ΤΟ ΚΑΤΑΡΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΡΟΘΑΛΑΣΣΙ
Αφιερωμένο στη μνήμη του Αιγαιοπελαγίτη Ναυτικού Δημήτρη Στρογγυλού (19/6)
Όλο το παιδομάνι μαζεύτηκε για άλλη μια φορά στο «ξύλο». Ήταν ένα παλιό κατάρτι καϊκιού,
σκοροφαγωμένο από τα έντομα και διαβρωμένο από τις βροχές. Στις σχισμές του έβρισκαν
καταφύγιο αράχνες που δημιουργούσαν με τον ιστό τους την ανάγκη να κατατεθούν για ένα
ακόμη βράδυ ιστορίες ονείρων και δέους. Όλα αυτά στο παραδοσιακό γειτονιό.
Παρά την αμφισβητούμενη του ηλικία, το ξύλο υπήρξε μάρτυρας πολλών λεκτικών δρωμένων
και όχι μόνον. Η θαλπωρή του αποτελούσε αναγκαία εφόρμηση για τα ταξίδια που κάναμε,
ουράνια ή γήινα, στο χώρο και στο χρόνο.
Για μια ακόμη βραδιά, το ξύλο ήταν ο θερμοστάτης και η βάση εκτόξευσης στους γαλαξίες και
τους αστερισμούς.
Εκείνοι ανοιγόταν σ’ ένα ανοιχτογάλαζο νεφέλωμα και έπαιρναν κάθε φορά το σχήμα που μας
βόλευε για να δημιουργήσουμε μία ιστορία ή για να τεκμηριώσουμε κάποια άλλη, καλά
επωασμένη από τους παλιούς. Οι αστερισμοί γινόταν ψυχές που μπορούσαν να μας ακούσουν και
να μεταφέρουν μηνύματα σε άλλες ψυχές ή ακόμα να μετασχηματιστούν σε «γελούδες», μια
προσφιλής λέξη της συχωρεμένης θείας Χαρίκλης, σε νεραϊδοπλάσματα που ξεφάντωναν κάθε
βράδυ, ανικανοποίητες από την εξαΰλωση τους.
Οι γελούδες, επιδεχόμενες κάθε μετάλλαξη, κάθε άλλο παρά ομορφιά διέθεταν. Τώρα γιατί τις
συσχετίζαμε με αστερισμούς ας απαντήσει ο όποιος ψυχοκοινωνιογράφος του σήμερα. Πολύ
αργότερα σε μια ετυμολογική παράκρουση οι γελούδες θα διέθεταν μάτια τεράστια σαν της
αγελάδας ή θα έψαχναν γη σε άλλους κόσμους ,μιας κι αυτός εδώ, μάλλον αφιλόξενος θα ήταν γι
αυτές. Αρκετά συχνά τα ουρλιαχτά των αλεπούδων συνδεόταν με την ωδή της αγέλης και
διασκέδαζαν τις υποψίες αληθινής ύπαρξης τους. Η θεία Χαρίκλη φρόντισε να εμπλουτίσει το
γνωστικό μας πεδίο με αναφορές για τις βραδινές εξορμήσεις των γελούδων, στη διάρκεια των
οποίων δεν θα έπρεπε να αφήσεις σεντούκι ανοιχτό γιατί τα ρούχα θα βάφονταν άλικα με αίμα. Ο
όποιος συνειρμός με το κατοπινό μας ταξίδι ας θεωρηθεί τυχαίος.
Αυτές οι παραστατικά δοσμένες φαντασιώσεις, μας υπέβαλλαν σε μία κατάσταση δέους που
έντεχνα διαφυλάσσαμε γιατί μας προσέφερε ένα πρωτόγονο είδος ηδονής. Παρά το γεγονός ότι
υπήρξαν και παρατράγουδα, καθώς κάποιος φίλος μας εκδήλωνε το φόβο και τον εξοστράκιζε στο
παρακείμενο δένδρο, ποτίζοντας το, ή μία μη μυημένη φίλη μας ξεσπούσε σε δάκρυα επιζητώντας
τη μητρική αγκαλιά, οι περισσότεροι ταξιδεύαμε σ’ άγνωρους γαλαξίες, συνειδητοποιώντας ότι η
στιγμή δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ. Ύστερα από χρόνια, πραγματικά δεν ξέρω αν ήταν οι ίδιες
οι ιστορίες ή το αποκομίζον αίσθημα που νοσταλγώ.
Απόψε αποφασίσαμε να αφήσουμε το ξύλο των ονείρων. Η ανία της επανάληψης, η ρώτα των
άστρων, η διάθεση φυγής των γελούδων μας παρακίνησαν σ’ ένα εγχείρημα αλλόκοτο.
Η ιδέα άρεσε σ’ όλους. Θα αρμενίζαμε νύχτα και θα συνοδεύαμε το αρμένισμα με νυχτερινό
μπάνιο ,εμπλουτίζοντας το ρίγος της βραδινής ψύχρας με την αίσθηση του νερού στο σώμα.
Αυτό όμως που περισσότερο μας συνεπήρε ήταν ο σύμπλους με τα αστέρια που για πρώτη φορά
θα γέμιζαν τις παλάμες μας. Η επιλογή μας απαιτούσε θυσίες. Θα έπρεπε να αφήσουμε τη
θαλπωρή του καταρτιού, του μέτρου της δύναμης μας και να φορτώσουμε τα όνειρά μας σ’ ένα
πλεούμενο.
Η πλεύση ήταν μαγική. Η νύχτα είχε τους δικούς της μοχλούς έλξης. Προπάντων όταν αυτοί
συνοδεύονταν από τη μυσταγωγική ευωχία των άστρων που έδιναν ένα μαγευτικό χορό στις
οάσεις του σύμπαντος. Αυτό το σύμπαν σε λίγο θα ήταν κατάδικο μας, φτερουγίζοντας μέσα στα
αχνά ελλιμενίσματα του σώματός μας.
Βυθιστήκαμε στο ψυχρό υδάτινο σοκάκι που φώτιζαν αναρίθμητοι λαμπυρισμοί. Αρχικά μία
ανοίκεια αντίδραση, αποτέλεσμα της αντίθεσης ανάμεσα στη γνώριμη θαλπωρή του ξύλου και την
άγνωρη επέλαση του υδάτινου εισβολέα. Αρχικά… και μετά ένας απρόσμενος κόσμος από
υδάτινες μεταλλάξεις των άστρων. Ρίγη από συχνές συζεύξεις ουρανίων και υγρών άστρων.
Επιτέλους! Δεν θα περιμέναμε πλέον τα πεφτάστρια για να κάνουμε ευχή. Ήταν εδώ πλέον,
δημιουργοί μιας απροσμέτρητης ηδονής, που αρμένιζαν σε κάθε κίνηση του χεριού,
ακολουθώντας τη δική μας επιθυμία. Σεργιάνιζαν στα χέρια, τα πρόσωπα, έδιναν το σαγηνευτικό
τους φως στα μάτια μας, γλαυκαίνοντας την οπτική μας. Ήταν πολυάριθμες πυξίδες στις
εφορμήσεις μας, το καταστάλαγμα των οραματισμών μας. Για μια μοναδική στιγμή τα πρόσωπα
αστροστεφανωμένα και λαμπερά ξέφευγαν από τις διαστάσεις τους και χαμογέλαγαν,
συνεπαρμένα από μία πρωτόγνωρη ευφορία. Ένα ανατρίχιασμα διαφορετικό από τα ταξίδια με
το οριζοντιωμένο κατάρτι πλοηγούσε τα σώματα σε διακεκομμένα ρίγη ηδονής και παγώματος,
αναγκάζοντας μας σε αέναη κίνηση. Κάθε φορά που σταματούσε η κίνηση για να απολαύσουμε
και να ανιχνεύσουμε την ποιότητα των άστρων, πάγος παρέλυε τα άκρα μας, το τίμημα της
περιέργειας μας. Κατά ένα παράδοξο τρόπο το σύστημα λειτουργούσε μόνο με συμμετοχικές
διαδικασίες και εν κινήσει.
Και μετά… το δέος. Ο φόβος της άκαιρης πλεύσης, η αστάθεια του πλεούμενου. Οι συνέπειες.
Ένα άωρο αστείο για εμφάνιση κάποιου σκυλόψαρου που παραμόνευε τα βράδια να
κατασπαράξει λαθροκολυμβητές αρκούσε να υποκαταστήσει το όνειρο με την ανάγκη για
ασφάλεια. Κουρνιασμένοι στον πάτο της βάρκας αναμετρούσαμε τις πληγές της παρόρμησης μας
και κυρίως τις αποδείξεις της με την πιθανή εκδήλωση μίας πνευμονίας που θα μας στερούσε τα
αστροτάξιδα μας. Και κυρίως η εκδίκηση…
Την επόμενη μέρα το «ξύλο» δεν ήταν εκεί. Ένα τσιμεντένιο πεζούλι το είχε υποκαταστήσει. Η
παρέα διέλυσε. Η κρύα υφή του άψυχου ανέστειλε κάθε διάθεση για αστροαναπολήσεις. Το
κατάρτι είχε μεταφερθεί κουτσουρεμένο σ’ άλλη θέση. Το είχαν πελεκήσει για να απομακρυνθούν
τα έντομα. Δεν έδωσε ποτέ πλέον τη δυνατότητα να καβαλικέψουν το όνειρο.
Αργότερα σκεφθήκαμε ότι μας είχε εκδικηθεί για το ατόπημα μας. Ενώ για χρόνια αποτελούσε
το ά-λογο μας στις αρματοδρομίες των άστρων, σε μια στιγμή του ταξιδιού το αντικαταστήσαμε
με μια νεόκοπη βάρκα. Πώς ένα περήφανο κατάρτι υπερπόντιου σκαριού να αποδεχτεί την
υποκατάσταση του από ένα θολάμι καραβίσιο; Ορκιστήκαμε ότι από εδώ κι εξής θα δείχναμε το
απαραίτητο σέβας σε πράγματα και πρόσωπα που εν εμπνεύσει ή εν δυνάμει συμμετείχαν στους
πλόες μας.
… Στο βάθος του κόλπου δύο καΐκια (το «Ζωρζής» και το «Τρεις αδελφοί») αγκαλιασμένα
υψώνουν τις δικές τους ιαχές. Παράπονου … παράκκληση, ψυχόβγαλμα, ίσως λίγο απ’ όλα.
Παραμένουν έτσι αγνάντια για να θυμίζουν τις εποχές της δόξας.
Αρχικά, το δικό μας, το «Ζωρζής», δαμασμένο άλογο που το λογχίζουν οι μνήμες. Άραξε στον
κόλπο, συλλήθηκε από περαστικούς, άντεξε στη χλεύη της φθοράς, για να ενδώσει σε διαφωνίες,
στα κελεύσματα των καιρών που απαιτούσαν άλλα υπερπόντια ταξίδια.
Το «Ζωρζής» και το «Τρεις αδελφοί», με ελαφρά κλίση πια, μοιάζουν μπροστά στο θάνατο
μονιασμένα. Άνθρωποι μπαίνουν μέσα και παίρνουν καραβοφάναρα, φλόκους, άγκυρες,
θυμητάρια και απόηχους ενός άλλου κόσμου.
Σέβη Στρογγυλού, Φιλόλογος - Ιστορικός
Αφιερωμένο στη μνήμη του Αιγαιοπελαγίτη Ναυτικού Δημήτρη Στρογγυλού (19/6)
Όλο το παιδομάνι μαζεύτηκε για άλλη μια φορά στο «ξύλο». Ήταν ένα παλιό κατάρτι καϊκιού,
σκοροφαγωμένο από τα έντομα και διαβρωμένο από τις βροχές. Στις σχισμές του έβρισκαν
καταφύγιο αράχνες που δημιουργούσαν με τον ιστό τους την ανάγκη να κατατεθούν για ένα
ακόμη βράδυ ιστορίες ονείρων και δέους. Όλα αυτά στο παραδοσιακό γειτονιό.
Παρά την αμφισβητούμενη του ηλικία, το ξύλο υπήρξε μάρτυρας πολλών λεκτικών δρωμένων
και όχι μόνον. Η θαλπωρή του αποτελούσε αναγκαία εφόρμηση για τα ταξίδια που κάναμε,
ουράνια ή γήινα, στο χώρο και στο χρόνο.
Για μια ακόμη βραδιά, το ξύλο ήταν ο θερμοστάτης και η βάση εκτόξευσης στους γαλαξίες και
τους αστερισμούς.
Εκείνοι ανοιγόταν σ’ ένα ανοιχτογάλαζο νεφέλωμα και έπαιρναν κάθε φορά το σχήμα που μας
βόλευε για να δημιουργήσουμε μία ιστορία ή για να τεκμηριώσουμε κάποια άλλη, καλά
επωασμένη από τους παλιούς. Οι αστερισμοί γινόταν ψυχές που μπορούσαν να μας ακούσουν και
να μεταφέρουν μηνύματα σε άλλες ψυχές ή ακόμα να μετασχηματιστούν σε «γελούδες», μια
προσφιλής λέξη της συχωρεμένης θείας Χαρίκλης, σε νεραϊδοπλάσματα που ξεφάντωναν κάθε
βράδυ, ανικανοποίητες από την εξαΰλωση τους.
Οι γελούδες, επιδεχόμενες κάθε μετάλλαξη, κάθε άλλο παρά ομορφιά διέθεταν. Τώρα γιατί τις
συσχετίζαμε με αστερισμούς ας απαντήσει ο όποιος ψυχοκοινωνιογράφος του σήμερα. Πολύ
αργότερα σε μια ετυμολογική παράκρουση οι γελούδες θα διέθεταν μάτια τεράστια σαν της
αγελάδας ή θα έψαχναν γη σε άλλους κόσμους ,μιας κι αυτός εδώ, μάλλον αφιλόξενος θα ήταν γι
αυτές. Αρκετά συχνά τα ουρλιαχτά των αλεπούδων συνδεόταν με την ωδή της αγέλης και
διασκέδαζαν τις υποψίες αληθινής ύπαρξης τους. Η θεία Χαρίκλη φρόντισε να εμπλουτίσει το
γνωστικό μας πεδίο με αναφορές για τις βραδινές εξορμήσεις των γελούδων, στη διάρκεια των
οποίων δεν θα έπρεπε να αφήσεις σεντούκι ανοιχτό γιατί τα ρούχα θα βάφονταν άλικα με αίμα. Ο
όποιος συνειρμός με το κατοπινό μας ταξίδι ας θεωρηθεί τυχαίος.
Αυτές οι παραστατικά δοσμένες φαντασιώσεις, μας υπέβαλλαν σε μία κατάσταση δέους που
έντεχνα διαφυλάσσαμε γιατί μας προσέφερε ένα πρωτόγονο είδος ηδονής. Παρά το γεγονός ότι
υπήρξαν και παρατράγουδα, καθώς κάποιος φίλος μας εκδήλωνε το φόβο και τον εξοστράκιζε στο
παρακείμενο δένδρο, ποτίζοντας το, ή μία μη μυημένη φίλη μας ξεσπούσε σε δάκρυα επιζητώντας
τη μητρική αγκαλιά, οι περισσότεροι ταξιδεύαμε σ’ άγνωρους γαλαξίες, συνειδητοποιώντας ότι η
στιγμή δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ. Ύστερα από χρόνια, πραγματικά δεν ξέρω αν ήταν οι ίδιες
οι ιστορίες ή το αποκομίζον αίσθημα που νοσταλγώ.
Απόψε αποφασίσαμε να αφήσουμε το ξύλο των ονείρων. Η ανία της επανάληψης, η ρώτα των
άστρων, η διάθεση φυγής των γελούδων μας παρακίνησαν σ’ ένα εγχείρημα αλλόκοτο.
Η ιδέα άρεσε σ’ όλους. Θα αρμενίζαμε νύχτα και θα συνοδεύαμε το αρμένισμα με νυχτερινό
μπάνιο ,εμπλουτίζοντας το ρίγος της βραδινής ψύχρας με την αίσθηση του νερού στο σώμα.
Αυτό όμως που περισσότερο μας συνεπήρε ήταν ο σύμπλους με τα αστέρια που για πρώτη φορά
θα γέμιζαν τις παλάμες μας. Η επιλογή μας απαιτούσε θυσίες. Θα έπρεπε να αφήσουμε τη
θαλπωρή του καταρτιού, του μέτρου της δύναμης μας και να φορτώσουμε τα όνειρά μας σ’ ένα
πλεούμενο.
Η πλεύση ήταν μαγική. Η νύχτα είχε τους δικούς της μοχλούς έλξης. Προπάντων όταν αυτοί
συνοδεύονταν από τη μυσταγωγική ευωχία των άστρων που έδιναν ένα μαγευτικό χορό στις
οάσεις του σύμπαντος. Αυτό το σύμπαν σε λίγο θα ήταν κατάδικο μας, φτερουγίζοντας μέσα στα
αχνά ελλιμενίσματα του σώματός μας.
Βυθιστήκαμε στο ψυχρό υδάτινο σοκάκι που φώτιζαν αναρίθμητοι λαμπυρισμοί. Αρχικά μία
ανοίκεια αντίδραση, αποτέλεσμα της αντίθεσης ανάμεσα στη γνώριμη θαλπωρή του ξύλου και την
άγνωρη επέλαση του υδάτινου εισβολέα. Αρχικά… και μετά ένας απρόσμενος κόσμος από
υδάτινες μεταλλάξεις των άστρων. Ρίγη από συχνές συζεύξεις ουρανίων και υγρών άστρων.
Επιτέλους! Δεν θα περιμέναμε πλέον τα πεφτάστρια για να κάνουμε ευχή. Ήταν εδώ πλέον,
δημιουργοί μιας απροσμέτρητης ηδονής, που αρμένιζαν σε κάθε κίνηση του χεριού,
ακολουθώντας τη δική μας επιθυμία. Σεργιάνιζαν στα χέρια, τα πρόσωπα, έδιναν το σαγηνευτικό
τους φως στα μάτια μας, γλαυκαίνοντας την οπτική μας. Ήταν πολυάριθμες πυξίδες στις
εφορμήσεις μας, το καταστάλαγμα των οραματισμών μας. Για μια μοναδική στιγμή τα πρόσωπα
αστροστεφανωμένα και λαμπερά ξέφευγαν από τις διαστάσεις τους και χαμογέλαγαν,
συνεπαρμένα από μία πρωτόγνωρη ευφορία. Ένα ανατρίχιασμα διαφορετικό από τα ταξίδια με
το οριζοντιωμένο κατάρτι πλοηγούσε τα σώματα σε διακεκομμένα ρίγη ηδονής και παγώματος,
αναγκάζοντας μας σε αέναη κίνηση. Κάθε φορά που σταματούσε η κίνηση για να απολαύσουμε
και να ανιχνεύσουμε την ποιότητα των άστρων, πάγος παρέλυε τα άκρα μας, το τίμημα της
περιέργειας μας. Κατά ένα παράδοξο τρόπο το σύστημα λειτουργούσε μόνο με συμμετοχικές
διαδικασίες και εν κινήσει.
Και μετά… το δέος. Ο φόβος της άκαιρης πλεύσης, η αστάθεια του πλεούμενου. Οι συνέπειες.
Ένα άωρο αστείο για εμφάνιση κάποιου σκυλόψαρου που παραμόνευε τα βράδια να
κατασπαράξει λαθροκολυμβητές αρκούσε να υποκαταστήσει το όνειρο με την ανάγκη για
ασφάλεια. Κουρνιασμένοι στον πάτο της βάρκας αναμετρούσαμε τις πληγές της παρόρμησης μας
και κυρίως τις αποδείξεις της με την πιθανή εκδήλωση μίας πνευμονίας που θα μας στερούσε τα
αστροτάξιδα μας. Και κυρίως η εκδίκηση…
Την επόμενη μέρα το «ξύλο» δεν ήταν εκεί. Ένα τσιμεντένιο πεζούλι το είχε υποκαταστήσει. Η
παρέα διέλυσε. Η κρύα υφή του άψυχου ανέστειλε κάθε διάθεση για αστροαναπολήσεις. Το
κατάρτι είχε μεταφερθεί κουτσουρεμένο σ’ άλλη θέση. Το είχαν πελεκήσει για να απομακρυνθούν
τα έντομα. Δεν έδωσε ποτέ πλέον τη δυνατότητα να καβαλικέψουν το όνειρο.
Αργότερα σκεφθήκαμε ότι μας είχε εκδικηθεί για το ατόπημα μας. Ενώ για χρόνια αποτελούσε
το ά-λογο μας στις αρματοδρομίες των άστρων, σε μια στιγμή του ταξιδιού το αντικαταστήσαμε
με μια νεόκοπη βάρκα. Πώς ένα περήφανο κατάρτι υπερπόντιου σκαριού να αποδεχτεί την
υποκατάσταση του από ένα θολάμι καραβίσιο; Ορκιστήκαμε ότι από εδώ κι εξής θα δείχναμε το
απαραίτητο σέβας σε πράγματα και πρόσωπα που εν εμπνεύσει ή εν δυνάμει συμμετείχαν στους
πλόες μας.
… Στο βάθος του κόλπου δύο καΐκια (το «Ζωρζής» και το «Τρεις αδελφοί») αγκαλιασμένα
υψώνουν τις δικές τους ιαχές. Παράπονου … παράκκληση, ψυχόβγαλμα, ίσως λίγο απ’ όλα.
Παραμένουν έτσι αγνάντια για να θυμίζουν τις εποχές της δόξας.
Αρχικά, το δικό μας, το «Ζωρζής», δαμασμένο άλογο που το λογχίζουν οι μνήμες. Άραξε στον
κόλπο, συλλήθηκε από περαστικούς, άντεξε στη χλεύη της φθοράς, για να ενδώσει σε διαφωνίες,
στα κελεύσματα των καιρών που απαιτούσαν άλλα υπερπόντια ταξίδια.
Το «Ζωρζής» και το «Τρεις αδελφοί», με ελαφρά κλίση πια, μοιάζουν μπροστά στο θάνατο
μονιασμένα. Άνθρωποι μπαίνουν μέσα και παίρνουν καραβοφάναρα, φλόκους, άγκυρες,
θυμητάρια και απόηχους ενός άλλου κόσμου.
Σέβη Στρογγυλού, Φιλόλογος - Ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου