Είσαι στο διάδρομο και φοβάσαι τη μάσκα.
Είναι εκείνη που θα στερήσει
σε σένα και σε εκείνον την επικοινωνία που είχατε μάθει σαν κοινήγλώσσα. Είναι αλλιώτικη μάσκα αυτή που ίσως βάλεις εσύ με εκείνη που
θα χρειαστεί να βάλει εκείνος για να παίρνει των τελευταίων ημερών
αγώνα ζωής αναπνοές. Αναπνοές που στο τέλος τους θα είναι η αιτία να
επιταχύνουν αυτές το δρόμο στο θάνατο, όταν το οξυγόνο θα είναι πλέον
το δηλητήριο για το σώμα εκείνου, το πλέον βλαβερό Οξυγόνο πρώην
συμβολισμός ζωής, που τον σκοτώνει από τις ρεαλιστικές ποιότητές του
πλέον. Δεν είναι Καθαρό.
Είσαι στο διάδρομο και φοβάσαι τη μάσκα. Είναι εκείνη που θα χρειαστεί
να φορέσεις για να είσαι κοντά του όταν λιποψυχεί αλλά ακόμη παλεύει
για τη ζωή. Μια μάσκα που δεν μπορεί να μιλήσει στων προσώπων την
τυπική γλώσσα που είχατε πάντα. Μια μέρα θα σταματά να μιλά αλλά θα
ακούει συνεχώς, θα νιώθει, θα αφουγκράζεται σιωπηλά την παρουσία σου
εκεί σαν μικρό παιδί που φοβάται να κοιμηθεί, να κοιμηθεί, να κοιμηθεί
πάντα.
Είσαι στο διάδρομο κα φοράς τη μάσκα, ανοίγεις και μπαίνεις στο
δωμάτιο. Αγγίζεις τα πέλματα που βάρυναν και δεν περπατούν την Κίνηση
ζωής πια. Και εκείνος το νιώθει ότι είσαι εκεί όπως έκανε και σε σένα
όταν πολλές φορές ήσουν με πυρετό να αντιδρά το σώμα να ζήσει, να
αντιδρά με θυμό γεμάτο ΖΩΗ στην κάθε επιθετική σου παιδική ή νεανική
σου βαρειά λοίμωξη.
Είσαι στο δωμάτιο μαζί, και φοράς τη μάσκα. Βάρυνε η νύχτα, ακούγεται
μόνο το οξυγόνο της άλλης μάσκας, εκείνου. Νιώθεις το φόβο της
μοναξιάς μιας αποχώρησης απ΄ότι ήταν η ζωή του. Η οικογένειά του, τα
παιδιά του. Τα παιδιά του. Σέρνεις με όση δύναμη σου επιτρέπει η
μάσκα, η δική σου μάσκα, ένα άδειο κρεβάτι. Τραβάς πιο κοντά και
πιάνεις το χέρι από μακριά, αυτό που δεν έχει πια φλέβα μα νιώθει μόνο
να περπατά σαν μικρό παιδί μέσα σε άγνωστα σκοτάδια μόνο. Φοράς τη
μάσκα να μην το σκοτώσεις από το δικό σου υγιές οξυγόνο. Μιλάς μια
άλλη γλώσσα πίσω απ΄τις μάσκες. Μην φοβάσαι, είμαι εδώ, κρατάω το χέρι
το βράδι σου, και θα είμαι εδώ να ζήσεις και το επόμενο πρωί. Σε
κρατάω εδώ.
Θάλαμος Ανοσοκαταστολής.
Ποιος άνθρωπος μπορεί να ζήσει καλά τη ζωή του σαν τελείωμά της, φόβο
γεύσης πικρής απομάκρυνσης, τελευταία κουβέντα συναισθημάτων,
αποχωρισμένος και αποσυνδεμένος απ΄αυτό που του ήταν πάντα το οξυγόνο
ζωής; Τα παιδιά του.
Ποιο Κράτος θα κάνει ευθανασία δίχως αυτό το οξυγόνο σε ανθρώπους
τρίτης ηλικίας που κάθε βράδι τους κοιμούνται. Κοιμούνται μόνοι δίχως
χέρια να τους κρατούν ως το επόμενο πρωί στη ζωή; Ποιο θα΄ναι εκείνο
το ξαφνικό βράδι τους, μόνοι;
Ποια Ελληνική Κοινωνία θα καταστείλει τις βασικές της της Αρχές; Δεν
θέλω να πεθάνω μόνος, θέλω Παιδιά. Δεν θέλω να πεθάνω μόνος, δεν έκανα
παιδιά. Δεν εγκατέλειψα τον πατέρα, τη μάνα, σε ένα ίδρυμα σαν
κακούργος να τιμωρήσω με θάνατο δίχως παρουσία ζωής.
Ποια Κοινωνία επιτρέπει δίχως εξέγερση, σε καταστολή της Ελεύθερής της
Βούλησης, να μην πλησιάζει το παιδί τον γονέα σε ίδρυμα ούτε με μάσκα;
Πάντως, σε ένα δωμάτιο ανοσοκατεσταλμένου είσαι ΕΚΕΙ. Με τη δική σου
μάσκα. Δεν είναι το δικό σου Οξυγόνο που τον σκότωσε Αλλά η ασθένεια
που είχε. Η δική σου μάσκα επέτρεπε απλά να μιλάς μέχρι το τέλος μια
άλλη γλώσσα μαζί του που κανείς σας δεν μπορεί να ξεχάσει ποτέ και που
αυτό είναι το μυστικό της αθανασίας του ανθρώπου.
Μαρία Μαγουλά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου