Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η
Αν θες να δεις τη θάλασσα στεφανωμένη μ’ άστρα
το σάκο σου ετοίμασε, εδώ το ναυτικό φυλλάδιό σου
και όρτσα τα πανιά, θα ταξιδέψουμε μαζί στ’ ωκεανού τα πλάτη.
Καλά ταξίδια.
Κριτική επί της ποιητικής συλλογής
«Θάλασσα ο Μεγάλος Έρωτάς μου»
Σωτήρη Νικολακόπουλου
της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών
Το βιβλίο «Θάλασσα ο μεγάλος έρωτας μου», του ποιητή καπετά-Γιώργου Σπηλιώτη, μου προκάλεσε αναγνωστική τέρψη και απόλαυση, πόνο και συμπάθεια, πολλαπλά ερεθίσματα και απορίες. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι τα παραπάνω αισθήματα παρέμειναν ακέραια τόσο κατά την πρώτη «αυτόνομη» ανάγνωση του βιβλίου όσο και σ’ αυτές που ακολούθησαν και αυτό για μένα συνιστά ένα από τα βασικά προτερήματα του βιβλίου. Βάσιμα και επιτυχώς διεκδικεί αυτοτέλεια, δικό του ορίζοντα, ξέχωρη εσωτερική δύναμη και παλμό, ειδικό καλλιτεχνικό βάρος και απόβαρο.
Πιάνοντας το νήμα από τον τίτλο του βιβλίου, σπεύδω να ομολογήσω ότι όσα θα ακολουθήσουν δεν προέρχονται από την οπτική του αναγνώστη, αυτού δηλαδή που προκρίνει να αναζητήσει, με αφορμή το ανά χείρας βιβλίο, κοινούς τόπους και σημαίνουσες αποκλίσεις ανάμεσα στη λογοτεχνική ματιά και γραφή. Αυτού που κοιτάζει, επομένως, με λοξό μάτι, λίγο αλαζονικά, με συγκρατημένο θαυμασμό αλλά και με μικρό φθόνο τις δυνατότητες της «ανυπέρβλητης τέχνης, της λογοτεχνίας».
Θα μιλήσω, αντιθέτως, από τη θέση του αναγνώστη, που προτιμά να αφουγκράζεται τον «ξένο» λόγο μέχρι να τον καταστήσει σχετικά οικείο, να τον φιλοξενήσει στο δικό του γνώριμο νοηματικό περιβάλλον. Του αναγνώστη λοιπόν που επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει τις συστατικές – φόρμας και περιεχομένου – παραμέτρους του κειμένου. Εξάλλου, προς την ίδια κατεύθυνση νομίζω ότι με προτρέπει και ο ποιητής να δούμε αντικειμενικές και δυνητικές πραγματικότητες, που μπορούν να φωτίσουν ταυτόχρονα- βέβαια όχι με ίδιο τρόπο και ένταση- προσωπικές θαλασσινές εμπειρίες πάνω από όλα, συμφραζόμενα, κοινωνικές συμπεριφορές.
Έτσι Αναρίθμητοι ποιητές κοιτάζουν τη θάλασσα χωρίς να τη χορταίνουν, όπως θα ’λεγε ο Βάρναλης. Μπροστά στην υγρή απεραντοσύνη της, ακόμα κι όσοι δεν έγραψαν ποτέ ένα στίχο θα νιώσουν το σκίρτημα κάποιων στίχων.
Ο καπτα Γιώργης Σπηλιώτης θεωρεί και βάζει στόχο την «πληρότητα, στο βιβλίο του “Θάλασσα ο Μεγάλος Έρωτας μου” αλλά πάνω από όλα τ’ ωραίο ταξίδι».
Το βιβλίο, συνολικά, δίνει άρτια την περιπέτεια "του ταξιδιού" αφού σήμερα ζούμε στην ίδια την πραγματικότητα όσο ποτέ άλλοτε.
Ο καπετά Γιώργος έδωσε αυτό το ταξίδι, και ο δρόμος του ήταν μακρύς και τη χαρά, για όσα η θάλασσα του δίνει, και την οδύνη, για όσα παίρνει "στα βάθη της".
Μέσα από αδρά δείγματα γραφής μας ταξιδεύει σε μια θάλασσα γλυκιά μα και πικρή, όμοια με τη ζωή που κλείνει μέσα της, όχι μόνο την αχόρταγη ομορφιά, αλλά και το θάνατο. Μόνο που ο θάνατος δεν πρέπει να είναι έξω απ’ τους νόμους της φύσης.
Αυτή τη θάλασσα ο καπετά Γιώργος μας τη γνωρίζει έχοντας χορτάσει «Πλήξαμε στα ιδία τα ταξίδια
Ευρώπη, Σουέζ, και Περσικό…» θέλοντας να γαληνέψει λίγο η ψυχή του, απ’ "τες φαντασίες" και “τα ινδάλματα της ηδονής « Ένα πλωτό καράβι είναι η Κρήτη μας από τους τιτάνας την αράξανε πάνω στον ύφαλο Ιδαίον…». Κάπου αλλού μας λέει
«…Η γυναικεία φύση όπως πάντα γλυκαίνει τη ζωή
των ναυτικών, που πόδεσαν στη όποια… Λήμνο».
Άλλο, λοιπόν, ν’ αγναντεύεις τη θάλασσα, καλοσυνάτη ή τρικυμισμένη, οραματιζόμενος «ν’ αποκτήσεις» κάποτε στα λιμάνια του κόσμου «ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής», κι άλλο να τη βιώνεις από ανάγκη για τον επιούσιο, όταν το καράβι κόβεται στα δυο καταμεσής στο πέλαγος. Έτσι ο καπετά Γιώργος μεταφέροντας την εικόνα της αγωνίας μας λέει:
«..Χτύπα ο λοστρόμο με βαριά
τον πάγο για να σπάσει
και από την βλαστήμια την πολλή
της βαριοπούλας έσπασε
στα δυο το στειλιάρι».
Έχει ανάγκη τη θάλασσα ο καπετά – Γιώργος, τον δίδαξε τον γέμισε και πάντα είναι εκεί
« στη σκέψη σε φέρνω το βράδυ
της ψυχής μου Βαλσάμι εσύ
σαν ένα γαλήνιο χάδι
της καρδιάς μου ελπίδα κρυφή …..‘Ω πολυποθον ημαρ εσύ».
Ξέρω ότι η θάλασσα του δίνει ζωή, ξέρω πως είναι η αναπνοή του, η ιδία του η καρδιά, ο έρωτας του. Δεν ξέρω αν ο ίδιος είναι κύμα η πλάσμα βαθύ ή βραχνή φωνή η θαμβωτική εικασία ψαριών και καραβιών.
Δεν είναι μονάχα τα κοχύλια, το ψύχος του γαλάζιου που κροτάλιζε καιγόμενο, και η στείρωση του άστρου, το τρυφερό ξεκαθάρισμα του κύματος, που σπαταλάει το χιόνι με τον αφρό, η ειρηνική κι ασάλευτη εξουσία σαν πέτρινος θρόνος στα βάθη, συσσωρεύοντας τις αναμνήσεις.
Ο καπετά Γιώργος, γράφει πέρα απ’ την ευφυΐα της θάλασσας. Το νερό ποτέ δεν παίρνει σχήμα στο μυαλό ή τη φωνή. Σαν ένα ολότελα σωμάτινο σώμα, που ανεμίζει τα άδεια του μανίκια κι ωστόσο η μιμική του κίνηση αποτελεί επίμονη κραυγή, Κραυγή εξωανθρώπινη, του αληθινού ωκεανού. Η θάλασσα είναι η ίδια του η ζωή είναι ο έρωτας του!
Ο ήχος του νερού και του αγριεμένου κύματος δεν είναι σύμφυρμα ήχων, το λίκνισμα του νερού και το αγκομαχητό του ανέμου.
Άκουγε τη θάλασσα, γιατί εκείνη ήταν η δημιουργός του τραγουδιού που τραγουδούσε και έγραφε ο ποιητής.
Η θάλασσα, πάντα μαντιλοδεμένη, στο φέρσιμό της τραγική
ήταν μονάχα ένας τόπος που πλάι της βάδισε για να τραγουδήσει.
Άκουγε τη θάλασσα, γιατί εκείνη ήταν η δημιουργός του τραγουδιού που τραγουδούσε και έγραφε ο ποιητής.
Η θάλασσα, πάντα μαντιλοδεμένη, στο φέρσιμό της τραγική
ήταν μονάχα ένας τόπος που πλάι της βάδισε για να τραγουδήσει.
Δεν μπορώ να μην πω, πως αυτό που με έχει εντυπωσιάσει στο γράψιμο του φίλου καπετά - Γιώργη, είναι που απεικονίζει ταυτόχρονα την συνεχή δυναμική της εναλλασσόμενης εικόνας της θάλασσας, έτσι που ο λόγος του να επιδρά στην ψυχή του αναγνώστη!
Τέλος θα ήθελα να ευχηθώ στο καπετά - Γιώργη, να είναι αστείρευτη πηγή, σε καιρούς δύσκολους πολύ, να μας προσφέρει το δροσερό θαλασσινό λόγο του, να συντάσσεται με τα μακρινές θάλασσες των ονείρων του, για να κρατάνε αμόλυντα στα βάθη τους την αγάπη για τον άνθρωπο. Και να γιομίζει την καρδιά του με το φως του ήλιου και με το νέκταρ της αισιοδοξίας και της δημιουργίας. Να έχει δικούς του μακρινούς ωκεανούς, για να βρίσκει τις λαλαίουσες λέξεις και να μας ιστορεί τ’ όμορφο παραμύθι της θάλασσας, της ζωής, του Έρωτα, του ανθρώπου και του Θεού.
Φίλε Γιώργη σου εύχομαι ολόψυχα αυτό το τελευταίο ποιητικό σου πόνημα να έχει μια μακρόπνοη και ευδόκιμη πορεία και να φτερουγίζει σαν ταξιδιάρικο πουλί μέσα στους χώρους του έντεχνου λόγου.
Είσαι ζωντανός άνθρωπος του καιρού μας, που ξέρει να οδεύει σταθερά με νεανική ορμή και με τα πλούσια βιώματα που έχεις, ας μείνεις, ως το τέλος, η συνείδησης της πνευματικής μας κοινότητας.
Κλείνω με την ευχή να έχεις την Υγεία σου να είσαι χαρούμενος και ευτυχισμένος κοντά στους δικούς σου ανθρώπους και οι στόχοι σου πάντα να ικανοποιούνται.
Και κάτι τελευταίο, σου εύχομαι πάντοτε οι στίχοι σου να λάμπουν σαν ήλιος μέσα στα πνευματικά σκοτάδια και να ακτινοβολούν ευφρόσυνα, ευφλόγιστα, λυσιτελή και λυτρωτικά συναισθήματα μέσα σε κάθε διψασμένη ψυχή.
Σας ευχαριστώ.
Πάτρα, Ιανουαρίου 18, 2017
Σωτήρης Νικολακόπουλος
Πρόεδρος του Πυθαρχικού Συμβουλίου
Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου