Ο Παολίνο Νέννι γεννήθηκε στο Καστέλ Μπολονιέζε (στην επαρχία της Ραβέννας) στις 2 Οκτωβρίου του 1923.
Κατατάχτηκε στο στρατό τον Ιανουάριο του 1943 στο 61ο πεζικό.
«Κατευθυνόμασταν στη Ρωσία, όπου ήδη από τις αρχές του ’43 όλα είχαν τελειώσει. Μας έστειλαν ως δυνάμεις φρουράς στην Ελλάδα. Από το Μπρίντιζι επιβιβαστήκαμε για την Πάτρα και μετά για την Κεφαλονιά με την μεραρχία Άκουι.
Άνηκα στον 6ο λόχο του 2ου τάγματος. Στη Κεφαλονιά ήμασταν περίπου 7.000 αξιωματικοί και στρατιώτες. Άλλοι έφεδροι της μεραρχίας Άκουι είχαν μεταφερθεί στη Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο. Η Κεφαλονιά είναι ένα ορεινό νησί, με βουνά ψηλά έως 1.600 μέτρα. Υπάρχουν αμπέλια, τα σταφύλια είναι καλά, το κρασί εξαιρετικό.
Πριν τις 8 Σεπτεμβρίου, σύμμαχοι των Γερμανών, υπερείχαμε ξεκάθαρα σε αριθμό και εξοπλισμό.
Μετά τις 8 Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί ξεκίνησαν να αποβιβάζουν άρματα μάχης, τεθωρακισμένα, όλμους, ενώ από τον ουρανό τα στούκας ξεκίνησαν να βομβαρδίζουν και να πυροβολούν.
Επανειλημμένα διέταζαν τη παράδοση μας, αλλά ο στρατηγός Γκαρντίν αρνιόταν αμετάκλητα.
Η μάχη της Κεφαλονιάς άρχισε στις 15 Σεπτεμβρίου και κράτησε έως τις 22. Εφτά ημέρες φρικιαστικής σφαγής. Εκτελέστηκαν διά τουφεκισμού πέντε χιλιάδες αξιωματικοί και στρατιώτες.
Οι Γερμανοί μας φώναζαν “scheisse!”(σκατά!), «βρωμοπροδότες». Ακόμη και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, αγρότες και βοσκοί, υποστήριζαν τους Γερμανούς.
Κατά τη διάρκεια της τρομερής μάχης οι Γερμανοί, στην πλειονότητα αυστριακά αλπικά στρατεύματα, δεν φυλάκιζαν αιχμαλώτους. Με το λόχο μου, πολεμήσαμε σε μία μεγάλη κοιλάδα ανάμεσα στα βουνά, αλλά δεν καταφέραμε να αντισταθούμε: είχαμε τα στούκας συνέχεια εναντίον μας: περικυκλωμένοι από παντού, έπρεπε να παραδοθούμε.
Είδα να πεθαίνει ο υπολοχαγός μου. Πέθανε πολεμώντας.
Έχω μία φρικιαστική ανάμνηση: σε εκείνη την κοιλάδα που πολεμούσαμε, ένας επιλοχίας από τη Ραβέννα κατέβαινε τρέχοντας όταν μία ριπή οπλοπολυβόλου τον θέρισε αποκεφαλίζοντας τον. Τον είδα να συνεχίζει να τρέχει για αρκετά μέτρα χωρίς το κεφάλι! Αυτή την εικόνα δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Ενώ περνούσαμε διατεταγμένοι σε φάλαγγα με τα χέρια ψηλά, ξαφνικά οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν με τα οπλοπολυβόλα. Ήταν μία σφαγή. Επέζησα γιατί λιποθύμησα ανάμεσα στους ήδη νεκρούς συντρόφους μου.
Οι επιζήσαντες των δύο λόχων κλείστηκαν στη φυλακή του Αργοστολίου, την πρωτεύουσα της Κεφαλονιάς, μία παραθαλάσσια μικρή πόλη. Ήμασταν συγκεντρωμένοι σαν τα ζώα, γυμνοί, χωρίς φαγητό.
Στις 2 Οκτωβρίου του 1943 έκλεινα τα είκοσι μου χρόνια στη φυλακή του Αργοστολίου. Ο μοναδικός σχετικά φιλικός Γερμανός που βρήκα στη φυλακή, έκλεινε και αυτός την ίδια μέρα τα είκοσι του χρόνια. Μου έφερε ένα καλάθι με μήλα και σταφύλια και έτσι φάγαμε μαζί με τους συντρόφους μου.
Ως φυλακισμένοι δεν μάθαμε αμέσως για τη σφαγή της μεραρχίας μας. Μόνο μετά από αρκετές μέρες είδαμε και εξακριβώσαμε: όταν από τις φυλακές μας έστειλαν να θάψουμε ή να ρίξουμε στη θάλασσα εκατοντάδες νεκρούς. Τους φορτώναμε πάνω στα κάρα, διασχίζαμε μία μακριά προβλήτα και τους πετούσαμε στο νερό. Αμέσως πήγαιναν στο βυθό γιατί είχαν δεμένες στα πόδια τους βαριές πέτρες.
Εκείνες τις μέρες ήμουν σαν ζαλισμένος, συχνά ξερνούσα λόγω της αηδίας και της φρίκης όλων όσων κάναμε.
Μετά, τα απομεινάρια της μεραρχίας Άκουι επιβιβάστηκαν πάνω σε ένα αλιευτικό σκάφος: ήταν υπερπλήρες, περίπου με 1.200 στρατιώτες. Εξαιτίας της έλλειψης χώρου παρέμεινα στο κατάστρωμα. Στην έξοδο από το λιμάνι του Αργοστολίου το αλιευτικό έπεσε πάνω σε μία μεγάλη νάρκη. Εκτιναχτήκαμε στον αέρα. Εξακοντίστηκα στη θάλασσα, όπου πιάστηκα σε ένα ξύλινο τραπέζι και έφτασα στην ακτή. Από τους 1.200 σωθήκαμε οι 18. Πέθαναν και πολλοί Γερμανοί. Κανείς δεν συνέλεξε τα πτώματα, που ήταν διασκορπισμένα και διαμελισμένα στη θάλασσα. Επιβιβαστήκαμε ξανά και φτάσαμε στην Πάτρα, όπου μας ρώτησαν αν θέλαμε να δουλέψουμε. Αποφάσισα να πάω να δουλέψω γιατί ήμουν αδύνατος και σε ελεεινή κατάσταση.
Μετά μας φόρτωσαν πάνω στα τρένα και μας πήγαν στην Κόρινθο, όπου ήταν ένα κέντρο συγκέντρωσης για ιταλικά στρατιωτικά οχήματα ˙ μετά στο Ηράκλειο κοντά στην Αθήνα. Εκεί έκανα τον βοηθό οδηγού φορτηγού: arbeitgharer, όπως ονομάζεται στα γερμανικά.
Όταν κατά το τέλος του ’43 και τις αρχές του ΄44 έφυγαν οι Γερμανοί, οι Έλληνες έκαναν μία μεγάλη γιορτή, μία «μεγάλη ιπποδρομία», όπως έλεγαν αυτοί. Εμείς επωφεληθήκαμε της ευκαιρίας για να δραπετεύσουμε τη νύχτα και να καταφύγουμε στους αντάρτες του ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος), που μας έκρυψαν στα ανθρακωρυχεία. Πήραμε μαζί μας και τα όπλα. Όταν αποβιβάστηκαν οι σύμμαχοι, αιχμαλωτιστήκαμε ξανά και μας έβαλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά το βράδυ δραπετεύσαμε και βρήκαμε καταφύγιο στις οικογένειες των κοριτσιών μας.
Μετά από ένα μήνα περίπου επαναπατριστήκαμε στον Τάραντα και στο Μπάρι. Μείναμε με τους συμμάχους μέχρι το τέλος του πολέμου.»
Κείμενο από το βιβλίο του Arturo Frontali, Dai fronti di Guerra, 1940 – 1945, Milano, Mursia, 2001
Μετάφραση στα ελληνικά: Ευαγγελία Φιλιππάτου (efilippa1@hotmail.com)
πηγη Kefaloniapress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου