Μία από τις συνηθισμένες δυσκολίες στην καθημερινότητα της οικογένειας είναι η απουσία
ουσιαστικού διαλόγου, τόσο μεταξύ του ζευγαριού, όσο και μεταξύ των γονέων και των
παιδιών. Συχνά οι γονείς νιώθουν ότι τα παιδιά δεν τους μιλούν, δεν τους εμπιστεύονται, δεν
τους εκμυστηρεύονται τα μυστικά τους και τα θέματα που τα απασχολούν. Οι περισσότερες
συζητήσεις έχουν να κάνουν με τη διαχείριση της ζωής, τις υλικές ανάγκες, τα προγράμματα
των μελών της οικογένειας. Όμως δίχως τον ποιοτικό διάλογο, δηλαδή χωρίς τη δυνατότητα
γνήσιας επικοινωνίας με προσπάθεια κατανόησης των σκέψεων, των φόβων, των αρνητικών
συναισθημάτων που τα παιδιά αναπτύσσουν, η ζωή της οικογένειας δεν μπορεί να στηριχτεί
σε σωστές βάσεις και συχνά προκύπτουν δυσκολίες, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε
ενδοοικογενειακή αποξένωση.
Πώς όμως οι γονείς μπορούν να αναπτύξουν ουσιαστικό διάλογο με τα παιδιά; Το παιδί θα
πρέπει να νιώσει την ελευθερία και την άνεση να εκφραστεί ελεύθερα στους γονείς, για
οποιοδήποτε ζήτημα. Τα θέματα που μπορεί να απασχολούν το παιδί ποικίλλουν ανάλογα με
την ηλικία του. Με τα παιδιά μπορούμε αρχικά να συζητάμε θέματα που είναι ενδιαφέροντα
και ωφέλιμα για εκείνα και σταδιακά να αναπτύξουμε μια ευρύτερη θεματολογία, ανάλογα με
τις ανάγκες κάθε παιδιού. Κάθε γονιός για να κερδίσει το παιδί και να μπορέσει να αναπτύξει
έναν ουσιαστικό διάλογο μαζί του θα πρέπει να το κάνει να νιώσει άνετα, να μην είναι
επικριτικός απέναντί του και στα λεγόμενά του ώστε να μην νιώσει το παιδί ότι του κάνει
υποδείξεις ή ότι του δίνει εντολές.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξουν οι γονείς στην επικοινωνία με το παιδί είναι ο
τρόπος που γίνεται αυτή. Πολλές φορές οι γονείς προκειμένου να αναπτύξουν μια συζήτηση
με το παιδί, να εκμαιεύσουν πληροφορίες και να το ωθήσουν να μιλήσει φτάνουν σε σημείο
να βομβαρδίζουν με ερωτήσεις το παιδί, σε σημείο που να φαίνεται σαν να το ανακρίνουν.
Αυτό συνήθως έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Χωρίς να φαίνεται πως κάνουμε ανάκριση ή
έλεγχο στο παιδί θα πρέπει να του κάνουμε κάποιες ερωτήσεις που θα έχουν ως στόχο να
αυτοαποκαλύπτεται, ώστε να αντιληφθούμε τα θέματα που το απασχολούν και να δώσουμε
στο διάλογο τροπή προς αυτή την κατεύθυνση.
Επιπρόσθετα, οι γονείς δεν θα πρέπει να αρχίζουν το διάλογο με την λογική και την
πεποίθηση ότι οι ίδιοι τα ξέρουν όλα. Πολλές φορές οι νέοι γνωρίζουν καλύτερα κάποια
πράγματα από τους γονείς ή τους μεγαλύτερους γενικότερα. Δεν είναι σωστό να δίνουμε στα
παιδιά την εντύπωση ότι εμείς είμαστε οι παντογνώστες και οι καθοδηγητές. Ας ακούσουμε τα
παιδιά κι ας δεχθούμε γνώση κι από εκείνα, δίνοντάς τους έτσι την πεποίθηση ότι μπορούμε
να μάθουμε κι εμείς από εκείνα. Με αυτό τον τρόπο τα παιδιά θα καταλάβουν ότι δεν είμαστε
απαξιωτικοί απέναντί τους και θα έλθουν μόνα τους να μας μιλήσουν και να μας δείξουν τα
επιτεύγματά τους και τη γνώση τους.
Στο διάλογο με το παιδί μας θα πρέπει να προτιμήσουμε έναν χώρο περιβαλλοντικά ήρεμο
και μια κατάσταση ψυχικής γαλήνης. Οι απόπειρες ουσιαστικού διαλόγου μετά από
δυσάρεστα γεγονότα, ψυχικές κρίσεις ή σχολικές αποτυχίες, σε στιγμές έντασης και κρίσης
του παιδιού ή του γονιού, πέφτουν συνήθως στο κενό. Η επικοινωνία με το παιδί θα πρέπει
να γίνεται σε καταστάσεις ηρεμίας για να έχει τα σωστά και επιθυμητά αποτελέσματα.
Διάλογος σημαίνει ακρόαση του άλλου. Μόνο που για να γίνει αυτό χρειάζεται να μάθουμε να
κρατάμε σιωπή και να μην είμαστε έτοιμοι να θυμώσουμε. Διάλογος σημαίνει απόφαση να
αφήσουμε να διαφανεί η αλήθεια, ακόμη κι αν δεν είναι ταυτόσημη με την δική μας αλήθεια.
Προϋπόθεση η πειθώ και τα επιχειρήματα, όχι όμως η εμμονή αποκλειστικά στον δικό μας
τρόπο σκέψης. Παράλληλα, διάλογος δε σημαίνει απόπειρα να εξουσιάσω τον άλλο, αλλά να
συνυπάρξω μαζί του. Να ακούτε το παιδί, να είστε παρών / παρούσα ενώ του αφήνετε χώρο
να σας προσεγγίσει όποτε και όπως επιθυμεί. Είναι σημαντικό να αισθάνεται ότι έχει την
αγάπη και υποστήριξή σας με τρόπο που να μην παρεμποδίζει την ανεξαρτησία του.
Ενθαρρύνετε την αυτονόμησή του είτε με το να αποσύρεστε όπου αυτό χρειάζεται είτε με το
να του προσφέρετε ανάλογες ευκαιρίες.
Παράλληλα, η πραγματική διαδικασία του διαλόγου μπορεί να είναι θεραπευτική για το παιδί.
Όταν τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να αναγνωρίσουν, να προσδιορίσουν και να μιλήσουν για
τα διλήμματα που τα απασχολούν, είναι πιο εύκολο να τα αντιμετωπίσουν. Επιπλέον,
συνήθως ο διάλογος με το παιδί έχει διδακτικό χαρακτήρα, καθώς καλλιεργεί στο παιδί
δεξιότητες έκφρασης και λεκτικές ικανότητες, τις οποίες θα χρειαστεί στην ζωή του.
Κλείνοντας, θα ήταν χρήσιμο να υπογραμμίσουμε ότι αυτό που έχει πρωταρχική σημασία
είναι η ποιότητα του δεσμού που έχει ο γονιός με το παιδί, η ουσιαστική επαφή μεταξύ τους
με γνώμονα πάντα την ικανοποίηση των συναισθηματικών και άλλων αναγκών του παιδιού.
Τόσο οι δάσκαλοι όσο και οι γονείς θα πρέπει να χρησιμοποιούν αυτόν τον διάλογο με το
παιδί. Ιδιαίτερα οι γονείς είναι ανάγκη να βρίσκονται πολύ κοντά στα παιδιά τους κι αυτό θα το
πετύχουν με ουσιαστική επικοινωνία, διάλογο και ακρόαση του παιδιού.
Μαίρη Μπαρλαμπά
Κοινωνική Λειτουργός
του Κέντρου Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.) Κεφαλληνίας
Ιούνιος 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου