«Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο…»:
Μαθητές είναι τα παιδιά, όχι οι γονείς!
Πριν από μισό αιώνα, οι γονείς πήγαιναν το παιδί τους ως την πόρτα του σχολείου και το
«έδιναν» στο δάσκαλο, με την οδηγία να κάνει όσα πιστεύει ότι είναι δέοντα για να μάθει το
παιδί γράμματα. Μετά από αυτό, κατά κανόνα δεν ασχολιόντουσαν καθόλου ούτε με τη
μελέτη του παιδιού ούτε και με την παιδαγωγική του δασκάλου. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, οι
τοτινοί μαθητές ήταν στο «έλεος» του εκάστοτε εκπαιδευτικού και των αντιλήψεών του. Ακόμα
και σήμερα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι μέσης και μεγάλης ηλικίας που ανακαλώντας τη
μαθητική τους ζωή ισχυρίζονται ότι κάποιος δάσκαλος είτε τους «έσωσε» είτε τους
«χαντάκωσε».
Η συνθήκη αυτή έχει φτάσει στο άλλο άκρο στις μέρες μας. Είναι γνωστό ότι πλέον οι γονείς
τείνουν να υπερεμπλέκονται στην εκπαιδευτική πορεία των παιδιών τους. Οι προθέσεις τους
είναι ασφαλώς αγαθές, ωστόσο πολύ συχνά τα αποτελέσματα είναι τελείως αντίθετα από τα
επιδιωκόμενα. Εκεί που κάποτε ο δάσκαλος αποφάσιζε «ελέω Θεού» για την εκπαιδευτική
πορεία των μαθητών του, τώρα τον πρώτο λόγο έχουν οι γονείς. Το κοινό σημείο των δύο
εποχών είναι η χαρακτηριστική απουσία του ίδιου του μαθητή από ζητήματα και διαδικασίες
στα οποία τυγχάνει πρωταγωνιστής!
Ας δούμε μερικούς χαρακτηριστικούς τρόπους με τους οποίους οι γονείς εμπλέκονται
περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, ή με λανθασμένο τρόπο, στην εκπαίδευση των παιδιών:
Συχνά οι γονείς ταυτίζουν την μαθησιακή πρόοδο του παιδιού με τους βαθμούς.
Ωστόσο, οι βαθμοί είναι ένας μόνο από τους δείκτες προόδου και κυρίως είναι
επιβράβευση ή κίνητρο για μεγαλύτερη προσπάθεια. Ένας γονιός που πιέζει το παιδί
για καλούς βαθμούς δίχως να του καλλιεργεί ουσιώδη κίνητρα για μάθηση δεν το
βοηθά πραγματικά. Αν η απάντηση στο ερώτημα «Γιατί μελετάς για το σχολείο;» είναι
«Για να πάρω καλούς βαθμούς» τότε σίγουρα κάτι κάνουμε λάθος.
Πολλές φορές οι γονείς παίρνουν όλες τις αποφάσεις για τα παιδιά, ακόμα κι
εκείνες που θα έπρεπε να μάθουν να παίρνουν τα ίδια στο πλαίσιο της ανάπτυξης και
της ανεξαρτητοποίησης. Όταν ο γονιός αποφασίζει ακόμα και για το είδος των
τετραδίων που θα χρησιμοποιήσει το παιδί, δεν του επιτρέπει να αναλάβει
πρωτοβουλία, να μάθει να επιλέγει και να αποκρίνεται σε διλήμματα, να διδάσκεται
δια της δοκιμής και πλάνης, και να αναλαμβάνει τις συνέπειες των επιλογών του.
Όλες αυτές οι δεξιότητες είναι πολύ σημαντικές όχι μόνο για την γνωστική και σχολική
πρόοδο, αλλά συνολικά για την καλλιέργεια ωριμότητας.
Ιδιαίτερα σοβαρές κρίσεις που κάνουν οι γονείς, συχνά μάλιστα τελείως ανεπίκαιρα ή
και αυθαίρετα, αφορούν στον εντοπισμό των δυνάμεων και των αδυναμιών του
παιδιού. Οι εκφράσεις του τύπου «Ο Τάσος είναι πολύ καλός στα μαθηματικά αλλά
δεν τα καταφέρνει στη γλώσσα», προκαλούν το φαινόμενο της αυτοεκπληρούμενης
προφητείας, δηλαδή της συνθήκης που το παιδί εσωτερικεύει αυτά που ακούει για τον
εαυτό του και τα πραγματώνει. Όταν λες σε ένα παιδί άκριτα «είσαι καλός σε αυτό»,
το παιδί δεν τολμά να αποτύχει καλλιεργώντας τεράστιο άγχος για να ευχαριστήσει το
γονιό, ενώ όταν του λες ότι δεν είναι καλός σε κάτι δεν θα τολμήσει ποτέ να
δοκιμαστεί σε αυτό και απλώς θα παραιτηθεί εκ προοιμίου. Έτσι, πολλά παιδιά
καταλήγουν να αποκτούν πολύ λανθασμένη εικόνα για τον εαυτό τους, αδυνατώντας
να καλλιεργήσουν ρεαλιστική αυτοαντίληψη που είναι προϋπόθεση και για την
καλλιέργεια της αυτοεκτίμησης.
Ένα φαινόμενο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και «μάστιγα», είναι ο
τρόπος με τον οποίο πολλοί γονείς εμπλέκονται στη σχολική μελέτη του παιδιού:
κάνουν τις εργασίες του αντί για το ίδιο, του ζητάνε να τους πει το μάθημα
«παπαγαλία», του φτιάχνουν την σχολική τσάντα, ακολουθούν τη δική τους διδακτική
αντί για τη διδακτική του σχολείου και συνολικά δεν επιτρέπουν στο παιδί να αυτό-
οργανωθεί και να εντοπίσει το μαθησιακό του προφίλ. Οι τακτικές αυτές είναι όχι
απλώς κακές, αλλά μπορούν να αποβούν ακόμα και καταστροφικές, καθώς
καταστούν το παιδί κομπάρσο σε μια διαδικασία που θα έπρεπε να ελέγχεται πολύ
περισσότερο από το ίδιο, ενώ του περνάνε το μήνυμα ότι η εκπαίδευσή του δεν είναι
δική του υπόθεση αλλά των γονιών του. Έτσι, καταλήγουμε στην καλύτερη
περίπτωση σε απρόθυμα παιδιά που οι γονείς τα «κυνηγούν» όλο το απόγευμα για
να διαβάσουν, και στην χειρότερη σε παιδιά που βλέπουν βιβλίο και τρομάζουν,
αναπτύσσοντας μια ισόβια εξαρτητικότητα απέναντι στη μάθηση, καθώς θεωρούν ότι
μόνα τους δεν μπορούν να καταφέρουν τίποτα.
Καθώς η μαθητική ζωή ενός παιδιού βαίνει προς το τέλος, δηλαδή όταν φοιτά στο
Λύκειο, πολλοί γονείς τείνουν να γίνονται πολύ παρεμβατικοί και κατευθυντικοί
σχετικά με την μετέπειτά πορεία του, επηρεάζοντας πολύ τις επιλογές του παιδιού
για φοίτηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή όχι, σε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα, στην
Ελλάδα ή στο εξωτερικό, σε κάποιες συγκεκριμένες σχολές ή ακόμα και πόλεις, κτλ.
Η εφηβεία είναι μια ηλικία στην οποία έχουν μεν αναδυθεί τα ταλέντα του παιδιού και
έχουν διαπιστωθεί τα δυνατά και τα αδύνατά του σημεία, εντούτοις είναι μια ηλικία
ραγδαίων αλλαγών και διερευνήσεων που τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην
επιρροή. Ο γονιός που προτάσσει τη δική του επιθυμία, ή τον δικό του φόβο, δίχως
να αφουγκράζεται τις ανάγκες και τις επιθυμίες του παιδιού, το καθοδηγεί σε επιλογές
που δεν είναι δικές του και δε θα ευτυχήσει ποτέ με αυτές, ενώ μπορεί ακόμα και να
καλλιεργεί μνησικακία προς τον γονέα. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε
μια στρεβλή καταναλωτική λογική που δυστυχώς είναι σχεδόν κοινός τόπος. Όπως οι
βαθμοί θεωρούνται ιερό δισκοπότηρο από πολλούς, έτσι και οι πανεπιστημιακές
σχολές με υψηλές βάσεις θεωρούνται αυτομάτως «καλές», δίχως να τίθεται κανένα
άλλο κριτήριο. Αυτή η στάση θυμίζει την αντίληψη ότι το ακριβό ταυτίζεται με το
ποιοτικό, πράγμα πολύ λανθασμένο.
Πότε όμως οι γονείς ξέρουν ότι βοηθούν πραγματικά το παιδί τόσο στη γνωστική του πρόοδο,
αλλά και στη συναισθηματική του ανάπτυξη και τη συνολική του ωριμότητα; Τα παρακάτω
είναι σημάδια ότι οι γονείς έχουν βοηθήσει πραγματικά και πολύπλευρα το παιδί:
Το παιδί φοιτά ευχάριστα στο σχολείο, δίχως να το αντιμετωπίζει ως βάσανο ή
τιμωρία που δεν βλέπει την ώρα να τελειώσει.
Το παιδί μετά από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού έχει αυτό-οργανωθεί ως προς τη
σχολική μελέτη και δε χρειάζεται παρά μια γενική εποπτεία και οριοθέτηση. Μάλιστα,
το παιδί εντοπίζει τα σημεία στα οποία πραγματικά δυσκολεύεται και ζητά εστιασμένη
βοήθεια από τον γονέα.
Το παιδί δεν αποκρύπτει πράγματα από τους γονείς, όπως π.χ. κακούς βαθμούς σε
διαγωνίσματα, εργασίες που έχει να κάνει, κτλ. Όταν κάτι δεν πάει καλά, το παιδί
συνεργάζεται με τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς προς την κατεύθυνση της
αντιμετώπισης και δεν εκφράζει άρνηση.
Το παιδί αξιοποιεί αυθόρμητα σχολικές γνώσεις στην καθημερινότητα, τις βάζει
δηλαδή σε εφαρμογή.
Το παιδί εκδηλώνει ενδιαφέρον για άλλες δραστηριότητες με κίνητρο ερεθίσματα από
το σχολείο, π.χ. θέλει να πάει στο στίβο επειδή του αρέσει η φυσική αγωγή, θέλει ν’
αρχίσει μια δεύτερη ξένη γλώσσα επειδή έχει ενθουσιαστεί από τα αγγλικά.
Το παιδί αναπτύσσει προσωπικούς στόχους και όνειρα, και αναλαμβάνει με συνέπεια
δράση προς την επίτευξή τους.
Οι εκπαιδευτικοί εκθειάζουν περισσότερο τη γνωστική συγκρότηση, τη συμμετοχή,
την εγρήγορση και την ευρηματικότητα του παιδιού παρά την επιμέλεια και την
μελετηρότητα.
Οι γονείς δεν νιώθουν διαρκές άγχος για το παιδί, δεν αποφεύγουν να συναντήσουν
τους εκπαιδευτικούς γιατί «φοβούνται» τι θα ακούσουν, δεν βρίσκονται σε
ασταμάτητη διαπραγμάτευση με το παιδί σχετικά με τις σχολικές του υποχρεώσεις.
Σίγουρα δεν υπάρχει γονιός που δεν θέλει το καλό του παιδιού του. Κανείς δεν θέλει να έχει
ένα δυστυχισμένο και καταπιεσμένο παιδί που θα θυμάται την παιδική του ηλικία ως μια
ατέλειωτη ταλαιπωρία. Ωστόσο, μέσα στην τριβή της καθημερινότητας και της πιέσεις που
αυτή μας ασκεί, συχνά τείνουμε να αντιδρούμε με έναν «αυτόματο» τρόπο δίχως να
σταματάμε λίγο για να αναλογιστούμε τι είναι αυτό που κάνουμε, και ιδίως πώς το κάνουμε.
Αν θα έπρεπε να προτείνουμε μόνο ένα πράγμα στους γονείς ώστε να αφουγκραστούν
καλύτερα τις ανάγκες των παιδιών τους, είναι η αύξηση του ποιοτικού χρόνου μαζί τους που
βαθαίνει κι ενδυναμώνει τη σχέση. Στο κάτω-κάτω μια «άγραφη» ορθογραφία δε θα φέρει τη
συντέλεια του κόσμου, ενώ η αναλυτική επεξήγηση μιας ζωγραφιάς που το παιδί μας δείχνει
με καμάρι, μπορεί να περικλείει όλη τη γνώση αλλά και όλη την αγάπη του κόσμου!
Καλή σχολική χρονιά!
Σεπτέμβριος 2022
Ελένη Κονιδάρη
Ψυχολόγος και Προϊσταμένη του Κέντρου Διεπιστημονικής Αξιολόγησης και Συμβουλευτικής
Υποστήριξης (ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ.) Κεφαλληνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου