Ευρυδίκη Λειβαδά: Ξεφυλλίζοντας άγνωστες σελίδες τον καιρό του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα
20 Μαΐου 1833:
Η ίδρυση της Χωροφυλακής και ο Κεφαλλονίτης Μοίραρχος Ηλίας Πανάς. Η στάση του ενάντια στην φαυλοκρατία
Σαν αύριο, 20 Μαΐου, ιδρύθηκε η Χωροφυλακή, με Βασιλικό Διάταγμα του 1833, περίοδο της Αντιβασιλείας του Όθωνα, και τίτλο: «Περί σχηματισμού της Χωροφυλακής». Δημοσιεύθηκε στο υπ΄αριθμ. 21/3.6.1833 Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Συνεστήθη δε ως «ένοπλον σώμα διεπόμενον υπό των στρατιωτικών κανονισμών».
Η οργάνωσή της έγινε βάσει γαλλικών προτύπων. Η συνολική της δύναμη απετελείτο από τον Αρχηγό, 10 Μοιράρχους, 24 Υπομοιράρχους, 1 Καταλυματία, 103 Ενωματάρχες, 120 έφιππους Χωροφύλακες και 800 πεζούς.
Έδρα του Αρχηγού ήταν η πρωτεύουσα του Κράτους. Αυτός είχε στην υπηρεσία του 1 Υπομοίραρχο ως Υπασπιστή, 1 Καταλυματία και 1 Ενωματάρχη.
Κάθε νομός της χώρας είχε χωροφυλακή υπηρεσία με επικεφαλής 1 Μοίραρχο με τον βοηθό του (Ενωματάρχη) και μια μοίρα από πεζούς και έφιππους χωροφύλακες. Κάθε επαρχία είχε 3-5 Ενωμοτίες υπό έναν Υπομοίραρχο. Κάθε μια Ενωμοτία αποτελείτο από 1 Ενωματάρχη που ήταν επικεφαλής 10 ανδρών.
Οι πρώτες 10 μοίρες της Χωροφυλακής κάλυψαν τις επαρχίες Αργολίδας και Κορινθίας, Αχαΐας και Ήλιδας, Μεσσηνίας, Αρκαδίας, Λακωνίας, Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Φωκίδας και Αττικοβοιωτίας.
Η στολή των αξιωματικών απετελείτο από χιτώνιο κυανόμαυρο με δυο σειρές αργυρά κουμπιά και από σκελέα από το ίδιο ύφασμα με πλάγιες λωρίδες ερυθρωπού χρώματος και πλάτος 0,02 εκ. Ο ζωστήρας και οι ιμάντες των φυσιγγιοθηκών είχαν αργυρά σιρίτια με δυο κυανές γραμμές. Τα διακριτικά των βαθμών ήταν από αργυρά σιρίτια τοποθετημένα στο περιλαίμιο. Όμοια περίπου, αλλά πιο απλή και με χιτώνιο κοντύτερο ήταν η στολή των εφίππων χωροφυλάκων. Οι πεζοί έφεραν την ίδια στολή, όμως ακόμη πιο απλή, με μακρές περικνημίδες, λευκή τσάντα, μακριά φυσιγγιοθήκη, καραβάνα, σπαθί και πιστόλι, εξαρτημένα όλα με λευκά λουριά.
Η Χωροφυλακή ήταν επιφορτισμένη -βάσει του ιδρυτικού της Διατάγματος- να διαφυλάττει την ασφάλεια, να προλαμβάνει τη διατάραξη της κοινής ησυχίας, να εμποδίζει και να διώκει τις εγκληματικές ενέργειες, να προβαίνει στην ανακάλυψη και στη σύλληψη των κακοποιών. Αστυνομικά καθήκοντα ασκούσε η Δημοτική Αστυνομία, και, λίγο αργότερα, σε Αθήνα και Πειραιά η Διοικητική Αστυνομία.
Πρώτος αρχηγός του σώματος ήταν ο Συνταγματάρχης Φρανσουά Γκραγιάρ (Graillard Francois, 1792 - 1863), ένθερμος φιλέλληνας και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από οικογένεια στρατιωτικών και νέος ακόμη, ως στρατιώτης της γαλλικής εθνοφρουράς, πολέμησε στην τελευταία περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων. Στη Χωροφυλακή υπηρέτησε για 2 χρόνια, ήτοι μέχρι το 1835 και επανήλθε το 1848.
Η επιλογή των πρώτων στελεχών έγινε με μεγάλη προσοχή και αυστηρότατα κριτήρια. Τα πρώτα στελέχη της Χωροφυλακής είχαν ήδη δοκιμασθεί στις μάχες για την ελληνική απελευθέρωση και ήταν ο στρατιωτικός, πολιτικός και αγωνιστής Νικόλαος Πετμεζάς, ο Κεφαλλονίτης αγωνιστής Ηλίας Πανάς, ο Μήτρος (Δημήτριος) Δεληγεώργης αγωνιστής και φρούραρχος του Μεσολογγίου και πατέρας του μετέπειτα πρωθυπουργού Επαμεινώνδα, ο αγωνιστής και πολιτικός Μιχάλης Σισίνης, ο Φιλικός, αρματωλός και οπλαρχηγός, Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος, ο αγωνιστής Ιωάννης Δούμας Βελέντζας, ο υπό τον Υψηλάντη ιερολοχίτης Δημήτριος Κουτσογιαννόπουλος και ο Ελληνορουμάνος αγωνιστής και οπλαρχηγός του 1821, υπασπιστής του Δ. Υψηλάντη και διπλωμάτης Γεώργιος Βοϊνέσκος.
Η οργάνωσή της έγινε βάσει γαλλικών προτύπων. Η συνολική της δύναμη απετελείτο από τον Αρχηγό, 10 Μοιράρχους, 24 Υπομοιράρχους, 1 Καταλυματία, 103 Ενωματάρχες, 120 έφιππους Χωροφύλακες και 800 πεζούς.
Έδρα του Αρχηγού ήταν η πρωτεύουσα του Κράτους. Αυτός είχε στην υπηρεσία του 1 Υπομοίραρχο ως Υπασπιστή, 1 Καταλυματία και 1 Ενωματάρχη.
Κάθε νομός της χώρας είχε χωροφυλακή υπηρεσία με επικεφαλής 1 Μοίραρχο με τον βοηθό του (Ενωματάρχη) και μια μοίρα από πεζούς και έφιππους χωροφύλακες. Κάθε επαρχία είχε 3-5 Ενωμοτίες υπό έναν Υπομοίραρχο. Κάθε μια Ενωμοτία αποτελείτο από 1 Ενωματάρχη που ήταν επικεφαλής 10 ανδρών.
Οι πρώτες 10 μοίρες της Χωροφυλακής κάλυψαν τις επαρχίες Αργολίδας και Κορινθίας, Αχαΐας και Ήλιδας, Μεσσηνίας, Αρκαδίας, Λακωνίας, Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Φωκίδας και Αττικοβοιωτίας.
Η στολή των αξιωματικών απετελείτο από χιτώνιο κυανόμαυρο με δυο σειρές αργυρά κουμπιά και από σκελέα από το ίδιο ύφασμα με πλάγιες λωρίδες ερυθρωπού χρώματος και πλάτος 0,02 εκ. Ο ζωστήρας και οι ιμάντες των φυσιγγιοθηκών είχαν αργυρά σιρίτια με δυο κυανές γραμμές. Τα διακριτικά των βαθμών ήταν από αργυρά σιρίτια τοποθετημένα στο περιλαίμιο. Όμοια περίπου, αλλά πιο απλή και με χιτώνιο κοντύτερο ήταν η στολή των εφίππων χωροφυλάκων. Οι πεζοί έφεραν την ίδια στολή, όμως ακόμη πιο απλή, με μακρές περικνημίδες, λευκή τσάντα, μακριά φυσιγγιοθήκη, καραβάνα, σπαθί και πιστόλι, εξαρτημένα όλα με λευκά λουριά.
Η Χωροφυλακή ήταν επιφορτισμένη -βάσει του ιδρυτικού της Διατάγματος- να διαφυλάττει την ασφάλεια, να προλαμβάνει τη διατάραξη της κοινής ησυχίας, να εμποδίζει και να διώκει τις εγκληματικές ενέργειες, να προβαίνει στην ανακάλυψη και στη σύλληψη των κακοποιών. Αστυνομικά καθήκοντα ασκούσε η Δημοτική Αστυνομία, και, λίγο αργότερα, σε Αθήνα και Πειραιά η Διοικητική Αστυνομία.
Πρώτος αρχηγός του σώματος ήταν ο Συνταγματάρχης Φρανσουά Γκραγιάρ (Graillard Francois, 1792 - 1863), ένθερμος φιλέλληνας και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από οικογένεια στρατιωτικών και νέος ακόμη, ως στρατιώτης της γαλλικής εθνοφρουράς, πολέμησε στην τελευταία περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων. Στη Χωροφυλακή υπηρέτησε για 2 χρόνια, ήτοι μέχρι το 1835 και επανήλθε το 1848.
Η επιλογή των πρώτων στελεχών έγινε με μεγάλη προσοχή και αυστηρότατα κριτήρια. Τα πρώτα στελέχη της Χωροφυλακής είχαν ήδη δοκιμασθεί στις μάχες για την ελληνική απελευθέρωση και ήταν ο στρατιωτικός, πολιτικός και αγωνιστής Νικόλαος Πετμεζάς, ο Κεφαλλονίτης αγωνιστής Ηλίας Πανάς, ο Μήτρος (Δημήτριος) Δεληγεώργης αγωνιστής και φρούραρχος του Μεσολογγίου και πατέρας του μετέπειτα πρωθυπουργού Επαμεινώνδα, ο αγωνιστής και πολιτικός Μιχάλης Σισίνης, ο Φιλικός, αρματωλός και οπλαρχηγός, Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος, ο αγωνιστής Ιωάννης Δούμας Βελέντζας, ο υπό τον Υψηλάντη ιερολοχίτης Δημήτριος Κουτσογιαννόπουλος και ο Ελληνορουμάνος αγωνιστής και οπλαρχηγός του 1821, υπασπιστής του Δ. Υψηλάντη και διπλωμάτης Γεώργιος Βοϊνέσκος.
Ο Στρατηγός Ηλίας Πανάς
Ο Ηλίας Πανάς γεννήθηκε στα Σπαρτιά το 1798 και πέθανε το 1869 στην Αθήνα. Ήταν γιός του πλοιάρχου Μάρκου, μέλους της Φιλικής Εταιρείας. Με την κήρυξη της επανάστασης του 1821 μετέβη στην Πελοπόννησο μαζί με τους αδελφούς του Γεράσιμο, Ευάγγελο, Δανιήλ, και 800 Κεφαλλονίτες. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, στο Λάλα, στην Άλωση της Τριπολιτσάς με τον Υψηλάντη, στη μάχη της Κορίνθου, στην Πολιορκία της Πάτρας, των Αθηνών, στην μάχη του Αγρινίου, του Κομποτίου και του Πέτα όπου τραυματίστηκε κι έλαβε τον βαθμό του χιλίαρχου το 1833. Με την είσοδο του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο το 1825 συνελήφθη αιχμάλωτος από αυτόν και απελευθερώθηκε μετά από καταβολή βαρύτατων λύτρων.
Ο Ηλίας συνέχισε τον αγώνα με δικό του στρατιωτικό σώμα, πήγε στο Μεσολόγγι και έμεινε εκεί μέχρι την ηρωική έξοδο το 1826. Ο Καποδίστριας τον προβίβασε στον βαθμό του Στρατηγού και το 1828 ανετέθη σε αυτόν και στον επίσης Κεφαλλονίτη Φιλικό Ευάγγελο Ποταμιάνο η προφύλαξη του Ναυπλίου από την πανώλη.
Μετά την ένταξή του στην νεοσύστατη Χωροφυλακή με τον τότε ανώτατο βαθμό του Μοίραρχου, υπηρέτησε σαν διοικητής στις Μοιραρχίες Φωκίδος και Αττικοβοιωτίας, Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Αχαΐας και Ήλιδας, και Ευβοίας. Διακρίθηκε για το θάρρος, την ανδρεία του, την ευθυκρισία και την τιμιότητά του, αλλά κυρίως για την αφοσίωση στο πατριωτικό καθήκον που το είχε αναγάγει σε βίωμά του.
Κατά το τέλος του 1847 στην επαρχία Καλαβρύτων δρούσε ληστρική συμμορία με αρχηγούς τους Αναστάσιο Χονδρογιάννη και Αθανάσιο Κουρούσια. Το αρχηγείο της Χωροφυλακής, γνώριζε τις στρατιωτικές επιτυχίες του Ηλία Πανά που τότε ήταν Διοικητής της Μοιραρχίας Αχαΐας-Ήλιδας και αποφάσισε να τον αποσπάσει στα Καλάβρυτα. Ο Νομάρχης Αχαΐας προσπάθησε με κάθε τρόπο να εμποδίσει την απόσπαση αυτή. Έστειλε μάλιστα επιστολή στο προϊστάμενό του υπουργείο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών γράφοντας:
«… η απομάκρυνσις του Μοιράρχου Πανά από την πόλιν των Πατρών, είναι εναντίον των καλώς εννοουμένων συμφερόντων της υπηρεσίας, δι ό προτείνω να ανακληθή αύτη και να εισακούεται ο Μοίραρχος αντί να μένη με δεμένας τας χείρας. Τίποτε άλλο, παρά την καθαράν πίστιν και την γενναιότητα εφοβήθησαν οι εχθροί της κοινής ησυχίας. Τα προσόντα δε ταύτα, με τας πλέον βασίμους αποδείξεις, τα έχει κτήμα πολύτιμον ο Μοίραρχος Πανάς, του οποίου την ενταύθα παρουσίαν απαιτούσι αι παρούσαι περιστάσεις…».
Ο Ηλίας Πανάς γεννήθηκε στα Σπαρτιά το 1798 και πέθανε το 1869 στην Αθήνα. Ήταν γιός του πλοιάρχου Μάρκου, μέλους της Φιλικής Εταιρείας. Με την κήρυξη της επανάστασης του 1821 μετέβη στην Πελοπόννησο μαζί με τους αδελφούς του Γεράσιμο, Ευάγγελο, Δανιήλ, και 800 Κεφαλλονίτες. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, στο Λάλα, στην Άλωση της Τριπολιτσάς με τον Υψηλάντη, στη μάχη της Κορίνθου, στην Πολιορκία της Πάτρας, των Αθηνών, στην μάχη του Αγρινίου, του Κομποτίου και του Πέτα όπου τραυματίστηκε κι έλαβε τον βαθμό του χιλίαρχου το 1833. Με την είσοδο του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο το 1825 συνελήφθη αιχμάλωτος από αυτόν και απελευθερώθηκε μετά από καταβολή βαρύτατων λύτρων.
Ο Ηλίας συνέχισε τον αγώνα με δικό του στρατιωτικό σώμα, πήγε στο Μεσολόγγι και έμεινε εκεί μέχρι την ηρωική έξοδο το 1826. Ο Καποδίστριας τον προβίβασε στον βαθμό του Στρατηγού και το 1828 ανετέθη σε αυτόν και στον επίσης Κεφαλλονίτη Φιλικό Ευάγγελο Ποταμιάνο η προφύλαξη του Ναυπλίου από την πανώλη.
Μετά την ένταξή του στην νεοσύστατη Χωροφυλακή με τον τότε ανώτατο βαθμό του Μοίραρχου, υπηρέτησε σαν διοικητής στις Μοιραρχίες Φωκίδος και Αττικοβοιωτίας, Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Αχαΐας και Ήλιδας, και Ευβοίας. Διακρίθηκε για το θάρρος, την ανδρεία του, την ευθυκρισία και την τιμιότητά του, αλλά κυρίως για την αφοσίωση στο πατριωτικό καθήκον που το είχε αναγάγει σε βίωμά του.
Κατά το τέλος του 1847 στην επαρχία Καλαβρύτων δρούσε ληστρική συμμορία με αρχηγούς τους Αναστάσιο Χονδρογιάννη και Αθανάσιο Κουρούσια. Το αρχηγείο της Χωροφυλακής, γνώριζε τις στρατιωτικές επιτυχίες του Ηλία Πανά που τότε ήταν Διοικητής της Μοιραρχίας Αχαΐας-Ήλιδας και αποφάσισε να τον αποσπάσει στα Καλάβρυτα. Ο Νομάρχης Αχαΐας προσπάθησε με κάθε τρόπο να εμποδίσει την απόσπαση αυτή. Έστειλε μάλιστα επιστολή στο προϊστάμενό του υπουργείο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών γράφοντας:
«… η απομάκρυνσις του Μοιράρχου Πανά από την πόλιν των Πατρών, είναι εναντίον των καλώς εννοουμένων συμφερόντων της υπηρεσίας, δι ό προτείνω να ανακληθή αύτη και να εισακούεται ο Μοίραρχος αντί να μένη με δεμένας τας χείρας. Τίποτε άλλο, παρά την καθαράν πίστιν και την γενναιότητα εφοβήθησαν οι εχθροί της κοινής ησυχίας. Τα προσόντα δε ταύτα, με τας πλέον βασίμους αποδείξεις, τα έχει κτήμα πολύτιμον ο Μοίραρχος Πανάς, του οποίου την ενταύθα παρουσίαν απαιτούσι αι παρούσαι περιστάσεις…».
Τελικά ο Πανάς ανέλαβε την υπηρεσία του Επόπτη των μεταβατικών αποσπασμάτων Καλαβρύτων. Το διάστημα αυτό είχε συλληφθεί ο ληστής Ζώτος, μέλος της συμμορίας Χονδρογιάννη-Κουρούσια και είχε μεταφερθεί στις φυλακές στο Ρίο. Τον Ζώτο ζήτησε να ανακρίνει ο Πανάς στοχεύοντας στην αποκάλυψη στοιχείων που θα τον οδηγούσαν στα ίχνη των συνεργών του. Όμως το υπουργείο Εσωτερικών και Δικαιοσύνης δεν επέτρεψε την μεταγωγή γιατί «δι αυτής υπήρχε κίνδυνος δραπετεύσεως του ληστού». Ο Κεφαλλονίτης όμως, την άρνηση αυτή του υπουργείου την έλαβε ως προσωπική προσβολή και υπέβαλε στον Νομάρχη Αχαΐας την ακόλουθη αναφορά – κόλαφο κατά της φαυλοκρατίας, μια αναφορά-υπόδειγμα τόλμης για κάθε εποχή, την οποία μεταγράφω. Στην αναφορά αυτή τονίζεται η αξιοπρέπεια του ανδρός, η υπερηφάνεια του πολεμιστή και το θάρρος της γνώμης του καθαρού χαρακτήρα του:
«Ο επί της καταδιώξεως των ληστών Μοίραρχος Αχαιο-Ήλιδος
Προς την Β. Νομαρχίαν του αυτού Νομού
Εις Πάτρας
Προς την Β. Νομαρχίαν του αυτού Νομού
Εις Πάτρας
Λαβόντες γνώσιν της υπ’ αριθμ. 2771 διαταγής του υπουργείου των Εσωτερικών κοινοποιηθείσης προς ημάς δια του υπ’ αριθμ. 1249 εγγράφου σας, έχομεν την τιμήν να παρατηρήσωμεν κύριε Νομάρχα και συγχρόνως να παρακαλέσωμεν όπως διβιβάσητε την παρατήρησίν μας ταύτην, ευσεβάστως, προς το επί των Εσωτερικών υπουργείον.
Χρεωστώ να σεβασθώ την απόφασιν των επί των Εσωτερικών και Δικαιοσύνης υπουργείων δια την μη μεταγωγήν προς ημάς του ληστού Ζώτου. Εξ’ άλλου μέρους, χρεωστώ να καθυποβάλω υπ’ όψιν σας ότι αι Κυβερνήσεις, δεν λαμβάνουν μέτρα οριστικά εις μίαν υπόθεσιν, ποτέ αι υποθέσεις αυταί δεν αποπερατούνται αισίως και δεν εξαλείφεται ριζικώς το κακόν, αλλά πάντοτε μένει ίχνος τι και μετ’ όλιγον καιρόν το κακόν επαναλαμβάνεται εις την επαρχίαν και το Κράτος.
Όταν διορίζηται είς υπάλληλος εις μίαν έκτακτον υπηρεσίαν ή χαίρει την εμπιστοσύνην της Κυβερνήσεως ή δεν την χαίρει. Εάν δεν την χαίρει δεν πρέπει να αποσταλή εις τοιαύτην υπηρεσίαν ή εάν δεν ευδοκίμησε, οφείλει να τον ανακαλέση και να στείλη άλλον καλύτερον. Εάν όμως χαίρει την εμπιστοσύνην της Κυβερνήσεως και ευδοκίμησε συγχρόνως εις την εκπλήρωσιν της αποστολής του, ανάγκη πάσα, δι’ αυτό τούτο το συμφέρον της υπηρεσίας, να δίδεται ακρόασις εις τας παρακλήσεις του.
Γνωρίζετε εκ του πλησίον, κύριε Νομάρχα, ότι κάθε έγκλημα είναι ανάγκη να εξετάζεται εις την πηγήν του, διότι ούτως ο υπάλληλος πληροφορείται όλας τας λεπτομερείας των διατρεξάντων. Και εάν από γυναίκας, από παίδας και από την γενικήν φήμην ο υπάλληλος ούτος εξιχνιάση τα πάντα, τότε ο δικαστικός υπάλληλος, καθήμενος εις την έδραν του – και μάλιστα εις την Ελλάδα, όπου τοιούτους δικαστικούς υπαλλήλους δεν έχομεν-, δεν δύναται να εξιχνιάση τας πράξεις με λεπτομέρειαν, μιας ληστρικής συμμορίας. Και τοιουτοτρόπως θα μένουν πάντοτε σπινθήρες εκ της μάστιγος ταύτης.
Η μη λοιπόν αποστολή μέχρι τούδε ενώπιόν μας του ληστού Ζώτου, δεν μας επροξένησεν ολίγον πρόσκομμα εις το έργον της εξοντώσεως της συμμορίας ταύτης. Διότι, δια να εξοντωθή μια ληστρική συμμορία παντελώς, απαιτείται προηγουμένως να εξιχνιάση τις όλους τους τροφοδοτούντας αυτήν. Και ο ληστής Κουρούσιας έχει άγνωστα μέχρι τούδε καταφύγιά τινα πλησίον ληστοτροφοδοτών, εις τα οποία κρύπτεται και ούτω δια πολύν εσώθη και είναι δύσκολον να τον συλλάβωμεν. Δια τούτο νομίζω καλόν να διορισθή είς δικαστικός υπάλληλος δια να περιέρχεται την επαρχίαν και να επιλαμβάνεται της εξετάσεως των υπόπτων. Και τον υποφαινόμενον να τον ανακαλέση το υπουργείον εις την έδραν του, διότι είναι πάντη περιττόν να διαμένη ενταύθα, αφού μάλιστα ετακτοποίησε τα διάφορα μεταβατικά αποσπάσματα και ώρισε τας καταλλήλους θέσεις των.
Έχομεν όμως την τιμήν να παρατηρήσωμεν ενταύθα ότι η αποστολή δικαστικών ανακριτικών υπαλλήλων πρέπει να γίνη με πολλήν προσοχήν, ακρίβειαν, δια να είναι ακεραίου χαρακτήρος και ικανοί. Διότι, τολμώ να είπω η διαφθορά εις την χώραν είναι μεγάλη, οι δε πράττοντες κακουργήματα μεταχειρίζονται πάν μέσον δια να τα καλύψουν.
Όσον δε περί της δραπετεύσεως του ληστού Ζώτου, την οποίαν αναφέρει η διαταγή, χρεωστώ να αναφέρω ευσεβάστως, ότι εκείνος όστις είναι ικανός να συλλαμβάνη ληστάς, γνωρίζει κάλλιστα και πώς να τους εξασφαλίση. Επομένως, γνωρίζει αρκετά καλά την ευθύνην, την οποίαν υπέχει εκείνος του οποίου ήθελε δραπετεύσει ληστάς.
Εν Βαρβάρα (Καλαβρύτων) τη 28η Ιανουαρίου 1848
Ηλίας Πανάς
Μοίραρχος»
Χρεωστώ να σεβασθώ την απόφασιν των επί των Εσωτερικών και Δικαιοσύνης υπουργείων δια την μη μεταγωγήν προς ημάς του ληστού Ζώτου. Εξ’ άλλου μέρους, χρεωστώ να καθυποβάλω υπ’ όψιν σας ότι αι Κυβερνήσεις, δεν λαμβάνουν μέτρα οριστικά εις μίαν υπόθεσιν, ποτέ αι υποθέσεις αυταί δεν αποπερατούνται αισίως και δεν εξαλείφεται ριζικώς το κακόν, αλλά πάντοτε μένει ίχνος τι και μετ’ όλιγον καιρόν το κακόν επαναλαμβάνεται εις την επαρχίαν και το Κράτος.
Όταν διορίζηται είς υπάλληλος εις μίαν έκτακτον υπηρεσίαν ή χαίρει την εμπιστοσύνην της Κυβερνήσεως ή δεν την χαίρει. Εάν δεν την χαίρει δεν πρέπει να αποσταλή εις τοιαύτην υπηρεσίαν ή εάν δεν ευδοκίμησε, οφείλει να τον ανακαλέση και να στείλη άλλον καλύτερον. Εάν όμως χαίρει την εμπιστοσύνην της Κυβερνήσεως και ευδοκίμησε συγχρόνως εις την εκπλήρωσιν της αποστολής του, ανάγκη πάσα, δι’ αυτό τούτο το συμφέρον της υπηρεσίας, να δίδεται ακρόασις εις τας παρακλήσεις του.
Γνωρίζετε εκ του πλησίον, κύριε Νομάρχα, ότι κάθε έγκλημα είναι ανάγκη να εξετάζεται εις την πηγήν του, διότι ούτως ο υπάλληλος πληροφορείται όλας τας λεπτομερείας των διατρεξάντων. Και εάν από γυναίκας, από παίδας και από την γενικήν φήμην ο υπάλληλος ούτος εξιχνιάση τα πάντα, τότε ο δικαστικός υπάλληλος, καθήμενος εις την έδραν του – και μάλιστα εις την Ελλάδα, όπου τοιούτους δικαστικούς υπαλλήλους δεν έχομεν-, δεν δύναται να εξιχνιάση τας πράξεις με λεπτομέρειαν, μιας ληστρικής συμμορίας. Και τοιουτοτρόπως θα μένουν πάντοτε σπινθήρες εκ της μάστιγος ταύτης.
Η μη λοιπόν αποστολή μέχρι τούδε ενώπιόν μας του ληστού Ζώτου, δεν μας επροξένησεν ολίγον πρόσκομμα εις το έργον της εξοντώσεως της συμμορίας ταύτης. Διότι, δια να εξοντωθή μια ληστρική συμμορία παντελώς, απαιτείται προηγουμένως να εξιχνιάση τις όλους τους τροφοδοτούντας αυτήν. Και ο ληστής Κουρούσιας έχει άγνωστα μέχρι τούδε καταφύγιά τινα πλησίον ληστοτροφοδοτών, εις τα οποία κρύπτεται και ούτω δια πολύν εσώθη και είναι δύσκολον να τον συλλάβωμεν. Δια τούτο νομίζω καλόν να διορισθή είς δικαστικός υπάλληλος δια να περιέρχεται την επαρχίαν και να επιλαμβάνεται της εξετάσεως των υπόπτων. Και τον υποφαινόμενον να τον ανακαλέση το υπουργείον εις την έδραν του, διότι είναι πάντη περιττόν να διαμένη ενταύθα, αφού μάλιστα ετακτοποίησε τα διάφορα μεταβατικά αποσπάσματα και ώρισε τας καταλλήλους θέσεις των.
Έχομεν όμως την τιμήν να παρατηρήσωμεν ενταύθα ότι η αποστολή δικαστικών ανακριτικών υπαλλήλων πρέπει να γίνη με πολλήν προσοχήν, ακρίβειαν, δια να είναι ακεραίου χαρακτήρος και ικανοί. Διότι, τολμώ να είπω η διαφθορά εις την χώραν είναι μεγάλη, οι δε πράττοντες κακουργήματα μεταχειρίζονται πάν μέσον δια να τα καλύψουν.
Όσον δε περί της δραπετεύσεως του ληστού Ζώτου, την οποίαν αναφέρει η διαταγή, χρεωστώ να αναφέρω ευσεβάστως, ότι εκείνος όστις είναι ικανός να συλλαμβάνη ληστάς, γνωρίζει κάλλιστα και πώς να τους εξασφαλίση. Επομένως, γνωρίζει αρκετά καλά την ευθύνην, την οποίαν υπέχει εκείνος του οποίου ήθελε δραπετεύσει ληστάς.
Εν Βαρβάρα (Καλαβρύτων) τη 28η Ιανουαρίου 1848
Ηλίας Πανάς
Μοίραρχος»
Επειδή όμως η αναφορά του Πανά έμεινε αναπάντητη, και εντωμεταξύ οι ληστές θα ξέφευγαν ο Κεφαλλονίτης Μοίραρχος υπέβαλε και δεύτερη αναφορά την οποία και μεταγράφω:
«Αύθις παρακαλούμεν τον κύριον Νομάρχην να ενεργήση ευαρεστούμενος την προς ημάς αποστολήν του ληστού Ζώτου, καθότι μάς είναι κατεπείγουσα η παρουσία του δια την ανακάλυψιν των ληστοτροφοδοτών των και αντιπαραστάσεων. Η πρότασίς μας αύτη αφορά το ίδιον το συμφέρον της υπηρεσίας και την εξάλειψιν της επιπολαζούσης ληστρικής συμμορίας εις την επαρχίαν ταύτην.
Επί τέλους δε, παρακαλούμεν να λάβωμεν απάντησίν σας
Ηλίας Πανάς
Μοίραρχος
Καλάβρυτα τη 5η Φεβρουαρίου 1848»
Επί τέλους δε, παρακαλούμεν να λάβωμεν απάντησίν σας
Ηλίας Πανάς
Μοίραρχος
Καλάβρυτα τη 5η Φεβρουαρίου 1848»
Η απάντηση του υπουργού της Δικαιοσύνης στον οποίο διαβιβάσθηκε η ανωτέρω αναφορά ήταν και πάλι αρνητική. Μάλιστα, είχε την υποσημείωση:
«… ο Μοίραρχος ηδύνατο να μελετήση την κατάθεσιν του ληστού η οποία ελήφθη άμα τη συλλήψει του, δια να εξαγάγη τα συμπεράσματά του».
«… ο Μοίραρχος ηδύνατο να μελετήση την κατάθεσιν του ληστού η οποία ελήφθη άμα τη συλλήψει του, δια να εξαγάγη τα συμπεράσματά του».
Ο Πανάς όμως δεν στάθηκε στην άρνηση και στα εμπόδια που απαντούσε. Ενέργησε γρήγορα από μόνος του, κατόρθωσε με τις στρατηγικές ικανότητές του να συλλάβει τους ληστές και απάλλαξε την επαρχία των Καλαβρύτων από τις εγκληματικές πράξεις τους. Κι όλο αυτό το έκαμε «εις πείσμα των σημαινόντων προσώπων» οι οποίοι προστάτευαν τη συμμορία. Μάλιστα δε, έμαθε και ποια ήταν αυτά τα «σημαίνοντα πρόσωπα». Ο υπουργός των Εσωτερικών Βενιζέλος Ρούφος ανέφερε το κατόρθωμα του Κεφαλλονίτη στον υπουργό των Στρατιωτικών υπογραμμίζοντας:
«… είναι ζήτημα δικαιοσύνης να επαινεθούν επισήμως ο τε μοίραρχος και οι υπ’ αυτόν, και να εκφρασθή εις αυτούς η ευγνωμοσύνη του υπουργείο δια το κατόρθωμα τούτο».
Έτσι, ο Κεφαλλονίτης Μοίραρχος έλαβε τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, καθώς και την ευαρέσκεια των υπουργών Εσωτερικών και Στρατιωτικών, αλλά και του αρχηγού της Χωροφυλακής τού κατά την δεύτερη θητεία του Φρανσουά Γκραγιάρ.
Είναι διαχρονικό το γεγονός πως το κακό πάντα έρπει. Οι ισχυροί που προστάτευαν τους ληστές, καθότι η αρωγή που οι δεύτεροι παρείχαν στους πρώτους ήταν εκ των ουκ άνευ, δεν σταμάτησαν εκεί. Κατόρθωσαν να μεταθέσουν τον Πανά και από την Πάτρα να τον οδηγήσουν στην … Εύβοια. Όσο πιο μακριά, τόσο πιο καλά.
Όμως ο υπουργός των Στρατιωτικών Αναστάσιος Μαυρομιχάλης του απένειμε κι άλλον βαθμό. Έφυγε από την Εύβοια και το 1854 με δικό του στρατιωτικό σώμα από Επτανησίους μπήκε στην Τουρκοκρατούμενη τότε Ήπειρο όπου έλαβε μέρος σε πολλές μάχες.
Το 1860 απεστρατεύθη και ανεκλήθη λόγω των πολλών προσόντων του το 1862. Μετά δε την έξωση του Όθωνα ήταν πληρεξούσιος «των εν Κωνσταντινουπόλει Κεφαλλήνων» στην Η΄ εν Αθήναις Β΄ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων το 1863. Τιμήθηκε με το αριστείο του Αγώνα και το 1869 πέθανε στην Αθήνα.
«… είναι ζήτημα δικαιοσύνης να επαινεθούν επισήμως ο τε μοίραρχος και οι υπ’ αυτόν, και να εκφρασθή εις αυτούς η ευγνωμοσύνη του υπουργείο δια το κατόρθωμα τούτο».
Έτσι, ο Κεφαλλονίτης Μοίραρχος έλαβε τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, καθώς και την ευαρέσκεια των υπουργών Εσωτερικών και Στρατιωτικών, αλλά και του αρχηγού της Χωροφυλακής τού κατά την δεύτερη θητεία του Φρανσουά Γκραγιάρ.
Είναι διαχρονικό το γεγονός πως το κακό πάντα έρπει. Οι ισχυροί που προστάτευαν τους ληστές, καθότι η αρωγή που οι δεύτεροι παρείχαν στους πρώτους ήταν εκ των ουκ άνευ, δεν σταμάτησαν εκεί. Κατόρθωσαν να μεταθέσουν τον Πανά και από την Πάτρα να τον οδηγήσουν στην … Εύβοια. Όσο πιο μακριά, τόσο πιο καλά.
Όμως ο υπουργός των Στρατιωτικών Αναστάσιος Μαυρομιχάλης του απένειμε κι άλλον βαθμό. Έφυγε από την Εύβοια και το 1854 με δικό του στρατιωτικό σώμα από Επτανησίους μπήκε στην Τουρκοκρατούμενη τότε Ήπειρο όπου έλαβε μέρος σε πολλές μάχες.
Το 1860 απεστρατεύθη και ανεκλήθη λόγω των πολλών προσόντων του το 1862. Μετά δε την έξωση του Όθωνα ήταν πληρεξούσιος «των εν Κωνσταντινουπόλει Κεφαλλήνων» στην Η΄ εν Αθήναις Β΄ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων το 1863. Τιμήθηκε με το αριστείο του Αγώνα και το 1869 πέθανε στην Αθήνα.
Ευρυδίκη Λειβαδά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου