ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Aρχισε να στέλνει λοιπόν ο Αγαμέμνονας απεσταλμένους στους άλλοτε μνηστήρες της Ελένης υπενθυμίζοντάς τους τον όρκο που είχαν δώσει στον Τυνδάρεο και επιπλέον χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι κανείς από τους Έλληνες βασιλιάδες δε θα μπορούσε στο μέλλον να είναι σίγουρος για τη γυναίκα του, αν η τιμωρία του βέβηλου δεν ήταν παραδειγματική. Πάντως είναι γεγονός ότι ο Αγαμέμνονας εξανάγκασε αρκετούς να μετάσχουν στην εκστρατεία κατά της Τροίας, καθώς ήταν ο ισχυρότερος μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων. Υπήρχε άλλωστε και η Ήρα, που δεν εννοούσε να ξεχάσει την προσβολή που της έγινε στον αγώνα ομορφιάς και ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί τον Πάρη για την επιλογή του. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Μενέλαος πήγε προσωπικά στην Πύλο για να εκθέσει το πρόβλημα και τις προθέσεις του στον πιο ηλικιωμένο βασιλιά, τον Νέστορα, και στο γιο του, τον Αντίλοχο. Εκείνοι δέχτηκαν αμέσως να τον ακολουθήσουν και κίνησαν όλοι μαζί, με τη συνοδεία του Παλαμήδη, για την Ιθάκη, για να πείσουν το βασιλιά της, τον Οδυσσέα, να εκστρατεύσει κι αυτός μαζί τους.
Ο Οδυσσέας, που δεν είχε δεσμευτεί με όρκο, ήθελε με κάθε τρόπο να κρατηθεί μακριά από την πρόσκληση αυτή, γιατί ο μάντης Αλιθέρσης του είχε προφητέψει ότι, αν ακολουθούσε, θα ξαναγύριζε στο σπίτι του μόνο ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια και μετά από πολλές περιπέτειες. Προσπαθώντας λοιπόν να αποφύγει τη συμμετοχή του στην εκστρατεία, προσποιήθηκε τον τρελό. Φτάνοντας οι άλλοι αρχηγοί στο σπίτι του, τον βρήκαν να έχει ζέψει στο άροτρό του ένα βόδι κι ένα άλογο, να φορά ο ίδιος ένα σκουφί στο κεφάλι, παρουσιάζοντας μια μάλλον αναξιοπρεπή εικόνα του εαυτού του. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έριχνε στο αυλάκι αλάτι αντί για σπόρο. Ο Παλαμήδης ωστόσο δεν ξεγελάστηκε από το τέχνασμα του Οδυσσέα και για να αποκαλύψει την προσποίησή του και στους άλλους, τοποθέτησε το μικρό Τηλέμαχο μπροστά στο άροτρο. Ο Οδυσσέας αναγκάστηκε να σταματήσει τα ζώα και να υποσχεθεί ότι θα τους ακολουθούσε. Τον Παλαμήδη όμως δεν τον συγχώρεσε ποτέ και τελικά το μίσος αυτό που του είχε ο Οδυσσέας το πλήρωσε ο Παλαμήδης με τη ζωή του.
http://pronoikefalonias.blogspot.gr/.../07/blog-post_28.htmlΔιαχείριση
Aρχισε να στέλνει λοιπόν ο Αγαμέμνονας απεσταλμένους στους άλλοτε μνηστήρες της Ελένης υπενθυμίζοντάς τους τον όρκο που είχαν δώσει στον Τυνδάρεο και επιπλέον χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι κανείς από τους Έλληνες βασιλιάδες δε θα μπορούσε στο μέλλον να είναι σίγουρος για τη γυναίκα του, αν η τιμωρία του βέβηλου δεν ήταν παραδειγματική. Πάντως είναι γεγονός ότι ο Αγαμέμνονας εξανάγκασε αρκετούς να μετάσχουν στην εκστρατεία κατά της Τροίας, καθώς ήταν ο ισχυρότερος μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων. Υπήρχε άλλωστε και η Ήρα, που δεν εννοούσε να ξεχάσει την προσβολή που της έγινε στον αγώνα ομορφιάς και ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί τον Πάρη για την επιλογή του. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Μενέλαος πήγε προσωπικά στην Πύλο για να εκθέσει το πρόβλημα και τις προθέσεις του στον πιο ηλικιωμένο βασιλιά, τον Νέστορα, και στο γιο του, τον Αντίλοχο. Εκείνοι δέχτηκαν αμέσως να τον ακολουθήσουν και κίνησαν όλοι μαζί, με τη συνοδεία του Παλαμήδη, για την Ιθάκη, για να πείσουν το βασιλιά της, τον Οδυσσέα, να εκστρατεύσει κι αυτός μαζί τους.
Ο Οδυσσέας, που δεν είχε δεσμευτεί με όρκο, ήθελε με κάθε τρόπο να κρατηθεί μακριά από την πρόσκληση αυτή, γιατί ο μάντης Αλιθέρσης του είχε προφητέψει ότι, αν ακολουθούσε, θα ξαναγύριζε στο σπίτι του μόνο ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια και μετά από πολλές περιπέτειες. Προσπαθώντας λοιπόν να αποφύγει τη συμμετοχή του στην εκστρατεία, προσποιήθηκε τον τρελό. Φτάνοντας οι άλλοι αρχηγοί στο σπίτι του, τον βρήκαν να έχει ζέψει στο άροτρό του ένα βόδι κι ένα άλογο, να φορά ο ίδιος ένα σκουφί στο κεφάλι, παρουσιάζοντας μια μάλλον αναξιοπρεπή εικόνα του εαυτού του. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έριχνε στο αυλάκι αλάτι αντί για σπόρο. Ο Παλαμήδης ωστόσο δεν ξεγελάστηκε από το τέχνασμα του Οδυσσέα και για να αποκαλύψει την προσποίησή του και στους άλλους, τοποθέτησε το μικρό Τηλέμαχο μπροστά στο άροτρο. Ο Οδυσσέας αναγκάστηκε να σταματήσει τα ζώα και να υποσχεθεί ότι θα τους ακολουθούσε. Τον Παλαμήδη όμως δεν τον συγχώρεσε ποτέ και τελικά το μίσος αυτό που του είχε ο Οδυσσέας το πλήρωσε ο Παλαμήδης με τη ζωή του.
http://pronoikefalonias.blogspot.gr/.../07/blog-post_28.htmlΔιαχείριση
pronoikefalonias.blogspot.com
Σειρά
είχε τώρα ο Αχιλλέας. Η μητέρα του, η Θέτιδα, σαν θεά που ήταν, ήξερε
ότι αν πάει στον πόλεμο, δε θα ξαναγυρίσει. Γι' αυτό τον έστειλε σε
ηλικία εννιά χρονών στη Σκύρο, στο βασιλιά Λυκομήδη, να μεγαλώσει με τις
κόρες του στο γυναικωνίτη του παλατιού. Ντυνόταν γυναικεία και ήταν
γνωστός με τον όνομα Πύρρα, επειδή ήταν ξανθός. Κατά την παραμονή του
εκεί ερωτεύτηκε μια βασιλοπούλα, τη Δηιδάμεια, που του χάρισε ένα γιο,
τον Νεοπτόλεμο . Η παρουσία του Αχιλλέα στην αυλή του Λυκομήδη δεν ήταν
εξακριβωμένη, η συμμετοχή του όμως στην εκστρατεία ήταν απαραίτητη,
γιατί υπήρχε ο χρησμός πως χωρίς τον Αχιλλέα η Τροία δε θα έπεφτε στα
χέρια των Αχαιών.
Έτσι, κίνησε ο Οδυσσέας για τη Σκύρο, για να διαπιστώσει αν πράγματι κρυβόταν ο Αχιλλέας εκεί. Πήρε μαζί του και γυναικεία φορέματα και κοσμήματα, κάτω από τα οποία είχε κρύψει μια ασπίδα κι ένα σπαθί. Με την πρόφαση ότι ήθελε να προσφέρει δώρα στις βασιλοπούλες, πέρασε στα διαμερίσματα των γυναικών. Κι ενώ οι κόρες του Λυκομήδη περιεργάζονταν τα δώρα τους, έβαλε να ηχήσουν σάλπιγγες σαν να ήταν να γίνει μάχη. Τότε ο Αχιλλέας έχοντας το ένστικτο του πολεμιστή, άδραξε τα όπλα που υπήρχαν μέσα στα φορέματα. Με την κίνησή του αυτή αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει και να πάρει μέρος στην εκστρατεία επικεφαλής των Μυρμιδόνων
. Δύο από τους Αχαιούς βασιλιάδες στάθηκαν ωστόσο πιο τυχεροί στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον πόλεμο. Ο Εχέπωλος από τη Σικυώνα χάρισε στον Αγαμέμνονα μια ξακουστή φοράδα, την Αίθη. Σε αντάλλαγμα ο βασιλιάς των Μυκηνών δεν τον πίεσε να έρθει μαζί του. Ένας άλλος πάλι, ο βασιλιάς της Κύπρου Κινύρας, υποσχέθηκε στους απεσταλμένους του Αγαμέμνονα πενήντα καράβια πλήρως επανδρωμένα. Όταν όμως ήρθε η ώρα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, έστειλε μόνο ένα καράβι και μαζί μ' αυτό σαράντα εννιά πήλινα καραβάκια με κούκλους αντί για ναύτες. Καθώς πλησίαζε η ώρα της συγκέντρωσης του στρατού απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας, ο Αγαμέμνονας ζήτησε, όπως συνηθιζόταν, χρησμό από το μαντείο των Δελφών για τις προοπτικές της εκστρατείας. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως, όταν οι πιο αντρειωμένοι από τους αρχηγούς των Αχαιών μαλώσουν μεταξύ τους, αυτό θα είναι καλό σημάδι για την έκβαση του πολέμου.
Έτσι, κίνησε ο Οδυσσέας για τη Σκύρο, για να διαπιστώσει αν πράγματι κρυβόταν ο Αχιλλέας εκεί. Πήρε μαζί του και γυναικεία φορέματα και κοσμήματα, κάτω από τα οποία είχε κρύψει μια ασπίδα κι ένα σπαθί. Με την πρόφαση ότι ήθελε να προσφέρει δώρα στις βασιλοπούλες, πέρασε στα διαμερίσματα των γυναικών. Κι ενώ οι κόρες του Λυκομήδη περιεργάζονταν τα δώρα τους, έβαλε να ηχήσουν σάλπιγγες σαν να ήταν να γίνει μάχη. Τότε ο Αχιλλέας έχοντας το ένστικτο του πολεμιστή, άδραξε τα όπλα που υπήρχαν μέσα στα φορέματα. Με την κίνησή του αυτή αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει και να πάρει μέρος στην εκστρατεία επικεφαλής των Μυρμιδόνων
. Δύο από τους Αχαιούς βασιλιάδες στάθηκαν ωστόσο πιο τυχεροί στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον πόλεμο. Ο Εχέπωλος από τη Σικυώνα χάρισε στον Αγαμέμνονα μια ξακουστή φοράδα, την Αίθη. Σε αντάλλαγμα ο βασιλιάς των Μυκηνών δεν τον πίεσε να έρθει μαζί του. Ένας άλλος πάλι, ο βασιλιάς της Κύπρου Κινύρας, υποσχέθηκε στους απεσταλμένους του Αγαμέμνονα πενήντα καράβια πλήρως επανδρωμένα. Όταν όμως ήρθε η ώρα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, έστειλε μόνο ένα καράβι και μαζί μ' αυτό σαράντα εννιά πήλινα καραβάκια με κούκλους αντί για ναύτες. Καθώς πλησίαζε η ώρα της συγκέντρωσης του στρατού απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας, ο Αγαμέμνονας ζήτησε, όπως συνηθιζόταν, χρησμό από το μαντείο των Δελφών για τις προοπτικές της εκστρατείας. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως, όταν οι πιο αντρειωμένοι από τους αρχηγούς των Αχαιών μαλώσουν μεταξύ τους, αυτό θα είναι καλό σημάδι για την έκβαση του πολέμου.
Μετά
την ολοκλήρωση των θυσιών μπήκαν οι Αχαιοί στα καράβια τους και
ξεκίνησαν για την Τροία. Επειδή όμως δεν ήξεραν το δρόμο, αποβιβάστηκαν
στη Μυσία βασιλιάς της οποίας ήταν ο Τήλεφος, ο γιος του Ηρακλή. Έχοντας
την εντύπωση ωστόσο ότι βρίσκονταν στο σωστό μέρος, επιδόθηκαν σε
λεηλασίες και καταστροφές. Ο Τήλεφος δεν αδράνησε και αντεπιτέθηκε με το
στρατό του. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν πολλοί. Τραυματίστηκε
μάλιστα και ο ίδιος ο Τήλεφος, όταν υποχωρώντας μπροστά στη θέα του
Αχιλλέα μπλέχτηκε σ' ένα κλήμα αμπελιού κι έπεσε. Τότε τον πρόλαβε ο
Αχιλλέας και τον πλήγωσε με το κοντάρι, που του είχε δώσει ο Κένταυρος
Χείρωνας, στο μηρό. Αν και τραυματισμένος ο Τήλεφος, κατάφερε να
απωθήσει τους Αχαιούς και τους ανάγκασε να μπουν στα καράβια τους και να
φύγουν. Μόλις απομακρύνθηκαν από τη στεριά, δυνατή κακοκαιρία σκόρπισε
τα πλοία τους και αναγκαστικά γύρισε ο καθένας στον τόπο του όπως
μπορούσε.
ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Ο Παλαμήδης ήταν γιος του Ναύπλιου και της Ησιόνης. Εξαιρετικά εύστροφος, επινοητικός και εφευρετικός ο Παλαμήδης, ξεπερνούσε κατά πολύ τον Οδυσσέα, ο οποίος τον εχθρευόταν από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν ο Παλαμήδης, που είχε έρθει μαζί με τον Νέστορα και τον Μενέλαο στην Ιθάκη, αποκάλυψε το πονηρό του τέχνασμα, με το οποίο ήθελε να αποφύγει τον πόλεμο.
Οι εξαιρετικές ικανότητες του Παλαμήδη φάνηκαν και αργότερα σε άλλες περιπτώσεις. Όταν στην Αυλίδα ο στρατός παραπονέθηκε για την άδικη και άτακτη διανομή των συσσιτίων, ο Παλαμήδης ανέλαβε να οργανώσει τη μοιρασιά, ώστε να γίνεται ακριβοδίκαια και σε τακτά χρονικά διαστήματα. Κι όταν πάλι στη διάρκεια του ένατου χρόνου του πολέμου έλειψαν οι τροφές από το αχαϊκό στρατόπεδο, αυτός ήταν που πήγε να φέρει από τη Δήλο τις κόρες του βασιλιά ʼνιου.. Φρόντισε ακόμα και για την ψυχαγωγία των ελληνικών στρατευμάτων επινοώντας ένα παιχνίδι με πεσσούς. Ο Παλαμήδης είχε έτσι κερδίσει ξεχωριστή θέση στις καρδιές των Αχαιών και ο Οδυσσέας, εκτός από την εχθρότητα, είχε κάθε λόγο να νιώθει και ζήλια, μια που η ύπαρξη του Παλαμήδη εμπόδιζε τον ίδιο να παινεύεται πως ήταν ο πιο εφευρετικός και πολυμήχανος μεταξύ των Αχαιών.
Η ευκαιρία που αναζητούσε ο Οδυσσέας για να εξολοθρεύσει τον Παλαμήδη με δολοπλοκίες δεν άργησε να του δοθεί. Κάποτε αιχμαλώτισε ο Οδυσσέας ένα δούλο που έφερνε χρυσάφι στο σύμμαχο των Τρώων, τον Σαρπηδόνα, τον αρχηγό των Λυκίων. Υποχρέωσε τότε το δούλο να γράψει στη γλώσσα του ένα γράμμα, στο οποίο ο Πρίαμος απευθυνόμενος στον Παλαμήδη έλεγε πως είχε στείλει όσα είχαν συμφωνήσει και πως τον ευχαριστούσε που είχε βοηθήσει τους Τρώες. ʼφησε το δούλο να φύγει, αλλά έστειλε κάποιον που τον σκότωσε πριν προλάβει να απομακρυνθεί πολύ. Έστειλε μήνυμα κατόπιν στον Αγαμέμνονα πως είχε δει σημαδιακό όνειρο που του υποδείκνυε να μετακινηθεί όλος ο στρατός από τις μόνιμες εγκαταστάσεις του σε άλλη θέση για στρατιωτικές ασκήσεις.
Στο διάστημα που έλειπε ο στρατός, έβαλε ο Οδυσσέας κάποιον να θάψει το χρυσάφι που πήρε από το δούλο στη σκηνή του Παλαμήδη. Όταν βρέθηκε το πτώμα του δούλου και διαβάστηκε η επιστολή που ήταν γραμμένη στη γλώσσα του, κινήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, υποψίες εναντίον του Παλαμήδη.
Για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, διέταξε ο Αγαμέμνονας, με υπόδειξη φυσικά του Οδυσσέα, να γίνει έρευνα στη σκηνή του Παλαμήδη. Το χρυσάφι που βρέθηκε θαμμένο εκεί αποτελούσε αδιάσειστη απόδειξη της ενοχής του ήρωα και στο δικαστήριο που ακολούθησε δεν μπόρεσε να υπερασπίσει αποτελεσματικά τον εαυτό του. Αφού κρίθηκε ένοχος προδοσίας, καταδικάστηκε σε θάνατο με λιθοβολισμό.
Όταν τα έμαθε όλα αυτά ο πατέρας του Παλαμήδη, ο Ναύπλιος, ήρθε στην Τροία για να μάθει από πρώτο χέρι τι ακριβώς έγινε και να αναζητήσει τυχόν ευθύνες, καθώς δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο γιος του ήταν προδότης. Όλοι οι Αχαιοί όμως τον αγνόησαν και κανείς δεν ασχολήθηκε με τους προβληματισμούς του. Τότε ο Ναύπλιος επέστρεψε στην Ελλάδα αποφασισμένος να τους εκδικηθεί με όποιον τρόπο μπορούσε. Έτσι, όσο καιρό έλειπαν οι Αχαιοί από τα σπίτια τους, επισκεπτόταν ο Ναύπλιος τις γυναίκες τους, την Κλυταιμνήστρα του Αγαμέμνονα, τη Μήδα του Ιδομενέα και την Αιγιάλεια του Διομήδη και τις ωθούσε σε συζυγικές απιστίες.
Το ίδιο προσπάθησε και με την Πηνελόπη, αλλά δεν τα κατάφερε. Μπόρεσε όμως να πείσει αρκετούς φιλόδοξους άντρες να μείνουν στο παλάτι του Οδυσσέα ως υποψήφιοι γαμπροί και να του τρώνε την περιουσία. Κι όταν αργότερα πληροφορήθηκε ο Ναύπλιος πως τέλειωσε ο πόλεμος και οι Αχαιοί γυρίζουν στην Ελλάδα, βρήκε την ευκαιρία να πάρει πιο άμεση εκδίκηση. ʼναψε φωτιές στο βουνό Καφηρέας για να νομίζουν οι Αχαιοί πως φτάνουν σε λιμάνι και να τσακίζονται πάνω στα βράχια. Κι όσοι επιζούσαν από τα ναυάγια αυτά, τους σκότωνε ο ίδιος ο Ναύπλιος.
Ο Παλαμήδης ήταν γιος του Ναύπλιου και της Ησιόνης. Εξαιρετικά εύστροφος, επινοητικός και εφευρετικός ο Παλαμήδης, ξεπερνούσε κατά πολύ τον Οδυσσέα, ο οποίος τον εχθρευόταν από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν ο Παλαμήδης, που είχε έρθει μαζί με τον Νέστορα και τον Μενέλαο στην Ιθάκη, αποκάλυψε το πονηρό του τέχνασμα, με το οποίο ήθελε να αποφύγει τον πόλεμο.
Οι εξαιρετικές ικανότητες του Παλαμήδη φάνηκαν και αργότερα σε άλλες περιπτώσεις. Όταν στην Αυλίδα ο στρατός παραπονέθηκε για την άδικη και άτακτη διανομή των συσσιτίων, ο Παλαμήδης ανέλαβε να οργανώσει τη μοιρασιά, ώστε να γίνεται ακριβοδίκαια και σε τακτά χρονικά διαστήματα. Κι όταν πάλι στη διάρκεια του ένατου χρόνου του πολέμου έλειψαν οι τροφές από το αχαϊκό στρατόπεδο, αυτός ήταν που πήγε να φέρει από τη Δήλο τις κόρες του βασιλιά ʼνιου.. Φρόντισε ακόμα και για την ψυχαγωγία των ελληνικών στρατευμάτων επινοώντας ένα παιχνίδι με πεσσούς. Ο Παλαμήδης είχε έτσι κερδίσει ξεχωριστή θέση στις καρδιές των Αχαιών και ο Οδυσσέας, εκτός από την εχθρότητα, είχε κάθε λόγο να νιώθει και ζήλια, μια που η ύπαρξη του Παλαμήδη εμπόδιζε τον ίδιο να παινεύεται πως ήταν ο πιο εφευρετικός και πολυμήχανος μεταξύ των Αχαιών.
Η ευκαιρία που αναζητούσε ο Οδυσσέας για να εξολοθρεύσει τον Παλαμήδη με δολοπλοκίες δεν άργησε να του δοθεί. Κάποτε αιχμαλώτισε ο Οδυσσέας ένα δούλο που έφερνε χρυσάφι στο σύμμαχο των Τρώων, τον Σαρπηδόνα, τον αρχηγό των Λυκίων. Υποχρέωσε τότε το δούλο να γράψει στη γλώσσα του ένα γράμμα, στο οποίο ο Πρίαμος απευθυνόμενος στον Παλαμήδη έλεγε πως είχε στείλει όσα είχαν συμφωνήσει και πως τον ευχαριστούσε που είχε βοηθήσει τους Τρώες. ʼφησε το δούλο να φύγει, αλλά έστειλε κάποιον που τον σκότωσε πριν προλάβει να απομακρυνθεί πολύ. Έστειλε μήνυμα κατόπιν στον Αγαμέμνονα πως είχε δει σημαδιακό όνειρο που του υποδείκνυε να μετακινηθεί όλος ο στρατός από τις μόνιμες εγκαταστάσεις του σε άλλη θέση για στρατιωτικές ασκήσεις.
Στο διάστημα που έλειπε ο στρατός, έβαλε ο Οδυσσέας κάποιον να θάψει το χρυσάφι που πήρε από το δούλο στη σκηνή του Παλαμήδη. Όταν βρέθηκε το πτώμα του δούλου και διαβάστηκε η επιστολή που ήταν γραμμένη στη γλώσσα του, κινήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, υποψίες εναντίον του Παλαμήδη.
Για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, διέταξε ο Αγαμέμνονας, με υπόδειξη φυσικά του Οδυσσέα, να γίνει έρευνα στη σκηνή του Παλαμήδη. Το χρυσάφι που βρέθηκε θαμμένο εκεί αποτελούσε αδιάσειστη απόδειξη της ενοχής του ήρωα και στο δικαστήριο που ακολούθησε δεν μπόρεσε να υπερασπίσει αποτελεσματικά τον εαυτό του. Αφού κρίθηκε ένοχος προδοσίας, καταδικάστηκε σε θάνατο με λιθοβολισμό.
Όταν τα έμαθε όλα αυτά ο πατέρας του Παλαμήδη, ο Ναύπλιος, ήρθε στην Τροία για να μάθει από πρώτο χέρι τι ακριβώς έγινε και να αναζητήσει τυχόν ευθύνες, καθώς δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο γιος του ήταν προδότης. Όλοι οι Αχαιοί όμως τον αγνόησαν και κανείς δεν ασχολήθηκε με τους προβληματισμούς του. Τότε ο Ναύπλιος επέστρεψε στην Ελλάδα αποφασισμένος να τους εκδικηθεί με όποιον τρόπο μπορούσε. Έτσι, όσο καιρό έλειπαν οι Αχαιοί από τα σπίτια τους, επισκεπτόταν ο Ναύπλιος τις γυναίκες τους, την Κλυταιμνήστρα του Αγαμέμνονα, τη Μήδα του Ιδομενέα και την Αιγιάλεια του Διομήδη και τις ωθούσε σε συζυγικές απιστίες.
Το ίδιο προσπάθησε και με την Πηνελόπη, αλλά δεν τα κατάφερε. Μπόρεσε όμως να πείσει αρκετούς φιλόδοξους άντρες να μείνουν στο παλάτι του Οδυσσέα ως υποψήφιοι γαμπροί και να του τρώνε την περιουσία. Κι όταν αργότερα πληροφορήθηκε ο Ναύπλιος πως τέλειωσε ο πόλεμος και οι Αχαιοί γυρίζουν στην Ελλάδα, βρήκε την ευκαιρία να πάρει πιο άμεση εκδίκηση. ʼναψε φωτιές στο βουνό Καφηρέας για να νομίζουν οι Αχαιοί πως φτάνουν σε λιμάνι και να τσακίζονται πάνω στα βράχια. Κι όσοι επιζούσαν από τα ναυάγια αυτά, τους σκότωνε ο ίδιος ο Ναύπλιος.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ
Έτσι ο Οδυσσέας αναλαμβάνει να αιχμαλωτίσει τον Έλενο, πράγμα που τελικά καταφέρνει μετά από πολλές ενέδρες ένα βράδυ που τον πέτυχε ανυποψίαστο έξω από την πόλη. Τον φέρνει στη συνέλευση των Αχαιών, όπου ο Έλενος αναγκάζεται να τους αποκαλύψει πως θα έπαιρναν την Τροία, μόνο αν είχαν με το μέρος τους το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή και αν ερχόταν στην Τροία ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος. Τα όπλα του Ηρακλή τα είχε ο Φιλοκτήτης, που είχε ακολουθήσει τους Αχαιούς στην εκστρατεία κατά της Τροίας. Όταν θυσίαζαν όμως στη Χρύση, τον δάγκωσε ένα φίδι, η πληγή κακοφόρμισε και μύριζε τόσο άσχημα, που οι Αχαιοί τον άφησαν στη Λήμνο, μη μπορώντας να ανεχτούν την κακοσμία. Παρατημένος σχεδόν δέκα χρόνια τώρα σ' ένα ερημονήσι χωρίς να ενδιαφερθεί κανείς από τους Αχαιούς γι' αυτόν, μάλλον δε θα ήθελε να τους βοηθήσει τώρα που τον χρειάζονται. Πηγαίνουν ωστόσο ο Οδυσσέας και ο Διομήδης στη Λήμνο και καταφέρνουν με ύπουλο τρόπο να του πάρουν τα όπλα του Ηρακλή. Χρησιμοποιώντας τα ως διαπραγματευτικό μέσο τον πείθουν να τους ακολουθήσει στην Τροία, όπου γιατρεύεται.
Καθώς ο Φιλοκτήτης ήταν άριστος τοξότης, σκοτώνει πολλούς Τρώες. Μονομαχεί και με τον Πάρη, τον οποίο σκοτώνει με τα βέλη του. Στο νεκρό κορμί του Πάρη ορμά ο Μενέλαος και το κακομεταχειρίζεται αλύπητα, βγάζοντας το άχτι του για την αρπαγή της γυναίκας του και για όσα ακολούθησαν. Το νεκρό Πάρη καταφέρνουν τελικά να πάρουν οι Τρώες μετά από σφοδρές συγκρούσεις και τον μεταφέρουν στην Τροία. Την Ελένη την παντρεύεται τώρα ο αδερφός του Πάρη, ο Δηίφοβος. Σύμφωνα με τους χρησμούς που είχαν αποσπάσει από τον Έλενο, για να πάρουν την Τροία, έπρεπε να φέρουν το γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο.
Όταν κρυβόταν ο Αχιλλέας στην αυλή του Λυκομήδη στη Σκύρο, απόχτησε ένα γιο με μια από τις βασιλοπούλες, τη Δηιδάμεια. Όσο καιρό ζούσε ο Αχιλλέας εκεί ντυμένος με γυναικεία ρούχα, τον φώναζαν Πύρρα. Έτσι, ο γιος του ονομάστηκε Πύρρος. Αργότερα ο Φοίνικας, ο συμβουλάτορας και καθοδηγητής του Αχιλλέα στον Τρωικό πόλεμο, τον ονόμασε Νεοπτόλεμο, γιατί ο πατέρας του πήγε στον πόλεμο νέος .Οι Αχαιοί αναθέτουν στον Οδυσσέα να φέρει τον Νεοπτόλεμο, που τους είναι απαραίτητος, από τη Σκύρο.
Ο Οδυσσέας πείθει με ευκολία τον Λυκομήδη να δώσει τη συγκατάθεσή του να πάει ο εγγονός του στην Τροία, επειδή και ο ίδιος ο Νεοπτόλεμος επιθυμεί να πολεμήσει. Μόλις έφτασαν στο στρατόπεδο των Αχαιών, ο Οδυσσέας δίνει στον Νεοπτόλεμο τα όπλα του πατέρα του. Οι Αχαιοί υποδέχονται με χαρά τον Νεοπτόλεμο στις τάξεις τους, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον πατέρα του, τον Αχιλλέα. Και γρήγορα διαπιστώνουν πως ο Νεοπτόλεμος ορμά σαν εκείνον στη μάχη ασυγκράτητος σκοτώνοντας πολλούς Τρώες.
Ο Ευρύπυλος, γιος του Τήλεφου και της αδερφής του Πρίαμου Αστυόχης, ήταν βασιλιάς της Μυσίας. Σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου η Αστυόχη δεν επέτρεπε στο γιο της να πάει να πολεμήσει, εκμεταλλευόμενη το λόγο που έδωσε ο σύζυγός της Τήλεφος στους Αχαιούς ότι δε θα πολεμήσει στο πλευρό των Τρώων σε αντάλλαγμα για τη γιατρειά του ποδιού του από τον Οδυσσέα. Ο Πρίαμος αποφασίζει τελικά να εξαγοράσει τη συγκατάθεσή της, δωροδοκώντας την με ένα κλήμα με σταφύλια και φύλλα από χρυσάφι, φτιαγμένο από τα χέρια του Ήφαιστου. Έτσι έρχεται στην Τροία ο Ευρύπυλος με πολύ στρατό. Διακρίνεται στις μάχες με τους Αχαιούς σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς. Τελικά μονομαχεί με τον Νεοπτόλεμο, ο οποίος τον σκοτώνει με το κοντάρι του ύστερα από σφοδρή σύγκρουση.
Έτσι ο Οδυσσέας αναλαμβάνει να αιχμαλωτίσει τον Έλενο, πράγμα που τελικά καταφέρνει μετά από πολλές ενέδρες ένα βράδυ που τον πέτυχε ανυποψίαστο έξω από την πόλη. Τον φέρνει στη συνέλευση των Αχαιών, όπου ο Έλενος αναγκάζεται να τους αποκαλύψει πως θα έπαιρναν την Τροία, μόνο αν είχαν με το μέρος τους το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή και αν ερχόταν στην Τροία ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος. Τα όπλα του Ηρακλή τα είχε ο Φιλοκτήτης, που είχε ακολουθήσει τους Αχαιούς στην εκστρατεία κατά της Τροίας. Όταν θυσίαζαν όμως στη Χρύση, τον δάγκωσε ένα φίδι, η πληγή κακοφόρμισε και μύριζε τόσο άσχημα, που οι Αχαιοί τον άφησαν στη Λήμνο, μη μπορώντας να ανεχτούν την κακοσμία. Παρατημένος σχεδόν δέκα χρόνια τώρα σ' ένα ερημονήσι χωρίς να ενδιαφερθεί κανείς από τους Αχαιούς γι' αυτόν, μάλλον δε θα ήθελε να τους βοηθήσει τώρα που τον χρειάζονται. Πηγαίνουν ωστόσο ο Οδυσσέας και ο Διομήδης στη Λήμνο και καταφέρνουν με ύπουλο τρόπο να του πάρουν τα όπλα του Ηρακλή. Χρησιμοποιώντας τα ως διαπραγματευτικό μέσο τον πείθουν να τους ακολουθήσει στην Τροία, όπου γιατρεύεται.
Καθώς ο Φιλοκτήτης ήταν άριστος τοξότης, σκοτώνει πολλούς Τρώες. Μονομαχεί και με τον Πάρη, τον οποίο σκοτώνει με τα βέλη του. Στο νεκρό κορμί του Πάρη ορμά ο Μενέλαος και το κακομεταχειρίζεται αλύπητα, βγάζοντας το άχτι του για την αρπαγή της γυναίκας του και για όσα ακολούθησαν. Το νεκρό Πάρη καταφέρνουν τελικά να πάρουν οι Τρώες μετά από σφοδρές συγκρούσεις και τον μεταφέρουν στην Τροία. Την Ελένη την παντρεύεται τώρα ο αδερφός του Πάρη, ο Δηίφοβος. Σύμφωνα με τους χρησμούς που είχαν αποσπάσει από τον Έλενο, για να πάρουν την Τροία, έπρεπε να φέρουν το γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο.
Όταν κρυβόταν ο Αχιλλέας στην αυλή του Λυκομήδη στη Σκύρο, απόχτησε ένα γιο με μια από τις βασιλοπούλες, τη Δηιδάμεια. Όσο καιρό ζούσε ο Αχιλλέας εκεί ντυμένος με γυναικεία ρούχα, τον φώναζαν Πύρρα. Έτσι, ο γιος του ονομάστηκε Πύρρος. Αργότερα ο Φοίνικας, ο συμβουλάτορας και καθοδηγητής του Αχιλλέα στον Τρωικό πόλεμο, τον ονόμασε Νεοπτόλεμο, γιατί ο πατέρας του πήγε στον πόλεμο νέος .Οι Αχαιοί αναθέτουν στον Οδυσσέα να φέρει τον Νεοπτόλεμο, που τους είναι απαραίτητος, από τη Σκύρο.
Ο Οδυσσέας πείθει με ευκολία τον Λυκομήδη να δώσει τη συγκατάθεσή του να πάει ο εγγονός του στην Τροία, επειδή και ο ίδιος ο Νεοπτόλεμος επιθυμεί να πολεμήσει. Μόλις έφτασαν στο στρατόπεδο των Αχαιών, ο Οδυσσέας δίνει στον Νεοπτόλεμο τα όπλα του πατέρα του. Οι Αχαιοί υποδέχονται με χαρά τον Νεοπτόλεμο στις τάξεις τους, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον πατέρα του, τον Αχιλλέα. Και γρήγορα διαπιστώνουν πως ο Νεοπτόλεμος ορμά σαν εκείνον στη μάχη ασυγκράτητος σκοτώνοντας πολλούς Τρώες.
Ο Ευρύπυλος, γιος του Τήλεφου και της αδερφής του Πρίαμου Αστυόχης, ήταν βασιλιάς της Μυσίας. Σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου η Αστυόχη δεν επέτρεπε στο γιο της να πάει να πολεμήσει, εκμεταλλευόμενη το λόγο που έδωσε ο σύζυγός της Τήλεφος στους Αχαιούς ότι δε θα πολεμήσει στο πλευρό των Τρώων σε αντάλλαγμα για τη γιατρειά του ποδιού του από τον Οδυσσέα. Ο Πρίαμος αποφασίζει τελικά να εξαγοράσει τη συγκατάθεσή της, δωροδοκώντας την με ένα κλήμα με σταφύλια και φύλλα από χρυσάφι, φτιαγμένο από τα χέρια του Ήφαιστου. Έτσι έρχεται στην Τροία ο Ευρύπυλος με πολύ στρατό. Διακρίνεται στις μάχες με τους Αχαιούς σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς. Τελικά μονομαχεί με τον Νεοπτόλεμο, ο οποίος τον σκοτώνει με το κοντάρι του ύστερα από σφοδρή σύγκρουση.
Η ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ
Μαζί με τους χρησμούς για την άλωση της Τροίας ο Έλενος είχε αποκαλύψει στους Αχαιούς ότι η Τροία δε θα έπεφτε στα χέρια τους, αν δεν απομάκρυναν από την πόλη το Παλλάδιο, το ξύλινο άγαλμα που βρισκόταν στο ναό της Παλλάδας Αθηνάς και προστάτευε την πόλη. Η κλοπή του Παλλάδιου ανατίθεται στον Οδυσσέα, που θεώρησε σκόπιμο να μπει πρώτα στην Τροία ως κατάσκοπος για κατόπτευση και συλλογή πληροφοριών. Για το σκοπό αυτόν βάζει να τον κακοποιήσουν, ντύνεται με κουρέλια και μπαίνει στην Τροία. Εμφανίζεται μπροστά στους Τρώες ρακένδυτος και ελεεινός, ζητώντας προστασία από τους Αχαιούς που τον είχαν καταντήσει έτσι. Κανείς δε φαίνεται να τον αναγνωρίζει, εκτός ίσως από την Ελένη, που με σειρά έξυπνων ερωτήσεων προσπαθεί να ανιχνεύσει στοιχεία για την πραγματική του ταυτότητα ή ιδιότητα.
Ο Οδυσσέας με έξυπνες απαντήσεις καταφέρνει να μην προδοθεί. Τότε η Ελένη ζητά από τους Τρώες να πάρει στο σπίτι της τον κακόμοιρο αυτόν άνθρωπο για να τον φροντίσει. Εκεί μαθαίνει η Ελένη τα σχέδια των Αχαιών για την άλωση της Τροίας, αφού πρώτα ορκίστηκε ότι δε θα τον προδώσει. Στη συνέχεια, τον βοηθά να μάθει όσα ήθελε και ο Οδυσσέας, αφού σκοτώνει τους σκοπούς που φρουρούσαν τις πύλες, γυρίζει στο στρατόπεδο των Αχαιών σώος και αβλαβής.
Τώρα που έχει κατατοπιστεί στους δρόμους της πόλης ο Οδυσσέας, ξαναμπαίνει στην πόλη από έναν υπόνομο μαζί με τον Διομήδη, φτάνουν στο ναό, σκοτώνουν τους φρουρούς, αρπάζουν το Παλλάδιο και παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Καθώς περπατάνε, ζητά ο Οδυσσέας από τον Διομήδη το Παλλάδιο, για να το μεταφέρει εκείνος στο στρατόπεδο και να δοξαστεί από τους Αχαιούς. Ο Διομήδης αρνείται, κάνοντας προφανώς την ίδια σκέψη. Τότε ο Οδυσσέας, που βρίσκεται πίσω από τον Διομήδη, σηκώνει το σπαθί του για τον σκοτώσει. Ο Διομήδης αντιλαμβάνεται το σπαθί και γυρίζει να τον αντιμετωπίσει. Καθώς είναι πιο δυνατός, τον νικά και συνεχίζουν το δρόμο τους, ο Οδυσσέας μπροστά και ο Διομήδης πίσω με το σπαθί στο ένα χέρι και το Παλλάδιο στο άλλο. Το περιστατικό φαίνεται πως το αποσιώπησαν και οι δυο ήρωες, γιατί δε γίνεται περισσότερος λόγος γι' αυτό.
(ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ)-ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 10ΧΡΟΝΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Προτού αρπάξουν οι Αχαιοί το Παλλάδιο από την Τροία, συμβούλεψε η Αθηνά τον Οδυσσέα να αναθέσει στον Επειό την κατασκευή ενός τεράστιου ξύλινου αλόγου. Το άλογο αυτό έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Δούρειος Ίππος. Και πράγματι, ο Επειός, χρησιμοποιώντας ξυλεία από το γειτονικό βουνό Ίδα, κατάφερε να κατασκευάσει ένα ξύλινο άλογο τεράστιων διαστάσεων με κρυφά ανοίγματα δεξιά και αριστερά, στο εσωτερικό του οποίου χωρούσαν περίπου τρεις χιλιάδες ένοπλοι.
Τώρα που οι Αχαιοί έχουν το Παλλάδιο στην κατοχή τους και η Τροία είναι απροστάτευτη, μπορούν επιτέλους να βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Σκαλίζουν αρχικά πάνω στον Δούρειο Ίππο την επιγραφή "Έλληνες Αθηνά χαριστήριον" και στη συνέχεια μπαίνουν μέσα του οι πιο αντρειωμένοι από τους Αχαιούς ήρωες, ο Οδυσσέας, ο Διομήδης, ο Μενέλαος, ο Αίας ο Λοκρός, ο Νεοπτόλεμος, ο Τεύκρος, ο Ιδομενέας, ο Μηριόνης και φυσικά ο Επειός, που ξέρει να ανοίγει τα κρυφά ανοίγματα. Για όλους αυτούς που κλείνονται μέσα στο ξύλινο κατασκεύασμα ο κίνδυνος είναι εξαιρετικά μεγάλος. Αν οι Τρώες τους ανακαλύψουν, δε θα υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα σωτηρίας. Το διακινδυνεύουν όμως για να επιτευχθεί ο κοινός σκοπός. Μόλις ολοκληρώνεται η επιβίβασή τους στον Δούρειο Ίππο, βάζουν φωτιά στις σκηνές τους οι υπόλοιποι, σέρνουν τα καράβια τους στη θάλασσα, ανεβαίνουν επάνω σ' αυτά και εγκαταλείπουν το ακρογιάλι της Τροίας. Καταπλέουν στην Τένεδο, σ' ένα σημείο της που δε φαίνεται από την Τροία. Πίσω τους αφήνουν μόνο ένα συγγενή του Οδυσσέα, τον Σίνωνα, που θα προσπαθήσει την επόμενη μέρα να παραπλανήσει τους Τρώες.
Όταν έρχεται το άλλο πρωί, οι Τρώες δεν πιστεύουν στα μάτια τους.
Από τα τείχη βλέπουν τις ρημαγμένες σκηνές, το άδειο στρατόπεδο και δεν μπορούν να καταλάβουν τι γίνεται. Προσεκτικά βγαίνουν από την πόλη, αλλά μένουν στην αρχή κοντά στα τείχη, φοβούμενοι ότι οι Αχαιοί θα ξεφυτρώσουν μπροστά τους από στιγμή σε στιγμή. Δε συμβαίνει όμως αυτό, ξεπερνούν τους δισταγμούς τους, ξεθαρρεύουν και μπαίνουν στο πυρπολημένο στρατόπεδο των Αχαιών. Δεν αργούν να ανακαλύψουν και τον Δούρειο Ίππο, που φαίνεται να είναι το μοναδικό πράγμα που έχουν αφήσει οι Αχαιοί πίσω τους. Η ανάγνωση της επιγραφής που βρίσκεται πάνω του οδηγεί αρκετούς στο συμπέρασμα πως πρέπει να μεταφέρουν το ξύλινο αυτό αφιέρωμα μέσα στην πόλη. Μερικοί όμως δε φαίνεται να πείθονται και διαφωνούν, ζητώντας να ελέγξουν το περιεχόμενο του κατασκευάσματος, ενώ άλλοι πιο δύσπιστοι θέλουν να το πετάξουν κατευθείαν στον γκρεμό.
Εκείνη τη στιγμή καταφθάνουν μερικοί Τρώες σέρνοντας μαζί τους έναν αιχμάλωτο, που δεν είναι άλλος από τον Σίνωνα. Εκείνος, προετοιμασμένος καλά για την ανάκριση που ακολουθεί, αρχίζει να διηγείται την πλαστή ιστορία του, με σκοπό να ξεγελάσει τους Τρώες.
Ο ίδιος είναι, λέει, συγγενής του Παλαμήδη, του πιο τιμημένου ήρωα ανάμεσα στους Αχαιούς, που με την επινοητικότητα και την παλικαριά του είχε βγάλει τους Αχαιούς από δύσκολη θέση σε πολλές περιπτώσεις. Εκείνοι όμως οι αχάριστοι τον σκότωσαν μετά από την πλεκτάνη που του έστησε ο Οδυσσέας. Και ο ίδιος έπεσε σε δυσμένεια, γιατί δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του για το φόνο του συγγενή του και την επιθυμία του να εκδικηθεί τους Αχαιούς για την άδικη απόφασή τους. Ιδιαίτερα ο Οδυσσέας δεν τον άφηνε σε ησυχία. Ευτυχώς όμως για τον ίδιο τον Σίνωνα, οι Αχαιοί είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρότερα προβλήματα, καθώς ο Οδυσσέας και ο Διομήδης είχαν εξοργίσει την Αθηνά με την ανόσια πράξη τους να πιάσουν το Παλλάδιο με χέρια μολυσμένα από το φόνο των φρουρών του ναού της στην Τροία. Μόλις το έφεραν στο στρατόπεδο των Αχαιών, εκείνο αναπήδησε τρεις φορές βγάζοντας φλόγες από τα μάτια.
Οι χρησμοί του μάντη Κάλχα για την εξήγηση του φαινομένου αυτού ήταν σαφείς. Η Αθηνά δεν προστάτευε πια τους Αχαιούς, έπρεπε να διακόψουν την πολιορκία και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Πριν όμως από την αναχώρησή τους κατασκεύασαν ένα ξύλινο αφιέρωμα προς τιμή της θεάς για να την εξευμενίσουν. Ήταν επίτηδες τεράστιο, για να μην το πάρουν οι Τρώες μέσα στην πόλη στη θέση του Παλλάδιου. Αν όμως το κατέστρεφαν, θα προκαλούσαν εκείνοι την οργή της θεάς.
Έκαναν οι Αχαιοί τις απαραίτητες προετοιμασίες για τον απόπλου, συνέχισε ο Σίνωνας, η κακοκαιρία όμως δεν τους επέτρεπε να φύγουν. Έστειλαν τότε τον Ευρύπυλο στο μαντείο των Δελφών, ο οποίος γύρισε με την απάντηση πως έπρεπε να κάνουν ανθρωποθυσία, όπως στην Αυλίδα, για να εξασφαλίσουν ευνοϊκούς ανέμους, χωρίς όμως να καθορίζει το μαντείο ποιος έπρεπε να είναι το θύμα. Μπροστά στο νέο αυτό αδιέξοδο όλοι στράφηκαν προς τον Κάλχα, που αρχικά δήλωσε πως ούτε κι αυτός ήξερε.
Αργότερα όμως, σε συνεννόηση προφανώς με τον Οδυσσέα, που ήθελε να εξοντώσει τον εχθρό του, υπέδειξε τον Σίνωνα. Εκείνος όμως κατάφερε να ξεφύγει και να κρυφτεί ως τη στιγμή που οι Τρώες τον ανακάλυψαν και τον έφεραν εκεί, όπου τώρα τους διηγείται την πονεμένη ιστορία του. Και ο Σίνωνας τελειώνει την αφήγηση της ψεύτικης ιστορίας του, εκφράζοντας την ελπίδα πως θα τον λυπηθούν οι εχθροί μετά από όσα πέρασε από τους φίλους.
Οι Τρώες δεν μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους για όσα ακούνε, πεπεισμένοι απόλυτα ότι ο Σίνωνας λέει την αλήθεια. Κατευχαριστημένοι λοιπόν τον αφήνουν ελεύθερο και με ό,τι μέσο διαθέτουν αρχίζουν να σέρνουν τον Δούρειο Ίππο προς την Τροία, θέλοντας να βρεθούν υπό την προστασία της Αθηνάς όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όταν διαπιστώνουν ότι είναι πολύ μεγάλος για να περάσει από τις Σκαιές Πύλες, γκρεμίζουν ένα κομμάτι από το τείχος και τον βάζουν μέσα στην πόλη. Καθώς προσπαθούν ν' αποφασίσουν ποια είναι η καλύτερη θέση για το αφιέρωμα, μάταια προσπαθεί η κόρη του Πρίαμου Κασσάνδρα να τους προειδοποιήσει για τους κινδύνους, που κυριολεκτικά εγκυμονεί το κατασκεύασμα αυτό, δηλαδή για τους Αχαιούς που βρίσκονται μέσα. Οι Τρώες όμως μένουν αμετάπειστοι και τοποθετούν τελικά τον Δούρειο Ίππο στην ακρόπολή τους, τα Πέργαμα.
Μια τελευταία προσπάθεια να προειδοποιήσει τους Τρώες κάνει ο θείος του Αινεία και ιερέας του Απόλλωνα στη Θύμβρα, ο Λαοκόοντας, που χτυπά τον Δούρειο Ίππο με το κοντάρι του στην κοιλιά ξεσηκώνοντας νέους δισταγμούς. Οι περισσότεροι Τρώες όμως έχουν πια πειστεί για την ορθότητα της απόφασής τους και οι επιφυλάξεις του Λαοκόοντα πέφτουν στο κενό. Τότε ο ιερέας πηγαίνει με τους δυο γιους του στην παραλία για να θυσιάσει έναν ταύρο στον Ποσειδώνα. Εκεί βρίσκει όμως φριχτό θάνατο μαζί με τον ένα γιο του από δυο πελώρια φίδια, που βγαίνουν από τη θάλασσα και τους κατασπαράζουν. Ο θάνατος του Λαοκόοντα παραμερίζει και τους τελευταίους δισταγμούς, καθώς οι Τρώες τον ερμηνεύουν ως τιμωρία για την ασέβειά του να χτυπήσει με το κοντάρι το αφιέρωμα στην Αθηνά. Έτσι ρίχνονται όλοι στα γλέντια για τη λήξη του πολέμου.
Τα γλέντια συνεχίζονται όλη τη μέρα και, καθώς φτάνει η νύχτα, αρχίζουν να αποσύρονται σιγά σιγά οι Τρώες στα σπίτια τους ζαλισμένοι από το κρασί και κατάκοποι από τις διασκεδάσεις και τις συγκινήσεις της ημέρας. Σε λίγο όλοι κοιμούνται βαθιά, εκτός από την Ελένη και τον καινούριο της σύζυγο, τον Δηίφοβο. Οι δυο αυτοί έχουν βάσιμες υποψίες πως στο εσωτερικό του ξύλινου κατασκευάσματος βρίσκονται Αχαιοί. Για να διαπιστωθεί αν αυτό είναι αλήθεια ή όχι, αποφασίζει η Ελένη να χρησιμοποιήσει τη μαγική τέχνη που κατέχει και το χάρισμα να μιμείται τη φωνή όποιας γυναίκας ήθελε, το οποίο της έδωσε ως γαμήλιο δώρο η Αφροδίτη τη μέρα του γάμου της με τον Μενέλαο.
Συνοδευόμενη λοιπόν από τον άντρα της, φτάνει η Ελένη στην ακρόπολη και πλησιάζει τον Δούρειο Ίππο. Κάνει τρεις φορές το γύρο του ακουμπώντας τον με μαγικό τρόπο, για να αδρανήσουν οι ψυχικές δυνάμεις των κρυμμένων Αχαιών και να επιβάλει εκείνη τη δική της θέληση.
Στη συνέχεια αρχίζει να μιλάει διαδοχικά με τον κάθε ήρωα ξεχωριστά, σαν να ήταν μπροστά της, μιμούμενη τη φωνή της γυναίκας του καθενός. Στο εσωτερικό του Δούρειου Ίππου η κατάσταση είναι φοβερή. Οι γυναίκες τους, που χρόνια τώρα νοσταλγούν να δουν και ν' αγκαλιάσουν, είναι εκεί. Πρέπει να είναι εκεί, αφού ακούγονται οι φωνές. Το μόνο που έχουν να κάνουν, είναι να βγουν έξω, να τις πάρουν στην αγκαλιά τους και να πάνε στα σπίτια τους, να ξεχάσουν πια αυτόν τον αιματηρό και άθλιο πόλεμο.
Αρκετοί από τους Αχαιούς ήρωες κοντεύουν να ξεγελαστούν, σηκώνονται να ανταποκριθούν στο κάλεσμα, ο Οδυσσέας όμως με μια χειρονομία, με ένα σκούντημα με τον αγκώνα τους επαναφέρει στην πραγματικότητα. Και όταν ένας Αχαιός, ο Αντικλος, θέλει οπωσδήποτε να βγει έξω, τον αρπάζει ο Οδυσσέας, του φιμώνει το στόμα και τον ακινητοποιεί μέχρι να απομακρυνθούν επιτέλους η Ελένη και ο Δηίφοβος με την παρέμβαση της Αθηνάς.
Ο Σίνωνας, που έχει μείνει έξω από την Τροία, παρακολουθούσε από μακριά τις κινήσεις των Τρώων σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, τα γλέντια και τις διασκεδάσεις τους. Αφού βεβαιώνεται ότι όλα πήγαν καλά και ότι οι Τρώες δεν ανακάλυψαν τελικά το τέχνασμα των Αχαιών, ανεβαίνει στον τύμβο του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, στο Σίγειο, και μ' έναν αναμμένο πυρσό δίνει το σύνθημα στους Αχαιούς, που κρύβονται στην Τένεδο, να ξεκινήσουν
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
Και πράγματι, ο στόλος των Αχαιών, που ήταν σε ετοιμότητα, αρχίζει να αρμενίζει αμέσως και γρήγορα προσαράζει στο ακρογιάλι της Τροίας. Και ενώ οι Αχαιοί αποβιβάζονται στη στεριά, ο Οδυσσέας δίνει το σύνθημα να ανοίξουν τα κρυφά ανοίγματα του Δούρειου Ίππου.
Αρχίζουν τότε οι κρυμμένοι Αχαιοί να κατεβαίνουν με σκοινιά, με εξαίρεση τον άτυχο Εχίονα, που δεν πρόλαβε να πιαστεί από σκοινί, με αποτέλεσμα να πέσει από ψηλά και να σκοτωθεί. Μόλις πατούν οι υπόλοιποι το πόδι τους στο έδαφος, μοιράζονται σε ομάδες και ανοίγουν όλες τις πύλες του κάστρου της πόλης, ενώ τα πρώτα τμήματα του κύριου σώματος του στρατού των Αχαιών ήδη καταφτάνουν από την ακρογιαλιά.
Έτσι αρχίζει η σφαγή. Η αντίσταση των Τρώων είναι μηδαμινή, καθώς οι Αχαιοί τους πιάνουν κυριολεκτικά στον ύπνο και τους σφάζουν ανελέητα. Μεταξύ άλλων ο Διομήδης σκοτώνει έναν από τους σημαντικούς συμμάχους των Τρώων, τον Κόροιβο, που θα παντρευόταν την Κασσάνδρα. Ο Φιλοκτήτης σκοτώνει τον Αδμητο, γιο του Αυγεία.
Ο Νεοπτόλεμος μπαίνει στο παλάτι του Πρίαμου και μονομαχεί με τον Αγήνορα, το γιο του Αντήνορα, τον οποίο σκοτώνει. Στη συνέχεια αναζητά τον Πρίαμο, που έχει καταφύγει ικέτης στο βωμό του Έρκειου Δία. Τον βρίσκει εκεί μαζί με τη Λαοδίκη, τη γυναίκα του Ελικάονα. Τον αρπάζει και τον βγάζει έξω από το παλάτι, όπου τον σφάζει. Η Λαοδίκη χάνεται μέσα στη γη, πριν προλάβει ο Νεοπτόλεμος ν' αντιδράσει. Βρίσκει όμως και αιχμαλωτίζει τη γυναίκα του Έκτορα, την Ανδρομάχη, και το γιο τους, τον Αστυάνακτα. Και καθώς τους οδηγεί αιχμάλωτους στα πλοία, αρπάζει το παιδί και το πετά από τα τείχη στους βράχους. Έτσι, όλοι οι αρσενικοί απόγονοι του Πρίαμου είναι νεκροί, με εξαίρεση τον Έλενο. Η κόρη του Πρίαμου, η Κασσάνδρα, καταφεύγει στο βωμό της Αθηνάς. Εκεί τη βρίσκει ο Αίας ο Λοκρός, την αρπάζει και τη βιάζει μέσα στο ναό.
Για την ιερόσυλη αυτή πράξη του θα κινδυνέψει ο Αίας να σκοτωθεί με λιθοβολισμό από τους Αχαιούς αργότερα. Την ασέβεια του ήρωά τους προς τη θεά Αθηνά θα πληρώνουν όμως για χίλια χρόνια οι κάτοικοι των Λοκρών με φόρο αίματος. Στο μεταξύ ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας επιχειρούν επίθεση στο σπίτι του Δηίφοβου και της Ελένης. Γίνονται φοβερές συγκρούσεις, τελικά όμως επικρατούν οι Αχαιοί, καταλαμβάνουν το σπίτι και ο Μενέλαος σκοτώνει με τα ίδια του τα χέρια τον Δηίφοβο. Και ενώ είναι έτοιμος να σκοτώσει και την Ελένη, εκείνη γυμνώνει το στήθος της και του αποκαλύπτει τα θέλγητρά της για να τον ηρεμήσει. Τότε εκείνος υποκύπτει στην ξεχωριστή ομορφιά της, συμφιλιώνονται και την παίρνει μαζί του στα καράβια μαζί με τις σκλάβες της.
Μια από αυτές, η μητέρα του Θησέα, η Αίθρα, αναγνωρίζεται από τους εγγονούς της, τον Ακάμαντα και τον Δημοφώντα, που έχουν ακολουθήσει τους Αχαιούς στην τρωική εκστρατεία. Αργότερα οι δυο νέοι θα ζητήσουν την απελευθέρωση της γιαγιάς τους, πράγμα που θα γίνει με την παρέμβαση του Αγαμέμνονα. Απ' όλους τους Τρώες οι Αχαιοί δεν πειράζουν μόνο το δημογέροντα Αντήνορα και την οικογένειά του. Ο ίδιος ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνονας έχει διατάξει να βάλουν ένα κομμάτι δέρμα στην πόρτα του σπιτιού του για σημάδι, ώστε κανείς από τους Αχαιούς να μην επιτεθεί εκεί. Και όταν ο Οδυσσέας βρίσκει τραυματισμένο έναν από τους γιους του, τον Ελικάονα, τον μεταφέρει σε ασφαλές μέρος, ενώ, όταν αργότερα ο Οδυσσέας και ο Μενέλαος αναγνωρίζουν μέσα στη μάχη έναν άλλο γιο του, τον Γλαύκο, τον αφήνουν να διαφύγει.
Ο μόνος άτυχος από την οικογένεια του Αντήνορα ήταν ο γιος του ο Αγήνορας, που σκοτώθηκε από τον Νεοπτόλεμο στο παλάτι του Πρίαμου. Σώθηκε επίσης και ο Αινείας που είχε καταφύγει με την οικογένειά του στην Ίδα πριν από την άλωση της Τροίας, επειδή θεώρησε κακό σημάδι το φριχτό θάνατο του θείου του Λαοκόοντα. Όταν πια οι σκοτωμοί τελείωσαν και οι λεηλασίες ολοκληρώθηκαν, βάζουν φωτιά οι Αχαιοί στην πόλη και την καταστρέφουν πέρα για πέρα. Στη συνέχεια μαζεύονται στον κάμπο μπροστά στα χαλάσματα της Τροίας και σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής αρχίζει η μοιρασιά των λαφύρων.
Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
Πρώτα ξεδιαλέγουν οι Αχαιοί ηγεμόνες τα πιο εκλεκτά λάφυρα και τα μοιράζονται μεταξύ τους. Οι νικητές Αχαιοί παίρνουν και τις γυναίκες των νικημένων Τρώων. Μεταξύ άλλων ο Αγαμέμνονας παίρνει την κόρη του Πρίαμου Κασσάνδρα και ο Νεοπτόλεμος τη γυναίκα του Έκτορα Ανδρομάχη.
Λέγεται πως ο Οδυσσέας πήρε τη γυναίκα του Πρίαμου Εκάβη, ενώ σύμφωνα με άλλους η Εκάβη δεν μπόρεσε ν' αντέξει τις συμφορές που τη βρήκαν και μεταμορφώθηκε σε σκύλα και αμέσως μετά πέθανε. Ενταφιάστηκε σ' ένα σημείο απέναντι από την Τροία, που έγινε γνωστό με το όνομα "Κυνός σήμα" (τάφος της σκύλας).
Τα υπόλοιπα λάφυρα (οπλισμός, υφάσματα, τιμαλφή, σκεύη, γυναίκες, ζώα κλπ.) μοιράζονται στους απλούς στρατιώτες με κλήρο. Μόλις ολοκληρώνεται η διαδικασία αυτή της μοιρασιάς, έρχεται η σειρά του πιο αντρειωμένου Αχαιού, του νεκρού Αχιλλέα, να πάρει το μερτικό του από τα λάφυρα.
Η προσφορά του Αχιλλέα στον πόλεμο ήταν πολύ μεγάλη, γι' αυτό ο Οδυσσέας λέει πως πρέπει να του προσφέρουν ένα από τα πιο εκλεκτά λάφυρα. Προτείνει λοιπόν να θυσιάσουν στον τάφο του την κόρη του Πρίαμου Πολυξένη. Οι Αχαιοί συμφωνούν με την πρότασή του και αρχίζουν οι προετοιμασίες για τη θυσία, που θα γίνει στον τύμβο του Αχιλλέα και του Πάτροκλου από τον Νεοπτόλεμο μπροστά σ' όλους τους Αχαιούς.
Και πραγματικά η Πολυξένη πλησιάζει με αληθινή βασιλική αξιοπρέπεια στο χώρο της θυσίας, αρνείται κατηγορηματικά να την κρατήσουν, γονατίζει και δέχεται το θανάσιμο χτύπημα στο λαιμό από το σπαθί του γιου του Αχιλλέα Νεοπτόλεμου.
Μαζί με τους χρησμούς για την άλωση της Τροίας ο Έλενος είχε αποκαλύψει στους Αχαιούς ότι η Τροία δε θα έπεφτε στα χέρια τους, αν δεν απομάκρυναν από την πόλη το Παλλάδιο, το ξύλινο άγαλμα που βρισκόταν στο ναό της Παλλάδας Αθηνάς και προστάτευε την πόλη. Η κλοπή του Παλλάδιου ανατίθεται στον Οδυσσέα, που θεώρησε σκόπιμο να μπει πρώτα στην Τροία ως κατάσκοπος για κατόπτευση και συλλογή πληροφοριών. Για το σκοπό αυτόν βάζει να τον κακοποιήσουν, ντύνεται με κουρέλια και μπαίνει στην Τροία. Εμφανίζεται μπροστά στους Τρώες ρακένδυτος και ελεεινός, ζητώντας προστασία από τους Αχαιούς που τον είχαν καταντήσει έτσι. Κανείς δε φαίνεται να τον αναγνωρίζει, εκτός ίσως από την Ελένη, που με σειρά έξυπνων ερωτήσεων προσπαθεί να ανιχνεύσει στοιχεία για την πραγματική του ταυτότητα ή ιδιότητα.
Ο Οδυσσέας με έξυπνες απαντήσεις καταφέρνει να μην προδοθεί. Τότε η Ελένη ζητά από τους Τρώες να πάρει στο σπίτι της τον κακόμοιρο αυτόν άνθρωπο για να τον φροντίσει. Εκεί μαθαίνει η Ελένη τα σχέδια των Αχαιών για την άλωση της Τροίας, αφού πρώτα ορκίστηκε ότι δε θα τον προδώσει. Στη συνέχεια, τον βοηθά να μάθει όσα ήθελε και ο Οδυσσέας, αφού σκοτώνει τους σκοπούς που φρουρούσαν τις πύλες, γυρίζει στο στρατόπεδο των Αχαιών σώος και αβλαβής.
Τώρα που έχει κατατοπιστεί στους δρόμους της πόλης ο Οδυσσέας, ξαναμπαίνει στην πόλη από έναν υπόνομο μαζί με τον Διομήδη, φτάνουν στο ναό, σκοτώνουν τους φρουρούς, αρπάζουν το Παλλάδιο και παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Καθώς περπατάνε, ζητά ο Οδυσσέας από τον Διομήδη το Παλλάδιο, για να το μεταφέρει εκείνος στο στρατόπεδο και να δοξαστεί από τους Αχαιούς. Ο Διομήδης αρνείται, κάνοντας προφανώς την ίδια σκέψη. Τότε ο Οδυσσέας, που βρίσκεται πίσω από τον Διομήδη, σηκώνει το σπαθί του για τον σκοτώσει. Ο Διομήδης αντιλαμβάνεται το σπαθί και γυρίζει να τον αντιμετωπίσει. Καθώς είναι πιο δυνατός, τον νικά και συνεχίζουν το δρόμο τους, ο Οδυσσέας μπροστά και ο Διομήδης πίσω με το σπαθί στο ένα χέρι και το Παλλάδιο στο άλλο. Το περιστατικό φαίνεται πως το αποσιώπησαν και οι δυο ήρωες, γιατί δε γίνεται περισσότερος λόγος γι' αυτό.
(ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ)-ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 10ΧΡΟΝΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Προτού αρπάξουν οι Αχαιοί το Παλλάδιο από την Τροία, συμβούλεψε η Αθηνά τον Οδυσσέα να αναθέσει στον Επειό την κατασκευή ενός τεράστιου ξύλινου αλόγου. Το άλογο αυτό έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Δούρειος Ίππος. Και πράγματι, ο Επειός, χρησιμοποιώντας ξυλεία από το γειτονικό βουνό Ίδα, κατάφερε να κατασκευάσει ένα ξύλινο άλογο τεράστιων διαστάσεων με κρυφά ανοίγματα δεξιά και αριστερά, στο εσωτερικό του οποίου χωρούσαν περίπου τρεις χιλιάδες ένοπλοι.
Τώρα που οι Αχαιοί έχουν το Παλλάδιο στην κατοχή τους και η Τροία είναι απροστάτευτη, μπορούν επιτέλους να βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Σκαλίζουν αρχικά πάνω στον Δούρειο Ίππο την επιγραφή "Έλληνες Αθηνά χαριστήριον" και στη συνέχεια μπαίνουν μέσα του οι πιο αντρειωμένοι από τους Αχαιούς ήρωες, ο Οδυσσέας, ο Διομήδης, ο Μενέλαος, ο Αίας ο Λοκρός, ο Νεοπτόλεμος, ο Τεύκρος, ο Ιδομενέας, ο Μηριόνης και φυσικά ο Επειός, που ξέρει να ανοίγει τα κρυφά ανοίγματα. Για όλους αυτούς που κλείνονται μέσα στο ξύλινο κατασκεύασμα ο κίνδυνος είναι εξαιρετικά μεγάλος. Αν οι Τρώες τους ανακαλύψουν, δε θα υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα σωτηρίας. Το διακινδυνεύουν όμως για να επιτευχθεί ο κοινός σκοπός. Μόλις ολοκληρώνεται η επιβίβασή τους στον Δούρειο Ίππο, βάζουν φωτιά στις σκηνές τους οι υπόλοιποι, σέρνουν τα καράβια τους στη θάλασσα, ανεβαίνουν επάνω σ' αυτά και εγκαταλείπουν το ακρογιάλι της Τροίας. Καταπλέουν στην Τένεδο, σ' ένα σημείο της που δε φαίνεται από την Τροία. Πίσω τους αφήνουν μόνο ένα συγγενή του Οδυσσέα, τον Σίνωνα, που θα προσπαθήσει την επόμενη μέρα να παραπλανήσει τους Τρώες.
Όταν έρχεται το άλλο πρωί, οι Τρώες δεν πιστεύουν στα μάτια τους.
Από τα τείχη βλέπουν τις ρημαγμένες σκηνές, το άδειο στρατόπεδο και δεν μπορούν να καταλάβουν τι γίνεται. Προσεκτικά βγαίνουν από την πόλη, αλλά μένουν στην αρχή κοντά στα τείχη, φοβούμενοι ότι οι Αχαιοί θα ξεφυτρώσουν μπροστά τους από στιγμή σε στιγμή. Δε συμβαίνει όμως αυτό, ξεπερνούν τους δισταγμούς τους, ξεθαρρεύουν και μπαίνουν στο πυρπολημένο στρατόπεδο των Αχαιών. Δεν αργούν να ανακαλύψουν και τον Δούρειο Ίππο, που φαίνεται να είναι το μοναδικό πράγμα που έχουν αφήσει οι Αχαιοί πίσω τους. Η ανάγνωση της επιγραφής που βρίσκεται πάνω του οδηγεί αρκετούς στο συμπέρασμα πως πρέπει να μεταφέρουν το ξύλινο αυτό αφιέρωμα μέσα στην πόλη. Μερικοί όμως δε φαίνεται να πείθονται και διαφωνούν, ζητώντας να ελέγξουν το περιεχόμενο του κατασκευάσματος, ενώ άλλοι πιο δύσπιστοι θέλουν να το πετάξουν κατευθείαν στον γκρεμό.
Εκείνη τη στιγμή καταφθάνουν μερικοί Τρώες σέρνοντας μαζί τους έναν αιχμάλωτο, που δεν είναι άλλος από τον Σίνωνα. Εκείνος, προετοιμασμένος καλά για την ανάκριση που ακολουθεί, αρχίζει να διηγείται την πλαστή ιστορία του, με σκοπό να ξεγελάσει τους Τρώες.
Ο ίδιος είναι, λέει, συγγενής του Παλαμήδη, του πιο τιμημένου ήρωα ανάμεσα στους Αχαιούς, που με την επινοητικότητα και την παλικαριά του είχε βγάλει τους Αχαιούς από δύσκολη θέση σε πολλές περιπτώσεις. Εκείνοι όμως οι αχάριστοι τον σκότωσαν μετά από την πλεκτάνη που του έστησε ο Οδυσσέας. Και ο ίδιος έπεσε σε δυσμένεια, γιατί δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του για το φόνο του συγγενή του και την επιθυμία του να εκδικηθεί τους Αχαιούς για την άδικη απόφασή τους. Ιδιαίτερα ο Οδυσσέας δεν τον άφηνε σε ησυχία. Ευτυχώς όμως για τον ίδιο τον Σίνωνα, οι Αχαιοί είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρότερα προβλήματα, καθώς ο Οδυσσέας και ο Διομήδης είχαν εξοργίσει την Αθηνά με την ανόσια πράξη τους να πιάσουν το Παλλάδιο με χέρια μολυσμένα από το φόνο των φρουρών του ναού της στην Τροία. Μόλις το έφεραν στο στρατόπεδο των Αχαιών, εκείνο αναπήδησε τρεις φορές βγάζοντας φλόγες από τα μάτια.
Οι χρησμοί του μάντη Κάλχα για την εξήγηση του φαινομένου αυτού ήταν σαφείς. Η Αθηνά δεν προστάτευε πια τους Αχαιούς, έπρεπε να διακόψουν την πολιορκία και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Πριν όμως από την αναχώρησή τους κατασκεύασαν ένα ξύλινο αφιέρωμα προς τιμή της θεάς για να την εξευμενίσουν. Ήταν επίτηδες τεράστιο, για να μην το πάρουν οι Τρώες μέσα στην πόλη στη θέση του Παλλάδιου. Αν όμως το κατέστρεφαν, θα προκαλούσαν εκείνοι την οργή της θεάς.
Έκαναν οι Αχαιοί τις απαραίτητες προετοιμασίες για τον απόπλου, συνέχισε ο Σίνωνας, η κακοκαιρία όμως δεν τους επέτρεπε να φύγουν. Έστειλαν τότε τον Ευρύπυλο στο μαντείο των Δελφών, ο οποίος γύρισε με την απάντηση πως έπρεπε να κάνουν ανθρωποθυσία, όπως στην Αυλίδα, για να εξασφαλίσουν ευνοϊκούς ανέμους, χωρίς όμως να καθορίζει το μαντείο ποιος έπρεπε να είναι το θύμα. Μπροστά στο νέο αυτό αδιέξοδο όλοι στράφηκαν προς τον Κάλχα, που αρχικά δήλωσε πως ούτε κι αυτός ήξερε.
Αργότερα όμως, σε συνεννόηση προφανώς με τον Οδυσσέα, που ήθελε να εξοντώσει τον εχθρό του, υπέδειξε τον Σίνωνα. Εκείνος όμως κατάφερε να ξεφύγει και να κρυφτεί ως τη στιγμή που οι Τρώες τον ανακάλυψαν και τον έφεραν εκεί, όπου τώρα τους διηγείται την πονεμένη ιστορία του. Και ο Σίνωνας τελειώνει την αφήγηση της ψεύτικης ιστορίας του, εκφράζοντας την ελπίδα πως θα τον λυπηθούν οι εχθροί μετά από όσα πέρασε από τους φίλους.
Οι Τρώες δεν μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους για όσα ακούνε, πεπεισμένοι απόλυτα ότι ο Σίνωνας λέει την αλήθεια. Κατευχαριστημένοι λοιπόν τον αφήνουν ελεύθερο και με ό,τι μέσο διαθέτουν αρχίζουν να σέρνουν τον Δούρειο Ίππο προς την Τροία, θέλοντας να βρεθούν υπό την προστασία της Αθηνάς όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όταν διαπιστώνουν ότι είναι πολύ μεγάλος για να περάσει από τις Σκαιές Πύλες, γκρεμίζουν ένα κομμάτι από το τείχος και τον βάζουν μέσα στην πόλη. Καθώς προσπαθούν ν' αποφασίσουν ποια είναι η καλύτερη θέση για το αφιέρωμα, μάταια προσπαθεί η κόρη του Πρίαμου Κασσάνδρα να τους προειδοποιήσει για τους κινδύνους, που κυριολεκτικά εγκυμονεί το κατασκεύασμα αυτό, δηλαδή για τους Αχαιούς που βρίσκονται μέσα. Οι Τρώες όμως μένουν αμετάπειστοι και τοποθετούν τελικά τον Δούρειο Ίππο στην ακρόπολή τους, τα Πέργαμα.
Μια τελευταία προσπάθεια να προειδοποιήσει τους Τρώες κάνει ο θείος του Αινεία και ιερέας του Απόλλωνα στη Θύμβρα, ο Λαοκόοντας, που χτυπά τον Δούρειο Ίππο με το κοντάρι του στην κοιλιά ξεσηκώνοντας νέους δισταγμούς. Οι περισσότεροι Τρώες όμως έχουν πια πειστεί για την ορθότητα της απόφασής τους και οι επιφυλάξεις του Λαοκόοντα πέφτουν στο κενό. Τότε ο ιερέας πηγαίνει με τους δυο γιους του στην παραλία για να θυσιάσει έναν ταύρο στον Ποσειδώνα. Εκεί βρίσκει όμως φριχτό θάνατο μαζί με τον ένα γιο του από δυο πελώρια φίδια, που βγαίνουν από τη θάλασσα και τους κατασπαράζουν. Ο θάνατος του Λαοκόοντα παραμερίζει και τους τελευταίους δισταγμούς, καθώς οι Τρώες τον ερμηνεύουν ως τιμωρία για την ασέβειά του να χτυπήσει με το κοντάρι το αφιέρωμα στην Αθηνά. Έτσι ρίχνονται όλοι στα γλέντια για τη λήξη του πολέμου.
Τα γλέντια συνεχίζονται όλη τη μέρα και, καθώς φτάνει η νύχτα, αρχίζουν να αποσύρονται σιγά σιγά οι Τρώες στα σπίτια τους ζαλισμένοι από το κρασί και κατάκοποι από τις διασκεδάσεις και τις συγκινήσεις της ημέρας. Σε λίγο όλοι κοιμούνται βαθιά, εκτός από την Ελένη και τον καινούριο της σύζυγο, τον Δηίφοβο. Οι δυο αυτοί έχουν βάσιμες υποψίες πως στο εσωτερικό του ξύλινου κατασκευάσματος βρίσκονται Αχαιοί. Για να διαπιστωθεί αν αυτό είναι αλήθεια ή όχι, αποφασίζει η Ελένη να χρησιμοποιήσει τη μαγική τέχνη που κατέχει και το χάρισμα να μιμείται τη φωνή όποιας γυναίκας ήθελε, το οποίο της έδωσε ως γαμήλιο δώρο η Αφροδίτη τη μέρα του γάμου της με τον Μενέλαο.
Συνοδευόμενη λοιπόν από τον άντρα της, φτάνει η Ελένη στην ακρόπολη και πλησιάζει τον Δούρειο Ίππο. Κάνει τρεις φορές το γύρο του ακουμπώντας τον με μαγικό τρόπο, για να αδρανήσουν οι ψυχικές δυνάμεις των κρυμμένων Αχαιών και να επιβάλει εκείνη τη δική της θέληση.
Στη συνέχεια αρχίζει να μιλάει διαδοχικά με τον κάθε ήρωα ξεχωριστά, σαν να ήταν μπροστά της, μιμούμενη τη φωνή της γυναίκας του καθενός. Στο εσωτερικό του Δούρειου Ίππου η κατάσταση είναι φοβερή. Οι γυναίκες τους, που χρόνια τώρα νοσταλγούν να δουν και ν' αγκαλιάσουν, είναι εκεί. Πρέπει να είναι εκεί, αφού ακούγονται οι φωνές. Το μόνο που έχουν να κάνουν, είναι να βγουν έξω, να τις πάρουν στην αγκαλιά τους και να πάνε στα σπίτια τους, να ξεχάσουν πια αυτόν τον αιματηρό και άθλιο πόλεμο.
Αρκετοί από τους Αχαιούς ήρωες κοντεύουν να ξεγελαστούν, σηκώνονται να ανταποκριθούν στο κάλεσμα, ο Οδυσσέας όμως με μια χειρονομία, με ένα σκούντημα με τον αγκώνα τους επαναφέρει στην πραγματικότητα. Και όταν ένας Αχαιός, ο Αντικλος, θέλει οπωσδήποτε να βγει έξω, τον αρπάζει ο Οδυσσέας, του φιμώνει το στόμα και τον ακινητοποιεί μέχρι να απομακρυνθούν επιτέλους η Ελένη και ο Δηίφοβος με την παρέμβαση της Αθηνάς.
Ο Σίνωνας, που έχει μείνει έξω από την Τροία, παρακολουθούσε από μακριά τις κινήσεις των Τρώων σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, τα γλέντια και τις διασκεδάσεις τους. Αφού βεβαιώνεται ότι όλα πήγαν καλά και ότι οι Τρώες δεν ανακάλυψαν τελικά το τέχνασμα των Αχαιών, ανεβαίνει στον τύμβο του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, στο Σίγειο, και μ' έναν αναμμένο πυρσό δίνει το σύνθημα στους Αχαιούς, που κρύβονται στην Τένεδο, να ξεκινήσουν
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
Και πράγματι, ο στόλος των Αχαιών, που ήταν σε ετοιμότητα, αρχίζει να αρμενίζει αμέσως και γρήγορα προσαράζει στο ακρογιάλι της Τροίας. Και ενώ οι Αχαιοί αποβιβάζονται στη στεριά, ο Οδυσσέας δίνει το σύνθημα να ανοίξουν τα κρυφά ανοίγματα του Δούρειου Ίππου.
Αρχίζουν τότε οι κρυμμένοι Αχαιοί να κατεβαίνουν με σκοινιά, με εξαίρεση τον άτυχο Εχίονα, που δεν πρόλαβε να πιαστεί από σκοινί, με αποτέλεσμα να πέσει από ψηλά και να σκοτωθεί. Μόλις πατούν οι υπόλοιποι το πόδι τους στο έδαφος, μοιράζονται σε ομάδες και ανοίγουν όλες τις πύλες του κάστρου της πόλης, ενώ τα πρώτα τμήματα του κύριου σώματος του στρατού των Αχαιών ήδη καταφτάνουν από την ακρογιαλιά.
Έτσι αρχίζει η σφαγή. Η αντίσταση των Τρώων είναι μηδαμινή, καθώς οι Αχαιοί τους πιάνουν κυριολεκτικά στον ύπνο και τους σφάζουν ανελέητα. Μεταξύ άλλων ο Διομήδης σκοτώνει έναν από τους σημαντικούς συμμάχους των Τρώων, τον Κόροιβο, που θα παντρευόταν την Κασσάνδρα. Ο Φιλοκτήτης σκοτώνει τον Αδμητο, γιο του Αυγεία.
Ο Νεοπτόλεμος μπαίνει στο παλάτι του Πρίαμου και μονομαχεί με τον Αγήνορα, το γιο του Αντήνορα, τον οποίο σκοτώνει. Στη συνέχεια αναζητά τον Πρίαμο, που έχει καταφύγει ικέτης στο βωμό του Έρκειου Δία. Τον βρίσκει εκεί μαζί με τη Λαοδίκη, τη γυναίκα του Ελικάονα. Τον αρπάζει και τον βγάζει έξω από το παλάτι, όπου τον σφάζει. Η Λαοδίκη χάνεται μέσα στη γη, πριν προλάβει ο Νεοπτόλεμος ν' αντιδράσει. Βρίσκει όμως και αιχμαλωτίζει τη γυναίκα του Έκτορα, την Ανδρομάχη, και το γιο τους, τον Αστυάνακτα. Και καθώς τους οδηγεί αιχμάλωτους στα πλοία, αρπάζει το παιδί και το πετά από τα τείχη στους βράχους. Έτσι, όλοι οι αρσενικοί απόγονοι του Πρίαμου είναι νεκροί, με εξαίρεση τον Έλενο. Η κόρη του Πρίαμου, η Κασσάνδρα, καταφεύγει στο βωμό της Αθηνάς. Εκεί τη βρίσκει ο Αίας ο Λοκρός, την αρπάζει και τη βιάζει μέσα στο ναό.
Για την ιερόσυλη αυτή πράξη του θα κινδυνέψει ο Αίας να σκοτωθεί με λιθοβολισμό από τους Αχαιούς αργότερα. Την ασέβεια του ήρωά τους προς τη θεά Αθηνά θα πληρώνουν όμως για χίλια χρόνια οι κάτοικοι των Λοκρών με φόρο αίματος. Στο μεταξύ ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας επιχειρούν επίθεση στο σπίτι του Δηίφοβου και της Ελένης. Γίνονται φοβερές συγκρούσεις, τελικά όμως επικρατούν οι Αχαιοί, καταλαμβάνουν το σπίτι και ο Μενέλαος σκοτώνει με τα ίδια του τα χέρια τον Δηίφοβο. Και ενώ είναι έτοιμος να σκοτώσει και την Ελένη, εκείνη γυμνώνει το στήθος της και του αποκαλύπτει τα θέλγητρά της για να τον ηρεμήσει. Τότε εκείνος υποκύπτει στην ξεχωριστή ομορφιά της, συμφιλιώνονται και την παίρνει μαζί του στα καράβια μαζί με τις σκλάβες της.
Μια από αυτές, η μητέρα του Θησέα, η Αίθρα, αναγνωρίζεται από τους εγγονούς της, τον Ακάμαντα και τον Δημοφώντα, που έχουν ακολουθήσει τους Αχαιούς στην τρωική εκστρατεία. Αργότερα οι δυο νέοι θα ζητήσουν την απελευθέρωση της γιαγιάς τους, πράγμα που θα γίνει με την παρέμβαση του Αγαμέμνονα. Απ' όλους τους Τρώες οι Αχαιοί δεν πειράζουν μόνο το δημογέροντα Αντήνορα και την οικογένειά του. Ο ίδιος ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνονας έχει διατάξει να βάλουν ένα κομμάτι δέρμα στην πόρτα του σπιτιού του για σημάδι, ώστε κανείς από τους Αχαιούς να μην επιτεθεί εκεί. Και όταν ο Οδυσσέας βρίσκει τραυματισμένο έναν από τους γιους του, τον Ελικάονα, τον μεταφέρει σε ασφαλές μέρος, ενώ, όταν αργότερα ο Οδυσσέας και ο Μενέλαος αναγνωρίζουν μέσα στη μάχη έναν άλλο γιο του, τον Γλαύκο, τον αφήνουν να διαφύγει.
Ο μόνος άτυχος από την οικογένεια του Αντήνορα ήταν ο γιος του ο Αγήνορας, που σκοτώθηκε από τον Νεοπτόλεμο στο παλάτι του Πρίαμου. Σώθηκε επίσης και ο Αινείας που είχε καταφύγει με την οικογένειά του στην Ίδα πριν από την άλωση της Τροίας, επειδή θεώρησε κακό σημάδι το φριχτό θάνατο του θείου του Λαοκόοντα. Όταν πια οι σκοτωμοί τελείωσαν και οι λεηλασίες ολοκληρώθηκαν, βάζουν φωτιά οι Αχαιοί στην πόλη και την καταστρέφουν πέρα για πέρα. Στη συνέχεια μαζεύονται στον κάμπο μπροστά στα χαλάσματα της Τροίας και σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής αρχίζει η μοιρασιά των λαφύρων.
Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
Πρώτα ξεδιαλέγουν οι Αχαιοί ηγεμόνες τα πιο εκλεκτά λάφυρα και τα μοιράζονται μεταξύ τους. Οι νικητές Αχαιοί παίρνουν και τις γυναίκες των νικημένων Τρώων. Μεταξύ άλλων ο Αγαμέμνονας παίρνει την κόρη του Πρίαμου Κασσάνδρα και ο Νεοπτόλεμος τη γυναίκα του Έκτορα Ανδρομάχη.
Λέγεται πως ο Οδυσσέας πήρε τη γυναίκα του Πρίαμου Εκάβη, ενώ σύμφωνα με άλλους η Εκάβη δεν μπόρεσε ν' αντέξει τις συμφορές που τη βρήκαν και μεταμορφώθηκε σε σκύλα και αμέσως μετά πέθανε. Ενταφιάστηκε σ' ένα σημείο απέναντι από την Τροία, που έγινε γνωστό με το όνομα "Κυνός σήμα" (τάφος της σκύλας).
Τα υπόλοιπα λάφυρα (οπλισμός, υφάσματα, τιμαλφή, σκεύη, γυναίκες, ζώα κλπ.) μοιράζονται στους απλούς στρατιώτες με κλήρο. Μόλις ολοκληρώνεται η διαδικασία αυτή της μοιρασιάς, έρχεται η σειρά του πιο αντρειωμένου Αχαιού, του νεκρού Αχιλλέα, να πάρει το μερτικό του από τα λάφυρα.
Η προσφορά του Αχιλλέα στον πόλεμο ήταν πολύ μεγάλη, γι' αυτό ο Οδυσσέας λέει πως πρέπει να του προσφέρουν ένα από τα πιο εκλεκτά λάφυρα. Προτείνει λοιπόν να θυσιάσουν στον τάφο του την κόρη του Πρίαμου Πολυξένη. Οι Αχαιοί συμφωνούν με την πρότασή του και αρχίζουν οι προετοιμασίες για τη θυσία, που θα γίνει στον τύμβο του Αχιλλέα και του Πάτροκλου από τον Νεοπτόλεμο μπροστά σ' όλους τους Αχαιούς.
Και πραγματικά η Πολυξένη πλησιάζει με αληθινή βασιλική αξιοπρέπεια στο χώρο της θυσίας, αρνείται κατηγορηματικά να την κρατήσουν, γονατίζει και δέχεται το θανάσιμο χτύπημα στο λαιμό από το σπαθί του γιου του Αχιλλέα Νεοπτόλεμου.
ΗΤΑΝ ΑΡΑΓΕ ΑΥΤΟΣ ΕΝΑΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΩΣΤΑ ΑΙΤΙΑ
http://ellas-andyindy.blogspot.gr/2009/06/blog-post_22.html
http://ellas-andyindy.blogspot.gr/2009/06/blog-post_22.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου