ΑΠΟ ΑΒΡΑΑΜ ΠΑΝΑΓΑΤΟ!
- αβλέμονας < αρχαίο ελληνικό επίθετο *ἀ-βλέμμων που αναφέρεται σε βυθό (μη ορατός βυθός)(κατά Χ. Πανταλίδη και Ν.Π. Ανδριώτη).
- αβλέμονας < από α- στερ. + βλέμμα (κατά Γ. Μπαμπινιώτη), συμφωνώντας με τους παραπάνω.
αβλέμονας αρσενικό
- (ναυτικός όρος): ρηχάδα, κατάλληλος βυθός για αγκυροβολία, αγκυροβόλιο καταφυγής
- βυθός με αρκετό βάθος, άπατα (παρατηρώντας από την ακτή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου