Ένα ευχαριστώ. Μέρα βροχερή, χειμωνιάτικη, κρύα, μέρα περισυλλογής.
Το μουρμούρισμα της βροχής βοηθά την ταξιδιάρα σκέψη. Αρίβαρα στην παλιά Σκάλα - στα απομεινάρια του σεισμού, του πατρικού σπιτιού του γιατρού της Σκάλας, του Στρατή του Ζερβού, και της αξιολάτρευτης συζύγου του Κατερίνας.
Ένας τοίχος, μια ταράτσα, μια σκάλα με σκαλοπάτια ανέγγιχτα από τον εγκέλαδο. Τα μέτρησα άπειρες φορές, παίζοντας με το Φίλιππα και τη Μαίρη, αφού η οικογένειά τους έμεινε πίσω και δεν ακολούθησε στο νέο χωριό. Στη δεξιά μεριά της σκάλας είναι ακόμη η μεγάλη συκιά, πιστός φρουρός του. Λίγο πιο δεξιά ήτανε η λωτιά με τους πολύτιμους πορτοκαλί καρπούς της. Γλυκός πειρασμός. Ποιον δε γλύκανε αυτό το δέντρο. Ήταν για χρόνια πολλά το κέρασμα της οικογένειας προς όλους εμάς τους διαβάτες. Η θέα μοναδική στο απέραντο Ιόνιο.
Το Ρατζακλί, ο κάμπος της Σκάλας, η παραλία της Μούντας · κόβει το μάτι καθάριο ορίζοντα μέχρι τη Ζάκυνθο. Οι διηγήσεις του πατέρα μου ατέλειωτες, μακροσκελείς, ατέρμονες: o γιατρός τους, η Κατερίνα τους. Μα, ο χρόνος κυλά σαν εκείνο το νερό της πηγής που ήταν κοντά στο σπίτι τους, ρέει άφθονο και μας ξεδιψά εσαεί.
Το παιδί τους, ο Γιώργος, γένηκε κι αυτός γιατρός. Γιατρός που έδωκε φως των ομματιών μας, των ψυχών μας. Φως ιλαρόν. Τελειώνοντας τις σπουδές τους επιστρέφει στο χωριό μας με την πανέμορφη, κομψότατη σύζυγο του Βέρα. Ήταν η γιατρός μας το 1972 στη Σκάλα και αυτός γιατρός στο αγροτικό ιατρείο των Χιονάτων. Το σπίτι τους πάντα ανοιχτό όλες τις ώρες και για όλους μας. Ήμουν πολύ τυχερή, γιατί συχνά συχνότατα με έσερνε η μάννα μου με φιλέματα από τις σπιτικές της δημιουργίες να τα πάω στη φίλη μας τη Βέρα. Ακολουθούσα την κυρία Βέρα μέχρι την κουζίνα της. Ρουφούσα τον αμοιβαίο σεβασμό που είχαν στο σπιτικό τους, την αλληλοκατανόηση, την οικογενειακή αρμονία. Τόσο φιλικά που νιώθω την αύρα της μέχρι σήμερα. Περιεργαζόμουν τα πάντα, αφουγκραζόμουν τις μυρωδιές, τις εικόνες, τα χρώματα. Το σπίτι είχε υπέροχα χρώματα - έξω και μέσα. Μα το σαλόνι με μάγεψε. Εκεί έβρισκα πάντα το Γιώργο να μελετά την εφημερίδα του ή τα βιβλία του. Είχε δρόμο ακόμη η επιστήμη που διάλεξε. Είχε εξετάσεις, διαβάσματα για την ειδικότητα. Μικρούτσικο ήμουν, μα πάντα ευγενικό · καληνύχτιζα πριν φύγω. Ο κύριος Γιώργος με χαμόγελο κουνούσε το ευγενικό του χέρι και με χαιρετούσε. Αυτή η χαμηλόηχη, ήρεμη, μελωδική φωνή του είναι ακόμη ξεκάθαρη στη θύμησή μου. Οι γιατροί μας έφυγαν για τις ειδικότητες τους για την Αθήνα. Μα γύρισαν κοντά μας στο νησί μας και το ιατρείο τους ήταν πάντα ανοιχτό σαν το σπίτι τους. Ο Γιώργος, οφθαλμίατρος και η Βέρα, παιδίατρος. Στο ιατρείο του ήταν καλοσυνάτος, φιλάνθρωπος με θετική διάθεση, τρυφερότητα, ειλικρινής. Άκουγε περισσότερο, μίλαγε λιγότερο. Μιλούσε χαμηλόφωνα, αναζητούσε πως μπορεί να βοηθήσει τους άλλους με γαλήνη και ηρεμία το επιτύγχανε. Επιτυχημένος άνθρωπος, επιστήμων. Δεν σχολίαζε τους άλλους, ρωτούσε με αγάπη και σεβασμό να μάθει τι κάνουμε απλά. Σκεφτόταν και έπραττε με γαλήνη, πραότητα και αρχοντιά. Έλεγε: «N' αγαπάς τους ανθρώπους έτσι όπως είναι. Είναι αδύνατον, όμως πρέπει! Κοίτα να τους φέρεσαι με καλοσύνη, όχι ανόρεχτα, αλλά με την καρδιά σου. Αν ποδοπατήσεις κάποιου τα γυαλιά, θύμισέ του πως καλά μπορεί να δει μόνο με την καρδιά». Ένιωθες άνετα χωρίς να ζυγίζεις τις σκέψεις σου και να μετράς τα λόγια σου · να ρέουν από μέσα σου αβίαστα. Ήξερες ότι θα κρατήσει ότι αξίζει και η καλοσυνάτη ανάσα του θα φυσήξει τ ‘άλλα μακριά.
Αξιοζήλευτη η πορεία της ζωής του, άφηκε άρωμα ανθρωπιάς, σεβασμού και αγάπης.
Ήταν και θα μείνει για μας ο έντιμος άρχοντας του χωριού μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου