπόνα μου, είμαι αδιάθετος Μπονόρα = νωρίς Μπόντες = (ιτ. ponte) η γέφυρα του Αργοστολίου, αλλά και κάθε γέφυρα Μπονώρα = (ιτ. buonora) ενωρίς Μποστάνι = λαχανόκηπος Μποτέγα = (ιτ. bottega) μαγαζί όπου μπορεί να φάει κάποιος Μπότης = πήλινη στάμνα Μποτσόνι και μπότσα = μπουκάλι Μπουγάζι = το πέλαγος Μπουζάκα = είδος βατράχου Μπούζι = παγωμένο Μπουζουνάρα = μεγάλη αγάπη μπουκούνι = κομμάτι Μπουκούνι = κομματάκι Μπουνέλο = διάρροια Μπουργέτο = μαρίδα στο φούρνο Μπούρδινο = φθηνό ύφασμα Μπουρί = να ψειρίσουν τα παιδιά, κάνε μπούρι Μπουρλάρω = αστειεύομαι Μπουρμπουρέλια = όσπρια ανακατεμένα Μπουρμπουρέλω = η Παναγία που γιορτάζει της 21 Νοεμβρίου Μπουρνέλα = κορόμηλο Μπουρούκι = μπρίκι Μπούτζαρα = άχρηστα πράγματα Μπουχαρί = καπνοδόχος "Μπρε = τι κάνεις μπρε; Βρε" Μπρέκια = ζημιά, βρωμοδουλειά Μπρι = πριν Μπριτού = προτού Μπριτσιλίρω = ξεκουτιένομαιΝαίσκε = ναι, μάλιστα Νεγότσιο = (ιτ. negozio) παρεδώσε, εμπόριο Νεκρό = ανάλατο Νεφταρμοί = οφθαλμοί, μάτια Νια = μία Νιάζω = νιαουρίζω Νιανιάος = αυτός που έχει φωνή σαν νιαούρισμα γάτας Νιβιδιόζος = (ιτ. invidioso) φθονερός, κακόκαρδος, χαιρέκακος Νιέντε = (ιτ. niente) τίποτα Νιονιό = μυαλό Νιοφρούτι = τα πρώτα φρούτα εποχής Νιπένιο = (ιτ. impegno) τάξιμο Νισάφι = έκφραση που δηλώνει αγανάκτηση Νιτερέσι = συμφέρον Νιτερέσι = (ιτ. interesse) συμφέρον, πχ. να κοιτάζεις το νιτερέσι σου, τη δουλειά σου Νοβιτά = (ιτ. novita) κουτσομπολιά, αλλά και είδηση Νογάω = δεν νογάει τίποτε, δεν καταλαβαίνει Νόνα = γιαγιά Νότια = η υγρασία Ντακόρτο = (ιτ. daccordo) συμφωνία Ντάλε-κουάλε = δυο που μοιάζουν Ντανταρίζω = τραντάζω Ντέζω = αγκιστρώνομαι κατά λάθος Ντελίριο = (ιτ. delirio) εκτός εαυτού, παροξυσμός, παραλήρημα Ντεμέλα = μαξιλαροθήκη ντερίνα =γαβάθα Ντερίνα = σουπιέρα, γαβάθα Ντζελουδίες = βαφές, κραγιόν, πούδρες Ντολτσέτσα = (ιτ. dolcezza) η γλύκα Ντορός = ίχνη Ντούκια = άρρωστος στο κρεβάτι Ντούκουε = (ιτ. dunque) ώστε, λοιπόν Ντράβαλα = φασαρία Ντριμόνι = κόσκινο Ντρίτα = ευθεία, ίσα Ντριτάρω = ισιώνω Ντρίτος = ίσιος Ντρογάδα = αέρας και βροχή Ντροδίζει = θόρυβος, φασαρία, ξεκουφαίνει Ντρόλακας = θόρυβος δυνατός Ντρουβέλι = σκέψεις βασανιστικές Νώμος = ο ώμος Ξαγιάζω = πληρώνω σε είδος, πχ. το ξάι του λιτρουβιού Ξαγκλίζω = ξεμπερδεύω μαλλιά Ξαγκρίζω = καθαρίζω προσεχτικά το σπίτι Ξαγραμπαλώνω = ξεγαντζώνω Ξαίνω = το καθάρισμα του μαλλιού πριν το γνέσιμο Ξαλαφιασμένος = κατατρομαγμένος Ξαλαφιασμένος = αναστατωμένος, κατατρομαγμένος Ξαμπελώνω = ξεφυτεύω το παλιό αμπέλι Ξαναγραβάρισε = ανακάτεψε, γύρισε το μέσα έξω Ξαναθηλικώνω = ξανατυλίγω Ξαναπούλιασμα = το φτέρωμα των πουλερικών όταν ανανεώνεται το χειμώνα Ξαπόστα = επίτηδες Ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι Ξαρκής = κάνω κάτι από την αρχή Ξαστόχησα = λησμόνησα Ξεγαλίζω = βγάζω την πέτσα του δέρματος Ξέει = ξύνει Ξεκίπησα = μεταφορικά για κάποιον που έχασε τα παιδιά του Ξεκουρούποτος = με το κεφάλι χωρίς καπέλο Ξεκουτάλεμα = δοκιμή του φαγητού για να δούμε αν είναι έτοιμο Ξελάγκι = κυνήγι, κατόπι, πχ. τον πήρε ξελάγκι Ξελάκου = κυνηγάω κατά πόδας Ξελεξιά = βρίσιμο και από τις δυο πλευρές, αλληλοβρίσιμο ξεμιτιστό φάσκελο = κεφαλλονίτικη μούντζα Ξεμπάχαλος = δυνατός μπάτσος, χαστούκι Ξεμπουρίζομαι = ξετρελαίνομαι, κάνω ανοησίες, συνηθίζω στις απολαύσεις Ξενοπρεδεύω = γυρίζω αλλού για ερωτοδουλειές Ξενότισμα = πλεχτό μπάλωμα στις κάλτσες, στις φτέρνες Ξενοψωμίζω = τρώω σε ξένο σπίτι Ξεντώνομαι = τεντώνομαι Ξεραθύμισε = έφαγε κάτι με ευχαρίστηση Ξεραποξυλώθηκα = κοιμήθηκα βαριά Ξερατίζω = τρώω τις ρώγες από το σταφύλι πάνω στο κλήμα Ξερέξι = κάτι εξαιρετικά ορεκτικό Ξερίχι = σταφύλι μαύρο Ξερνοβολάω = κάνω εμετό Ξεσκλίζω = σκίζω βίαια Ξεσπιρίζω = ομορφαίνω, ξεπετάγομαι Ξεστελλιάζω = διαλύω, βγάζω από τη θέση Ξεσυνερίζομαι = λαμβάνω υπόψη Ξεσυνερισιά = η άμιλλα Ξεσφαΐζομαι = πέφτω και χτυπάω, τσακίζομαι Ξετιμώνω = κουτσομπολεύω, κάνω βούκινο Ξετιμωτής = ο εκτιμητής Ξετσάνησε = είναι στα κέφια του, πήρε θάρρος Ξεχάραξε = για την κότα που κάνει αυγό πρώτη φορά Ξυγκάκι = το περιτόνιο, πχ. σιγά και μη σου βγει το ξυγκάκι Ξωκρατώ = κρατάω μούτρα σε κάποιον, σε απόσταση Ογκεσέ = όχι Ογκιά = υποδιαίρεση της λίτρας Ολόγρος = μουσκεμένος Ονόρε = (ιτ. onore) τιμή Όντις = όταν Ορά = ουρά Οργιό = τρεμούλα, ρίγος Οργιοστάλαχτος = πεντακάθαρος Ορμηνεύω = συμβουλεύω Ορνέλα = μεγάλο κωνικό βαρέλι Όρντινε = διαταγή Όρτα = η καλή πλευρά του φορέματος Όρτινο = (ιτ. ordine) διαταγή, εντολή Ορτοκούτσουλο = κάτι όρθιο και άχαρο Όσκε = όχι Όστρια = άνεμος νότιος, ζεστός, λίβας Ούρδου = να ορμήσεις πάνω του Οφίτσια = (ιτ. officio) προνόμια Οφίτσιο = αξίωμα στρατιωτικό, πολιτικό, εκκλησιαστικό Παδείρησα = ταλαιπωρήθηκα Παδέλα = (ιτ. padella) πήλινη κατσαρόλα Πάκια = νεφρά Παλαβιάρης = ανόητος, μωρός Παλαμίζω = σοβατίζω Πάλε = πάλι Παλιάτσα = μέτρο λαδιού Πανιάστηκε = πονηρεύτηκε Πάντα κι άλλη = από το ένα μέρος κι από το άλλο Παντιέρα = (ιτ. bandiera) σημαία Παπαρδέλες = ανόητες ψευτιές Παπόρι = (ιτ. vapore) βαπόρι Παπόρο = βαπόρι Παραζούζουλος = ελαττωματικός Παρακατούλια = υποδεέστερος Παρακουφάδες = έβγαλε παρακουφάδες, κουφάθηκε Παρασάνταλο = παλιοπάπουτσο Παργατάρω = παραβγαίνω, συναγωνίζομαι Παρί = αμ' πως, παρά, μονάχα Πάρλα = (ιτ. parlare) κουβέντα Παρμένος = ακίνητος από πόνους Πάρτε διαόλοι βάγια = ασυδοσία Παρτικουλάρω = (ιτ. particolare) υπερασπίζομαι Πασέτο = μέτρο Παστόκα = (ιτ. pastocchia) ψευτιά Πάστρα = καθαρό Παταούδιασε = πάγωσε Πατέλα = πεταλίδα Πατριδί = φασαρία Πέζο = ζυγαριά, βάρος Πειρί = ο πύρος του βαρελιού Πέρα περού = πέρα-πέρα Περατζάδα = βόλτα, πέρασμα κόσμου Περατζάδες = επιδείχτηκες βόλτες Περγουλιά = (ιτ. pergola) κληματαριά Περέσι = ανοιχτό, διάπλατο Περικουλόζος = (ιτ. pericoloso) επίφοβος Πετιμέζι = μούστος πολύ βρασμένος Πέτο = στέρνο Πετρίτης = γεράκι Πετροκόριθο = σταφύλι επιτραπέζιο Πεύκι = κουρελού Πηαίνω = πάω Πικαρισμένος = πειραγμένος Πικάρω = (ιτ. piccarsi) πειράζω Πικιώνι = κύπελλο Πινακωτή = το γινωμένο ζυμάρι το τοποθετούσαν σε ειδικό τετραγωνισμένο ξύλινο κατασκεύασμα πριν το ρίξουν στο φούρνο Πινιάτα = χάλκινο καζάνι για νερό Πινομή = για πινομή σου, για το χατίρι σου Πίντα =μονάδα για υγρά Πισάρα = φυτό για σαλάτα και όσπρια Πιστρό = παρδαλό Πιτοπούλι = το λειψό ψωμί Πίτσι = παιχνίδι που παιζόταν με δεκάρες Πιτσιλίρω = μου στρίβει, τρελαίνομαι Ποδολόγος = ένα ύφασμα, στριμμένο κατάλληλα, το τοποθετούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες που μετέφεραν βάρη Ποδόχι = στο λινό μια γούρναπου πέφτει ο μούστος μέσα Πομποφάνειες = ανόητες επιδείξεις Πόνσο = (ιτ. polso) σφυγμός Πόντα = κρύωμα Πόντα ή πούντα = κρύωμα Ποργιά = η είσοδος Πορδόμυλος = καυγάς Πορόκλι = ο φράχτης Πορταδέλια = χειροποίητος μεντεσές Πορτόνι = (ιτ. portone) αυλόπορτα Ποστιάζω = τακτοποιώ πράγματα Πότα = πότε Πουλαροδείχνει = νεαρό άτομο που όμως δείχνει μεγαλύτερος Πούλιο = πιο Πουλιότερο = περισσότερο Πουνέντες = δυτικός άνεμος Πουντέλι = στήριγμα Πούντηνε = που είναι αυτή; Πούντοσης = που είναι αυτός; Πούπετα = πουθενά Πουράτζινο = νέο και άτακτο, ναζιάρικο Πουργαμέντο = (ιτ. purgante) καθαρτικό λάδι Πουρνέλι = μικρό Πουρνελιά = δαμασκηνιά Πουρνέλισε = έμεινε έγκυος πριν χρονίσει Πράματις = πραγματικά Πράτιγο = άδεια, πήρε πράτιγο-πήρε άδεια, είναι ελεύθερος Πρέδα = αγροζημιά, αλλά και ερωτοδουλειές πρεμούρα =βιασύνη Πρεμούρα = (ιτ. premura) κυρίως ανησυχία και ενδιαφέρον Πρικό = πικρό Προσμπούκι = μια μπουκιά πριν το φαγητό Πρωτολάτης = ο πρώτος γιος , αλλά κι ο πρώτος καρπός Πύργια = χωνί Ρακοπότηρο ή ρακογιάλι = ποτήρια για ρακί που έβγαζαν από το μούστο Ραμολιμέντο = ξεμώραμα Ραμολιμέντο = ξεμωραμένος γέρος Ράπες = τα κοτσάνια του θερισμένου σιταριού και της βρώμης Ρεβερέντσα = (ιτ. reverenza) χαιρετισμός, υπόκλιση Ρεγάλο = (ιτ. regalo) δώρο, φιλοδώρημα Ρεγουλάρω = ρυθμίζω, χειρίζομαι Ρεγουλάρω = (ιτ. regolare) κανονίζω κάτι σε μηχάνημα, ρυθμίζω Ρεμενάτα = τα καμπυλωτά των παραδοσιακών σπιτιών Ρεμέντζο = αποκούμπι Ρεμέντιο = (ιτ. rimedio) φάρμακο Ρεμπάρτα = (ιτ. ribalta) φερμουάρ Ρεμπεσκές = αλήτης Ρεντάκι = τρεχάκι Ρεντάτος = τρεχάτος Ρεντικολάρω = (ιτ. ridicolizzare) ρεζιλεύω Ρεντικολέτσα = (ιτ. ridicolezza) ρεζιλίκι Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίος Ρεουσύρω = (ιτ. riuscire) πετυχαίνω Ρέπεδο = ερείπιο, κατεστραμμένο κτίριο Ρεπόμπο = (μεταφορικά), ένα καλό μάθημα Ρεπόρτο = (ιτ. rapporto) αναφορά, έκθεση Ρεπόσο = (ιτ. riposo) με την ησυχία σου, ανάπαυση Ρεσεύω = κακομαθαίνω Ρετσέτα = συνταγή Ρεχάτι = τεμπελιά Ριγανάδα = παραδοσιακό φαγητό με βρεγμένο ψωμί, λάδι και ρίγανη Ρίμνα = ρίμα Ριπίζω = χύνω Ριπίζω = χύνω Ριπιτίδι = η διάρροια Ριφόρτσο = (ιτ. rinforzo) δύναμη, τόνωση Ρόγγισε = πήρε φωτιά Ροδέλα = είδος πυροτεχνήματος Ροζαμάπα = μεγάλο τριαντάφυλλο Ροζόλι = (ιτ. rosolio) κόκκινο ποτό που προσφερόταν στους γάμους Ροϊ = επιτραπέζιο δοχείο λαδιού με μικρή οπή Ρόιδο = ξύλινη ή καλαμένια κατασκευή όπου τοποθετούσαν το μαλλί για να το στρίψουν Ροκέλο = η ανέμη, η κουβαρίστρα Ρομαντσίνα = κατσάδα Ρομπόλα = άσπρο παραδοσιακό κρασί της Κεφαλονιάς Ρονιά = το νερό που πέφτει από τα κεραμίδια, το αυλάκι του κεραμιδιού Ρόντα = (ιτ. ronda) βόλτα, όλο ρόντα γυρίζει Ροσοπύλια = ασθένεια που γιατρευόταν με ξόρκια Ρούγκλα = μύξα Ρούγος = δρόμος Ρούδι = βουνό της Κεφαλονιάς Ρουμάνα = τα μαρούλια Ρούμπωσε = χόρτασε Ρουφιά = μια γουλιά ρουχουνίζω = ροχαλίζω Ρουχουνίζω = ροχαλίζω Σαγιαδόρος = καδινάτσος χειροποίητος Σάγιασμα = υφαντό ύφασμα που προστάτευε τα ιδρωμένα ζώα Σάγρος = δερματοπάθεια βρεφών Σαλάγιασμα = καθοδήγηση των ζώων Σαλαμίδι, και σαλαβρίχα = σαμιαμίδι Σάλαος = θόρυβος Σάλιο στη μύτη (βάνω) = κοροϊδεύω, εξαπατώ Σαλίτζο = (ιτ. selciato) δάπεδο Σαμαροσκούτι = το ύφασμα του σαμαριού Σάματις = μήπως Σαμουτσούλα = σφυράκι Σάμψυχος = αρωματικό χόρτο για πίττα Σαράκος = μεγάλο πριόνι για δέντρα σαρτάω = πηδάω Σάρτος = (ιτ. salto) μεγάλο πήδημα Σάρωμα = σκούπα Σβέρδονας = νόθος γιος Σβιλάδα = ανεμοστρόβιλος, αλλά και έντονος κοιλόπονος Σβιντάρω = (ιτ. spinta) πειράζω κάποιον Σγαράρω = (ιτ. sgarrare) μετακινώ, βγαίνω από τη θέση Σγαρίλιος = αλάνι, μάγκας Σγαρνίζει = σκάβει Σγόμπα = (ιτ. gobba) καμπούρα Σγουριά = χτύπημα Σεγόντο = (ιτ. secondo) δεύτερη φωνή στις καντάδες Σέκιο = (ιτ. secchio) μονάδα μέτρησης υγρών, 20 πίντες Σέκο = σκληρό καπέλο Σέκος = (ιτ. secco) τον στέγνωσε ο αέρας, ξερός Σεληνιασμός = επιληψία Σέμπρος = κοπάδια ή χτύπημα μισά-μισά, συνεταιρικά Σενιάρω = (ιτ. segnare) ταχτοποιώ Σεντούκι = μπαούλο Σεπάριο = (ιτ. sipario) αυλαία Σεράτα = (ιτ. serata) βραδινή συναυλία Σερβιτσάλια = σερβίτσια Σεριόζα = (ιτ. serioso) σοβαρά Σέστα = (ιτ. sesto) καμώματα Σεστάρισμα = (ιτ. assestare) νοικοκύρεμα Σημαμένη σαρκάλα = σπασμένο κεφάλι Σιγκούνεψε = βρώμισε Σιγουράντσα = (ιτ. sicurezza) σιγουριά, ασφάλεια Σίδαυλο = μασιά Σίκλος = κουβάς Σίκλος = (ιτ. ciclo) κουβάς Σινοπίδι = ασθένεια κηπευτικών Σιορ = κύριος (τίτλος ευγενείας) - σιόρα =κυρία Σιορπάτρης = πατέρας Σιροκολέβαντο = πολύ άσχημος καιρός Σιφερτάση = σερβίτσιο φαγητού Σίχλα = μούχλα Σκαλόπετρα = (ιτ. scolopendra) σαρανταποδαρούσα Σκαλούνι = πέτρινο σκαλοπάτι Σκαμνιά = μουριά που κάνει μεγάλα μούρα Σκανταλέτο = σίδερο με κάρβουνα Σκαντζάρω = αλλάζω, αντικαθιστώ Σκάντζια = (ιτ. scansia) ξύλινο ράφι για πιάτα Σκαπουλάρω =γλιτώνω Σκαραφόνος = μαχαιροβγάλτης, αλλά και πειραχτήρι Σκαρίζει = ωριμάζει Σκαρίκια = ευχάριστη είδηση Σκάρτο = όχι όλο, όχι πλήρες Σκαρτσούνια = μάλλινες κάλτσες Σκατζοπέρναρο = πουρνάρι άγριο με μικρά φύλλα Σκατοκουτάλα = υβριστικό για όσους σπέρνουν λόγια Σκατόψυχος = υβριστικό για πεθαμένο με κακές πράξεις εν ζωή Σκέπη = βαμβακερό μαντήλι Σκιάζομαι = φοβάμαι Σκλεπούνι = μικρό κουνούπι Σκλήθρα = μυτερό κομμάτι ξύλου Σκόρσο = τράνταγμα Σκορτσάμπουνο = χειροποίητο μουσικό όργανο από δέρμα ζώου Σκοτίδια = σκοτάδια Σκουλαμέντα = Τα αφροδίσια νοσήματα Σκούρα = (ιτ. scuro) τα παραθυρόφυλλα Σκουράντζος = ρέγκα Σκουσμάκια = δυνατές φωνές ή κλάματα σκουτέλα =μεγάλο φλιτζάνι Σκουτέλι = φλιτζάνι Σκουτί = ρούχο σκουτιά =ρούχα Σκρεμιδεύω = παίζω Σκροβοντίστηκε = έπεσε και χτύπησε Σκρούμπος = σκουμπρί Σκρόφα = (ιτ. scrofa) γουρούνα Σκρώχνει = τσιμπάει, κεντρίζει Σόμπολα = μικρές πέτρες Σοναδόρος = (ιτ. suonatore) οργανοπαίχτης Σοτανά = διάολε Σοτροπιάζει = το σεστάρει, το τακτοποιεί Σουγιέλο = λούκι Σούζο =ακίνητος Σουλάτσο = περίπατος Σούμπιτος =ολόκληρος Σουρδαλίμω = σουρλουλού Σούρδου-μούρδου = ακαταστασία Σουρούπι = ρόφημα ζεστό για γρίπη Σουρτάρα = το ζώο που πάει μπροστά και ακολουθούν τα άλλα Σουρτούκα = πανωφόρι Σουσουμιάζει = παρομοιάζει Σούτα = γίδα χωρίς κέρατα Σοφιγάδο = πατάτες γιαχνί σπαβεντάρω = τρομάζω Σπαβέντο = (ιτ. spavento) τρομάρα Σπακάδα = επιδειχτική πόζα , καυχησιά Σπαλέτα = σάλι, κασκόλ Σπάος = σπάγγος Σπαρτσίνα = λεπτό σχοινί Σπατσάρω = (ιτ. spazzare) σκουπίζω, ξεμπερδεύω, παρατάω σπεκτάκολο = εξαιρετικό θέαμα Σπερματσέτο = κερί Σπερνά = κόλλυβα, όχι μόνο στα μνημόσυνα αλλά και στα πανηγύρια Σπετσιέρης = φαρμακοποιός Σπλομανάει = χτυπάει η καρδιά του Σποδέρνω = άνοιξε η μύτη μου Σπολάητης = εις πολλά έτη σπολέτα = φιτίλι Σπόρισε = έχει ευκοιλιότητα Σταγκωτής = γανωματής Σταλός = (ιτ. stalla) ιερό μέρος για πρόβατα Σταλώνω = ωριμάζω Στανιάρησε = (ιτ. stagnare) έγινε στέρεο, σιγουρεύτηκε Στανιό = ζόρι Στασινάρω = βιάζω, βασανίζω Σταφνισμένος = προκομμένος, μυαλωμένος Σταφυλιόνι = νόστιμο χόρτο που φυτρώνει σε αμπελώνες στελιάζω = στυλώνω, στήνω Στελομάρτιασε = στρίμωξε Στένεψη = άσθμα Στέρφα = στείρα Στιμάρω = (ιτ. stimare) εκτιμώ Στόσμιγο = ανακατωμένο αλεύρι σιταριού και κριθαριού στουπίρω = μένω έκπληκτος Στουπίρω = (ιτ. stupire) θαυμάζω Στραβοκατακλείδιασε = στράβωσε το σαγόνι Στράκωσε = πάτησε πολλές φορές το δρόμο Στρατόνι = δρόμος Στράτσο = (ιτ. strazio) παλιό κουρέλι Στριφογκώνιασε = τον στρίμωξε στρίφτουλας = σβούρα Στρίφτουλας = σβούρα Στρουμπάρα = ασθένεια των αιγοπροβάτων Συβίζω = ταιριάζω ζώα Συγκάνω = ταιριάζω απόλυτα με κάποιον Συγκάρτσελοι = φύγανε όλοι μαζί Συθέμελα = από τα θεμέλια Συλίντριχος = από τα θεμέλια Σύμασε = μάζεψε Συμπαγαδώνω = καθησυχάζω συμπούρμπουλοι = όλοι μαζί Συνέμπασα = αποθήκευσα τα προϊόντα Συνορίτες = γείτονες στα κτήματα Συνόσκαλος = συνομήλικος Συντροδή = οχλαγωγία, φασαρία Συχέριο = κοινή προσπάθεια Σφαγαριά = η Κυριακή της Αποκριάς Σφαή = σβέρκος Σφαλαγκουνιά = ιστός αράχνης Σφαλιάστηκε = έπαθε στη γέννα Σφίγκλα = καρφίτσα ραπτικής Σφόντυλας = η σπονδυλική στήλη Σφοντύλι = ξύλινο βαρίδι διάτρητο, μέρος του αδραχτιού Σωκάρδι = (αρχ. εσωκάρδιον) στηθόδεσμος, φανελάκι, εσωτερικό ρούχο Σώνω = φτάνω Σωτοβέλεσο = (ιτ. sottoveste) άσπρο μακρύ μεσοφόρι Τάραμα = αναστάτωση, θυμός Ταράω = κοιτάζω Ταφιάζομαι = χτυπώ από πέσιμο Τέντα- γρέντα = φαρδιά πλατειά Τζατζαμίνι = γιασεμί Τζογάρω =παίζω τυχερό παιχνίδι με χρήματα Τζόγια = (ιτ. gioia) χαρά, χαϊδευτικό «τζόγια μου» Τόμου = όταν Τζόρτζινας = είδος μεγάλης σφήκας Τόμου = αφού, όταν Τόρτσα =χοντρή λαμπάδα, μικρό μανουάλι Τουβαέλι =υφασμάτινη πετσέτα του φαγητού Τραταμέντο = κέρασμα Τρατάρω = κερνάω Τράτο = χρονικό περιθώριο Τρεματούρα = τρέμουλο Τρίτσα = ψάθινο καπέλο Τσαρκαρεύω =ψάχνω Τσερβέλο = (ιτ. cervelo) κεφάλι, μυαλό Τσέρτα = σιγουριά Τσερταμέντε = βεβαιότατα Τσίμα = (ιτ. cima) κορυφή, άκρη Τσιπουρίτης = τσίπουρο Τσουράπια = κάλτσες Τσουρλάω = πίνω Φαμόζος = ξακουστός Φάουσα = γάγγραινα, γκρίνια Φαρομανάω = παίζω έντονα, κάνω σκανταλιές Φαρομάνια = γλέντι έξαλλο Φαστίδιο = (ιτ. fastidio) λιποθυμία, δυσφορία Φέρμα =στέρεα, ακριβώς Φερμάρω = στερεώνω, στέκω και περιμένω Φιδόνα = ύπουλη γυναίκα Φιδοτρώομαι = ανησυχώ, μπαίνω σε υποψίες Φιόρο = λουλούδι Φιρίρω =τσουγκρίζω Φουρκισμένος = θυμωμένος Φτενός = λεπτός, στενός αλέπεδο[/b] = ερείπιο Χαλίκι = πετρούλα Χάπατο = χαζός Χουμάω = ορμάω Χρεία = ανάγκη Χώρα = πρωτεύουσα (το Αργοστόλι Ψημάρα μου = δυστυχία μου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου