ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΗΣΗ ΟΔΥΣΣΕΑ ΜΕ ΤΗΛΕΜΑΧΟ
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ:
Νά, πως ο Δίας μας έκαμε μονόκληρο το γένος· μοναχογιό τον γέννησε ο Αρκείσιος το Λαέρτη· τον Οδυσσέα μοναχογιό τον είχε κι ο Λαέρτης· |
120 | και πάλε ο Οδυσσέας εμέ μοναχοπαίδι με είχε, και στο παλάτι μ' άφησε, και δε με καλοχάρη. |
| Και τώρα οχτροί κακόβουλοι μας γέμισαν το σπίτι· γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι, Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυθο με τα δασά τα δέντρα, κι όσοι στο βραχορίζωτο το Θιάκι εδώ αρχοντεύουν, |
125 | όλοι ζητούν την μάνα μου και μου χαλνούν το βιός μου.
Κι ο γήλιος θα βασίλευε, κι ακόμα αυτοί θα κλαίγαν, αν άξαφνα ο Τηλέμαχος τον Οδυσσέα δε ρώτα· |
| «Με τι καράβι φάνηκες ως τόσο εδώ, πατέρα; κι οι ναύτες που σε φέρανε ποιοί λέγανε πως ήταν ; Γιατί πεζός εσύ θαρρώ δεν ήρθες ως το Θιάκι.» |
225 | Κι απολογήθη του ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας· «Όλη απ' εμένα, τέκνο μου, θ' ακούσης την αλήθεια. Με φέραν εδώ Φαίακες θαλασσοξακουσμένοι, που κάθε ξένον προβοδούν που φτάση στο νησί τους· με το γοργό καράβι τους, καθώς γλυκοκοιμόμουν, |
230 | ήρθαν στο Θιάκι, μ' έβγαλαν, και με λαμπρά μ' αφήκαν δώρα, χρυσά και χάλκινα, και με φαντά περίσσια· όλα κρυμμένα σε σπηλιά με θεϊκιά βοήθεια. Τώρα ήρθα εδώ, της Αθηνάς τα λόγια ακολουθώντας, μαζί να κανονίσουμε το φόνο των οχτρώ μας. |
235 | Και τους μνηστήρας έλα εσύ, κι ένα προς ένα πες μου, να μάθω πόσοι είν' όλοι τους, και ποιός είν' ο καθένας· και μέσα στον αλάθευτο θα μελετήσω νου μου, αν εμείς σώνουμε μαζί μ' εκείνους να πιαστούμε δίχως βοηθούς και μοναχοί, για κι άλλους θα χρειαστούμε.» |
240 | Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απάντησε και του είπε· «Πατέρα, πάντα τ' άκουγα το δοξαστό όνομά σου, πόσο στο χέρι μαχητής, στο νου μεγάλος ήσουν· όμως αυτός ο λόγος σου τα φρένα μου σαστίζει· πως δυό νομάτοι θα πιαστούν με τόσους αντρειωμένους ; |
245 | Κι αυτοί δεν είναι μήτε μιά μήτε και δυό δεκάδες, μόνε πολύ περσότεροι· θα μάθης τώρα πόσοι. Από Δουλίχι πρόβαλαν πενήντα δυό μνηστήρες, νέοι ένας κι ένας, και μ' αυτούς δούλοι έξ ακολουθάνε· έχουμ' εικοσιτέσσερεις λεβέντες από Σάμη. |
250 | Από τη Ζάκυθο είκοσι παιδιά Αχαιών μας ήρθαν, κι από το Θιάκι δώδεκα μετρούμε παλληκάρια.
|
|
ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΠΡΟΣ ΙΘΑΚΙ ΑΠΟ ΣΧΕΡΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΣΧΟΛΙΟ ΑΡΗ!
Δεν μπορούμε να υπολογίσουμε βάση ωρών και αποστάσεων τη τοποθεσία της Σχερίας γιατί αυτά παρουσιάστηκαν έτσι στη προσπάθεια να υπεραμυνθεί η προηγουμένως επαινεθείσα ταχύτητα των πλοίων των Φαιάκων. Και για να μην αναφερθούμε σε πολλά ο ίδιος ο Οδυσσέας αναφέρει ότι η πατρίδα του είναι μακριά από τους Φαίακες (ι – 17) άρα όχι η Κέρκυρα. Οι δε Φαίακες είναι Φοίνικες εφ΄ όσον διατηρούν πλοία σε υπόστεγα (ζ-265). Το να διατηρείς στεγασμένα πλοία σημαίνει δύσκολες (ζεστές) καιρικές συνθήκες και είναι μια πατέντα που είχαν οι Καρχηδόνιοι, από τη Φοινίκη και αυτοί. Εδώ για την ώρα στοπ. Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα σε
Υποθεση Σχερία και Φαίακες
Είπε, και διάβηκε ο λαμπρός Δυσσέας το κατώφλι,
και κήρυκα ο αντρόκαρδος ο Αλκίνος στέλνει ομπρός του,
65 να τόνε φέρη στο γιαλό προς το γοργό καράβι·
κι η Αρήτη δούλες τού 'βαλε να τόνε συνοδέψουν.
Σκουτί καλοπλυμένο η μιά σηκώνει και χιτώνα,
άλλη σεντούκι κουβαλάει καλόφτιαστο, και τρίτη
με το κρασί το κόκκινο και με θροφή ακλουθούσε.
70 Και στο γιαλό σα φτάσανε, και στο καράβι μπήκαν,
τα παλληκάρια οι προβοδοί στο κουφωτό καράβι
πήραν και βάλαν τα πιοτά και τις προμήθειες όλες·
και του Οδυσσέα στρώσανε βελέντζα και σεντόνι
στου καραβιού το κάσαρο, για να γλυκοκοιμάται
75 στην πρύμη· αυτός ανέβηκε και πλάγιασ' εκεί τότες
σιωπώντας· κι αυτοί κάθισαν αραδιαστοί στους πάγκους,
και το παράγγι ξέλυσαν από την τρύπια δέστρα.
Και πίσω καθώς γέρνανε και τα νερά σκορπούσαν,
ύπνος βαρύς κατέβαινε πάς στα ματόφυλλά του,
80 βαθύς περίσσια και γλυκός, με θάνατο παρόμοιος.
Σαν που σε κάμπο αλόγατα τετράζυγα βαρβάτα
στου μαστιγιού το χτύπημα μαζί χουμίζουν όλα,
κι αναπηδώντας αψηλά μεγάλο δρόμο κόβουν,
έτσι κι η πλώρη ανέβαινε του ψήλου, κι αποπίσω
85 του πολυτάραχου γιαλού το κύμα αφρομανούσε.
Κι έτρεχ' εκείνο μιά χαρά, που μήτε κιρκινέζι,
το πιο γοργό πετάμενο, θα μπόρειε να το φτάξη
Με τέτοια φόρα διάβαινε στις θάλασσες απάνω,
φέρνοντας άντρα με θεούς παρόμοιο στη σοφία,
90 που αρίθμητα άλλοτες δεινά κι αν έπαθε η ψυχή του,
σε αντρών πολέμους και φριχτά ταξίδια του πελάγου,
τώρα κοιμόταν ήσυχα, τα πάθια του ξεχνώντας.
Σαν πρόβαλε το φωτερό τ' αστέρι που στα ουράνια
της νυχτογέννητης αυγής πρωτομηνάει τη φέξη,
95 το πλοίο το πελαγόδρομο ζύγωνε πια στο Θιάκι.
Βρίσκετ' εκεί του Φόρκυνα, του πελαγήσου γέρου,
κάποιο λιμάνι, και σ' αυτό δυό κάβοι που προβάλλουν,
βραχόσπαρτοι, προς την μπασιά του λιμανιού συγκλίνουν,
κι όξω κρατούν τα κύματα που οι τρικυμιές σηκώνουν·
100 μα μέσα τα καλόφτιαστα συχάζουνε καράβια,
δίχως δεσίματα, άμα μπουν και βρούνε αραξοβόλι.
Είναι κι ελιά μακρόφυλλη βαθιά μες στο λιμάνι·
και δίπλα της αχνόθαμπη σπηλιά χαριτωμένη,
ιερό λημέρι των Νυφών που λέγουνται Ναϊάδες.
105 Κροντήρια και διπλόχερες λαγήνες εκεί βρίσκεις,
που τα μελίσσια μέσα τους πηγαίνουν και φωλιάζουν.
Είναι και πέτρινοι αργαλειοί περίτρανοι, που οι Νύφες
φαίνουν σκουτιά πορφυρωτά που βλέπεις και θαμάζεις.
Έχει κι αστείρευτα νερά, και θύρες δυό· μιά θύρα
110 προς το Βοριά που δύνουνται ν' αυλίζουνται και ανθρώποι,
κι η άλλη, θεϊκιά, προς το Νοτιά, που ανθρώποι δεν περνάνε,
μόνε είναι των αθάνατων η θύρα εκείνη δρόμος.
Αυτά από πριν γνωρίζοντας μπήκαν εκεί ν' αράξουν,
και το καράβι στη στεριά έξω έπεσε ως τη μέση·
115 με τέτοια ορμή το σπρώχνανε στα ομπρός οι λαμνοκόποι.
Και στη στεριά σα βγήκανε απ' το γερό καράβι,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου