9 με 12 Αυγούστου 1953
Οι Κεφαλονίτες όταν αναφερόμαστε στο καλοκαίρι του ‘53, δε μιλάμε για το σεισμό, αλλά για τους σεισμούς, για την ακολουθία εκείνου του Αυγούστου. Μεγάλωσα ανάμεσα σε ανθρώπους που η μνήμη των σεισμών είχε θέση στην καθημερινή τους συζήτηση. Κι εγώ άκουγα, ρουφώντας τα λόγια και τη μνήμη τους. Όχι τόσο ιστορίες ανθρώπων, αλλά ιστορίες για το κτιστό τοπίο των χωριών τους, για τα μεγάλα τα πέτρινα σπίτια που τα γκρέμισε ο σεισμός και για μετά, σαν ήρθε ο νόμος ν’ ανοίξει δρόμους φαρδιούς πάνω στα παλιά καλντερίμια.
Προσπαθούσα να φανταστώ τα χωριά από τις ιστορίες, από τους παλιούς ερειπιώνες κι απ’ όσα σπίτια άφησε όρθια ο παροξυσμός του ‘53. Με το μυαλό και με τη βοήθεια οικισμών που την είχαν γλυτώσει, όπως τα Σβορωνάτα και το Φισκάρδο, ξανάχτιζα σπίτια αριστοκρατικά καπεταναίων. Ένα απλό σκηνικό η Κεφαλονιά τη δεκαετία του ’60, από μικρά περιποιημένα αντισεισμικά λυόμενα, νοικοκυρεμένα, με τα πορτόνια, τις στέρνες και το σίκλο, τις τζατζαμινιές και τις περγουλιές. Πολλά από τα λυόμενα ήταν κτισμένα πάνω στη βάση ενός παλιού κατωγιού που είχε αντέξει.
Τα Κουρκουμελάτα αποτελούσαν εξαίρεση καθώς το χωριό ξαναχτίστηκε από τον εφοπλιστή Βεργωτή, τον ευεργέτη. Όμορφα και μοντέρνα, με σπίτια από γερό σκυρόδεμα, σίδερο και τούβλο, με λουλούδια στο πεζοδρόμιο και με πάρκο.
Αυτή η πρωτόγνωρη μυρωδιά για τους Κεφαλονίτες, του ξύλινου σπιτιού, πρέπει να ήταν μισητή στον τυφλό στα γεράματα νόνο μου. Για μένα ήταν αρχαία, πριν το χρόνο. Τόσο αρχαία όσο η μυρωδιά του τζατζαμινιού απ’ τη βεράντα κι απ’ το μπουκάλι με την κολόνια της νόνας. Την οποία μυρωδιά με αγάπη οικειότητας ξαναβρήκα στα σπίτια των Αμερικανών, σαν πήγα να ζήσω στη χώρα τους να μελετήσω τη Γη και τους σεισμούς της.
Από μικρός, από τις ιστορίες των συμπατριωτών μου, έμαθα να λατρεύω τους σεισμούς. Και ως αντικείμενο επιστημονικής έρευνας αλλά και ως παγανιστική λατρεία, ως το σκοτεινό αντικείμενο του δέους.
Λίγο πιο έξω από το χωριό μου, από τα Μεταξάτα, υπήρχε ένα οικογενειακό λιοστάσι με δύο πέτρες, όπου έβγαζα για βόλτα τον τυφλό νόνο με την αδελφή μου. Δίπλα απ’ το λιοστάσι ξεκινούσαν τσιμεντένια σκαλοπάτια που κατέβαζαν στα Κουρκουμελάτα, στα Γραφεία της ενιαίας Κοινότητας και στο Συσσίτιο του διθέσιου σχολείου, ώστε να παρακάμπτει ο πεζός τη μεγάλη στροφή της ασφάλτου.
Στα μαλακά πετρώματα, δίπλα από τα σκαλιά, είδα θαμμένα όστρακα.
Έτρεξα στο νόνο, καθισμένο στο λιοστάσι, να το πω. Απάντησε ότι κάποτε η ξηρά εκεί ήταν βυθός, κάτω από θάλασσα, κι ότι αναδύθηκε.
Αν μπορώ να προσδιορίσω τη στιγμή που με κτύπησε ο έρωτας και το δέος για τη φύση, είναι εκείνη η στιγμή όταν μου μίλησε για ανάδυση. Αυτόματα ήξερα ότι αυτή η ανάδυση πρέπει να είχε σχέση με τη σταθερή αγάπη των σεισμών για την Κεφαλονιά.
Των σεισμών που εμείς οι Κεφαλονίτες μία μισούμε, μία λατρεύουμε, μία χλευάζουμε. Κι άλλη φοβόμαστε κι άλλη αδιαφορούμε.
Οι σεισμοί που χώρισαν το χρόνο μας σε πριν και μετά το 1953.
πηγη https://www.thegreekcloud.com/
[ αναδημοσιεύεται από εδώ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου