ΑΝΩ ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ "ΠΡΕΣΒΗ" ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ ΜΑΣ (ΤΟΝ ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ) ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΔΟΣΕΙ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ ΤΟΥΣ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ
Ρ 185 | «Ξένε, που τώρα λαχταράς στη χώρα να κατέβης, καθώς ο αφέντης πρόσταξε, κι εγώ 'θελα να μείνης εδώ στη στάνη φύλακας· μα σέβας τού 'χω μέγα και φόβο, μήπως ύστερα μανιάση· και του αφέντη φοβάμαι τα μαλώματα. Μα ας πάμε τώρα, η μέρα |
190 | πάει να μεσιάση κι η δροσιά θά 'ναι κακή το βράδυ.» |
Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος απάντησέ του κι είπε· «Ξέρω, και νιώθω· τό 'χα εγώ στο νου μου αυτό που μού 'πες. Μα ας πάμε, κι εσύ δείχνε μου το δρόμο πέρα ως πέρα, και δώσ' μου, αν έχης πουθενά, κουτσόραβδο κομμένο, | |
195 | για ν' ακουμπώ, τι δύσκολος είναι μου λέτε, ο δρόμος.» |
Είπε, και κρέμασε παλιό τορβά κουρελιασμένο στον ώμο με χοντρό σκοινί, και τού 'δωκε συνάμα ραβδί ο καλός χοιροβοσκός, καθώς το πεθυμούσε. Ξεκίνησαν, μα οι πιστικοί με τα σκυλιά στη στάνη | |
200 | μείναν και φύλαγαν κι αυτός οδήγαε τον αφέντη, που σα ζητιάνος φαίνονταν ελεεινός και γέρος, και στο ραβδί του ακούμπαγε παλιόρουχα ντυμένος. |
Πήραν το πετρωτό στρατί και ζύγωσαν τη χώρα, και σάνε φτάσανε σιμά στην κρουσταλλένια βρύση, | |
205 | που ο κόσμος έπαιρνε νερό, κι ο Νήριτος την είχε, κι ο Ίθακος κι ο Πολύχτορας, χτισμένη, κι ήταν λεύκες δάσος εκεί νερόθρεφτες που ολούθε την κυκλώναν, και κατρακύλα κρυό νερό ψηλάθε από το βράχο, κι ήταν βωμός απάνωθε χτισμένος, που θυσιάζαν |
210 | στις Νύφες όσοι διάβαιναν· κει πέρα ο Μελανθέας τους βλέπει του Δολίου ο γιός, με δυό βοσκούς κατόπι, που φέρναν τα πιο διαλεχτά των κοπαδιώνε γίδια για τώ μνηστήρων το φαγί· |
http://homericithaca.blogspot.gr/2013/10/the-hill-of-hermes-and-springs-in.html?spref=fb
ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΟΔΥΣΣΕΙΑ Ν!
Στάρι περίσσιο και κρασί καλό μας δίνει ο τόπος, | |
245 | τι πάντα πέφτει εδώ βροχή και μας δροσαίνουν πάχνες· γίδια και βόδια βρίσκουνε καλή βοσκή εδώ πέρα, μα και τα δέντρα με νερά ποτίζουνται περίσσια. Κι έτσι το Θιάκι ακούστηκε κι ως την Τρωάδα ακόμα, που λένε απ' την Αχαϊκή τη γης μακριά πως είναι.» |
250 | Αυτά είπε, κι αναγάλλιασε ο μέγας ο Οδυσσέας, βλέποντας πως ο τόπος του ήταν η γης εκείνη, απ' όσα του φανέρωσε του Δία η θυγατέρα. Και φώναξε την κι είπε της με λόγια φτερωμένα, αλήθεια όμως δεν έλεγε, παρά το λόγο γύρνα, |
Έδεπα στο «Homer's Ithaca» και συγκεκριμένα στο στίχο,
ΑπάντησηΔιαγραφή… «ἔστι μὲν ὕλη
παντοίη, ἐν δ᾽ ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασι».
η μεταφορά στα εγγλέζικα σαν, «trees of every kind and streams of water that never fail»,
δε φαίνεται και τόσο πετυχημένη.
Αλλά άμα δε το δω και στα Ελληνικά δε λέω τίποτα.
Έπειτα με τόσους σεισμούς σίγουρα άλλα νερά βγήκανε και άλλα χαθήκανε…
Χουά χα χα χα χα χα χα.