ANAΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ KEFALONITHS
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών σε ομιλία του στην έκθεση των Ποσειδωνίων, «Ελλάδα χωρίς υπουργείο Ναυτιλίας είναι σαν να λέμε Σαουδική Αραβία χωρίς υπουργείο Πετρελαίου». Παρομοιάζοντας αυτή την κατάσταση της συστρατευμένης και καλομελετημένης επίθεσης εναντίον της ελληνικής ναυτιλίας με το αντίστοιχο ‘‘χτύπημα’’ που δέχεται κατά καιρούς, δικαίως ή αδίκως, η Εκκλησία μας, το μόνο σχόλιο που μπορούμε να κάνουμε για αυτές τις λανθασμένες, άκυρες και μη δόκιμες, κατά την άποψή μας, κυβερνητικές αποφάσεις είναι «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» από τη γνωστή ευαγγελική περικοπή του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου.
Συνεχίζοντας τον απολογισμό της καλοκαιρινής περιόδου, αφού παρακολουθήσαμε τα πολιτιστικά δρώμενα των δήμων της Κεφαλονιάς (στην τελευταία τους εμφάνιση πριν την εποχή ‘‘Καλλικράτη’’ και τον ενιαίο Δήμο Κεφαλονιάς), δεν ξεχωρίσαμε κάποιο γεγονός που να μας εντυπωσιάσει ιδιαίτερα, πάντα με την καραβολατρική, αλμυρή μας ματιά. Γι’ αυτό το λόγο, μέσα από την παρούσα δοκιμή θα προσπαθήσουμε να μετατρέψουμε σε ευδιαθεσία και ψυχική γαλήνη όλη αυτή τη δικαιολογημένη απογοήτευση των Καραβολατρών της Κεφαλονιάς και των εραστών της θαλάσσης ως προς τον πολιτιστικό – καλλιτεχνικό τομέα. Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι εξετάζοντας το γίγνεσθαι με μια πιο θετική προσέγγιση αφού η διατήρηση αυτού του κλίματος μιζέριας, καταστροφολογίας και απογοήτευσης είναι ένας δρόμος ανούσιος και αδιέξοδος. Σε αυτή την κατεύθυνση, λοιπόν, θα κινηθούμε κι εμείς για έναν επιπλέον σημαντικότατο λόγο: διότι παρακάτω θα ασχοληθούμε με τη λαμπερή προσωπικότητα της μοναδικής καλλιτέχνιδας και δημιουργού κυρίας Έυας Διβάρη.
Αρχικά, θα χαρακτηριζόμαστε φιδωλοί και μετριοπαθείς στις εκφράσεις μας αν δηλώναμε ότι οι πρώτες λέξεις που μας έρχονται στο νου όταν ακούμε το όνομα της Κεφαλονίτισσας κας Διβάρη (με καταγωγή από το ομώνυμο χωριό Διβαράτα, χωρίς όμως να έχει ζήσει εκεί) είναι μόνο γοητεία, κομψότητα, καλαισθησία, φιλοδοξία, δημιουργία, και πάνω από όλα ανιδιοτελής Προσφορά. Για αυτούς που μέσα από αυτές τις γραμμές αποκτούν μια πρώτη γνωριμία με την πολυβραβευμένη ζωγράφο παραθέτουμε παρακάτω το πλούσιο βιογραφικό της : Η κα Εύα Διβάρη, κόρη του ζωγράφου Α.Π. Διβάρη και της Ευφροσύνης Διβάρη, έζησε τα μαθητικά της χρόνια εσωτερική σε σχολή Καλογραιών. Σπούδασε: Ζωγραφική, Σχέδιο και Χρώμα με τον Ανδρέα Διβάρη. Στη Σχολή Δοξιάδη Εφαρμογή Σχεδίου, Ζωγραφικής, Γλυπτικής, στις Γραφικές Τέχνες με καθηγητές τους Ζωγράφους Π. Ζουμπουλάκη και Δ. Μυταρά, τους χαράκτες Τ. Κατσουλίδη και Π. Γράβαλο, τους γλύπτες Γ. Παρμακέλη και Δ. Γεωργιάδη. Επίσης, συνέχισε τις σπουδές της στη Ν. Υόρκη στο Alemizo Modern Art, στο εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών Christies με τον Ποιητή και Ακαδημαϊκό Τίτο Πατρίκιο, “Περιπέτειες και μεταμορφώσεις της Γραφής” και στην Ακαδημία Προσωπικής Ανάπτυξης “Success Dynamics”. Ως προς τον επαγγελματικό της βίο, εργάστηκε: στη διαφήμιση, ζωγράφισε και σχεδίασε βιβλία, εξώφυλλα και άλλα έντυπα. Φιλοτέχνησε ημερολόγια, σχεδίασε και ζωγράφισε κουτιά και υφάσματα, σχεδίασε κοσμήματα και μικρογλυπτά, έπιπλα και χρηστικά αντικείμενα ενώ κατασκεύασε γλυπτά.
Καταλυτικό ρόλο στις καλλιτεχνικές της δημιουργίες έπαιξε το γεγονός ότι ταξίδεψε με εμπορικά πλοία ανά τον κόσμο εμπλουτίζοντας τις γνώσεις και το βλέμμα της. Επιπρόσθετα, παρουσίασε τα έργα της σε λιμάνια της Ευρώπης, Αμερικής και Αφρικής. Στην Ελλάδα, που άρχισε να εκθέτει από το 1994, έχει μέχρι σήμερα πραγματοποιήσει πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αναλαμβάνει καλλιτεχνική επιμέλεια εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, εικονογραφήσεις βιβλίων, τοιχογραφίες. Γράφει κείμενα για εικαστικά δρώμενα, συνεχίζοντας να ζωγραφίζει και να εκθέτει τα έργα της. Παραδίδει μαθήματα Ζωγραφικής και είναι μέλος του εικαστικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Τέλος, έχει κατακτήσει πολλαπλές τιμητικές διακρίσεις για την παρουσία του έργου της στη Ναυτιλία.
Εκτός από το μοναδικό ταλέντο της στη ζωγραφική, η κα Διβάρη δε χάνει ευκαιρία να μας καταπλήσσει μέσα από κάθε μορφή τέχνης και γραμμάτων και αν καταπιάνεται αποδεικνύοντας έμπρακτα τα αναγεννησιακά πρότυπά της. Εν συνεχεία, η πολύχρονη ζωή της στη θάλασσα την επηρέασε πολύπλευρα και αυτό παρουσιάζεται διάχυτα σε όλη της την καλλιτεχνική δημιουργία. Ένα σύντομο παράδειγμα αυτής της τάσης αποτελεί η παρακάτω δική της γραπτή δοκιμή, ο τίτλος της οποίας μας δημιουργεί ποικίλες αριστοτελικές αναζητήσεις και μας ξυπνά αντίστοιχα φιλοσοφικά ερωτήματα.
... Π ε ρ ί Θ α λ ά σ σ η ς
«Τη θάλασσα εγώ, δεν τη φοβήθηκα.
Φιλενάδες είμαστε!
Κολλητές!
Τα μυστικά μας μοιραστήκαμε
‘’Κυρά θάλασσα’’ μ’ έλεγε η μάνα μου στα παιδικά μου χρόνια.
Τη θάλασσα λαχταρούσα, αγνάντευα κι ονειρευόμουνα.
Με καπετάνιο έζησα, ιστιοπλόο, πλοιοκτήτη.
Κανείς δεν την κατάλαβε, δεν τη δοκίμασε, δεν την εγεύτηκε, δεν την αγάπησε όπως εγώ.
Την πάλεψε να τη δαμάσει! Την έπαιξε να τη χαρεί! Την εκμεταλλεύτηκε για να κερδίσει!
Σαν άντρας τη γυναίκα. Που στο βάθος, δεν γνωρίζει...
Εγώ δεν ήμουν ναυτικός επάνω στο βαπόρι.
Το σφυγμό της αφουγκραζόμουν! Τους τριγμούς της πλωτής πολιτείας που μας μετέφερε. Τον αέρα που τη χάιδευε ή την κακοποιούσε!
Στα χελιδόνια έκανα παρέα, που μεταφέρονταν ξεκούραστα με το βαπόρι, κατά εκατοντάδες ή και χιλιάδες καμιά φορά. Στους γλάρους που μας συνέδεαν με τον κόσμο της ξηράς. Τις μυρωδιές της γευόμουν, την αρμύρα της. Την γλίτσα της υγρασίας στα ξύλα, στα ρούχα, στο κορμί και στο μυαλό ακόμα!
Τα λιμάνια αγνάντευα από τη γέφυρα, από τα πιο μοντέρνα και εκσυγχρονισμένα, μέχρι τα πιο παρθένα και ονειρεμένα, που το βαπόρι δεν πλησίαζε, μόνο με βάρκες μετέφερε ανθρώπους και εμπορεύματα.
Το ματσακόνι καθημερινό κελαηδητό, με τον παφλασμό των κυμάτων, το βουητό το άγριο, το υπόκωφο ή το ρυθμικό, της μηχανής το θόρυβο, μουσική ανεπανάληπτη, ιδιαίτερη, μονότονη, μαγική, σαν τον ήχο τυμπάνων της Αφρικής.
Είδα τη θάλασσα κίτρινη και μαβιά, στο βάθος εμείς να μας καταπίνει, σε ακτίνα του κυκλώνα τρομερή, μηδαμινοί και ασήμαντοι. Και το ‘νιωσα στα βάθη της ψυχής μου, πως χάνομαι στην απεραντοσύνη.
Την είδα ροζ και απαλή, βελούδινη, διάφανη, μελένια. Είδα το πλαγκτόν να χύνεται ασήμι, πηκτό, κάτω από του φεγγαριού το φως να πρασινίζει. Είδα το χάρο με τα μάτια μου στο τρίγωνο των Βερμούδων και όταν ξύπνησα και ήμουν ζωντανή, έμαθα πως το βαπόρι που την προηγούμενη μέρα μιλούσαμε στον ασύρματο, εχάθη!
Μεγάλωσα το γιο μου με παραμύθια...Και εκδρομές πλώρα – πρύμα. Έζησα σε δεξαμενές ναυπηγείων και ζωγράφισα τις φόρμες και τα χρώματα. Αγάπησα τη λαμαρίνα, τη σκουριά, το μίνιο, τη λάκα και το βερμιγιόν που απλώνουν στις κουβέρτες. Βούταγα το πινέλο από τον μάστρο – Μηνά και έβαφα την άγρια λαμαρίνα.
Κοιτούσα από το όκιο ολοστρόγγυλες θαλασσινές εικόνες, ανεξίτηλα ινσταντανέ στη θαλασσιά μου μνήμη, και από τα φινιστρίνια.
Είδα τη θάλασσα σε όλα της τα χρώματα και τις διαθέσεις, σε όλες της τις παραλλαγές. Και ό,τι επάνω της πλέει, ό,τι κινείται, ό,τι διασχίζει. Την είδα και εκεί που ακουμπά τη γη, το χώμα, την άμμο, φλερτάροντας με την ξηρά.
Σε λιμάνια, σε κόλπους, σε παραλίες. Με ήλιο, με άστρα, με φεγγάρι. Ήρεμη και ταραγμένη. Με βροχή και με αέρα, με ζέστη και με κρύο.
Ζωγράφισα τις σανίδες, τα σερφ, τα ιστιοφόρα, τις βάρκες, τα εμπορικά, τα ποστάλια, τα ρυμουλκά, τους γλάρους.
Ζωγράφισα τις ‘‘δίνες’’ της, τους ‘‘εργάτες’’ της και το ‘‘Ναυπηγείο’’. Αχ! Το ναυπηγείο με τα σιδερένια πληγωμένα πουλιά, έτοιμα να ξαναπετάξουν!
Εικόνες που αγάπησαν τα μάτια μου, εικόνες που δεν μπορούν να δουν οι ναυτικοί με αγάπη...
Γιατί είναι η δουλειά τους σκληρή μακριά από τα ανθρώπινα και τα αγαπημένα.
Αρρενωπές εικόνες που αγάπησε η θηλυκή ματιά μου.»
Όταν διαβάσαμε για πρώτη φορά πριν από χρόνια το παραπάνω κείμενο της ζωγράφου, βασισμένο σε προσωπικά βιώματα και εμπειρίες, δε διστάζουμε να αναφέρουμε ότι η συγκίνηση απλώθηκε αυθόρμητα σε όλον τον περιβάλλοντα χώρο. Είναι πραγματικά νοσταλγικό έως ποιητικό να διαβάζει και να επεξεργάζεται νοητικά ένας Καραβολάτρης τις λέξεις: ...Ματσακόνι, δεξαμενές, ναυπηγεία, ποστάλια, ρυμουλκά, γλάροι, αρμύρα...’’ ακόμα κι αν στο ευρύ κοινό ηχούν ως αδιάφοροι συνδυασμοί γραμμάτων. Πέραν, όμως, από αυτές τις θαλασσινές λέξεις, θα θέλαμε να σταθούμε στην ψυχική δύναμη και σωματική αντοχή της κας Διβάρη ως μητέρα η οποία δε δείλιασε να ταξιδέψει για χρόνια με καράβι ποντοπόρο μεγαλώνοντας ακόμα και παιδί μέσα σε αυτό το αντίξοο περιβάλλον, όπως μας πληροφορεί μέσα από το κείμενό της.
Επιπλέον, όχι μόνο δε φοβήθηκε τα δεινά που έχει η ζωή στη θάλασσα αλλά τη βλέπουμε να κατανοεί και να συμπαραστέκεται στους ναυτικούς και στις δυσκολίες του λειτουργήματός τους. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά γεγονότα συνάδουν στο συμπέρασμα πως η προσωπικότητα της κας Διβάρη, η οποία αποτελείται από ένα συνοθύλευμα αστείρευτων ταλέντων και μια ευρεία γκάμα μοναδικών καλλιτεχνικών ικανοτήτων, δεν αντίκρισε τη ζωή στο υγρό στοιχείο σαν ένα καταναγκαστικό έργο, σαν μια αγκαρία’’.
Αντιθέτως, η πολύχρωμη’’ θάλασσα αποτέλεσε για αυτήν σπουδαία πηγή έμπνευσης και μέσο που συνέδραμε και εξακολουθεί να συνεπικουρεί στην πηγαία έκφραση και την εξωτερίκευση βιωματικών εικόνων και στιγμών από την πλούσια εμπειρία της, καθώς και σκηνών από τα μονοπάτια της τολμηρής φαντασίας της.
Βουτώντας στα βαθιά νερά αυτού του καλλιτεχνικού ταξιδιού, θα ήταν τραγικά γραφικό εκ μέρους μας εάν επιχειρούσαμε να σχολιάσουμε αναλυτικά, πόσο μάλλον να επιδωθούμε σε κριτική των αξιοζήλευτων έργων τέχνης της κας Διβάρη. Τα εντυπωσιακά δημιουργήματά της μιλούν από μόνα τους και καταπλήσσουν όχι μόνο εμάς που δεν κατέχουμε εξειδικευμένες γνώσεις ζωγραφικής ή άλλου είδους εικαστικών, αλλά ακόμη και διακεκριμένους κριτικούς της τέχνης με πολυετή πείρα του αντικειμένου στο βιογραφικό τους. Σε αυτή την κατεύθυνση, παραθέτουμε παρακάτω ορισμένες χαρακτηριστικές κριτικές των έργων της κας Διβάρη. Θα ξεκινήσουμε, πρώτα, με τα ουσιώδη και δυσνόητα, ίσως σε κάποιο βαθμό για τους μη ειδικούς του χώρου, σχόλια (για τη συλλογή ΔΙΝΕΣ’’) της κας Αθηνάς Σχινά η οποία είναι Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης :
«Με αισθαντικότητα στο χρώμα και παράλληλη σχεδιαστική ικανότητα, η Εύα Διβάρη ασχολείται χρόνια με την ζωγραφική. Το ενδιαφέρον της συνήθως στρέφεται γύρω από ρευστές καταστάσεις, όπως είναι οι εικόνες που μεταφέρουν ζωντανές μνήμες, με διάθεση νοσταλγίας και αναπόλησης.
Το περιβάλλον και οι ανθρώπινες περιπέτειες ελκύουν συχνά την προσοχή της ζωγράφου, που αποδίδει τις αντιπαραθέσεις ή τους συμβολικούς συνειρμούς τους μέσα από ένα φάσμα διαρκούς μετατρεψιμότητας και εναλλαγών.
Τα έργα της Εύας Διβάρη είναι εμπνευσμένα από τον κόσμο της θάλασσας, από όπου προέρχονται και πολλά από τα βιώματά της. Τα θέματά της ωστόσο, δεν εξαντλούνται στις εντυπώσεις που η ίδια άντλησε από τα ταξίδια της. Αυτά της τα ταξίδια, στους πίνακές της, έχουν μεταποιηθεί σε νοερούς και φανταστικούς πλόες, οι οποίοι εμπεριέχουν την υπαρξιακή αγωνία μπροστά στο τυχαίο και το απροσδόκητο, στην λαχτάρα και την προσμονή της υπέρβασης των εμποδίων του ατόμου που διαθέτει την βούληση να υπερακοντίσει το μοναχικό εγώ του για να ενωθεί με την συμπαντική νομοτέλεια μιας μεταφυσικής πραγματικότητας.
Η σειρά με τις «Δίνες» της Εύας Διβάρη είχε αρχίσει να εκκολάπτεται σταδιακά, από τις προηγούμενες ενότητές της, όταν τα ρεαλιστικά διαμορφωμένα στοιχεία (όπως π.χ. ήταν οι ανθρώπινες κινούμενες μορφές, οι αθλητές του skateboard ή τα ιστιοφόρα) διασυνδέονταν με έναν κυκλοτερώς περιστρεφόμενο χώρο, ο οποίος παραπέμπει στο ίδιο φως, στην ίδια ζωογόνο και ρυθμική του παλμικότητα μετάδοσης, καθώς στην ανάλυση της χρωματικής του διαβάθμισης. Ρεαλιστικές οι μορφές, αντιπαραβάλλονται σε έναν εξπρεσσιονιστικό και φωτοτροπικό χώρο, ο οποίος μετέφερε, με αναγωγές, τον ψυχισμό μιας ενορατικής δραματουργίας που υπέφωσκε πίσω από την επιφάνεια της θέασης. Στην επόμενη ενότητα των έργων της Εύας Διβάρη, η επιφάνεια και το βάθος έγιναν το είδωλο και το κάτοπτρο μιας αντιπαραβαλλόμενης, αλλά ενιαίας κατ’ ουσίαν, διενεργούμενης πραγματικότητας.
Η κίνηση των νεφών του ουρανού ταυτίζεται, στους πίνακες της ζωγράφου, με τους κυματισμούς της θάλασσας. Οι αλλαγές διαθέσεων, κλίματος, εποχών και ψυχοδυναμικών χαρακτηριστικών, καταλήγουν εντέλει σε ένα είδος τούνελ, μία σήραγγα που απορροφά, αναμορφώνει και διαρκώς αναδύει ή εκλύει φως και ζωή, ως μία «αρχή γένεσης των πάντων», μέσα από ένα είδος εικονιστικού ιδεολογήματος, στις τάξεις και στις νομοτέλειες του οποίου υποτάσσονται όλα τα επιφαινόμενα.
Ο χώρος κυβιστικά επιμερίζεται, αναλύεται και διαρθρωτικά μετασκευάζεται. Τα σώματα των αθλητών του surfboard, ισορροπούν οριακά σε μια τροχιά κυκλοτερούς πορείας. Έρχονται αντιμέτωπα με τους ορμητικούς ανέμους και τα θεόρατα κύματα, που διάφανα και άλλοτε αφρόεντα εμφανίζονται, για να ανακόψουν προκλητικά, ή να απορροφήσουν δυναμικά και κάποτε να αναμορφώσουν την μοιραία και τολμηρή αντιστράτευση της κίνησης και ταυτόχρονα του πετάγματος σε αυτό το περιπετειώδες ταξίδι του ύψους και του βάθους, που δεν γνωρίζει φραγμούς, καθώς αντιπαρατάσσεται στην απειλή.
Παλαιότερα. Οι κορμοί και τα κλαδιά των δέντρων αντιστέκονται στην σφοδρότητα των ανέμων, ενώ το ζωγραφικό ιδίωμα της Εύας Διβάρη κυμαίνονταν ανάμεσα στον ρεαλισμό των λεπτομερειών και στην αφαίρεση των δυναμικών μορφικών σχηματισμών που εξέφραζαν τις ιδέες της. Τόσο τα μοναχικά ιστία, όσο και οι κορμοί των δέντρων, προσωποποιούσαν κατά κάποιον τρόπο, τα ανυπότακτα στοιχεία μιας φυσικής μεταβλητότητας ή μιας ανθρώπινης βούλησης να αντιπαρατεθεί στους νόμους της βαρύτητας αλλά και της στατικότητας. Στην ενότητα των «Γλάρων» αρχίζουν τα μοτίβα της να παρουσιάζουν εναργέστερα την ισορροπία ανάμεσα στο θέμα, στα σύμβολα, στις ιδέες και στην εικαστική διαπραγμάτευση της σύνθεσης.
Οι γλάροι, με την διαφορετική κάθε φορά ορμή και κατεύθυνσή τους, νοηματοδοτούν τα ενορατικά τοπία της Εύας Διβάρη.
Ο χώρος ο ίδιος, ιδιαίτερα στην πρόσφατη ομάδα έργων της ζωγράφου, με θέμα τους γλάρους, διαμορφώνεται με βάση τις οπτικές τις προσλαμβάνουσες τις αναγωγές του πετάγματος. Γεωμετρικοί σχηματισμοί, αποτελούμενοι από τετράπλευρα, όπου το ένα συνέχεται και συνδέεται με το άλλο, σε επίπεδα, δημιουργούν το πλαίσιο του χρωματικού εκείνου φάσματος που έλκει τις δυναμικές του καταβολές από τις ΔΙΝΕΣ’’. Τμήματα μιας κυκλοτερούς περιδίνησης, αναδίπλωσης, περιφοράς και συμβολικής ανακύκλωσης που η δόμησή τους καταλύει την υποταγή σε κάθε προσχεδιασμό, αποκαλύπτουν την έννοια του χώρου και του πλαισίου, μέσα από όπου προβάλλουν οι γλάροι για να οδηγήσουν το βλέμμα του θεατή στο βάθος μιας αλήθειας που υπόκειται της φαινομενολογίας αλλά ακτινοβολεί και είναι άπιαστη, όπως το ίδιο το πέταγμα.
Γιατί, εκείνο που ουσιαστικά επιθυμεί περισσότερο να εκφράσει η ζωγράφος, είναι το σκίρτημα της αδέσμευτης ύπαρξης που συνεχώς ψάχνει να βρεί, πίσω από τα φαινόμενα, τις πηγές της ζωής, του φωτός και του χρόνου, μέσα από μια αέναη περιπέτεια ανίχνευσης. Πρόκειται για την ενορατική πραγματικότητα, που η Εύα Διβάρη διαρκώς υπαινίσσεται και την επιζητεί, μολονότι γνωρίζει την ασύλληπτη ουσία της.»
Μέσα από το προηγούμενο, λεκτικά πλούσιο κείμενο, όπως έγινε κατανοητό η κα Σχινά εγκωμιάζει το έργο της κας Διβάρη ενώ δίνει έμφαση στη διαρκή αναζήτηση και την αέναη προσπάθεια της ζωγράφου για την εύρεση του τελειότερου. Επιπρόσθετα, υπογραμμίζει το γεγονός ότι διαμέσου της καλλιτεχνικής έκφρασης, η πρωταγωνίστρια της τέχνης πασχίζει να ανιχνεύσει την αλήθεια και την αυθεντικότητα της πηγής της ζωής. Στη συνέχεια ακολουθεί κείμενο με την κριτική της κας Ελένης Γαλάνη (Ιστορικός Τέχνης), η οποία εξαίρει τον καταλυτικής σημασίας παράγοντα ότι η πλειονότητα των εικόνων οι οποίες ενέπνευσαν τη δημιουργό για να ζωγραφίσει αυτά τα αριστουργήματα είναι βιωματικές:
«Όταν η τέχνη γίνεται βιωματική αποκτά ουσία ιδιαίτερη και ιδιαίτερα τολμηρή. Σαν αποτύπωμα αλάθητο καθρεφτίζει την ψυχή και αποτυπώνει τον χαρακτήρα και την ματιά των λίγων εκείνων εκλεκτών που δεν φοβούνται να δοθούν με πάθος ολοκληρωτικά.
Η Εύα Διβάρη διαθέτει το ξεχωριστό αυτό χάρισμα να δίνεται ολοκληρωτικά στην στιγμή. Με το πινέλο της φυλακίζει τις αποχρώσεις των στιγμών της. Γνήσια θηλυκή, γεννάει ύστερα εικόνες που φέρνουν μέσα τους το γονίδιο της μνήμης, την νοσταλγία της ανάμνησης. Οι αποτυπώσεις αυτές κουβαλούν την ελευθερία ενός πνεύματος αδέσμευτου. Την αύρα και τη μυρωδιά της θάλασσας και μαζί – μοιραία - την μοίρα της θάλασσας: την κληρονομιά του ατέρμονου ταξιδιού.
Χάρισμα και μαζί κατάρα της αιώνιας περιπλάνησης στον χώρο, στον χρόνο, στις αισθήσεις, στον βαθύτερο εαυτό.
Ο παρονομαστής στα έργα της είναι πάντα κοινός και είναι πάντα η αναζήτηση, το ταξίδι. Το κίνητρο η πίστη.
Η ματιά της πάντα πολυεπίπεδη. Όπως και η στιγμή που αποτυπώνει πολυσυλλεκτικά με όλες τις αισθήσεις της. Αποδίδεται ενίοτε με επάλληλους καμβάδες που τοποθετεί τον ένα πάνω στον άλλον εστιάζοντας στο βάθος, στα παράλληλα επίπεδα μιας αντίληψης πολυλειτουργικής. Άλλοτε με την επαναληπτική διάθεση που χαρακτηρίζει τα θέματά της. Άλλοτε με τις δίνες της.
Ακόμη και όταν δεν το ξέρει κινείται. Χάνεται σε λαβύρινθους αυτοαναζήτησης και προσωπικών ανακαλύψεων για να καταλήξει τελικά στο αρχικό σημείο από όπου ξεκίνησε : τον έρωτα και την πίστη για την ζωή που δεν φοβάται το δόσιμο γιατί έχει ήδη λάβει. Δεν φοβάται την απόρριψη γιατί η αλήθεια της έχει ήδη επαληθευτεί.
Βασικό θέμα η θάλασσα. Δύσκολη θάλασσα που μόνο στους πιστούς της αποκαλύπτεται. Με απέραντη πίστη και απέραντη υπομονή.
Γιατί τελικά μόνο με την πίστη αποκαλύπτεται η αληθινή ουσία της ζωής. Και μόνο με τα μάτια μιας καθαρής ψυχής συλλαμβάνεται. Εκεί ανθίζουν τα πιο όμορφα χρώματα. Στους πίνακες της Διβάρη κυριαρχεί η πίστη μιας πολύχρωμης ψυχής.
Και αυτή την φορά μας προσκαλεί και ταυτόχρονα μας προκαλεί να την ακολουθήσουμε σε ένα συναρπαστικό και πολύχρωμο ταξίδι.»
Τα περισσότερα από τα έργα που προβάλλονται σε τούτο το σύντομο αφιέρωμα ανήκουν στην ενότητα «ΝΑΥΠΗΓΕΙΟ» της Εύας Διβάρη η οποία εναποθέτει σε αυτήν ένα κομμάτι ζωής κι εμπειρίας όπου ξαφνιάζει η σύζευξη μιας αρρενωπής δυναμικής με μια θηλυκή ευαισθησία, όλο χρώμα και φως! Σ’ αυτή την ώριμη δουλειά της, ο Ιστορικός Τέχνης Λεόντιος Πετμεζάς, δίνει τον τίτλο “Επιβλητικότητα, Μεγαλοπρέπεια, Λαμπρότητα». Τονίζει την τεχνική που ακολουθεί, αγγίζοντας την ύψιστη ρεαλιστική απεικόνιση μ’ εξπρεσιονιστικές αποκλίσεις και με τη σχεδιαστική της ικανότητα, τη βαθιά γνώση του αντικειμένου της και την ποιητική της ματιά. Ο χώρος του ναυπηγείου και του λιμανιού την συναρπάζουν θεματολογικά, βιωματικά και τελικά εικαστικά.
Αγαπητοί συνταξιδιώτες, όπως ορθά καταλάβατε διαμέσου αυτού του σύντομου ταξιδιού στον ωκεανό της τέχνης, η προσωπικότητα της κας Διβάρη είναι σπουδαία και χαρακτηρίζεται όχι μόνο από αμέτρητες κορυφαίες διακρίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό αλλά κυρίως από ποικιλία καλλιτεχνικών ταλέντων, αυθεντική ποιότητα χαρακτήρα και σπάνια ευαισθητοποίηση σε θέματα που ταλανίζουν την κοινωνία μας. Συνεπώς, μία τέτοια λάμψη και ένας πολύτιμος πλούτος ψυχής θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποτυπωθεί σε ένα σύντομο και ταπεινό αφιέρωμα όπως αυτό. Ο στόχος μας όμως ήταν, πέραν από την παρουσίαση της κας Διβάρη ως ζωγράφου – κάτι που δεν έχουμε συναντήσει σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο του νησιού μας παρόλο που η προσωπικότητά της είναι γνωστή και διακεκριμένη σε παγκόμιο επίπεδο (ίσως να ισχύει και εδώ το ρητό : Κανείς Άγιος δεν άγιασε στον τόπο Του) – να επισημάνουμε το γεγονός ότι σε κάθε γωνιά, κάτω από κάθε βότσαλο του ευλογημένου νησιού μας υπάρχει ένας πνευματικός θησαυρός και ένα αναξιοποίητο σημάδι πολιτισμού που τις περισσότερες των περιπτώσεων αναφέρεται στη θάλασσα. Όπως παρατηρείτε και από τον τίτλο του αφιερώματος, αυτό το βαρυσήμαντο γεγονός επιδιώξαμε να προβάλλουμε και θα εξακολουθήσουμε να το πράττουμε.
Ως επίλογο τούτου του αφιερώματος δε θα μπορούσαμε να παραθέσουμε άλλα λόγια, από τους περίφημους στίχους της κας Διβάρη (οι οποίοι αποτελούν ένα μέρος από το Ναυπηγείο») που στο σύνολό τους περιγράφουν τη διαδικασία του: Πώς το βίωμα γίνεται φαντασία, πώς η φαντασία γίνεται έκφραση και δημιουργία»:
... Βίδες τεράστιες, φόρμες μεγάλες,
ο γλύπτης έδωσε σε πεινασμένα βλέματα
και ήρθε ο χρόνος και η φύση,
με το δικό τους το χρωστήρα να εκθέσουν,
σπουδαίοι καλλιτέχνες,
εδώ, στο ναυπηγείο του Σκαραμανγκά,
μεγάλα αριστουργήματα.
Θεσπέσια χρώματα βγαλμένα από το έρεβος.
Πνηκτές ανάσες απελευθερώνονται,
κατάλοιπα σκληρών αγώνων.
Περήφανα και ταπηνά,
χωρίς ψυχή,
αλλά με σχήμα.
Χωρίς προορισμό, αριστουργήματα. ...
Στο επόμενο ταξίδι ελπίζουμε να συνταξιδέψουμε και πάλι..!
Πηγές Πληροφοριακού Υλικού
Έντυπη έκδοση της συλλογής ΝΑΥΠΗΓΕΙΟ της κας Εύας Διβάρη
Ιστοσελίδα της κας Εύας Διβάρη : www.evadivari.gr
Επιμέλεια – Παρουσίαση:
ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΕΣ ΚΑΡΑΒΟΛΑΤΡΕΣ, Κώστας Σιμωτάς
Facebook Page: Kefalonites Karabolatres
«Όταν η τέχνη γίνεται βιωματική αποκτά ουσία ιδιαίτερη και ιδιαίτερα τολμηρή» Ελ. Γαλάνη (Ιστορικός Τέχνης)
«Τα έργα της Εύας Διβάρη είναι εμπνευσμένα από τον κόσμο της θάλασσας, τα θέματά της ωστόσο, δεν εξαντλούνται στις εντυπώσεις που η ίδια άντλησε από τα ταξίδια της. Αυτά της τα ταξίδια έχουν μεταποιηθεί σε νοερούς και φανταστικούς πλόες, οι οποίοι εμπεριέχουν την υπαρξιακή αγωνία μπροστά στο τυχαίο και το απροσδόκητο, στην λαχτάρα και την προσμονή της υπέρβασης των εμποδίων του ατόμου που διαθέτει την βούληση να υπερακοντίσει το μοναχικό εγώ του για να ενωθεί με την συμπαντική νομοτέλεια μιας μεταφυσικής πραγματικότητας.» Αθ. Σχινά (Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης)
«Η σκουριά χαρτογραφεί το τοπίο!
Και εγώ τα βρίσκω μαγικά όλα ετούτα.
Βουτάω το πινέλο στη φυσική μπογιά
κι απλώνω στον καμβά το ναυπηγείο.» Εύα Διβάρη
Κυρία Εύα Διβάρη: Ο ορισμός της Kαλλιτέχνιδας – Δημιουργού με βιωματικές εμπειρίες από τη ζωή στη Θάλασσα
Όταν τον περασμένο Μάιο διατυπώναμε τις σκέψεις μας πάλι στις σελίδες αυτού του περιοδικού για τις ‘‘Ναυτικές Εκδηλώσεις’’ και συγκεκριμένα για τον εορτασμό της Ναυτικής Εβδομάδας στην Κεφαλονιά, για να είμαστε ειλικρινείς θεωρούσαμε αρκετά φιλόδοξη την εφαρμογή του προγράμματος που είχαμε προτείνει για αυτή την εκδήλωση. Και αυτό όχι επειδή οι προτάσεις μας φάνταζαν εξαιρετικά συντηρητικές με την έννοια του τυποποιημένου και αναχρονιστικού ή υπερβολικά πολυδάπανες και κοστοβόρες αλλά διότι αν εξετάσουμε το πρόσφατο παρελθόν, η οργάνωση του εν λόγω γεγονότος στο νησί μας χαρακτηρίζεται επιεικώς από έλλειψη οργάνωσης, περίσσεια προχειρότητας και αποσπασματικότητας. Σε καμιά περίπτωση όμως, δεν αναμέναμε την ανερυθρίαστη κατάργηση σε πανελλαδικό επίπεδο από την Πολιτεία των εορτασμών αυτής της βαρυσήμαντης εκδήλωσης που πραγματοποιείται από το 1933 προς τιμήν της Ελληνικής Ναυτιλίας και του Πολεμικού Ναυτικού. Πολυσέλιδα άρθρα ίσως να μην έφθαναν για να περιγράψουμε την κυβερνητική αναλγησία των τελευταίων ετών και την χωρίς προσανατολισμό πορεία αυτού του σκάφους που φέρει το όνομα ΕΛΛΑΣ και στο οποίο όλοι επιβαίνουμε. Συγκεκριμένα όμως για τον πολύπαθο ναυτιλιακό κλάδο δηλαδή τη ‘‘βαριά βιομηχανία’’ της χώρας μας αυτή η αδιαφορία είναι καταφανής αφού διαπιστώνεται σωρία αυθαιρεσιών με πιο πρόσφατη την κατάργηση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.
Όταν τον περασμένο Μάιο διατυπώναμε τις σκέψεις μας πάλι στις σελίδες αυτού του περιοδικού για τις ‘‘Ναυτικές Εκδηλώσεις’’ και συγκεκριμένα για τον εορτασμό της Ναυτικής Εβδομάδας στην Κεφαλονιά, για να είμαστε ειλικρινείς θεωρούσαμε αρκετά φιλόδοξη την εφαρμογή του προγράμματος που είχαμε προτείνει για αυτή την εκδήλωση. Και αυτό όχι επειδή οι προτάσεις μας φάνταζαν εξαιρετικά συντηρητικές με την έννοια του τυποποιημένου και αναχρονιστικού ή υπερβολικά πολυδάπανες και κοστοβόρες αλλά διότι αν εξετάσουμε το πρόσφατο παρελθόν, η οργάνωση του εν λόγω γεγονότος στο νησί μας χαρακτηρίζεται επιεικώς από έλλειψη οργάνωσης, περίσσεια προχειρότητας και αποσπασματικότητας. Σε καμιά περίπτωση όμως, δεν αναμέναμε την ανερυθρίαστη κατάργηση σε πανελλαδικό επίπεδο από την Πολιτεία των εορτασμών αυτής της βαρυσήμαντης εκδήλωσης που πραγματοποιείται από το 1933 προς τιμήν της Ελληνικής Ναυτιλίας και του Πολεμικού Ναυτικού. Πολυσέλιδα άρθρα ίσως να μην έφθαναν για να περιγράψουμε την κυβερνητική αναλγησία των τελευταίων ετών και την χωρίς προσανατολισμό πορεία αυτού του σκάφους που φέρει το όνομα ΕΛΛΑΣ και στο οποίο όλοι επιβαίνουμε. Συγκεκριμένα όμως για τον πολύπαθο ναυτιλιακό κλάδο δηλαδή τη ‘‘βαριά βιομηχανία’’ της χώρας μας αυτή η αδιαφορία είναι καταφανής αφού διαπιστώνεται σωρία αυθαιρεσιών με πιο πρόσφατη την κατάργηση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών σε ομιλία του στην έκθεση των Ποσειδωνίων, «Ελλάδα χωρίς υπουργείο Ναυτιλίας είναι σαν να λέμε Σαουδική Αραβία χωρίς υπουργείο Πετρελαίου». Παρομοιάζοντας αυτή την κατάσταση της συστρατευμένης και καλομελετημένης επίθεσης εναντίον της ελληνικής ναυτιλίας με το αντίστοιχο ‘‘χτύπημα’’ που δέχεται κατά καιρούς, δικαίως ή αδίκως, η Εκκλησία μας, το μόνο σχόλιο που μπορούμε να κάνουμε για αυτές τις λανθασμένες, άκυρες και μη δόκιμες, κατά την άποψή μας, κυβερνητικές αποφάσεις είναι «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» από τη γνωστή ευαγγελική περικοπή του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου.
Συνεχίζοντας τον απολογισμό της καλοκαιρινής περιόδου, αφού παρακολουθήσαμε τα πολιτιστικά δρώμενα των δήμων της Κεφαλονιάς (στην τελευταία τους εμφάνιση πριν την εποχή ‘‘Καλλικράτη’’ και τον ενιαίο Δήμο Κεφαλονιάς), δεν ξεχωρίσαμε κάποιο γεγονός που να μας εντυπωσιάσει ιδιαίτερα, πάντα με την καραβολατρική, αλμυρή μας ματιά. Γι’ αυτό το λόγο, μέσα από την παρούσα δοκιμή θα προσπαθήσουμε να μετατρέψουμε σε ευδιαθεσία και ψυχική γαλήνη όλη αυτή τη δικαιολογημένη απογοήτευση των Καραβολατρών της Κεφαλονιάς και των εραστών της θαλάσσης ως προς τον πολιτιστικό – καλλιτεχνικό τομέα. Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι εξετάζοντας το γίγνεσθαι με μια πιο θετική προσέγγιση αφού η διατήρηση αυτού του κλίματος μιζέριας, καταστροφολογίας και απογοήτευσης είναι ένας δρόμος ανούσιος και αδιέξοδος. Σε αυτή την κατεύθυνση, λοιπόν, θα κινηθούμε κι εμείς για έναν επιπλέον σημαντικότατο λόγο: διότι παρακάτω θα ασχοληθούμε με τη λαμπερή προσωπικότητα της μοναδικής καλλιτέχνιδας και δημιουργού κυρίας Έυας Διβάρη.
Αρχικά, θα χαρακτηριζόμαστε φιδωλοί και μετριοπαθείς στις εκφράσεις μας αν δηλώναμε ότι οι πρώτες λέξεις που μας έρχονται στο νου όταν ακούμε το όνομα της Κεφαλονίτισσας κας Διβάρη (με καταγωγή από το ομώνυμο χωριό Διβαράτα, χωρίς όμως να έχει ζήσει εκεί) είναι μόνο γοητεία, κομψότητα, καλαισθησία, φιλοδοξία, δημιουργία, και πάνω από όλα ανιδιοτελής Προσφορά. Για αυτούς που μέσα από αυτές τις γραμμές αποκτούν μια πρώτη γνωριμία με την πολυβραβευμένη ζωγράφο παραθέτουμε παρακάτω το πλούσιο βιογραφικό της : Η κα Εύα Διβάρη, κόρη του ζωγράφου Α.Π. Διβάρη και της Ευφροσύνης Διβάρη, έζησε τα μαθητικά της χρόνια εσωτερική σε σχολή Καλογραιών. Σπούδασε: Ζωγραφική, Σχέδιο και Χρώμα με τον Ανδρέα Διβάρη. Στη Σχολή Δοξιάδη Εφαρμογή Σχεδίου, Ζωγραφικής, Γλυπτικής, στις Γραφικές Τέχνες με καθηγητές τους Ζωγράφους Π. Ζουμπουλάκη και Δ. Μυταρά, τους χαράκτες Τ. Κατσουλίδη και Π. Γράβαλο, τους γλύπτες Γ. Παρμακέλη και Δ. Γεωργιάδη. Επίσης, συνέχισε τις σπουδές της στη Ν. Υόρκη στο Alemizo Modern Art, στο εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών Christies με τον Ποιητή και Ακαδημαϊκό Τίτο Πατρίκιο, “Περιπέτειες και μεταμορφώσεις της Γραφής” και στην Ακαδημία Προσωπικής Ανάπτυξης “Success Dynamics”. Ως προς τον επαγγελματικό της βίο, εργάστηκε: στη διαφήμιση, ζωγράφισε και σχεδίασε βιβλία, εξώφυλλα και άλλα έντυπα. Φιλοτέχνησε ημερολόγια, σχεδίασε και ζωγράφισε κουτιά και υφάσματα, σχεδίασε κοσμήματα και μικρογλυπτά, έπιπλα και χρηστικά αντικείμενα ενώ κατασκεύασε γλυπτά.
Καταλυτικό ρόλο στις καλλιτεχνικές της δημιουργίες έπαιξε το γεγονός ότι ταξίδεψε με εμπορικά πλοία ανά τον κόσμο εμπλουτίζοντας τις γνώσεις και το βλέμμα της. Επιπρόσθετα, παρουσίασε τα έργα της σε λιμάνια της Ευρώπης, Αμερικής και Αφρικής. Στην Ελλάδα, που άρχισε να εκθέτει από το 1994, έχει μέχρι σήμερα πραγματοποιήσει πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αναλαμβάνει καλλιτεχνική επιμέλεια εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, εικονογραφήσεις βιβλίων, τοιχογραφίες. Γράφει κείμενα για εικαστικά δρώμενα, συνεχίζοντας να ζωγραφίζει και να εκθέτει τα έργα της. Παραδίδει μαθήματα Ζωγραφικής και είναι μέλος του εικαστικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Τέλος, έχει κατακτήσει πολλαπλές τιμητικές διακρίσεις για την παρουσία του έργου της στη Ναυτιλία.
Εκτός από το μοναδικό ταλέντο της στη ζωγραφική, η κα Διβάρη δε χάνει ευκαιρία να μας καταπλήσσει μέσα από κάθε μορφή τέχνης και γραμμάτων και αν καταπιάνεται αποδεικνύοντας έμπρακτα τα αναγεννησιακά πρότυπά της. Εν συνεχεία, η πολύχρονη ζωή της στη θάλασσα την επηρέασε πολύπλευρα και αυτό παρουσιάζεται διάχυτα σε όλη της την καλλιτεχνική δημιουργία. Ένα σύντομο παράδειγμα αυτής της τάσης αποτελεί η παρακάτω δική της γραπτή δοκιμή, ο τίτλος της οποίας μας δημιουργεί ποικίλες αριστοτελικές αναζητήσεις και μας ξυπνά αντίστοιχα φιλοσοφικά ερωτήματα.
... Π ε ρ ί Θ α λ ά σ σ η ς
«Τη θάλασσα εγώ, δεν τη φοβήθηκα.
Φιλενάδες είμαστε!
Κολλητές!
Τα μυστικά μας μοιραστήκαμε
‘’Κυρά θάλασσα’’ μ’ έλεγε η μάνα μου στα παιδικά μου χρόνια.
Τη θάλασσα λαχταρούσα, αγνάντευα κι ονειρευόμουνα.
Με καπετάνιο έζησα, ιστιοπλόο, πλοιοκτήτη.
Κανείς δεν την κατάλαβε, δεν τη δοκίμασε, δεν την εγεύτηκε, δεν την αγάπησε όπως εγώ.
Την πάλεψε να τη δαμάσει! Την έπαιξε να τη χαρεί! Την εκμεταλλεύτηκε για να κερδίσει!
Σαν άντρας τη γυναίκα. Που στο βάθος, δεν γνωρίζει...
Εγώ δεν ήμουν ναυτικός επάνω στο βαπόρι.
Το σφυγμό της αφουγκραζόμουν! Τους τριγμούς της πλωτής πολιτείας που μας μετέφερε. Τον αέρα που τη χάιδευε ή την κακοποιούσε!
Στα χελιδόνια έκανα παρέα, που μεταφέρονταν ξεκούραστα με το βαπόρι, κατά εκατοντάδες ή και χιλιάδες καμιά φορά. Στους γλάρους που μας συνέδεαν με τον κόσμο της ξηράς. Τις μυρωδιές της γευόμουν, την αρμύρα της. Την γλίτσα της υγρασίας στα ξύλα, στα ρούχα, στο κορμί και στο μυαλό ακόμα!
Τα λιμάνια αγνάντευα από τη γέφυρα, από τα πιο μοντέρνα και εκσυγχρονισμένα, μέχρι τα πιο παρθένα και ονειρεμένα, που το βαπόρι δεν πλησίαζε, μόνο με βάρκες μετέφερε ανθρώπους και εμπορεύματα.
Το ματσακόνι καθημερινό κελαηδητό, με τον παφλασμό των κυμάτων, το βουητό το άγριο, το υπόκωφο ή το ρυθμικό, της μηχανής το θόρυβο, μουσική ανεπανάληπτη, ιδιαίτερη, μονότονη, μαγική, σαν τον ήχο τυμπάνων της Αφρικής.
Είδα τη θάλασσα κίτρινη και μαβιά, στο βάθος εμείς να μας καταπίνει, σε ακτίνα του κυκλώνα τρομερή, μηδαμινοί και ασήμαντοι. Και το ‘νιωσα στα βάθη της ψυχής μου, πως χάνομαι στην απεραντοσύνη.
Την είδα ροζ και απαλή, βελούδινη, διάφανη, μελένια. Είδα το πλαγκτόν να χύνεται ασήμι, πηκτό, κάτω από του φεγγαριού το φως να πρασινίζει. Είδα το χάρο με τα μάτια μου στο τρίγωνο των Βερμούδων και όταν ξύπνησα και ήμουν ζωντανή, έμαθα πως το βαπόρι που την προηγούμενη μέρα μιλούσαμε στον ασύρματο, εχάθη!
Μεγάλωσα το γιο μου με παραμύθια...Και εκδρομές πλώρα – πρύμα. Έζησα σε δεξαμενές ναυπηγείων και ζωγράφισα τις φόρμες και τα χρώματα. Αγάπησα τη λαμαρίνα, τη σκουριά, το μίνιο, τη λάκα και το βερμιγιόν που απλώνουν στις κουβέρτες. Βούταγα το πινέλο από τον μάστρο – Μηνά και έβαφα την άγρια λαμαρίνα.
Κοιτούσα από το όκιο ολοστρόγγυλες θαλασσινές εικόνες, ανεξίτηλα ινσταντανέ στη θαλασσιά μου μνήμη, και από τα φινιστρίνια.
Είδα τη θάλασσα σε όλα της τα χρώματα και τις διαθέσεις, σε όλες της τις παραλλαγές. Και ό,τι επάνω της πλέει, ό,τι κινείται, ό,τι διασχίζει. Την είδα και εκεί που ακουμπά τη γη, το χώμα, την άμμο, φλερτάροντας με την ξηρά.
Σε λιμάνια, σε κόλπους, σε παραλίες. Με ήλιο, με άστρα, με φεγγάρι. Ήρεμη και ταραγμένη. Με βροχή και με αέρα, με ζέστη και με κρύο.
Ζωγράφισα τις σανίδες, τα σερφ, τα ιστιοφόρα, τις βάρκες, τα εμπορικά, τα ποστάλια, τα ρυμουλκά, τους γλάρους.
Ζωγράφισα τις ‘‘δίνες’’ της, τους ‘‘εργάτες’’ της και το ‘‘Ναυπηγείο’’. Αχ! Το ναυπηγείο με τα σιδερένια πληγωμένα πουλιά, έτοιμα να ξαναπετάξουν!
Εικόνες που αγάπησαν τα μάτια μου, εικόνες που δεν μπορούν να δουν οι ναυτικοί με αγάπη...
Γιατί είναι η δουλειά τους σκληρή μακριά από τα ανθρώπινα και τα αγαπημένα.
Αρρενωπές εικόνες που αγάπησε η θηλυκή ματιά μου.»
Όταν διαβάσαμε για πρώτη φορά πριν από χρόνια το παραπάνω κείμενο της ζωγράφου, βασισμένο σε προσωπικά βιώματα και εμπειρίες, δε διστάζουμε να αναφέρουμε ότι η συγκίνηση απλώθηκε αυθόρμητα σε όλον τον περιβάλλοντα χώρο. Είναι πραγματικά νοσταλγικό έως ποιητικό να διαβάζει και να επεξεργάζεται νοητικά ένας Καραβολάτρης τις λέξεις: ...Ματσακόνι, δεξαμενές, ναυπηγεία, ποστάλια, ρυμουλκά, γλάροι, αρμύρα...’’ ακόμα κι αν στο ευρύ κοινό ηχούν ως αδιάφοροι συνδυασμοί γραμμάτων. Πέραν, όμως, από αυτές τις θαλασσινές λέξεις, θα θέλαμε να σταθούμε στην ψυχική δύναμη και σωματική αντοχή της κας Διβάρη ως μητέρα η οποία δε δείλιασε να ταξιδέψει για χρόνια με καράβι ποντοπόρο μεγαλώνοντας ακόμα και παιδί μέσα σε αυτό το αντίξοο περιβάλλον, όπως μας πληροφορεί μέσα από το κείμενό της.
Επιπλέον, όχι μόνο δε φοβήθηκε τα δεινά που έχει η ζωή στη θάλασσα αλλά τη βλέπουμε να κατανοεί και να συμπαραστέκεται στους ναυτικούς και στις δυσκολίες του λειτουργήματός τους. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά γεγονότα συνάδουν στο συμπέρασμα πως η προσωπικότητα της κας Διβάρη, η οποία αποτελείται από ένα συνοθύλευμα αστείρευτων ταλέντων και μια ευρεία γκάμα μοναδικών καλλιτεχνικών ικανοτήτων, δεν αντίκρισε τη ζωή στο υγρό στοιχείο σαν ένα καταναγκαστικό έργο, σαν μια αγκαρία’’.
Αντιθέτως, η πολύχρωμη’’ θάλασσα αποτέλεσε για αυτήν σπουδαία πηγή έμπνευσης και μέσο που συνέδραμε και εξακολουθεί να συνεπικουρεί στην πηγαία έκφραση και την εξωτερίκευση βιωματικών εικόνων και στιγμών από την πλούσια εμπειρία της, καθώς και σκηνών από τα μονοπάτια της τολμηρής φαντασίας της.
Βουτώντας στα βαθιά νερά αυτού του καλλιτεχνικού ταξιδιού, θα ήταν τραγικά γραφικό εκ μέρους μας εάν επιχειρούσαμε να σχολιάσουμε αναλυτικά, πόσο μάλλον να επιδωθούμε σε κριτική των αξιοζήλευτων έργων τέχνης της κας Διβάρη. Τα εντυπωσιακά δημιουργήματά της μιλούν από μόνα τους και καταπλήσσουν όχι μόνο εμάς που δεν κατέχουμε εξειδικευμένες γνώσεις ζωγραφικής ή άλλου είδους εικαστικών, αλλά ακόμη και διακεκριμένους κριτικούς της τέχνης με πολυετή πείρα του αντικειμένου στο βιογραφικό τους. Σε αυτή την κατεύθυνση, παραθέτουμε παρακάτω ορισμένες χαρακτηριστικές κριτικές των έργων της κας Διβάρη. Θα ξεκινήσουμε, πρώτα, με τα ουσιώδη και δυσνόητα, ίσως σε κάποιο βαθμό για τους μη ειδικούς του χώρου, σχόλια (για τη συλλογή ΔΙΝΕΣ’’) της κας Αθηνάς Σχινά η οποία είναι Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης :
«Με αισθαντικότητα στο χρώμα και παράλληλη σχεδιαστική ικανότητα, η Εύα Διβάρη ασχολείται χρόνια με την ζωγραφική. Το ενδιαφέρον της συνήθως στρέφεται γύρω από ρευστές καταστάσεις, όπως είναι οι εικόνες που μεταφέρουν ζωντανές μνήμες, με διάθεση νοσταλγίας και αναπόλησης.
Το περιβάλλον και οι ανθρώπινες περιπέτειες ελκύουν συχνά την προσοχή της ζωγράφου, που αποδίδει τις αντιπαραθέσεις ή τους συμβολικούς συνειρμούς τους μέσα από ένα φάσμα διαρκούς μετατρεψιμότητας και εναλλαγών.
Τα έργα της Εύας Διβάρη είναι εμπνευσμένα από τον κόσμο της θάλασσας, από όπου προέρχονται και πολλά από τα βιώματά της. Τα θέματά της ωστόσο, δεν εξαντλούνται στις εντυπώσεις που η ίδια άντλησε από τα ταξίδια της. Αυτά της τα ταξίδια, στους πίνακές της, έχουν μεταποιηθεί σε νοερούς και φανταστικούς πλόες, οι οποίοι εμπεριέχουν την υπαρξιακή αγωνία μπροστά στο τυχαίο και το απροσδόκητο, στην λαχτάρα και την προσμονή της υπέρβασης των εμποδίων του ατόμου που διαθέτει την βούληση να υπερακοντίσει το μοναχικό εγώ του για να ενωθεί με την συμπαντική νομοτέλεια μιας μεταφυσικής πραγματικότητας.
Η σειρά με τις «Δίνες» της Εύας Διβάρη είχε αρχίσει να εκκολάπτεται σταδιακά, από τις προηγούμενες ενότητές της, όταν τα ρεαλιστικά διαμορφωμένα στοιχεία (όπως π.χ. ήταν οι ανθρώπινες κινούμενες μορφές, οι αθλητές του skateboard ή τα ιστιοφόρα) διασυνδέονταν με έναν κυκλοτερώς περιστρεφόμενο χώρο, ο οποίος παραπέμπει στο ίδιο φως, στην ίδια ζωογόνο και ρυθμική του παλμικότητα μετάδοσης, καθώς στην ανάλυση της χρωματικής του διαβάθμισης. Ρεαλιστικές οι μορφές, αντιπαραβάλλονται σε έναν εξπρεσσιονιστικό και φωτοτροπικό χώρο, ο οποίος μετέφερε, με αναγωγές, τον ψυχισμό μιας ενορατικής δραματουργίας που υπέφωσκε πίσω από την επιφάνεια της θέασης. Στην επόμενη ενότητα των έργων της Εύας Διβάρη, η επιφάνεια και το βάθος έγιναν το είδωλο και το κάτοπτρο μιας αντιπαραβαλλόμενης, αλλά ενιαίας κατ’ ουσίαν, διενεργούμενης πραγματικότητας.
Η κίνηση των νεφών του ουρανού ταυτίζεται, στους πίνακες της ζωγράφου, με τους κυματισμούς της θάλασσας. Οι αλλαγές διαθέσεων, κλίματος, εποχών και ψυχοδυναμικών χαρακτηριστικών, καταλήγουν εντέλει σε ένα είδος τούνελ, μία σήραγγα που απορροφά, αναμορφώνει και διαρκώς αναδύει ή εκλύει φως και ζωή, ως μία «αρχή γένεσης των πάντων», μέσα από ένα είδος εικονιστικού ιδεολογήματος, στις τάξεις και στις νομοτέλειες του οποίου υποτάσσονται όλα τα επιφαινόμενα.
Ο χώρος κυβιστικά επιμερίζεται, αναλύεται και διαρθρωτικά μετασκευάζεται. Τα σώματα των αθλητών του surfboard, ισορροπούν οριακά σε μια τροχιά κυκλοτερούς πορείας. Έρχονται αντιμέτωπα με τους ορμητικούς ανέμους και τα θεόρατα κύματα, που διάφανα και άλλοτε αφρόεντα εμφανίζονται, για να ανακόψουν προκλητικά, ή να απορροφήσουν δυναμικά και κάποτε να αναμορφώσουν την μοιραία και τολμηρή αντιστράτευση της κίνησης και ταυτόχρονα του πετάγματος σε αυτό το περιπετειώδες ταξίδι του ύψους και του βάθους, που δεν γνωρίζει φραγμούς, καθώς αντιπαρατάσσεται στην απειλή.
Παλαιότερα. Οι κορμοί και τα κλαδιά των δέντρων αντιστέκονται στην σφοδρότητα των ανέμων, ενώ το ζωγραφικό ιδίωμα της Εύας Διβάρη κυμαίνονταν ανάμεσα στον ρεαλισμό των λεπτομερειών και στην αφαίρεση των δυναμικών μορφικών σχηματισμών που εξέφραζαν τις ιδέες της. Τόσο τα μοναχικά ιστία, όσο και οι κορμοί των δέντρων, προσωποποιούσαν κατά κάποιον τρόπο, τα ανυπότακτα στοιχεία μιας φυσικής μεταβλητότητας ή μιας ανθρώπινης βούλησης να αντιπαρατεθεί στους νόμους της βαρύτητας αλλά και της στατικότητας. Στην ενότητα των «Γλάρων» αρχίζουν τα μοτίβα της να παρουσιάζουν εναργέστερα την ισορροπία ανάμεσα στο θέμα, στα σύμβολα, στις ιδέες και στην εικαστική διαπραγμάτευση της σύνθεσης.
Οι γλάροι, με την διαφορετική κάθε φορά ορμή και κατεύθυνσή τους, νοηματοδοτούν τα ενορατικά τοπία της Εύας Διβάρη.
Ο χώρος ο ίδιος, ιδιαίτερα στην πρόσφατη ομάδα έργων της ζωγράφου, με θέμα τους γλάρους, διαμορφώνεται με βάση τις οπτικές τις προσλαμβάνουσες τις αναγωγές του πετάγματος. Γεωμετρικοί σχηματισμοί, αποτελούμενοι από τετράπλευρα, όπου το ένα συνέχεται και συνδέεται με το άλλο, σε επίπεδα, δημιουργούν το πλαίσιο του χρωματικού εκείνου φάσματος που έλκει τις δυναμικές του καταβολές από τις ΔΙΝΕΣ’’. Τμήματα μιας κυκλοτερούς περιδίνησης, αναδίπλωσης, περιφοράς και συμβολικής ανακύκλωσης που η δόμησή τους καταλύει την υποταγή σε κάθε προσχεδιασμό, αποκαλύπτουν την έννοια του χώρου και του πλαισίου, μέσα από όπου προβάλλουν οι γλάροι για να οδηγήσουν το βλέμμα του θεατή στο βάθος μιας αλήθειας που υπόκειται της φαινομενολογίας αλλά ακτινοβολεί και είναι άπιαστη, όπως το ίδιο το πέταγμα.
Γιατί, εκείνο που ουσιαστικά επιθυμεί περισσότερο να εκφράσει η ζωγράφος, είναι το σκίρτημα της αδέσμευτης ύπαρξης που συνεχώς ψάχνει να βρεί, πίσω από τα φαινόμενα, τις πηγές της ζωής, του φωτός και του χρόνου, μέσα από μια αέναη περιπέτεια ανίχνευσης. Πρόκειται για την ενορατική πραγματικότητα, που η Εύα Διβάρη διαρκώς υπαινίσσεται και την επιζητεί, μολονότι γνωρίζει την ασύλληπτη ουσία της.»
Μέσα από το προηγούμενο, λεκτικά πλούσιο κείμενο, όπως έγινε κατανοητό η κα Σχινά εγκωμιάζει το έργο της κας Διβάρη ενώ δίνει έμφαση στη διαρκή αναζήτηση και την αέναη προσπάθεια της ζωγράφου για την εύρεση του τελειότερου. Επιπρόσθετα, υπογραμμίζει το γεγονός ότι διαμέσου της καλλιτεχνικής έκφρασης, η πρωταγωνίστρια της τέχνης πασχίζει να ανιχνεύσει την αλήθεια και την αυθεντικότητα της πηγής της ζωής. Στη συνέχεια ακολουθεί κείμενο με την κριτική της κας Ελένης Γαλάνη (Ιστορικός Τέχνης), η οποία εξαίρει τον καταλυτικής σημασίας παράγοντα ότι η πλειονότητα των εικόνων οι οποίες ενέπνευσαν τη δημιουργό για να ζωγραφίσει αυτά τα αριστουργήματα είναι βιωματικές:
«Όταν η τέχνη γίνεται βιωματική αποκτά ουσία ιδιαίτερη και ιδιαίτερα τολμηρή. Σαν αποτύπωμα αλάθητο καθρεφτίζει την ψυχή και αποτυπώνει τον χαρακτήρα και την ματιά των λίγων εκείνων εκλεκτών που δεν φοβούνται να δοθούν με πάθος ολοκληρωτικά.
Η Εύα Διβάρη διαθέτει το ξεχωριστό αυτό χάρισμα να δίνεται ολοκληρωτικά στην στιγμή. Με το πινέλο της φυλακίζει τις αποχρώσεις των στιγμών της. Γνήσια θηλυκή, γεννάει ύστερα εικόνες που φέρνουν μέσα τους το γονίδιο της μνήμης, την νοσταλγία της ανάμνησης. Οι αποτυπώσεις αυτές κουβαλούν την ελευθερία ενός πνεύματος αδέσμευτου. Την αύρα και τη μυρωδιά της θάλασσας και μαζί – μοιραία - την μοίρα της θάλασσας: την κληρονομιά του ατέρμονου ταξιδιού.
Χάρισμα και μαζί κατάρα της αιώνιας περιπλάνησης στον χώρο, στον χρόνο, στις αισθήσεις, στον βαθύτερο εαυτό.
Ο παρονομαστής στα έργα της είναι πάντα κοινός και είναι πάντα η αναζήτηση, το ταξίδι. Το κίνητρο η πίστη.
Η ματιά της πάντα πολυεπίπεδη. Όπως και η στιγμή που αποτυπώνει πολυσυλλεκτικά με όλες τις αισθήσεις της. Αποδίδεται ενίοτε με επάλληλους καμβάδες που τοποθετεί τον ένα πάνω στον άλλον εστιάζοντας στο βάθος, στα παράλληλα επίπεδα μιας αντίληψης πολυλειτουργικής. Άλλοτε με την επαναληπτική διάθεση που χαρακτηρίζει τα θέματά της. Άλλοτε με τις δίνες της.
Ακόμη και όταν δεν το ξέρει κινείται. Χάνεται σε λαβύρινθους αυτοαναζήτησης και προσωπικών ανακαλύψεων για να καταλήξει τελικά στο αρχικό σημείο από όπου ξεκίνησε : τον έρωτα και την πίστη για την ζωή που δεν φοβάται το δόσιμο γιατί έχει ήδη λάβει. Δεν φοβάται την απόρριψη γιατί η αλήθεια της έχει ήδη επαληθευτεί.
Βασικό θέμα η θάλασσα. Δύσκολη θάλασσα που μόνο στους πιστούς της αποκαλύπτεται. Με απέραντη πίστη και απέραντη υπομονή.
Γιατί τελικά μόνο με την πίστη αποκαλύπτεται η αληθινή ουσία της ζωής. Και μόνο με τα μάτια μιας καθαρής ψυχής συλλαμβάνεται. Εκεί ανθίζουν τα πιο όμορφα χρώματα. Στους πίνακες της Διβάρη κυριαρχεί η πίστη μιας πολύχρωμης ψυχής.
Και αυτή την φορά μας προσκαλεί και ταυτόχρονα μας προκαλεί να την ακολουθήσουμε σε ένα συναρπαστικό και πολύχρωμο ταξίδι.»
Τα περισσότερα από τα έργα που προβάλλονται σε τούτο το σύντομο αφιέρωμα ανήκουν στην ενότητα «ΝΑΥΠΗΓΕΙΟ» της Εύας Διβάρη η οποία εναποθέτει σε αυτήν ένα κομμάτι ζωής κι εμπειρίας όπου ξαφνιάζει η σύζευξη μιας αρρενωπής δυναμικής με μια θηλυκή ευαισθησία, όλο χρώμα και φως! Σ’ αυτή την ώριμη δουλειά της, ο Ιστορικός Τέχνης Λεόντιος Πετμεζάς, δίνει τον τίτλο “Επιβλητικότητα, Μεγαλοπρέπεια, Λαμπρότητα». Τονίζει την τεχνική που ακολουθεί, αγγίζοντας την ύψιστη ρεαλιστική απεικόνιση μ’ εξπρεσιονιστικές αποκλίσεις και με τη σχεδιαστική της ικανότητα, τη βαθιά γνώση του αντικειμένου της και την ποιητική της ματιά. Ο χώρος του ναυπηγείου και του λιμανιού την συναρπάζουν θεματολογικά, βιωματικά και τελικά εικαστικά.
Αγαπητοί συνταξιδιώτες, όπως ορθά καταλάβατε διαμέσου αυτού του σύντομου ταξιδιού στον ωκεανό της τέχνης, η προσωπικότητα της κας Διβάρη είναι σπουδαία και χαρακτηρίζεται όχι μόνο από αμέτρητες κορυφαίες διακρίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό αλλά κυρίως από ποικιλία καλλιτεχνικών ταλέντων, αυθεντική ποιότητα χαρακτήρα και σπάνια ευαισθητοποίηση σε θέματα που ταλανίζουν την κοινωνία μας. Συνεπώς, μία τέτοια λάμψη και ένας πολύτιμος πλούτος ψυχής θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποτυπωθεί σε ένα σύντομο και ταπεινό αφιέρωμα όπως αυτό. Ο στόχος μας όμως ήταν, πέραν από την παρουσίαση της κας Διβάρη ως ζωγράφου – κάτι που δεν έχουμε συναντήσει σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο του νησιού μας παρόλο που η προσωπικότητά της είναι γνωστή και διακεκριμένη σε παγκόμιο επίπεδο (ίσως να ισχύει και εδώ το ρητό : Κανείς Άγιος δεν άγιασε στον τόπο Του) – να επισημάνουμε το γεγονός ότι σε κάθε γωνιά, κάτω από κάθε βότσαλο του ευλογημένου νησιού μας υπάρχει ένας πνευματικός θησαυρός και ένα αναξιοποίητο σημάδι πολιτισμού που τις περισσότερες των περιπτώσεων αναφέρεται στη θάλασσα. Όπως παρατηρείτε και από τον τίτλο του αφιερώματος, αυτό το βαρυσήμαντο γεγονός επιδιώξαμε να προβάλλουμε και θα εξακολουθήσουμε να το πράττουμε.
Ως επίλογο τούτου του αφιερώματος δε θα μπορούσαμε να παραθέσουμε άλλα λόγια, από τους περίφημους στίχους της κας Διβάρη (οι οποίοι αποτελούν ένα μέρος από το Ναυπηγείο») που στο σύνολό τους περιγράφουν τη διαδικασία του: Πώς το βίωμα γίνεται φαντασία, πώς η φαντασία γίνεται έκφραση και δημιουργία»:
... Βίδες τεράστιες, φόρμες μεγάλες,
ο γλύπτης έδωσε σε πεινασμένα βλέματα
και ήρθε ο χρόνος και η φύση,
με το δικό τους το χρωστήρα να εκθέσουν,
σπουδαίοι καλλιτέχνες,
εδώ, στο ναυπηγείο του Σκαραμανγκά,
μεγάλα αριστουργήματα.
Θεσπέσια χρώματα βγαλμένα από το έρεβος.
Πνηκτές ανάσες απελευθερώνονται,
κατάλοιπα σκληρών αγώνων.
Περήφανα και ταπηνά,
χωρίς ψυχή,
αλλά με σχήμα.
Χωρίς προορισμό, αριστουργήματα. ...
Στο επόμενο ταξίδι ελπίζουμε να συνταξιδέψουμε και πάλι..!
Πηγές Πληροφοριακού Υλικού
Έντυπη έκδοση της συλλογής ΝΑΥΠΗΓΕΙΟ της κας Εύας Διβάρη
Ιστοσελίδα της κας Εύας Διβάρη : www.evadivari.gr
Πηγές Φωτογραφικού ΥλικούΙστοσελίδα της κας Εύας Διβάρη : www.evadivari.gr
Επιμέλεια – Παρουσίαση:
ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΕΣ ΚΑΡΑΒΟΛΑΤΡΕΣ, Κώστας Σιμωτάς
Facebook Page: Kefalonites Karabolatres
«Όταν η τέχνη γίνεται βιωματική αποκτά ουσία ιδιαίτερη και ιδιαίτερα τολμηρή» Ελ. Γαλάνη (Ιστορικός Τέχνης)
«Τα έργα της Εύας Διβάρη είναι εμπνευσμένα από τον κόσμο της θάλασσας, τα θέματά της ωστόσο, δεν εξαντλούνται στις εντυπώσεις που η ίδια άντλησε από τα ταξίδια της. Αυτά της τα ταξίδια έχουν μεταποιηθεί σε νοερούς και φανταστικούς πλόες, οι οποίοι εμπεριέχουν την υπαρξιακή αγωνία μπροστά στο τυχαίο και το απροσδόκητο, στην λαχτάρα και την προσμονή της υπέρβασης των εμποδίων του ατόμου που διαθέτει την βούληση να υπερακοντίσει το μοναχικό εγώ του για να ενωθεί με την συμπαντική νομοτέλεια μιας μεταφυσικής πραγματικότητας.» Αθ. Σχινά (Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης)
«Η σκουριά χαρτογραφεί το τοπίο!
Και εγώ τα βρίσκω μαγικά όλα ετούτα.
Βουτάω το πινέλο στη φυσική μπογιά
κι απλώνω στον καμβά το ναυπηγείο.» Εύα Διβάρη
«Η μεγαλύτερη ασέλγεια στην Τέχνη είναι η κριτική. Την τέχνη την πλησιάζει κανείς μόνο με την αγάπη».
Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε
Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου